ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 11 Φλεβάρη 2001
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Μήπως υπάρχουν και τα τραγούδια; (1)

Δε λέω πως η ζωή μας δεν είναι δύσκολη. Ούτε και θα ήθελα να ισχυριστώ πως έχουν λυθεί τα καθημερινά μας προβλήματα. Και δεν εννοώ, βέβαια, μόνο τα προβλήματα τα προσωπικά μου, μα και του διπλανού. Τα δικά μου παιδιά μεγάλωσαν και έχουν βρει πάνω κάτω το δρόμο τους. Η Αναστασία, αρχιτεκτόνισσα η καημένη, όλο και τα κουτσοβολεύει. Φτύνει αίμα, βέβαια. Τη μια στο Βόλο, την άλλη στην Αθήνα, την τρίτη στην Καστοριά, έτσι για το μεροκάματο. Κι από πίσω της να τρέχει ο Γιαννάκης με τα καθημερινά του αιτήματα. Πότε μπάλα, πότε βιβλίο, πότε καινούριο μπουφάν! Οσο για τη μικρή, την Ελένη, άλλη καημένη αυτή. Τελείωσε την Αγγλική Φιλολογία, πήρε και τα διάφορα διπλώματα της αγγλικής γλώσσας και βγήκε κι αυτή στους δρόμους. Βλέπεις και γι' αυτήν ισχύει η εφιαλτική λογική της πολιτείας: Αλλο σπουδές και άλλο επάγγελμα. Κόψε το λαιμό σου και βρες μεροκάματο. Εμείς οι μεγάλοι, βέβαια, εγώ και η γυναίκα μου, δηλαδή, τα μεροκάματά μας τα φάγαμε. Εχουμε και ένα σπίτι και ένα αυτοκίνητο και πηγαινοερχόμαστε.

Πώς να ησυχάσεις όμως; Οταν ξέρεις πως η «αποκάτω» μας χύνει τα μάτια της στο φασόν, για να σπουδάσει δυο παιδιά, δυο μελλοντικούς άνεργους, δηλαδή. Πώς να ησυχάσεις, όταν βλέπεις τον «απέναντι» μάταια να περιμένει να σκάσει μύτη πελάτης, γιατί όλοι έχουν ανηφορίσει κατά «Carefur» μεριά και τη συντρόφισσα την Κατερίνα να λιώνει στο ημιυπόγειο, πουλώντας, δήθεν, «καλτσόν» και «μπλου τζιν» από δεύτερο χέρι. Πώς να ησυχάσεις όταν ξέρεις πως ο μικρός ο Στέφανος παράτησε τα αγγλικά, γιατί δεν είχε να πληρώσει τα δίδακτρα του Γενάρη; Και την αγαπούσε τόσο αυτή την πανάθλια γλώσσα, γιατί ήθελε να γίνει αεροπόρος! Μήπως, δηλαδή, πάει καλύτερα στη γωνία ο οδοντίατρος; Καινούριο ιατρείο, μεταλλική ταμπέλα με διάφορα Δρ. μπροστά από το όνομά του κι όλο στο παράθυρο τον βλέπω, να περιμένει πελάτη! Πώς να χαρείς, λοιπόν, τη βελτιωμένη σου φτώχεια εσύ; Και πώς να μη μιλάς όλο για τα καθημερινά προβλήματα του κόσμου;

