Η βρετανικής παραγωγής δραματική κωμωδία «ΚΟΥΑΡΤΕΤΟ» (2012), σε σκηνοθεσία Ντάστιν Χόφμαν, που για πρώτη φορά στα 75 του βρίσκεται πίσω από την κάμερα, εντάσσεται σε ένα μάλλον «διαμορφούμενο» είδος που αγγίζει θέματα που έχουν να κάνουν με την τρίτη ηλικία. Πρόσφατα είδαμε - ενδεικτικά αναφέρουμε - την αγγλική ταινία «HOTELMARIGOLD» του Τζον Μάντεν όπου μια ομάδα Εγγλέζων συνταξιούχων αποφασίζει να μεταναστεύσει για μια καινούργια αρχή στην Ινδία, αλλά και τη γαλλική «ΚΙ ΑΝ ΖΟΥΣΑΜΕ ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ;» του Στεφάν Ρομπελέν, όπου μια παρέα ηλικιωμένων φίλων στρέφεται στην κοινοβιακή συγκατοίκηση. Και η ταινία του Χόφμαν, παρμένη από ένα θεατρικό του Ρόναλντ Χάργουντ, πληροί τις θεματικές προϋποθέσεις... Βρισκόμαστε στο «Beecham House» έναν βρετανικό «ονειρικό» οίκο ευγηρίας για ηλικιωμένους μουσικούς - μινιατούρα του Downton Abbey. Εδώ η ζωή έχει δικούς της ρυθμούς και οι απίστευτα κομψοί, ζωντανοί και ενεργητικοί τενόροι και υψίφωνοι διεξάγουν έναν αδιάκοπο αγώνα μεταξύ τους μέχρι που η άφιξη της εκκεντρικής ντίβας της όπερας Τζιν (Μάγκι Σμιθ) ανατρέπει τα πάντα. Δίπλα στη Μάγκι Σμιθ βλέπουμε, με ιδιαίτερη χαρά τον Τομ Κόρτνεϊ, αλλά και την Πολίν Κόλινς και τον Μπίλι Κονόλι. Στο παρελθόν, οι τέσσερίς τους τραγούδησαν μαζί το φημισμένο κουαρτέτο από το Ριγκολέττο του Βέρντι προτού ο έρωτας και η ζήλεια τους διαλύσει. Η μουσική που στην ταινία υφαίνεται με την αγάπη είναι ακόμα ικανή να επουλώσει πληγές που πηγάζουν από το κοινό ιστορικό της Τζιν και του Ρέτζι; Η ταινία διαθέτει μια χιουμοριστική νότα που όμως ποτέ δεν αγγίζει την αφηγηματική υπερβολή, ίσως επειδή οι ηθοποιοί γνωρίζουν πολύ καλά τι σημαίνει να γερνά κανείς... Μέσα από τον φακό του Χόφμαν η τρίτη ηλικία - παρά τα αναπόφευκτα μειονεκτήματα - εμφανίζεται το λιγότερο όμορφη και ο οίκος ευγηρίας μέρος σίγουρα ελκυστικό ...
Απογοητευτική και χωρίς λόγο ύπαρξης η τελευταία ταινία της Ολγας Μαλέα «ΜΑΝΤΖΟΥΡΑΝΑ» (2013) ενώ το ντοκιμαντέρ του Σταύρου Ψυλλάκη «ΜΕΤΑΞΑ - Ακούγοντας το χρόνο» (2013) αναφέρεται στην υπαρξιακή κατάσταση του ανθρώπου που αντιμετωπίζει οριακές καταστάσεις. Αφετηρία εν προκειμένω είναι οι μαρτυρίες γιατρών και προσωπικού του αντικαρκινικού νοσοκομείου ΜΕΤΑΞΑ που πάσχουν οι ίδιοι από καρκίνο ... Οσο δε για το «SCARY MOVIE 5» ε, τι να πει κανείς...
Η γερμανική αστική τάξη νιώθει τη γη να τρέμει κάτω από τα πόδια της, γιατί η εξέγερση μεταφέρεται σε όλες σχεδόν τις μεγάλες πόλεις της Γερμανίας, όπου οι στρατιώτες συμφιλιώνονται με το λαό, συγκροτούν Συμβούλια στρατιωτών και εργατών και σηκώνουν την κόκκινη σημαία. Ο φόβος για ένα «Γερμανικό Οκτώβρη» αναγκάζει το γερμανικό κεφάλαιο να πάρει δραστικά μέτρα. Ομολογεί ο μεγαλοβιομήχανος Ρόμπερτ Μπος «για να σβήσεις τη φωτιά στο σπίτι σου χρησιμοποιείς και βρωμόνερα». Και τα «βρωμόνερα» εν προκειμένω είναι η σοσιαλδημοκρατία, που έχει ήδη περάσει τις εξετάσεις... και που η αστική τάξη της αναθέτει τη διακυβέρνηση της χώρας...
