ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 11 Δεκέμβρη 2005
Σελ. /32
ΠΑΙΔΕΙΑ
ΕΡΕΥΝΑ ΤΗΣ ΓΣΕΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Με στόχο την πλήρη υποταγή στην ταξική ανισότητα

Οι πίνακες, οι στατιστικές, οι έρευνες, είναι πραγματικά χρήσιμα εργαλεία, για να μελετάμε και να αναδεικνύουμε προβλήματα. Ωστόσο, δεν παύουν να είναι απλώς εργαλεία, που ανάλογα με το ποιος τα αξιοποιεί και ποια πολιτική υπηρετεί, οδηγούν στο ένα ή στο άλλο συμπέρασμα. Με αυτό το πρίσμα, κάναμε μια δεύτερη ανάγνωση της έρευνας που παρουσίασε πρόσφατα η ΓΣΕΕ μαζί με τη Νομαρχία Πειραιά, σε μια φιέστα που χαιρέτισε η υπουργός Παιδείας.

Η έρευνα αφορά στις προεκτάσεις της εκπαιδευτικής πολιτικής στις επιμέρους «τοπικές κοινωνίες» (γεωγραφικά προσδιορισμένες) και τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγει η ΓΣΕΕ είναι αποκαλυπτικά για το ποιο μοντέλο εκπαίδευσης επιλέγει να προωθήσει και, σε τελική ανάλυση, τα συμφέροντα ποιου υπηρετεί η εκπαίδευση που προτείνει.

Η έρευνα της ΓΣΕΕ συσχετίζει το δείκτη πρόσβασης στα πανεπιστήμια και στα ΤΕΙ σε κάθε νομό της χώρας με έναν δείκτη ευημερίας σε κάθε νομό. Συσχετίζοντας αυτά τα στοιχεία περί ευημερίας σε κάθε νομό με το πόσα παιδιά και με τι βαθμό περνούν στην ανώτατη εκπαίδευση, η ΓΣΕΕ καταλήγει σ' αυτό που έτσι κι αλλιώς είναι αυτονόητο: Οτι σε ορισμένες περιοχές ο χαμηλός δείκτης ευημερίας συμπίπτει με επίσης χαμηλό δείκτη πρόσβασης!

Το πρόβλημα με τη συγκεκριμένη έρευνα ξεκινά από το ίδιο το σκεπτικό της, όπου τα πράγματα παρουσιάζονται ήδη με το κεφάλι κάτω.

Ψάχνει, για παράδειγμα, να βρει, πώς «θα εκσυγχρονιστεί το μοντέλο ανάπτυξης αυτής της περιοχής με απαξιωμένη την ανάγκη εκπαίδευσης» όταν η ανάπτυξη μιας περιοχής είναι αξεχώριστη από τη συνολική ανάπτυξη του τόπου κι όταν η «απαξίωση» της εκπαίδευσης δεν προκύπτει σε τοπικό επίπεδο αλλά ως αποτέλεσμα κεντρικών πολιτικών παρεμβάσεων.

Η έρευνα ξεκινά με απαξίωση του εθνικού σχεδιασμού, τον οποίο βλέπει μόνο σαν «σύνθεση των επιμέρους αξόνων της περιφερειακής πολιτικής».

Καταγγέλλει την εθνική εκπαιδευτική πολιτική γιατί - ισχυρίζεται ότι - με όρους κεντρικού σχεδιασμού «ποτέ οι λύσεις των προβλημάτων δεν εστιάζονται στο πρόβλημα και στην περιοχή-στόχο που εκδηλώνεται».

Αναφέρεται σε «ισότητα ευκαιριών» όταν η Παιδεία είναι δικαίωμα και στο όνομα της διασφάλισης των ευκαιριών ζητά κατανομή των πόρων κατά «διαφοροποιημένα άνισο τρόπο».

Θεωρεί ότι «η περιστολή της αναπαραγωγής των κοινωνικών διακρίσεων και ανισοτήτων (...) θα μπορέσει να επιτευχθεί μόνο όταν αναπτυχθούν και λειτουργήσουν οι κατάλληλοι μηχανισμοί που θα ανατρέψουν το ισχύον καθεστώς της "τυφλής" και άναρχης κατανομής των κρατικών πόρων για την Παιδεία».

Η εμμονή στο θέμα της ανακατανομής των πόρων βασίζεται στην ίδια την πρώτη ύλη της έρευνας. Κι αυτή δεν είναι άλλη από τα συμπεράσματα μιας προηγούμενης έρευνας για την περιφερειακή ανάπτυξη της Ελλάδας. Εκεί, αφού θεωρείται ως μονόδρομος για τη χώρα η ανάπτυξη με όρους Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης, τονίζεται με αγωνία το γεγονός ότι «τα χρήματα που θα εισπράξει η χώρα θα είναι πολύ λιγότερα από ό,τι στο παρελθόν» και με βάση αυτό προκύπτει συνολική ανάγκη ανακατανομής πόρων.

Με αυτά τα δεδομένα η πρόταση της ΓΣΕΕ ζητάει και για την εκπαίδευση «καθορισμό των πολιτικών δράσεων (...) σε επίπεδο δημοτικού διαμερίσματος».