Σκέφτηκα όμως σήμερα το πρωί, όταν κάθισα για να γράψω το σημείωμά μου για το «Ριζοσπάστη», μήπως πότε πότε θα έπρεπε να θυμόμαστε και την άλλη τη ζωή. Αυτή που όλο και κρατάει «κάτι» από την ομορφιά του χαμένου «παραδείσου». Μήπως, λέω μήπως, και μη μου θυμώσεις, σύντροφε του ΠΑΜΕ, εσύ που ξεροσταλιάζεις μπροστά στα εργοστάσια και στα πεζοδρόμια κρατώντας σφιχτά στα παγωμένα σου χέρια το πανό με το ηρωικό σου σύνθημα. Μήπως, λέω, πρέπει να θυμόμαστε πως ανάμεσα στην Αναστασία και την Ελένη, την Κατερίνα και το Στέφανο, τον οδοντίατρο και το φτωχομαναβάκο της γειτονιάς υπάρχει και η μουσική, υπάρχουν και οι ζωγραφιές και τα λουλούδια, η τέχνη και τα τραγούδια! Μήπως πρέπει να θυμόμαστε πως πίσω από τους χούλιγκαν, υπάρχουν και τα παιδιά που φοράνε καθαρά πουκάμισα και γράφουν ποιήματα σε κρυφά τετράδια. Να θυμόμαστε, και να παίρνουμε κουράγιο, πως πίσω από τα στημένα πρόσωπα των σπεκουλαδόρων του ΧΑΑ υπάρχει και το πρόσωπο του Ιάννη Ξενάκη, χαραγμένο βαθιά από τις σφαίρες των Δεκεμβριανών. Μήπως, λέω μήπως, και μη μου θυμώσεις, σύντροφέ μου, που στέκεσαι μέσα στο αγιάζι και φωνάζεις συνθήματα για τον πόλεμο και το ΝΑΤΟ, μήπως μέσα στο δύσκολο ψωμί της ζωής μας υπάρχει κρυμμένο το νόημα της Ιστορίας, το μήνυμα της Γης, που πρέπει να το διαβάσουμε κι αυτό προσεχτικά. Μήπως, δηλαδή, πρέπει να φυτέψουμε μέσα στην οργή μας και κάτι από τη γλύκα αυτής της πανάθλιας ζήσης. Το χαμόγελο ενός παιδιού που μας περιμένει, τη ζεστή σάρκα μιας σπάνιας ερωμένης, το στιχάκι πίσω από το φύλλο του ημερολογίου, το γεράνι που άνθισε και πάλι νωρίς, γιατί η άνοιξη έσκασε μύτη!

Οχι λες εσύ; Επιμένεις, δηλαδή, πως δεν υπάρχει περιθώριο για όλα αυτά τα ζεστά και τα αισιόδοξα; Τι να πω τότε εγώ, όλο και κάτι παραπάνω θα ξέρεις εσύ που είσαι πιο κοντά στη φωτιά! Αφησέ με όμως να επιμένω και γω!


Του Γ. Χ. ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ


ΜΠΕΡΤΟΛΝΤ ΜΠΡΕΧΤ
Ο δημιουργός των ... «σεισμών που μέλλονται να 'ρθούν»

Από τα «μαύρα δάση», στις πολιτείες τον έφερε η μητέρα του, όταν ήταν ακόμα «μέσα στο κορμί της». Εκεί, «στις πολιτείες της ασφάλτου», στο Αουγκσμπουργκ, στις 10 του Φλεβάρη του 1898, γεννήθηκε ο Μπέρτολντ Μπρεχτ. Ο ποιητής, ο πεζογράφος, ο δραματουργός, ο θεωρητικός, ο σκηνοθέτης, ο δάσκαλος, ο «στρατευμένος» στο μαρξισμό και σοσιαλισμό, του οποίου το πολύμορφο έργο, για τέσσερις σχεδόν δεκαετίες, αποτέλεσε, όχι μόνο μια πρωτοπορία, αλλά και πολιτιστική «επανάσταση» στη Δυτική Ευρώπη του 20ού αιώνα.

Μια επανάσταση, που γνώρισε διεθνή απήχηση. Επηρέασε πολλούς καλλιτέχνες παγκοσμίως. Αλλά και πολεμήθηκε πολύμορφα, όσο κανένα άλλο αισθητικό κίνημα, από δηλωμένους κι αδήλωτους εχθρούς του μαρξισμού και του σοσιαλιστικού κόσμου. Συκοφαντήθηκε και άμεσα και έμμεσα. Κι ακόμα λοιδορείται. Και από «άσπονδους φίλους»... Από πρώην «αριστερούς» και άλλους «σοσιαλιστές» διανοούμενους, αφού, όπως έγραφε ο Μπρεχτ, «το ξημέρωμα κάθε μέρας/ αρχίζει με το λάλημα του πετεινού/ που μαρτυράει από παλιά/ μια προδοσία». Συκοφαντείται, λοιδορείται, υποτιμάται, κυρίως από εκείνους που ξέρουν καλά, αλλά απεύχονται, την αναπόφευκτη προοπτική του οραματικού στίχου του Μπρεχτ: «Ελπίζω στους σεισμούς που μέλλονται να 'ρθούν».

