ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Πέμπτη 11 Απρίλη 2013
Σελ. /32
Σοσιαλισμός, όντως επίκαιρος και αναγκαίος!

Γεγονός ύψιστο της βδομάδας, το 19ο Συνέδριο του ΚΚΕ οι εργασίες του οποίου αρχίζουν σήμερα! Οσοι βέβαια, εκτός Συνεδρίου, μπορέσουν και ξεκλέψουν κάποιες τρύπιες ώρες, ας τις ξοδέψουν κάπου που να πιάσει τόπο, ας πάνε στο TITANIACINEMAX όπου καθημερινά στις 17.00 και στις 19.15, συνεχίζεται για δεύτερη βδομάδα, η προβολή της ταινίας «ΕΡΝΣΤ ΤΕΛΜΑΝ: ΗΓΕΤΗΣ ΤΗΣ ΤΑΞΗΣ ΤΟΥ». Ταινία που ενθουσιάζει, συγκινεί, ξεσηκώνει και διδάσκει ισομερώς Ιστορία και Τέχνη... Κατά τα άλλα ...

Η βρετανικής παραγωγής δραματική κωμωδία «ΚΟΥΑΡΤΕΤΟ» (2012), σε σκηνοθεσία Ντάστιν Χόφμαν, που για πρώτη φορά στα 75 του βρίσκεται πίσω από την κάμερα, εντάσσεται σε ένα μάλλον «διαμορφούμενο» είδος που αγγίζει θέματα που έχουν να κάνουν με την τρίτη ηλικία. Πρόσφατα είδαμε - ενδεικτικά αναφέρουμε - την αγγλική ταινία «HOTELMARIGOLD» του Τζον Μάντεν όπου μια ομάδα Εγγλέζων συνταξιούχων αποφασίζει να μεταναστεύσει για μια καινούργια αρχή στην Ινδία, αλλά και τη γαλλική «ΚΙ ΑΝ ΖΟΥΣΑΜΕ ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ;» του Στεφάν Ρομπελέν, όπου μια παρέα ηλικιωμένων φίλων στρέφεται στην κοινοβιακή συγκατοίκηση. Και η ταινία του Χόφμαν, παρμένη από ένα θεατρικό του Ρόναλντ Χάργουντ, πληροί τις θεματικές προϋποθέσεις... Βρισκόμαστε στο «Beecham House» έναν βρετανικό «ονειρικό» οίκο ευγηρίας για ηλικιωμένους μουσικούς - μινιατούρα του Downton Abbey. Εδώ η ζωή έχει δικούς της ρυθμούς και οι απίστευτα κομψοί, ζωντανοί και ενεργητικοί τενόροι και υψίφωνοι διεξάγουν έναν αδιάκοπο αγώνα μεταξύ τους μέχρι που η άφιξη της εκκεντρικής ντίβας της όπερας Τζιν (Μάγκι Σμιθ) ανατρέπει τα πάντα. Δίπλα στη Μάγκι Σμιθ βλέπουμε, με ιδιαίτερη χαρά τον Τομ Κόρτνεϊ, αλλά και την Πολίν Κόλινς και τον Μπίλι Κονόλι. Στο παρελθόν, οι τέσσερίς τους τραγούδησαν μαζί το φημισμένο κουαρτέτο από το Ριγκολέττο του Βέρντι προτού ο έρωτας και η ζήλεια τους διαλύσει. Η μουσική που στην ταινία υφαίνεται με την αγάπη είναι ακόμα ικανή να επουλώσει πληγές που πηγάζουν από το κοινό ιστορικό της Τζιν και του Ρέτζι; Η ταινία διαθέτει μια χιουμοριστική νότα που όμως ποτέ δεν αγγίζει την αφηγηματική υπερβολή, ίσως επειδή οι ηθοποιοί γνωρίζουν πολύ καλά τι σημαίνει να γερνά κανείς... Μέσα από τον φακό του Χόφμαν η τρίτη ηλικία - παρά τα αναπόφευκτα μειονεκτήματα - εμφανίζεται το λιγότερο όμορφη και ο οίκος ευγηρίας μέρος σίγουρα ελκυστικό ...

