Ο Ι. Ξενάκης, ο τολμηρός, ριζοσπάστης δημιουργός δεν υπάρχει πια. Πέρασε στην ιστορία.. Παρακαταθήκη το πολύμορφο έργο του, που περιμένει πάντα να το ανακαλύψουμε. Η Ελλάδα, η ίδια του η χώρα του πρόσφερε το πικρό ποτήρι της εξορίας. Καθυστερημένη τιμή στον πρωτοπόρο καλλιτέχνη ήταν και η πρόσφατη τελετή (23/1) αναγόρευσής του ως επίτιμου διδοκτορα του Τμήματος Μουσικών Σπουδών του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Σε συνέντευξή του, που περιλαμβάνεται στο βιβλίο «Ιάνης Ξενάκης- ένα αφιέρωμα του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου προς έναν απόφοιτό του» («Σύγχρονη Εποχή», 1994) ο συνθέτης δίνει την απάντησή του στο θέμα της «επικάλυψης μεταξύ συνθέτη και επιστήμονα». «Ηδη από την αρχαιότητα», έλεγε, «η μουσική ήταν συνδεδεμένη με τα μαθηματικά και τη φυσική. Η μεγάλη θεωρία της προσθετικής σύνθεσης, η οποία σήμερα διαπερνά όλους τους τομείς της επιστήμης, έλκει την καταγωγή της από τη μουσική. Η μουσική ανέκαθεν ήταν κοντά σε πολύ σύνθετα φαινόμενα που συνδέονται με την αισθητηριακή αντίληψη... Οι μουσικοί πραγματοποίησαν ανακαλύψεις που έχουν θέση στην πρωτοπορία των μαθηματικών, χωρίς όμως να το γνωρίζουν».
Το πρώτο του μουσικό έργο - σταθμός (με το οποίο αποκηρύσσει τα προηγούμενα) είναι οι «Μεταστάσεις» (1954), για ορχήστρα, όπου αρχίζει να χρησιμοποιεί μαθηματικές και αρχιτεκτονικές έννοιες στη μουσική δομή, ερχόμενος σε αντίθεση με τον σειραϊσμό και την αντίληψη της γραμμικής κίνησης των μουσικών φθόγγων και προβάλλοντας την έννοια των ηχητικών επιφανειών: τις «ηχητικές μάζες» ή «γαλαξίες» όπως τις ονόμαζε. Ηταν αυτός που ασχολήθηκε συστηματικά με τη μεταφορά στη μουσική των μαθηματικών «Νόμων των πιθανοτήτων», ενώ επινόησε τον όρο «Στοχαστική μουσική», που βασίζεται στην ιδέα ανάπτυξης του ηχητικού υλικού, με στατικούς μέσους όρους «προς ένα στόχο». Σαν βάση για τη μουσική του σύνθεση χρησιμοποίησε 15 τουλάχιστον μαθηματικές θεωρίες.
Ανάμεσα στις συνθέσεις του, περιλαμβάνονται έργα ηλεκτροακουστικής μουσικής, τα οποία χαρακτηρίζονται από ένα συνδυασμό μουσικής και φωτισμών, ενώ στο έργο του συνειδητά ενέταξε ήχους της φύσης και ανθρωπογενείς. Σε όλο του το έργο είναι εμφανής η λατρεία του προς την αρχαιοελληνική φιλοσοφία. Συνέθεσε έργα για μπαλέτο, φωνητικά - χορωδιακά για μεικτά μέσα και πολύτεχνα, έργα για ορχήστρα, μουσική δωματίου, ηλεκτρονική, μουσική για αρχαίο δράμα (πρόσφατα ανέβηκε στο Μέγαρο Μουσικής ο «Προμηθέας») κ.ά. Ανάμεσα στα 130 περίπου έργα του περιλαμβάνονται τα «Λιθόπρακτα»,«Ψάφπα», «Περσέφασσα», «Πλειάδες», «Ανατολή - Δύση», «Ορέστεια» κ.ά. Το τελευταίο έργο του είχε σαν τίτλο το τελευταίο γράμμα του ελληνικού αλφάβητου. Το «Ωμέγα» ήταν αυτό που έμελλε να κλείσει τον κύκλο της μεγάλης δημιουργικής περιπέτειάς του, καθώς ο Ι. Ξενάκης σταμάτησε να συνθέτει το 1997, λόγω σοβαρών προβλημάτων υγείας.
Ο Μανώλης Κορνήλιος, συναγωνιστής του Ι. Ξενάκη, εξιστορεί πώς τραυματίστηκε ο Ι. Ξενάκης το Δεκέμβρη του '44.
«Μια μεγάλη μάχη του Δεκέμβρη, ήταν εκείνη του λόχου φοιτητών "Λόρδος Μπάιρον", στην οδό Διδότου. Η εντολή ήταν: "Το Μεταξουργείο απειλείται. Ο εχθρός να στρέψει την προσοχή του προς το Κολωνάκι". Καταλάβαμε το τετράγωνο Χαρ. Τρικούπη- Ναυαρίνου-Μαυρομιχάλη-Διδότου. Ορμητήριό μας η πολυκατοικία Διδότου 47.
Η αντικρινή μας γωνία ήταν παρατηρητήριο του αντιπάλου. Από το παρατηρητήριο εκείνο πρέπει να έδωσαν το στίγμα μας. Το άλλο πρωί, από την κατεύθυνση της Ακρόπολης, κατά την εκτίμησή μας, ένα βλήμα όλμου έπεσε δοκιμαστικά, με αρκετή ευστοχία, στον ακάλυπτο χώρο-αυλή πίσω από τη Διδότου 47. Ηταν εκεί μια μικρή ομάδα, πλαγιοφύλακές μας, με επικεφαλής τον Γιάννη Ξενάκη, φοιτητή τότε του Πολυτεχνείου. Ηταν εκείνη την ώρα εκεί και δυο νεαρά παιδιά, που είχαν τρυπώσει την αυγή στο τετράγωνο για να μας φέρουν τροφή, τρία μερόνυχτα ήμασταν νηστικοί και άυπνοι. Και τα δυο αυτά παιδιά σκοτώθηκαν από τον όλμο. Το ένα ήταν η Ελευθερία Λιονάκη, από την Κρήτη, του άλλου δεν έμαθα το όνομα. Το τρίτο θύμα ήταν ο Ξενάκης. Του είχε φύγει το μισό πρόσωπο, αριστερά. Το πώς διακομίστηκε σε νοσοκομείο, στις συνθήκες εκείνες, ήταν σίγουρα ένας άθλος. Λίγο μετά τον όλμο, κυκλωθήκαμε από τανκς. Αμυνθήκαμε έως τη νύχτα και επιχειρήσαμε "μυθιστορηματική έξοδο"».