«Φωνή» του χθες για το αύριο

Τι κι αν γεννήθηκε στη δύση του 19ου αιώνα. Τι κι αν δημιούργησε και πέθανε στον περασμένο, πλέον, 20ό αιώνα. Ο Μπρεχτ και το έργο του είναι του 21ου αιώνα. Και θα είναι εκείνης της εποχής, που η εργατική τάξη, όλοι οι εκμεταλλευόμενοι άνθρωποι και οι λαοί θα απελευθερωθούν από τον καπιταλιστικό «ζυγό». Τότε, που θα μπορούν πια με σιγουριά να πουν: «Τις δυσκολίες των βουνών τις ξεπεράσαμε/ Τώρα έχουμε ν' αντιμετωπίσουμε/ Τις δυσκολίες των πεδιάδων» και θα ξέρουν τι ταιριάζει για πάντα να γραφεί στην «ταφόπετρα» αυτού του επαναστάτη και αθάνατου δημιουργού: «Εκανε προτάσεις. Εμείς/ Τις δεχτήκαμε».


Σήμερα, δεν είναι λίγοι αυτοί, που με σαρδόνιο χαμόγελο μιλούν για «τέλος» των σοσιαλιστικών ιδεών. Για «τέλος της Ιστορίας». Και άλλοι - αρκετοί δυστυχώς - συγχυσμένοι, μιλούν για «διάψευση των οραμάτων», προσαρμόζονται ...στη σημερινή κατάσταση ή παραδίδονται σε μια μακροπρόθεσμα καταστροφική - και για τους ίδιους - παθητικότητα, γυρίζοντας αστόχαστα την «πλάτη τους στο μέλλον». Σ' αυτούς τους τελευταίους, ο Μπρεχτ λέει: «Ο,τι έγινε έγινε./ Το νερό που έριξες στο κρασί σου/ Δεν μπορείς να το ξαναβγάλεις./ Ολα όμως αλλάζουν./ Να ξαναρχίσεις/ Μπορείς και με την τελευταία σου πνοή».

Χθες συμπληρώθηκαν 103 χρόνια από τη γέννηση του Μπρεχτ. Ευκαιρία, λοιπόν, να τιμήσουμε την τεράστια αξία, την οικουμενική διάσταση, τη διαχρονικότητα, αλλά και την εξαιρετική επικαιρότητα της δημιουργίας του. Ο «Ρ» πολλές φορές, από τη μεταπολίτευση και εντεύθεν, έχει δημοσιεύσει αφιερώματα για τον Μπρεχτ, με εκτενή βιοεργογραφικά στοιχεία, από αφορμή τις επετείους της γέννησης ή του θανάτου του (14/8/1956). Τούτο το αφιέρωμα επιλέγει να αναφερθεί στη μέγιστη και διαχρονική αξία του έργου του, παραθέτοντας «αποδεικτικά στοιχεία». Να τον τιμήσει μέσα από «δείγματα» της ιδεολογο-αισθητικής θεατρικής σκέψης του, αλλά και εκπληκτικά επίκαιρης ποίησής του, καθώς ο Μπρεχτ έγινε διεθνώς γνωστός ως θεατρικός συγγραφέας, αλλά ελάχιστα γνωστός ως ποιητής και ως «οικοδόμος» μιας καινοτόμου, ριζοσπαστικής θεατρικής θεωρίας. Θεωρία ανατροπής των ιδιωμάτων και κοινωνικών στόχων του αστικού θεάτρου, με την οποία «εξόπλισε» το επικό, διδακτικό, για την εργατική τάξη και τις λαϊκές μάζες, θεατρικό του έργο. Θεωρία, η οποία «γονιμοποίησε» και «γαλούχησε» και κάποιους από τους σημερινούς διεθνούς φήμης δημιουργούς του θεάτρου.