Απογοητευτική και χωρίς λόγο ύπαρξης η τελευταία ταινία της Ολγας Μαλέα «ΜΑΝΤΖΟΥΡΑΝΑ» (2013) ενώ το ντοκιμαντέρ του Σταύρου Ψυλλάκη «ΜΕΤΑΞΑ - Ακούγοντας το χρόνο» (2013) αναφέρεται στην υπαρξιακή κατάσταση του ανθρώπου που αντιμετωπίζει οριακές καταστάσεις. Αφετηρία εν προκειμένω είναι οι μαρτυρίες γιατρών και προσωπικού του αντικαρκινικού νοσοκομείου ΜΕΤΑΞΑ που πάσχουν οι ίδιοι από καρκίνο ... Οσο δε για το «SCARY MOVIE 5» ε, τι να πει κανείς...


ΚΡΙΤΙΚΗ:
Τζία ΓΙΟΒΑΝΗ

ΚΟΥΡΤ ΜΕΤΣΙΓΚ
Ερνστ Τέλμαν: Ηγέτης της τάξης του

Πολύτιμες σε διαχρονικά διδάγματα αποδείχθηκαν τελικά οι δυο επικές, μεγαλειώδεις ανατολικογερμανικές ταινίες του Κουρτ Μέτσιγκ για τον Ερνστ Τέλμαν, πρώτα ως Γιο και κατόπιν ως Ηγέτη της εργατικής τάξης. Αμφότερες γυρισμένες το 1954 και το '55 αντίστοιχα, από τον ίδιο σημαντικότατο σκηνοθέτη καλύπτουν μια ιστορική περίοδο καθοριστικής σημασίας τόσο για τη Γερμανία όσο και τον υπόλοιπο κόσμο που άρχεται με το τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, περνά από τη γερμανική επανάσταση του 1918, στέκεται στο σημαντικό γεγονός της διήμερης ένοπλης εργατικής εξέγερσης του Αμβούργου το 1923 και φθάνει μέχρι την επικράτηση των Ναζί, τον Ισπανικό εμφύλιο, τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, τη νίκη του Κόκκινου Στρατού και τη δολοφονία του Τέλμαν στο κρεματόριο του Μπούχενβαλντ. Οι ταινίες του Μέτσιγκ, αδιαμφισβήτητα έργα τέχνης. Ιδιαίτερα αυτή στην οποία σήμερα αναφερόμαστε, αποκαλυπτικότατη και εγκυρότατη, σφύζει από αποδεδειγμένη ιστορική αλήθεια για το πώς το «πακέτο» Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, χέρι - χέρι, με το γερμανικό - αρχικά - και διεθνές κεφάλαιο εξέθρεψαν το ναζιστικό τέρας. Η ταινία ξεμπροστιάζει και τη «θεωρία των άκρων», την άθλια και ανιστόρητη προπαγάνδα όλων των καλοθελητών - θα τους αναγνωρίσετε στο δικό μας σημερινό πολιτικό περιβάλλον - ότι το ΚΚ Γερμανίας ευθύνεται για την άνοδο των Ναζί στην εξουσία, επειδή αρνιόταν τη σύμπραξη με τους σοσιαλδημοκράτες...

