ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 11 Απρίλη 2015 - Κυριακή 12 Απρίλη 2015
Σελ. /40
ΝΕΟΛΑΙΑ
Με αφορμή την απόφαση του ΣτΕ για τις μετεγγραφές

Η πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ για την ακύρωση των μετεγγραφών πάνω από 150 φοιτητών προέκυψε μετά από την προσφυγή των διοικήσεων και συνολικά 115 καθηγητών ΔΕΠ των Αρχιτεκτονικών Σχολών ΑΠΘ και ΕΜΠ. Το κείμενο που υπογραφόταν από τους καθηγητές των δύο Αρχιτεκτονικών διαπίστωνε την τραγική πραγματικότητα στην οποία έχουν περιέλθει τα πανεπιστημιακά ιδρύματα, των οποίων ο οικονομικός στραγγαλισμός οδηγεί στο να αδυνατούν αυτά να πληρώσουν ακόμα και το νερό και τη ΔΕΗ. Τραγικές είναι, επίσης, οι ελλείψεις σε εκπαιδευτικό και διοικητικό προσωπικό, δυσχεραίνοντας και την πιο στοιχειώδη λειτουργία ενός πανεπιστημιακού ιδρύματος. Ως εδώ καλά...

Το πρώτο πρόβλημα με το κείμενο της προσφυγής είναι καταρχήν ότι, μετά τη διαπίστωση των προβλημάτων (στην οποία οι περισσότεροι βέβαια συμφωνούμε σήμερα), η λύση για τους υπογράφοντες καθηγητές και τις διοικήσεις των δύο Σχολών βρίσκεται στην ακύρωση της μετεγγραφής των πρωτοετών φοιτητών, οι οποίοι από την αρχή του εξαμήνου έχουν γίνει μπαλάκι ανάμεσα στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων και στο υπουργείο, μη γνωρίζοντας τελικά πού έχουν περάσει, τι θα γίνει με τις σπουδές τους.

Να σημειώσουμε πως πρόκειται για παιδιά που εισήχθηκαν στις δύο κεντρικές Αρχιτεκτονικές Σχολές πληρώντας κριτήρια οικονομικά (ελάχιστο εισόδημα γονέων) ή ανήκοντας σε κάποια από τις ειδικές κατηγορίες (παιδιά με αναπηρία, τρίτεκνων ή πολύτεκνων οικογενειών κλπ). Πρόκειται, δηλαδή, για παιδιά που στην πλειοψηφία τους δεν μπορούν να ανταποκριθούν στο κόστος σπουδών μακριά από τον τόπο διαμονής, πολύ περισσότερο που δεν υπάρχει καμιά μέριμνα για την εξασφάλιση δωρεάν στέγασης, σίτισης, μεταφορών. Να σημειώσουμε, επίσης, πως με κυνικότητα το κείμενο αποκαλεί αυτή την κατάσταση (δηλαδή την οικονομική και οικογενειακή κατάσταση των μετεγγραφόμενων) «τυχαία γεγονότα», που αντιβαίνουν στα ακαδημαϊκά κριτήρια...!

Ελιτίστικη, βαθιά ταξική αντίληψη για την εκπαίδευση


Το δεύτερο πρόβλημα με το κείμενο της προσφυγής έχει να κάνει με το γεγονός ότι οι κύριοι καθηγητές βάζουν θέμα διατήρησης των υψηλών στάνταρς των αρχιτεκτονικών σχολών που, κατά τη γνώμη τους, νοθεύονται από τους μετεγγραφόμενους φοιτητές. Πρόκειται για μια ελιτίστικη, αν μη τι άλλο, προσέγγιση, που πατάει πάνω στη λογική των «άριστων» Τμημάτων, με τους όρους της «αριστείας» που έχει καθιερώσει η αξιολόγηση της αγοράς. Οι μετεγγραφόμενοι σπουδαστές, δηλαδή, επειδή αλλάζουν προς το δυσμενέστερο την αναλογία διδασκόντων/διδασκομένων, εισάγονται επίσης με χαμηλότερη βάση, «χαλούν τη σούπα» των «άριστων» Τμημάτων που διεκδικούν υψηλή θέση στον ανταγωνισμό και στην κατηγοριοποίηση των Σχολών στη χώρα και διεθνώς, στο όνομα αυτού που και η σημερινή κυβέρνηση πίνει «καθαγιασμένο» (βλέπε «αριστερό») νερό: Τη μεγάλη αγορά των όσο πιο ανταγωνιστικών εκπαιδευτικών και ερευνητικών προϊόντων. Αλήθεια, δεν πέρασε από το μυαλό σας, κύριοι εκπαιδευτικοί, ότι για να υπάρχει σωστή αναλογία καθηγητών/φοιτητών η λύση είναι η πρόσληψη εκπαιδευτικού προσωπικού; Οτι η λύση είναι στη διεκδίκηση χρηματοδότησης, υποδομών, λεσχών και εστιών για τους φοιτητές σας;