Ο ποιητής Μπρεχτ


Ο Μπρεχτ σαν ποιητής ξεκίνησε. Δημοσιεύοντας από τα δέκα του χρόνια ποιήματα (και πεζά) στο σχολικό περιοδικό και στην ομώνυμη εφημερίδα της γενέτειράς του. 20χρονος, επιστρατευμένος σαν νοσοκόμος, ζώντας τη φρίκη του πολέμου, γράφει και εκδίδει τον αντιπολεμικό ποίημα «Ο θρύλος του νεκρού στρατιώτη». Σ' όλη του τη ζωή ο Μπρεχτ έγραφε ποίηση. Εκτός από τα ποιήματα - τραγούδια, με τα οποία «δόμησε» την πληθώρα των θεατρικών του έργων, πάνω από χίλια ποιήματα αριθμούν τα «άπαντά» του. Ανάμεσά τους και πολλά ερωτικά. Και για τους δικούς του, όχι λίγους, έρωτες από την πρώτη νιότη του (τότε που το παρατσούκλι του ήτανε «Μπίντι» και της αγαπημένης του, της Πάουλα Μπανχόλστερ, ήτανε «Μπι»), καθώς ο κάθε άλλο παρά όμορφος Μπρεχτ, ήταν εξαιρετικά γοητευτικός, αφάνταστα σαγηνευτικός άντρας.

Ας δώσουμε δυο - τρία παραδείγματα της ερωτικής του ποίησης. «Αδυναμίες», τιτλοφορείται αυτό το τρίστιχο: «Δεν είχες καμία/ εγώ είχα μία:/ αγαπούσα». «Πώς ήταν», τιτλοφορείται το τετράστιχο: «Η πίκρα σου ήταν και πίκρα μου/ η πίκρα μου ήταν και δική σου/ μ' εμέ όταν δεν είχες μια χαρά/ δεν είχα ούτ' εγώ μαζί σου». Μικρά, αλλά έξοχα «δραματουργήματα» είναι τα εκτενέστερα ποιήματά του «Μπαλάντα για την "εβραιοπουτάνα" Μαρία Σάντερς» (για μια φτωχιά εβραία που εξευτελίζουν οι ναζί) και «Η μπαλάντα της Χάννα Κας». Της δύστυχης, που έλαχε κι αγάπησε «τον Τζακ τον Κεντ, το Μακρύ Μαχαίρι/ κι αυτός την έσυρε μαζί του», κι απ' αυτόν έγινε μάνα. Και «Απ' το δικό της πιο φτωχό ρούχο άλλο δεν ήταν/ και Κυριακή για κείνην δεν υπήρχε/ κι ούτε να πάνε οι τρεις τους για γλυκό/ κι ούτε είχαν πίτα στο τηγάνι/ και φυσαρμόνικα καμιά να παίξουν./ Κι' η μια τους μέρα ήταν σαν τις άλλες/ και δεν τους έβλεπε του ήλιου αχτίδα./ Κι όμως, φίλε μου, η Χάννα Κας/ πάντα τον ήλιο είχε στα μάτια» (μετάφραση Γιώργος Βελουδής).

Ο έρωτας στην ποίηση του Μπρεχτ δεν είναι πλατωνικός, ιδεαλιστικός, εγωπαθικός. Είναι έρωτας πραγματικός, ο οποίος σχεδόν πάντα «καθρεφτίζει» την κοινωνική πραγματικότητα. Τόσο που συχνά η ερωτική του ποίηση - ιδιαίτερα όταν το ποίημα μιλά για τον έρωτα κάποιας άμοιρης προλετάριας, όπως, λ.χ., το συνταρακτικό ποίημα «Για την παιδοκτόνο Μαρία Φαρράρ» - να ανάγεται σε πολιτική ποίηση, η οποία βεβαίως κυριαρχεί στο ποιητικό έργο του.