Βάση στη διευκόλυνση της ανάγνωσης της ταινίας οι κάποιες στοιχειώδεις ιστορικές πληροφορίες. Την περίοδο του Α΄ιμπεριαλιστικού Παγκόσμιου Πολέμου, τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Β' Διεθνούς πρόδωσαν την εργατική τάξη, ενώ στηρίζοντας την αστική τάξη των χωρών τους, καλούσαν τους εργάτες να ριχτούν στη σφαγή. Τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα μεταλλάχθηκαν σε οπορτουνιστικά και κατόπιν σε αστικά κυβερνητικά. Η μετάλλαξή τους συνδέεται με την είσοδο του καπιταλισμού στο τελευταίο του στάδιο, το ιμπεριαλιστικό και τις αλλαγές που η νέα κατάσταση έφερε στη σύνθεση της εργατικής τάξης. Τα μονοπώλια έχουν πια τη δυνατότητα να εξαγοράζουν μέρος των εργατών. Το Γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, το SPD, στήριξε την κυβέρνηση στον πόλεμο, αλλά η χώρα ηττήθηκε. Η επιδείνωση της καθημερινότητας του λαού μετά τις πολύχρονες πολεμικές συγκρούσεις, σε συνδυασμό με την ακτινοβολία της Οχτωβριανής Επανάστασης του 1917, είχε σαν αποτέλεσμα μια πρωτόγνωρη κίνηση των μαζών στη Γερμανία. Σημειωτέον ότι θρυαλλίδα για την έξοδο της Γερμανίας από τον πόλεμο υπήρξε η εξέγερση των ναυτών στο Κίελο, τον Νοέμβρη του 1918. Με την επανάσταση του 1918 - 1919 διαμορφώθηκε μια τύποις κοινοβουλευτική δημοκρατία, που ονομάστηκε «Δημοκρατία της Βαϊμάρης». Στην ουσία πρόκειται για εξουσία της αστικής τάξης που διασφαλίζει όλες εκείνες τις λειτουργίες του αστικού κράτους, ως μηχανισμού βίας, εναντίον της εργατικής τάξης και των καταπιεσμένων.

Η γερμανική αστική τάξη νιώθει τη γη να τρέμει κάτω από τα πόδια της, γιατί η εξέγερση μεταφέρεται σε όλες σχεδόν τις μεγάλες πόλεις της Γερμανίας, όπου οι στρατιώτες συμφιλιώνονται με το λαό, συγκροτούν Συμβούλια στρατιωτών και εργατών και σηκώνουν την κόκκινη σημαία. Ο φόβος για ένα «Γερμανικό Οκτώβρη» αναγκάζει το γερμανικό κεφάλαιο να πάρει δραστικά μέτρα. Ομολογεί ο μεγαλοβιομήχανος Ρόμπερτ Μπος «για να σβήσεις τη φωτιά στο σπίτι σου χρησιμοποιείς και βρωμόνερα». Και τα «βρωμόνερα» εν προκειμένω είναι η σοσιαλδημοκρατία, που έχει ήδη περάσει τις εξετάσεις... και που η αστική τάξη της αναθέτει τη διακυβέρνηση της χώρας...

Η περίοδος 1919 - 1933, χαρακτηρίζεται από ανάπτυξη της ταξικής πάλης, από αστάθεια του αστικού πολιτικού συστήματος και από όξυνση των ενδοκαπιταλιστικών αντιθέσεων. Με το που ξέσπασε η κρίση του 1929 - 1932, τα αστικά κόμματα πήραν πολύ σκληρά μέτρα σε βάρος της εργατικής τάξης (καλή ώρα!) ώστε να ξεπεραστεί η κρίση προς όφελος του γερμανικού κεφαλαίου. Αυτή η αντιλαϊκή πολιτική των «δημοκρατικών» δυνάμεων, του SPD και των άλλων κομμάτων της Βαϊμάρης που στήριξαν όλα τα αντιλαϊκά μέτρα, αυτή ήταν ο βασικός παράγοντας της ενίσχυσης της πολιτικής επιρροής του Ναζιστικού Κόμματος και αυτή συνέβαλε αποφασιστικά στη δημιουργία ανοχών απέναντι στον ανερχόμενο φασισμό...

Το SPD από οπορτουνιστικό - εργατικό κόμμα μετεξελίσσεται σε αστικό κυβερνητικό, καταστέλλοντας εργατικές εξεγέρσεις και απεργίες και ανασυγκροτώντας τους μηχανισμούς του γερμανικού αστικού κράτους όπως το στρατό της Ράιχσβερ και τα αντιδραστικά Freikorps, απ' όπου ξεπήδησαν στη συνέχεια, τα ναζιστικά τάγματα των SS και SA. Το SPD έκανε τα πάντα για την αναχαίτιση του εργατικού κινήματος, που, χάρη στη συμβολή του ΚΚ, έθετε έστω και με αντιφάσεις, το ζήτημα της εργατικής εξουσίας. Το SPD στήριζε την αντιλαϊκή πολιτική με βάση τη λογική του «μικρότερου κακού». Με αυτήν τη λογική στήριξε, στις προεδρικές εκλογές, τον φιλομοναρχικό Χίντενμπουργκ, ο οποίος στη συνέχεια, παρέδωσε την καγκελαρία στον Χίτλερ...