Η περίοδος 1919 - 1933, χαρακτηρίζεται από ανάπτυξη της ταξικής πάλης, από αστάθεια του αστικού πολιτικού συστήματος και από όξυνση των ενδοκαπιταλιστικών αντιθέσεων. Με το που ξέσπασε η κρίση του 1929 - 1932, τα αστικά κόμματα πήραν πολύ σκληρά μέτρα σε βάρος της εργατικής τάξης (καλή ώρα!) ώστε να ξεπεραστεί η κρίση προς όφελος του γερμανικού κεφαλαίου. Αυτή η αντιλαϊκή πολιτική των «δημοκρατικών» δυνάμεων, του SPD και των άλλων κομμάτων της Βαϊμάρης που στήριξαν όλα τα αντιλαϊκά μέτρα, αυτή ήταν ο βασικός παράγοντας της ενίσχυσης της πολιτικής επιρροής του Ναζιστικού Κόμματος και αυτή συνέβαλε αποφασιστικά στη δημιουργία ανοχών απέναντι στον ανερχόμενο φασισμό...
Το SPD από οπορτουνιστικό - εργατικό κόμμα μετεξελίσσεται σε αστικό κυβερνητικό, καταστέλλοντας εργατικές εξεγέρσεις και απεργίες και ανασυγκροτώντας τους μηχανισμούς του γερμανικού αστικού κράτους όπως το στρατό της Ράιχσβερ και τα αντιδραστικά Freikorps, απ' όπου ξεπήδησαν στη συνέχεια, τα ναζιστικά τάγματα των SS και SA. Το SPD έκανε τα πάντα για την αναχαίτιση του εργατικού κινήματος, που, χάρη στη συμβολή του ΚΚ, έθετε έστω και με αντιφάσεις, το ζήτημα της εργατικής εξουσίας. Το SPD στήριζε την αντιλαϊκή πολιτική με βάση τη λογική του «μικρότερου κακού». Με αυτήν τη λογική στήριξε, στις προεδρικές εκλογές, τον φιλομοναρχικό Χίντενμπουργκ, ο οποίος στη συνέχεια, παρέδωσε την καγκελαρία στον Χίτλερ...
Καλή σας θέαση και να έχετε ανοιχτά τα μάτια σας για όλες εκείνες τις μικρές λεπτομέρειες τις εγγεγραμμένες στην εικόνα...
Παίζουν: Γκίντερ Ζίμον, Χανς - Πέτερ Μινέτι, Μισέλ Πικολί, Κάρλα Ρούνκελ, κ.ά.
Παραγωγή: Γερμανική Λαοκρατική Γερμανία 1955.
2013 Focus Features |
... που ξεκίνησε σαν μίζερος stuntman που στο παρελθόν, ξανάρθε στον τόπο αυτόν και η ολιγόχρονη παραμονή του έφερε στον κόσμο έναν γιο. Τώρα, μπροστά του έχει την κοπέλα από το παρελθόν, εκείνη τώρα δεν είναι μόνη, έχει μια σοβαρή σχέση και δεν ενδιαφέρεται για όποια αναζωπύρωση της παλιάς. Ο Λουκ, παρατημένος ο ίδιος από πατέρα, θεωρεί ότι από την ώρα που η έγκυος γυναίκα γέννησε το παιδί του, του ανήκει πρωτίστως το παιδί και κατ' επέκταση η μάνα. Ετσι ανακηρύσσει ως λόγο ύπαρξής του αυτήν την πρωτόγνωρη αίσθηση πατρότητας που δίνει νόημα στη ζωή του. Και πάει παραπέρα... Αποφασίζει να εγκατασταθεί στην πόλη, να βρίσκεται δίπλα στο γιο του, να κάνει ό,τι καλύτερο για να συντηρεί την οικογένειά του. Το μοναδικό πάραυτα εφικτό μοιάζει να είναι η ληστεία τράπεζας. Υποκινητής και συνεταίρος ένας μοναχικός λύκος ο ιδιοκτήτης του συνεργείου αυτοκινήτων πορτρέτο που ο Τσιανφράνς ζωγραφίζει ηχητικά με τις βραχνές νότες του Μπρους Σπρίνγκστιν που παράλληλα αναδεικνύουν το βλέμμα του σκηνοθέτη στην κοινωνία και την ταξική της σύνθεση, συμπαγές φόντο σε ό,τι αφορά φιλοδοξίες και διαφθορά του ατόμου. Η επιτυχία της πρώτης ληστείας τον μεθά αλλά και τον πετά στον εθισμό, στην