Πρώτιστος στόχος της ποίησής του στα προπολεμικά και στα πολεμικά χρόνια ήταν η αποκάλυψη του καπιταλισμού και ιμπεριαλισμού και η ταξική αφύπνιση, συνειδητοποίηση και ενεργοποίηση της εργατικής τάξης και όλων των λαϊκών στρωμάτων, είτε με συλλογές (με πρώτες το «Συναξάρι του Μπέρτολντ Μπρεχτ» και το «Αναγνωστικό για τους κατοίκους των πόλεων», 1927), είτε με μεμονωμένα ποιήματα:

«Το άδικο προχωράει σήμερα με βήμα όλο σιγουριά./ Οι καταπιεστές προετοιμάζονται για δεκάδες χιλιάδες χρόνια./ (...) Καμιά φωνή δεν αντηχεί έξω από τη φωνή των κυριάρχων/ Μα κι από τους καταπιεσμένους λένε τώρα πολλοί:/ Αυτό που θέλουμε, ποτέ δεν πρόκειται να γίνει./ Οποιος ακόμα ζει, δε λέει: Ποτέ!/ Οταν πουν ό,τι είχανε οι κυρίαρχοι να πούνε/ Θα μιλήσουνε οι κυριαρχούμενοι./ Ποιος φταίει σαν η καταπίεση παραμένει; Εμείς./ Ποιος φταίει σαν η καταπίεση συντριβεί; Εμείς πάλι./ Οποιος γονατισμένος είναι, όρθιος να σηκωθεί!/ Οποιος χαμένος είναι, να παλέψει!/ Γιατί οι νικημένοι του σήμερα είναι οι νικητές του αύριο (...)». («Εγκώμιο στη διαλεκτική», μετάφραση Νάντια Βαλαβάνη).

Στο ποίημα «Εγκώμιο για τον κομμουνισμό» λέει: «Οι εκμεταλλευτές έγκλημα τον ονοματίζουν./ Αλλά εμείς ξέρουμε:/ Είναι το τέλος κάθε εγκλήματος./ Δεν είναι η παραφροσύνη, μα/ Το τέλος της παραφροσύνης./ Δεν είναι το χάος. Μα η τάξη./ Είναι το απλό/ Που είναι δύσκολο να γίνει» (μετάφραση Ν. Βαλαβάνη).

«ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΙ ΨΗΛΑ/ θεωρούνε ταπεινό να μιλάς για το φαΐ./ Ο λόγος; έχουνε/ κιόλας φάει./ (...) Αν δε νοιαστούν οι ταπεινοί/ γι' αυτό που είναι ταπεινό/ ποτέ δεν θα υψωθούν./ (...)ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΑΡΠΑΝΕ ΤΟ ΦΑΪ ΑΠ' ΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ/ κηρύχνουν τη λιτότητα./ Αυτοί που παίρνουν όλα τα δοσίματα/ ζητάν θυσίες./ Οι χορτάτοι μιλάν στους πεινασμένους/ για τις μεγάλες εποχές που θά 'ρθουν./ (...) ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΙ ΨΗΛΑ ΛΕΝΕ: ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΗ/ είναι δυο πράγματα ολότελα διαφορετικά./ Ομως η ειρήνη τους κι ο πόλεμός τους/ μοιάζουν όπως ο άνεμος κι η θύελλα./ Ο πόλεμος γεννιέται απ' την ειρήνη τους/ καθώς ο γιος από τη μάνα./ Εχει τα δικά της/ απαίσια χαρακτηριστικά./ Ο πόλεμός τους σκοτώνει/ ό,τι άφησε όρθιο/ η ειρήνη τους» («Γερμανικό Εγχειρίδιο Πολέμου», μετάφραση Μάριος Πλωρίτης).

Ιδιος ο στόχος και της ποίησής του στα χρόνια της εξορίας στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ, όπου υπήρξε θύμα του μακαρθισμού («Από τους καρχαρίες γλίτωσα/ τις τίγρεις τις εσκότωσα/ και με καταβροχθίσαν/ οι κοριοί», μετάφραση Μ. Πλωρίτης.)