Καλή σας θέαση και να έχετε ανοιχτά τα μάτια σας για όλες εκείνες τις μικρές λεπτομέρειες τις εγγεγραμμένες στην εικόνα...

Παίζουν: Γκίντερ Ζίμον, Χανς - Πέτερ Μινέτι, Μισέλ Πικολί, Κάρλα Ρούνκελ, κ.ά.

Παραγωγή: Γερμανική Λαοκρατική Γερμανία 1955.

ΝΤΕΡΕΚ ΤΣΙΑΝΦΡΑΝΣ
Το τέλος του δρόμου

2013 Focus Features

Το συναρπαστικό, σε εύρος και διάρκεια, πλάνο - σεκάνς της εισαγωγής, στέλνει τους συνειρμούς κατευθείαν στο μεγαλειώδες εισαγωγικό πλάνο - σεκάνς της ταινίας του Ορσον Ουέλς «TOUCH OF EVIL» (1958), απόσπασμα, που εμπίπτει στη διδακτέα ύλη της ιστορίας του κινηματογράφου, ως υποδειγματικό. Και μόνο απ' αυτό, ο σκηνοθέτης κατάφερε ήδη να εξασφαλίσει τον εν μέρει θαυμασμό μας κι ας μη διαθέτει η προσπάθειά του, ούτε τη συνθετότητα της mise-en- scene (της σκηνοθεσίας στο εσωτερικό του κάδρου), ούτε και την περιπλοκότητα των κινήσεων της μηχανής, στην κλασική ταινία του Ουέλς.

Εδώ, ακολουθούμε μια κόκκινη δερμάτινη «πλάτη» να κινείται γοργά και αποφασιστικά προς τα μπρος. Η κάμερα, σχεδόν κολλημένη, πάνω της. Ο αθλητικός άνδρας με τα οξιζεναρισμένα μαλλιά διασχίζει φιλάρεσκα το χώρο του λούνα παρκ με τα πολύχρωμα λαμπιόνια που αναβοσβήνουν. Ο άνδρας μπαίνει στο αντίσκηνο που θα φιλοξενήσει το νούμερό του. Συνοδευόμενος από τις ιαχές του κονφερασιέ/ εργοδότη, ανεβαίνει στη μοτοσικλέτα και με φασαριόζικα αναμμένη μηχανή μπαίνει, με άλλους δυο μοτοσικλετιστές, σε ένα στρογγυλό, ατσαλένιο κλουβί που πάνω στα εσωτερικά του τοιχώματα θα λάβει χώρα η ατραξιόν για την οποία πληρώνονται, ο «γύρος του θανάτου»... Ο Λουκ είναι ένας περιφερόμενος stuntman με σώμα καλυμμένο από τατουαρισμένα δάκρυα και μοτίβα από τη Βίβλο... Ο Ράιαν Γκόσλινγκ μπορεί να άλλαξε το αυτοκίνητο με μοτοσικλέτα, όμως και εδώ υποδύεται έναν παρά τη θέλησή του κακοποιό...