απληστία... Ο Ράιαν Γκόσλινγκ είναι αυτός που βάζει τον τόνο στην ταινία. Ερμηνεύει με εξαίρετη ευαισθησία και εσωτερικότητα το σκληρό περίγραμμα του Λουκ που υποκινείται από την αμέτρητη θλίψη του βλέμματός του που βαθαίνει όλο και περισσότερο τις ρυτίδες που ξεφυτρώνουν γύρω από το στόμα του... Ο περιθωριακός, φτωχοδιάβολος Λουκ - προϊόν αλλά και αναπαραγωγός του συστήματος που τον παρήγαγε - από τη στιγμή που η «ζωή» του αποκαλύπτει το νόημα της δικής του ζωής, αποφασίζει να γίνει «νοικοκυραίος», ώστε να μπορέσει να το γευτεί. Και το σύστημα διδάσκει σε όλους τους τόνους ότι άξιος οικογενειάρχης είναι ο μεγαλύτερος καταναλωτής. Είναι η συμπεριφορά του Λουκ που συνιστά το κλειδί και του δράματος που ακολουθεί, όπου ο νεαρός αστυνομικός με τον υπερβάλλοντα ζήλο - τον υποδύεται ο Μπράντλεϊ Κούπερ - ο έτερος πρωταγωνιστής που κι αυτός, μόλις έγινε πατέρας θα χρισθεί σε ήρωα της πόλης. Ο Γκόσλινγκ και ο Κούπερ εκπέμπουν ακεραιότητα, είναι οι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος, του λευκού αμερικάνικου ανδρισμού και οι ιστορίες τους υφαίνονται δραματικά στο ίδιο τελάρο.
Ξαφνικά όλα αλλάζουν... Η αναμφισβήτητα καλοφτιαγμένη ταινία, ενώ ξεκινά με την ένταση και το άγχος μιας ρεαλιστικής καθημερινότητας, αλλάζει. Μετατρέπεται σε χιλιοειπωμένη ιστορία με διεφθαρμένους αστυνομικούς που το παίζουν αντεστραμμένοι Ρομπέν των Δασών. Και ο Γκόσλινγκ αντικαθίσταται από έναν καλοχτενισμένο Μπράντλεϊ Κούπερ που ενώ δεν είναι κακός στο ρόλο, υπογραμμίζει τη διαφορά με τον προηγούμενο. Σ' αυτό το σημείο αισθάνεσαι ότι το φιλμ σταμάτησε... για να συνεχίσει ασθμαίνοντας, με κάτι παντελώς διαφορετικό, στην τρίτη πράξη.
Η ταινία του Τσιανφράνς είναι κάτι σαν «τρία φιλμ σε ένα». Το πρώτο, υπερβολικό μεν, αλλά σφύζει από ενδιαφέρον ποικιλόμορφο! Εδώ όμως τελειώνει και η απόλαυση... Το δεύτερο - βαρετό - για τον αγώνα του αστυνομικού Κούπερ εναντίον ενός διεφθαρμένου κατεστημένου, ενώ στο τρίτο μέρος, που λαμβάνει χώρα 15 χρόνια μετά, το ενδιαφέρον κατά τι επανέρχεται και γινόμαστε μάρτυρες των συνεπειών των επιλογών των δύο προηγούμενων πρωταγωνιστών και του πώς αυτές εκφράζονται στο τόξο του μέλλοντος... Μάλλον απλοϊκή κατασκευή η ταινία, στην οποία κάθε της τμήμα αποδεικνύεται λειτουργικό ως προς τον εαυτό του. Τα τμήματα αυτά λειτουργούν χειρότερα τιθέμενα το ένα δίπλα στο άλλο. Το πρώτο, είναι το δυνατότερο απ' όποια πλευρά κι αν το δει κανείς, ενώ, στο τελευταίο συγκεντρώνονται οι περισσότερες αδυναμίες. Ετσι ο θεατής, μετά από 140 λεπτά προβολής, φεύγει με την εντύπωση /αίσθηση ότι το φιλμ αποδυναμώνεται όσο ξεδιπλώνεται... Πάντως, η υπερβολική δραματοποίηση μέσα από εκκλησιαστικές χορωδίες μοιάζουν να θέλουν να βγάλουν στην επιφάνεια μια μοιραία ατμόσφαιρα όπου υπογραμμίζεται ότι «δεν μπορεί κανείς να ξεφύγει από την κληρονομικότητά του και τα αμαρτήματα του παρελθόντος» ή κάτι τέτοιο.