Πρώτιστος στόχος της ποίησής του και μετά την επιστροφή του στη Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία ήταν η συνειδητή ενεργοποίηση του λαού για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού:

«Πώς θα οικοδομηθεί η μεγάλη τάξη/ Δίχως τη σοφία των μαζών; Αυτοί που δεν ακούνε συμβουλές/ Δεν μπορούν να βρουν το δρόμο/ Για τους πολλούς./ Εσείς οι μεγάλοι δάσκαλοι,/ Ν' ακούτε όταν μιλάτε!» («Ερώτημα»). «Η δικαιοσύνη είναι το ψωμί του λαού./ (...) Οταν το ψωμί είναι καλό κι άφθονο/ Το συγχωράμε ότι δεν υπάρχει άλλο φαΐ./ Θρεμμένος με το ψωμί της δικαιοσύνης/ Μπορεί ο άνθρωπος να βγάλει τη δουλιά/ Που φέρνει την αφθονία (...) Ποιος ψήνει το ψωμί; Οπως και τ' άλλο ψωμί/ Ετσι και το ψωμί της δικαιοσύνης/ Πρέπει να ψήνεται απ' το λαό./ Αφθονο, ωφέλιμο, καθημερινό» («Το ψωμί του λαού»). «Κάποτε όταν θά 'χουμε καιρό/ Θα σκεφθούμε πάνω στις ιδέες όλων των μεγάλων στοχαστών/ Θα θαυμάσουμε τους πίνακες όλων των μεγάλων ζωγράφων/ Θα γελάσουμε μ' όλους τους χωρατατζήδες/ Θα κορτάρουμε όλες τις γυναίκες/ Θα διδάξουμε όλους τους ανθρώπους» («Κάποτε όταν θά 'χουμε καιρό», μετάφραση Πέτρος Μάρκαρης).

Ο θεωρητικός του Θεάτρου

Εξέχουσα θέση στα θεωρητικά κείμενα του Μπρεχτ κατέχει το έργο του «Μικρό όργανο για το θέατρο». Για ένα θέατρο της «επιστημονικής εποχής», το οποίο να ψυχαγωγεί, να διδάσκει και να κάνει το θεατή να σκέφτεται. Ενα θέατρο, κόντρα στην «Αισθητική της διεφθαρμένης αστικής τάξης, που κατάντησε παρασιτική, βρέθηκε σε τέτοια αξιοθρήνητη κατάσταση, ώστε ένα θέατρο θα κέρδιζε σε γόητρο κι ελευθερία κίνησης, αν λεγόταν καλύτερα θέατρο», έγραφε σαρκαστικά ο Μπρεχτ.

Ο Μπρεχτ ήθελε ένα θέατρο που απέδειχνε αυτό που βιώνουμε τραγικά στις «νεοταξικές» μέρες μας: «Η αύξηση της παραγωγής προκαλεί αύξηση της αθλιότητας και από την εκμετάλλευση της φύσης κερδίζουν μόνο μερικοί και μάλιστα με το να εκμεταλλεύονται ανθρώπους. Αυτό που μπορούσε να είναι η πρόοδος για όλους, έγινε για το προβάδισμα λίγων, κι ένα, όσο πάει μεγαλύτερο, μέρος της παραγωγής χρησιμοποιείται για την κατασκευή καταστροφικών μέσων δεινών πολέμων. Στους πολέμους αυτούς, οι μανάδες όλων των εθνών αγναντεύουν, σφίγγοντας στην αγκαλιά τους τα παιδιά τους, αγναντεύουν κατάπληκτες τον ουρανό για να δούνε τις νέες φονικές εφευρέσεις της επιστήμης».

Διαλεκτικός ο Μπρεχτ ήξερε ότι το θέατρο «μπορεί να αναλάβει μια τέτοια κριτική στάση, αν παραδοθεί το ίδιο στα ορμητικά ρεύματα μες στην κοινωνία και συνταιριαστεί μ' εκείνους που θα πρέπει να είναι οι πιο ανυπόμονοι να πραγματοποιήσουν μεγάλες μεταβολές». Και ως προς αυτή την επιλογή του, ομολογούσε: «Αν όχι τίποτ' άλλο, μας σπρώχνει μια ξεκάθαρη επιθυμία, να εξελίξουμε την τέχνη μας με τις απαιτήσεις της εποχής μας. Το θέατρο πρέπει να μπει στην υπηρεσία της πραγματικότητας». Και υπογράμμιζε ότι οι εκμεταλλευόμενοι πρέπει να «ψυχαγωγηθούν με τη σοφία που προέρχεται από τη λύση των προβλημάτων, με το θυμό που σ' αυτόν μπορεί ωφέλιμα να μετατραπεί ο οίκτος για τους καταπιεσμένους, με το σεβασμό μπρος στο αξιοσέβαστο της ανθρωπιάς, δηλαδή της φιλανθρωπίας, και, με δυο λόγια, με καθετί που τέρπει τους παραγωγικούς ανθρώπους».