... που ξεκίνησε σαν μίζερος stuntman που στο παρελθόν, ξανάρθε στον τόπο αυτόν και η ολιγόχρονη παραμονή του έφερε στον κόσμο έναν γιο. Τώρα, μπροστά του έχει την κοπέλα από το παρελθόν, εκείνη τώρα δεν είναι μόνη, έχει μια σοβαρή σχέση και δεν ενδιαφέρεται για όποια αναζωπύρωση της παλιάς. Ο Λουκ, παρατημένος ο ίδιος από πατέρα, θεωρεί ότι από την ώρα που η έγκυος γυναίκα γέννησε το παιδί του, του ανήκει πρωτίστως το παιδί και κατ' επέκταση η μάνα. Ετσι ανακηρύσσει ως λόγο ύπαρξής του αυτήν την πρωτόγνωρη αίσθηση πατρότητας που δίνει νόημα στη ζωή του. Και πάει παραπέρα... Αποφασίζει να εγκατασταθεί στην πόλη, να βρίσκεται δίπλα στο γιο του, να κάνει ό,τι καλύτερο για να συντηρεί την οικογένειά του. Το μοναδικό πάραυτα εφικτό μοιάζει να είναι η ληστεία τράπεζας. Υποκινητής και συνεταίρος ένας μοναχικός λύκος ο ιδιοκτήτης του συνεργείου αυτοκινήτων πορτρέτο που ο Τσιανφράνς ζωγραφίζει ηχητικά με τις βραχνές νότες του Μπρους Σπρίνγκστιν που παράλληλα αναδεικνύουν το βλέμμα του σκηνοθέτη στην κοινωνία και την ταξική της σύνθεση, συμπαγές φόντο σε ό,τι αφορά φιλοδοξίες και διαφθορά του ατόμου. Η επιτυχία της πρώτης ληστείας τον μεθά αλλά και τον πετά στον εθισμό, στην απληστία... Ο Ράιαν Γκόσλινγκ είναι αυτός που βάζει τον τόνο στην ταινία. Ερμηνεύει με εξαίρετη ευαισθησία και εσωτερικότητα το σκληρό περίγραμμα του Λουκ που υποκινείται από την αμέτρητη θλίψη του βλέμματός του που βαθαίνει όλο και περισσότερο τις ρυτίδες που ξεφυτρώνουν γύρω από το στόμα του... Ο περιθωριακός, φτωχοδιάβολος Λουκ - προϊόν αλλά και αναπαραγωγός του συστήματος που τον παρήγαγε - από τη στιγμή που η «ζωή» του αποκαλύπτει το νόημα της δικής του ζωής, αποφασίζει να γίνει «νοικοκυραίος», ώστε να μπορέσει να το γευτεί. Και το σύστημα διδάσκει σε όλους τους τόνους ότι άξιος οικογενειάρχης είναι ο μεγαλύτερος καταναλωτής. Είναι η συμπεριφορά του Λουκ που συνιστά το κλειδί και του δράματος που ακολουθεί, όπου ο νεαρός αστυνομικός με τον υπερβάλλοντα ζήλο - τον υποδύεται ο Μπράντλεϊ Κούπερ - ο έτερος πρωταγωνιστής που κι αυτός, μόλις έγινε πατέρας θα χρισθεί σε ήρωα της πόλης. Ο Γκόσλινγκ και ο Κούπερ εκπέμπουν ακεραιότητα, είναι οι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος, του λευκού αμερικάνικου ανδρισμού και οι ιστορίες τους υφαίνονται δραματικά στο ίδιο τελάρο.

Ξαφνικά όλα αλλάζουν... Η αναμφισβήτητα καλοφτιαγμένη ταινία, ενώ ξεκινά με την ένταση και το άγχος μιας ρεαλιστικής καθημερινότητας, αλλάζει. Μετατρέπεται σε χιλιοειπωμένη ιστορία με διεφθαρμένους αστυνομικούς που το παίζουν αντεστραμμένοι Ρομπέν των Δασών. Και ο Γκόσλινγκ αντικαθίσταται από έναν καλοχτενισμένο Μπράντλεϊ Κούπερ που ενώ δεν είναι κακός στο ρόλο, υπογραμμίζει τη διαφορά με τον προηγούμενο. Σ' αυτό το σημείο αισθάνεσαι ότι το φιλμ σταμάτησε... για να συνεχίσει ασθμαίνοντας, με κάτι παντελώς διαφορετικό, στην τρίτη πράξη.