Με βάση τα παραπάνω, δεν είναι, λοιπόν, καθόλου τυχαίο που η πρώτη, «αυθόρμητη» αντίδραση του υπουργού Παιδείας, κ. Μπαλτά, ήταν να αναγάγει την προσφυγή των δύο Αρχιτεκτονικών Σχολών σε «πράξη αντίστασης»... Ασπάζεται, άλλωστε, τόσο αυτός όσο και η κυβέρνησή του, μια ελιτίστικη, βαθιά ταξική, αντίληψη για την εκπαίδευση (παρά τα εύγλωττα -αναγνωρίζουμε- μαθήματα ενάντια στην ταξικότητα της εκπαίδευσης που κατά καιρούς έχει παραδώσει ...από αστικές εφημερίδες και καθέδρας). Πάνω απ' όλα, ας μην ξεχνάμε ότι είναι υπουργός μιας κυβέρνησης που κάνει πολιτική για τα συμφέροντα των μεγάλων επιχειρήσεων, συστήνοντας στους εργαζόμενους, στα φτωχά λαϊκά στρώματα το «λιτό βίο» του Βαρουφάκη και το «όσοι αντέχουν οικονομικά, ας σπουδάσουν τα παιδιά τους» του Μπαλτά.

Η απόφαση του ΣτΕ και η ανοχή και παρότρυνση της κυβέρνησης δημιουργεί ήδη προηγούμενο για να πεταχτούν έξω και παιδιά άλλων Σχολών και Τμημάτων που έχουν μετεγγραφεί. Να θυμίσουμε ότι ο κ. Φορτσάκης, πριν έναν περίπου χρόνο και όντας πρύτανης του ΕΚΠΑ, είχε επιλέξει κι αυτός την τακτική του φορτώματος των προβλημάτων του Ιδρύματος στους μετεγγραφόμενους φοιτητές. Το πρόβλημα, δε, που προοιωνίζεται να προκύψει και στο ΕΚΠΑ με τις μετεγγραφές αφορά πάνω από 1.500 φοιτητές. Τότε, μάλιστα, οι δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ και των ΕΑΑΚ στα Πανεπιστήμια είχαν «ανέβει στα κεραμίδια» για τις δηλώσεις Φορτσάκη, ενώ σήμερα χειροκροτούν την προσφυγή των Αρχιτεκτονικών Σχολών και την ίδια και απαράλλαχτη πολιτική της κυβέρνησης και του υπουργείου Παιδείας.

Κινούνται στη λογική «ο καθένας ανάλογα με την τσέπη του»

Η κυβέρνηση, στο σύντομο διάστημα που κυβερνάει, έχει αποδείξει ότι και στην εκπαίδευση, στα μορφωτικά δικαιώματα, τελικά καταλήγει με κριτήριο το «ο καθένας ανάλογα με την τσέπη του». Δεν πρωτοτυπεί. Αυτός είναι ο κανόνας των πολιτικών εκπροσώπων της εξουσίας των μονοπωλίων. Από τη στάση που κράτησε το υπουργείο Παιδείας για τα πρότυπα και πειραματικά σχολεία, μέχρι το ζήτημα των μετεγγραφών και των διαγραφών των φοιτητών και σπουδαστών είναι φανερό ότι είναι πολύ μακριά από τις προθέσεις της κυβέρνησης έστω και η ελάφρυνση των φτωχών λαϊκών στρωμάτων, η διευκόλυνση των παιδιών τους να μορφωθούν.