Για την επιστήμη και την τέχνη

Ο Μπρεχτ πίστευε ότι «η επιστήμη και η τέχνη συμπίπτουν σε τούτο, πως και οι δυο έχουν σκοπό να κάνουν πιο εύκολη τη ζωή των ανθρώπων», καθώς «η μια ασχολείται με τη συντήρησή τους, η άλλη με την ψυχαγωγία τους» και ονειρευόταν μια εποχή, μια κοινωνία, που η τέχνη να αντλεί την ψυχαγωγία «από τη νέα παραγωγικότητα, που μπορεί να καλυτερέψει τη συντήρησή μας και που η ίδια» (σ.σ. η παραγωγικότητα) «όταν μείνει ανεμπόδιστη, να είναι η μεγαλύτερη απ' όλες τις διασκεδάσεις». Αλλά για νά 'ρθει αυτή η εποχή και τέτοια κοινωνία, τόνιζε:

«Χρειαζόμαστε θέατρο, που δεν περιορίζεται να μας δίνει μόνο συναισθήματα, απόψεις και αυθορμητισμούς, που επιτρέπει κάθε φορά το ιστορικό πεδίο των ανθρώπινων σχέσεων όπου διαδραματίζονται οι υποθέσεις, αλλά ένα θέατρο, όπου θα χρησιμοποιούνται σκέψεις και αισθήματα που παίζουν ρόλο στη μεταβολή του πεδίου».

Ο Μπρεχτ δεν τό 'κρυβε ότι οι απεικονίσεις της πραγματικότητας στο θέατρό του γίνονταν «για τους ρυθμιστές του ποταμού, τους φρουτοπαραγωγούς, τους κατασκευαστές μεταφορικών μέσων, τους ανατροπείς της κοινωνίας, παρέχοντάς τους τον κόσμο στο πνεύμα τους και τις καρδιές τους, για να τον αλλάξουν κατά το κέφι τους». Και για να πετύχει ο στόχος του θεάτρου του, στο «Μικρό όργανο για το θέατρο», όπως και σε άλλα κείμενά του, διαμόρφωσε «κανόνες» για όλους, ανεξαιρέτως, τους συντελεστές της θεατρικής τέχνης. Χαρακτηριστικός είναι ο παρακάτω, ο οποίος ουσιαστικά αφορά όλους τους καλλιτέχνες:

«Αν ο ηθοποιός δε θέλει να είναι παπαγάλος ή μαϊμού, πρέπει να κάνει κτήμα του τη γνώση της εποχής του πάνω στην κοινωνική ζωή, παίρνοντας μέρος στους ταξικούς αγώνες. Μπορεί αυτό να φανεί σε μερικούς σαν κατάπτωση, μιας και τοποθετούν την τέχνη, αφού προηγουμένως έχει τακτοποιηθεί η πληρωμή, στις πιο ψηλές σφαίρες. Οι περισσότερες, όμως, αποφασιστικές μάχες του ανθρώπινου γένους δίνονται πάνω στη γη, όχι στους αιθέρες και "έξω" στη ζωή, όχι μες στους εγκεφάλους. Κανείς δεν μπορεί να υψωθεί πάνω από τις αντιμαχόμενες τάξεις, γιατί κανείς δεν μπορεί να υψωθεί πάνω απ' τον άνθρωπο. Η κοινωνία δεν έχει κανένα κοινό μεγάφωνο, όσο είναι χωρισμένη σε τάξεις. Ετσι, όσοι λένε πως δεν ανακατεύονται στην πολιτική, σημαίνει πως ανήκουν στην άρχουσα τάξη» (μετάφραση Δημήτρης Μυράτ).



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