Η ταινία του Τσιανφράνς είναι κάτι σαν «τρία φιλμ σε ένα». Το πρώτο, υπερβολικό μεν, αλλά σφύζει από ενδιαφέρον ποικιλόμορφο! Εδώ όμως τελειώνει και η απόλαυση... Το δεύτερο - βαρετό - για τον αγώνα του αστυνομικού Κούπερ εναντίον ενός διεφθαρμένου κατεστημένου, ενώ στο τρίτο μέρος, που λαμβάνει χώρα 15 χρόνια μετά, το ενδιαφέρον κατά τι επανέρχεται και γινόμαστε μάρτυρες των συνεπειών των επιλογών των δύο προηγούμενων πρωταγωνιστών και του πώς αυτές εκφράζονται στο τόξο του μέλλοντος... Μάλλον απλοϊκή κατασκευή η ταινία, στην οποία κάθε της τμήμα αποδεικνύεται λειτουργικό ως προς τον εαυτό του. Τα τμήματα αυτά λειτουργούν χειρότερα τιθέμενα το ένα δίπλα στο άλλο. Το πρώτο, είναι το δυνατότερο απ' όποια πλευρά κι αν το δει κανείς, ενώ, στο τελευταίο συγκεντρώνονται οι περισσότερες αδυναμίες. Ετσι ο θεατής, μετά από 140 λεπτά προβολής, φεύγει με την εντύπωση /αίσθηση ότι το φιλμ αποδυναμώνεται όσο ξεδιπλώνεται... Πάντως, η υπερβολική δραματοποίηση μέσα από εκκλησιαστικές χορωδίες μοιάζουν να θέλουν να βγάλουν στην επιφάνεια μια μοιραία ατμόσφαιρα όπου υπογραμμίζεται ότι «δεν μπορεί κανείς να ξεφύγει από την κληρονομικότητά του και τα αμαρτήματα του παρελθόντος» ή κάτι τέτοιο.

Στο σημερινό συμβατικό κινηματογραφικό τοπίο εύχεται κανείς να συναντά ταινίες που εκπλήσσουν, που τολμούν να προκαλούν τις προκατασκευασμένες προσδοκίες, χαρακτήρες ή ανάπτυξη του δράματος. Ωστόσο η συνολική εικόνα της «ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ» εμφανίζεται άνιση και ακατάστατη. Και δεν μπορεί να ικανοποιείται κανείς όταν διαπιστώνει ότι η ευφορία αφορά μόνο το 1/3 της ταινίας και συγκεντρώνεται αποκλειστικά στο πρώτο της μέρος που, ανεπιφύλακτα λέμε ότι είναι ό,τι καλύτερο έχουμε δει εδώ και πολύ, πολύ καιρό... Και θα ήταν άδικο να πούμε ότι το φιλμ μιλά αποσπασματικά για αμαρτήματα και μετάνοια, για αγάπη και ζήλεια, για το αν μπορούσε κάποιος να αναιρέσει τις πράξεις του... και πάνω απ' όλα για μια ιστορία για πατέρες και γιους.

Παίζουν: Ράιαν Γκόσλινγκ, Μπράντλεϊ Κούπερ, Εύα Μέντες, Ρέι Λιότα, Μπεν Μέντελσον, κ.ά.

Παραγωγή: ΗΠΑ (2012).

ΑΝΤΡΙΟΥ ΝΙΚΟΛ
Το σώμα

Η λογική δε «ρέει» ακριβώς στο newage, δραματουργίας «κέτσαπ» σενάριο της ταινίας «ΤΟ ΣΩΜΑ», βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα της συγγραφέα του «Twilight»,Στέφανι Μέγιερ. Σε ένα πολύ κοντινό, δυστοπικό μέλλον, εξωγήινοι καταλαμβάνουν τη Γη μπαίνοντας στο μυαλό των ανθρώπων κι ελέγχοντας το σώμα τους. Οι εξωγήινοι έχουν τη μορφή κανονικών ανθρώπων με παγωμένα, διαφανή γαλάζια μάτια και είναι κατά βάση ντυμένοι στα λευκά. Οι εξωγήινοι δεν κατέστρεψαν τον πλανήτη παρά εξάλειψαν τον πόλεμο, την πείνα, το ψέμα την καταστροφή του περιβάλλοντος, την επιθετικότητα και ό,τι αρνητικό συνδέεται με την ανθρώπινη διάσταση. Η δυστοπία εδώ εκφράζεται μέσα από τόνους φρεσκάδας και αποστειρωμένης λευκότητας!