Αντίστοιχο είναι το ζήτημα των διαγραφών όσων έχουν υπερβεί τον προβλεπόμενο χρόνο σπουδών. Ως αντιπολίτευση, ο ΣΥΡΙΖΑ απαντούσε ότι οι υπό διαγραφή φοιτητές δεν κοστίζουν στα Ιδρύματα και σταματούσε την κριτική του εκεί. Ελεγε, ωστόσο, σκόπιμα τη μισή αλήθεια και αυτό αποκαλύπτεται σήμερα που είναι κυβέρνηση. Ας μας πει, λοιπόν, γιατί δεν προχωρά αποφασιστικά με την κατάργηση του «ν+2» που καθιέρωσε το προηγούμενο νομοθετικό πλαίσιο και επικυρώθηκε και με το «νόμο Διαμαντοπούλου»; Ο λόγος είναι ότι η σημερινή κυβέρνηση υπερασπίζεται και αυτή με τη σειρά της τα θεμέλια του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος, που σε αυτή τη φάση έχει ανάγκη να εκπαιδεύει συνεχώς ένα κινούμενο δυναμικό σε νέα πεδία κερδοφορίας. Επομένως, είναι όντως κόστος για τα αφεντικά, στη γενίκευση του φαινομένου, οι παρατεταμένες σπουδές, την ίδια στιγμή που αυτό το δυναμικό θα μπορούσε να προσανατολιστεί σε προγράμματα Διά Βίου Μάθησης και να ειδικευθεί στα πεδία που έχουν ενδιαφέρον για τους κεφαλαιοκράτες. Φυσικά, θα πει κανείς, δεν είναι «η γνώση για τη γνώση», πρέπει η γνώση και η μόρφωση των νέων επιστημόνων να απαντούν στις ανάγκες της παραγωγής και αυτό συμβαίνει αντικειμενικά. Πρέπει, όμως, οι επιστήμονες, οι φοιτητές, η εργατική τάξη να αναρωτηθούν εδώ ποιος είναι ο χαρακτήρας αυτής της παραγωγής, γιατί έχει αγεφύρωτη διαφορά η υπαγωγή της επιστημονικής γνώσης στους όρους της καπιταλιστικής κερδοφορίας και η υπαγωγή της στους όρους της γενικής βελτίωσης του επιπέδου ζωής των εργαζομένων.

Η υποχρηματοδότηση πανεπιστημίων και ΤΕΙ δεν είναι μόνο αποτέλεσμα της δυσκολίας διαχείρισης που έχει και η σημερινή κυβέρνηση, δεδομένης της κρίσης και της ανάκαμψης που δεν έρχεται για τους κεφαλαιοκράτες. Είναι κεντρική, στρατηγική κατεύθυνση συνολικά της άρχουσας τάξης. Τα «ήξεις αφήξεις» της κυβέρνησης, που αριθμούν πολλά και ενδιαφέροντα στιγμιότυπα, δείχνουν ακριβώς αυτές τις δυσκολίες στο προχώρημα της στρατηγικής και όχι έλλειψη αποφασιστικότητας, όπως κάποιες δυνάμεις προσπαθούν να πείσουν, παρουσιάζοντας τη συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ ευάλωτη στις πιέσεις. Για παράδειγμα, ο Κουράκης, ως υπεύθυνος Παιδείας του ΣΥΡΙΖΑ επί συγκυβέρνησης ΝΔ - ΠΑΣΟΚ, είχε δηλώσει για τις μετεγγραφές, απαντώντας στον τότε υπουργό Παιδείας Λοβέρδο: «...θα μπορούσε να γίνει ενδεχομένως μια νομοθετική παρέμβαση, το πνεύμα της οποίας θα λέει να εγγραφούν αμέσως οι φοιτητές που έχουν το δικαίωμα της μετεγγραφής και να αρχίσουν αμέσως τα μαθήματα. Δεν είναι δυνατόν να μπλέξουν σε μια διαδικασία νέοι άνθρωποι που έχουν καταβάλλει τόσο κόπο. Ξέρω τη θέση σας. Είναι αυτή που εκφράζω κι εγώ. Αλλά θα πρέπει να το λύσουμε». Διαφώνησε, δηλαδή, στην ουσία συμφωνώντας με την τότε συγκυβέρνηση, ότι πρέπει να βρεθεί μια μεσοβέζικη λύση ούτως ώστε να σταματήσουν οι μετεγγραφές και να μην υπάρχουν πολλές αντιδράσεις.