Στο σημερινό συμβατικό κινηματογραφικό τοπίο εύχεται κανείς να συναντά ταινίες που εκπλήσσουν, που τολμούν να προκαλούν τις προκατασκευασμένες προσδοκίες, χαρακτήρες ή ανάπτυξη του δράματος. Ωστόσο η συνολική εικόνα της «ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ» εμφανίζεται άνιση και ακατάστατη. Και δεν μπορεί να ικανοποιείται κανείς όταν διαπιστώνει ότι η ευφορία αφορά μόνο το 1/3 της ταινίας και συγκεντρώνεται αποκλειστικά στο πρώτο της μέρος που, ανεπιφύλακτα λέμε ότι είναι ό,τι καλύτερο έχουμε δει εδώ και πολύ, πολύ καιρό... Και θα ήταν άδικο να πούμε ότι το φιλμ μιλά αποσπασματικά για αμαρτήματα και μετάνοια, για αγάπη και ζήλεια, για το αν μπορούσε κάποιος να αναιρέσει τις πράξεις του... και πάνω απ' όλα για μια ιστορία για πατέρες και γιους.
Παίζουν: Ράιαν Γκόσλινγκ, Μπράντλεϊ Κούπερ, Εύα Μέντες, Ρέι Λιότα, Μπεν Μέντελσον, κ.ά.
Παραγωγή: ΗΠΑ (2012).
Ο πυρήνας του μεταφυσικού υπερδραματοποιημένου αυτού αχταρμά - με το αδέξιο και άψαχτο σενάριο, τις ξύλινες ερμηνείες των στερεοτυπικών χαρακτήρων, τους αποδυναμωμένους φαινομενικά θρησκευτικούς τόνους και την πλοκή να προχωρά μέσα από το σχιζοφρενικό αφηγηματικό τέχνασμα του εσωτερικού διαλόγου Σώματος/Μέλανι - είναι ένα ξεδιάντροπο κακέκτυπο, σε νεανική βερσιόν, διάτρητο από παραχαραγμένη λογική και γνώση, του παλιού ασπρόμαυρου αντικομμουνιστικού φιλμ τρόμου και επιστημονικής φαντασίας βασισμένο στην ομώνυμη νουβέλα του Τζακ Φίνεϊ «INVASION OF THE BODY SNATCHERS» (1956) σε σκηνοθεσία Ντον Σίγκελ. Ταινία που, από τη δεκαετία του '50, κυκλοφόρησε σε πλήθος επικαιροποιημένων εκδόσεων, όπως η ομότιτλη του 1978, σε σκηνοθεσία Φίλιπ Κάουφμαν.
Τη Γη, όπως είπαμε παραπάνω, καταλαμβάνουν παρασιτικοί εξωγήινοι - οι ψυχές τους είναι σαν τα πυροτεχνήματα που βάζουν στα κοκτέιλ γενεθλίων - έχουν τη δυνατότητα να μπαίνουν στα σώματα άλλων ανθρώπων και να εγκαθίστανται στο στέλεχος του εγκεφάλου. Η νεαρή Μέλανι είναι από τους ελάχιστους επιζήσαντες της μεγάλης φυγής. Κάτι όμως πήγε στραβά στη λοβοτομή της, όταν συνελήφθη από τους εξωγήινους και η ψυχή της, κλεισμένη στο σώμα ενός εξωγήινου όντος, όχι μόνο αρνείται να εξαφανιστεί αλλά πείθει και το σώμα που τη φιλοξενεί να το σκάσουν μαζί από την πόλη και να ενωθούν με μια μικρή ομάδα επαναστατών που κρύβονται... ψεύτικη εικόνα, αδικαιολόγητες πράξεις, κανονικό σκουπίδι...
Παίζουν: Σαουάρς Ρόναν, Νταϊάν Κρούγκερ, Γουίλιαμ Χαρτ, Μαξ Αϊρονς, Τζέικ Αμπελ κ.ά.
Παραγωγή: ΗΠΑ (2013).