Οι έννοιες μνήμη, ψυχή, σώμα, συμφιλίωση και οι αντιθετικές εικόνες, ενός υψηλής τεχνολογίας πολιτισμού αφενός σε συνύπαρξη με μια, περίεργου χαρακτήρα, πρωτόγονη κοινότητα με επιτηδευμένο ενεργειακό σύστημα θόλου με κάτοπτρα διαμορφώνουν το περιβάλλον στο οποίο κινείται η ιστορία της Στέφανι Μέγιερ που μετέφερε την ειδικότητά της - μαλακό πορνό για έφηβες - σε ένα μέλλον μετά την «Αποκάλυψη». Αλλαξε τα βαμπίρ του «Twilight» με εξωγήινους, τη φαντασία με επιστημονική φαντασία και αντικατέστησε την πολύ δράση με ρομαντικό εφηβικό έρωτα. Γιατί είναι το όνομα της Μέγιερ - ούτε οι ηθοποιοί, ούτε φυσικά ο σκηνοθέτης - που θα «πουλήσει» την ταινία «ΤΟ ΣΩΜΑ»... Το επόμενο - φυσιολογικό - βήμα της Μέγιερ θα ήταν να ξεκινήσει μια νέα θρησκευτική αίρεση, ακριβώς όπως έκανε και ο συγγραφέας Ron Hubbard.

Ο πυρήνας του μεταφυσικού υπερδραματοποιημένου αυτού αχταρμά - με το αδέξιο και άψαχτο σενάριο, τις ξύλινες ερμηνείες των στερεοτυπικών χαρακτήρων, τους αποδυναμωμένους φαινομενικά θρησκευτικούς τόνους και την πλοκή να προχωρά μέσα από το σχιζοφρενικό αφηγηματικό τέχνασμα του εσωτερικού διαλόγου Σώματος/Μέλανι - είναι ένα ξεδιάντροπο κακέκτυπο, σε νεανική βερσιόν, διάτρητο από παραχαραγμένη λογική και γνώση, του παλιού ασπρόμαυρου αντικομμουνιστικού φιλμ τρόμου και επιστημονικής φαντασίας βασισμένο στην ομώνυμη νουβέλα του Τζακ Φίνεϊ «INVASION OF THE BODY SNATCHERS» (1956) σε σκηνοθεσία Ντον Σίγκελ. Ταινία που, από τη δεκαετία του '50, κυκλοφόρησε σε πλήθος επικαιροποιημένων εκδόσεων, όπως η ομότιτλη του 1978, σε σκηνοθεσία Φίλιπ Κάουφμαν.

Τη Γη, όπως είπαμε παραπάνω, καταλαμβάνουν παρασιτικοί εξωγήινοι - οι ψυχές τους είναι σαν τα πυροτεχνήματα που βάζουν στα κοκτέιλ γενεθλίων - έχουν τη δυνατότητα να μπαίνουν στα σώματα άλλων ανθρώπων και να εγκαθίστανται στο στέλεχος του εγκεφάλου. Η νεαρή Μέλανι είναι από τους ελάχιστους επιζήσαντες της μεγάλης φυγής. Κάτι όμως πήγε στραβά στη λοβοτομή της, όταν συνελήφθη από τους εξωγήινους και η ψυχή της, κλεισμένη στο σώμα ενός εξωγήινου όντος, όχι μόνο αρνείται να εξαφανιστεί αλλά πείθει και το σώμα που τη φιλοξενεί να το σκάσουν μαζί από την πόλη και να ενωθούν με μια μικρή ομάδα επαναστατών που κρύβονται... ψεύτικη εικόνα, αδικαιολόγητες πράξεις, κανονικό σκουπίδι...

Παίζουν: Σαουάρς Ρόναν, Νταϊάν Κρούγκερ, Γουίλιαμ Χαρτ, Μαξ Αϊρονς, Τζέικ Αμπελ κ.ά.

Παραγωγή: ΗΠΑ (2013).



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