Δεν υπάρχουν περιθώρια αναμονής

Και σήμερα οι χειρισμοί της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ κινούνται με τον ίδιο τρόπο. Προχωρούν με την ενιαία στρατηγική του κεφαλαίου στην εκπαίδευση, στην κατεύθυνση των περικοπών της φοιτητικής μέριμνας και της ενίσχυσης της εμπορευματικής λειτουργίας των διάφορων πτυχών λειτουργίας των ΑΕΙ. Γι' αυτό, άλλωστε, το υπουργείο Παιδείας, διά στόματος Μπαλτά, ανακοίνωσε ότι θα φέρει νομοσχέδιο που θα λύνει κάποια «θεσμικά» θέματα στην Ανώτατη Εκπαίδευση, την ίδια στιγμή που προωθεί σχέδιο νόμου για την Ερευνα, κινούμενο στην κατεύθυνση της ιδιωτικοποίησης των όποιων εναπομεινασών δημόσιων δομών και αξιοποίησης της Ερευνας για την εξασφάλιση της κερδοφορίας και ανταγωνιστικότητας των μεγάλων επιχειρήσεων. Η Ερευνα προς όφελος των μονοπωλίων, άλλωστε, είναι προτεραιότητα και για τη σημερινή συγκυβέρνηση, ενώ φλέγοντα ζητήματα στέγασης, σίτισης των φοιτητών, ανέγερσης νέων εστιών και συντήρησης των παλιών είναι έξω από το πεδίο των πολιτικών στόχων.

Οι φοιτητικές παρατάξεις των κυβερνητικών κομμάτων και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στα ΑΕΙ ηγούνται κυριολεκτικά μιας «εκστρατείας» υπεράσπισης των μέτρων της συγκυβέρνησης και, παράλληλα, τροφοδοτούν τη γραμμή της ανοχής στο κίνημα, των μειωμένων απαιτήσεων. Το «περιμένετε και θα δούμε», «η κυβέρνηση με πιέσεις μπορεί να κάνει πράγματα» γίνονται σημαία κάτω από την οποία πρέπει να στοιχηθεί το φοιτητικό κίνημα, μετατρέποντας στην ουσία παλιότερα αιτήματα που και οι ίδιες αυτές δυνάμεις προωθούσαν μέσα στο κίνημα (π.χ., κατάργηση του νόμου-πλαίσιο) σε περίοδο χάριτος για την κυβερνητική πολιτική. Από όσα ειπώθηκαν παραπάνω, ωστόσο, θα πρέπει να είναι φανερό ότι η κυβέρνηση συνεχίζει την αντιλαϊκή πολιτική και στην Ανώτατη Εκπαίδευση στην ίδια κατεύθυνση και με τον ίδιο ρυθμό με τις προηγούμενες. Το ζητούμενο είναι οι φοιτητές, μέσα από τους αγώνες τους αλλά και μέσα από τις επερχόμενες φοιτητικές εκλογές στις 13 Μάη, να προτάξουν απέναντι στο «μόρφωση ανάλογα με την τσέπη του καθενός» το «ο καθένας ανάλογα με τις ανάγκες του», ως άξονα για να περιγράψουμε όχι μόνο το τι παιδεία θέλουμε αλλά και το για ποια κοινωνία, ποια παραγωγή, ποια εξουσία πρέπει να παλέψουμε.


Της
Κέλλυς ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ*
*Η Κέλλυ Παπαϊωάννου είναι μέλος του Τμήματος Παιδείας και Ερευνας της ΚΕ του ΚΚΕ



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