Προτείνει το σχεδιασμό της εκπαιδευτικής πολιτικής με βάση τη λογική «από το μερικό στο όλο», και ζητάει συγκεκριμένα από το σχεδιασμό πολιτικής στο διαμέρισμα να προκύπτει η δημοτική πολιτική, από τις δημοτικές πολιτικές να προκύπτει νομαρχιακή, από τις νομαρχικές να προκύπτει περιφερειακή και «ο καθορισμός των πολιτικών δράσεων σε κάθε περιφέρεια δομεί τη συγκεκριμένη εθνική πολιτική του κράτους". Για το κράτος επιφυλάσσει μόνο ρόλο «επόπτη». Αναφέρει χαρακτηριστικά, «το κράτος εποπτεύει θεσμικά την τοπική κοινωνία» ώστε «να αντεπεξέλθει στις προκλήσεις ενός διεθνούς και παγκοσμιοποιημένου περιβάλλοντος».

«Η ίδια η τοπική κοινωνία», αναφέρει, «ιεραρχεί τις προτεραιότητες των δράσεων και παρεμβαίνει άλλοτε "θεραπευτικά" και άλλοτε προληπτικά για την αποτροπή παθογενών εκπαιδευτικών καταστάσεων». Λίγο ακόμα και θα ζητούσε λύση με όρους χειρουργείου. Είναι χαρακτηριστικό ότι για ορισμένες περιοχές, όπως τα νησιά, η έρευνα εκτιμά πως οι άνθρωποι δε σπουδάζουν γιατί διακατέχονται «από μια παραδοσιακή κουλτούρα "εύκολου και ευκαιριακού" πλουτισμού»! Και το αναφέρει ειδικά για τη Σάμο, όπου με όρους κεντρικής πολιτικής παρέμβασης οι άνθρωποι εξαναγκάζονται να ξεπατώνουν ελιές και αμπέλια για να γίνουν «ξενοδόχοι» του ενός δωματίου.

Σε ένα τέτοιο σχεδιασμό αναδεικνύει κυρίαρχη την «κοινωνία των πολιτών», στα πλαίσια της οποίας «ο ρόλος των κοινωνικών εταίρων είναι πραγματικά καθοριστικός» καθώς «συνομιλούν, συνδιαλέγονται, διαπραγματεύονται και εν τέλει συνθέτουν σε εθνικό - κεντρικό επίπεδο τη χάραξη των πολιτικών τους». Ανάμεσα στις δράσεις που προτείνονται ξεχωρίζουν η «προτεραιότητα και κίνητρα για την ανάπτυξη Εκπαιδευτικών Καινοτομιών και Σχολικών Συμπράξεων» και η «πλήρης ανάπτυξη στις περιοχές αυτές των Προγραμμάτων Διά Βίου Μάθησης και Μη τυπικής Εκπαίδευσης». Κι επειδή η πρόταση αφορά σε ανακατανομή πόρων δε λείπει και η δράση «προτεραιότητα στην ανάπτυξη προγραμμάτων Εισαγωγικής και Μεσαίας Συνδικαλιστικής Εκπαίδευσης», πάντα τοπικά.

Οδηγεί σε πλήρη διαφοροποίηση της εκπαίδευσης

Η ΓΣΕΕ θεωρεί αρνητικό το γεγονός ότι «στη χάραξη της εκπαιδευτικής πολιτικής ο σχεδιασμός είναι αποκλειστικά κεντρικός και εξειδικεύεται με τον αυτό τρόπο στις περιφέρειες». Κι από αυτό ακριβώς το σημείο αρχίζει να «ξηλώνει το μανίκι». Επί της ουσίας, βάζει ανοιχτά θέμα διάσπασης του ενιαίου της εκπαίδευσης, γι' αυτό σπεύδει να χαρακτηρίσει πυρήνα του προβλήματος τον ίδιο τον κεντρικό σχεδιασμό.

Ενώ δεν κάνει ανοιχτά πρόταση για ολικά διαφοροποιημένο πρόγραμμα σπουδών, ήδη με την άνιση διαφοροποίηση που προτείνει για τους πόρους, ανοίγει το δρόμο και για το πρόγραμμα σπουδών.

Ομως, το ενιαίο αναλυτικό πρόγραμμα για όλα τα σχολεία, για όλα τα παιδιά σε όλη τη χώρα, είναι μια κατάκτηση, ακόμα και μέσα σ' αυτό το πλαίσιο του καπιταλισμού, που εξασφαλίζει τους ελάχιστους όρους για την ισότητα πρόσβασης στη γνώση. Φυσικά, από μόνα τους το ενιαίο πρόγραμμα μαθημάτων και τα κοινά βιβλία δεν εξασφαλίζουν «ισότητα» στη μόρφωση, ωστόσο είναι μια ελάχιστη προϋπόθεση που και αυτή ακόμα αποτελεί τροχοπέδη στα σύγχρονα σχέδια του κεφαλαίου για την Παιδεία και η «εργατική» ΓΣΕΕ εμφανίζεται πρόθυμη να την πετάξει στα σκουπίδια!

Οταν, με πρώτη βάση την κατανομή των πόρων, περάσει σε «τοπικό» επίπεδο και ο σχεδιασμός και η υλοποίηση της εκπαιδευτικής πολιτικής, ήδη έχει κατορθωθεί η απαλλαγή του κράτους από την υποχρέωσή του να εξασφαλίζει εξίσου τη μόρφωση των παιδιών του λαού.

Κι έτσι «ξηλώνοντας το μανίκι», σιγά σιγά, η μόρφωση, αφού ήδη από κρατική υπόθεση έχει γίνει τοπική, εύκολα γίνεται ατομική υπόθεση του καθενός κι αντίστοιχα περνάει η αντίληψη ότι είναι προσωπική, ατομική η ευθύνη του άνεργου που δεν έκανε τις κατάλληλες επιλογές ή δεν είχε τα μέσα για να μορφωθεί!

Συναίνεση στην υποταγή

Για να είμαστε δίκαιοι, βέβαια, η ΓΣΕΕ δεν είναι η πρώτη που βάζει σε διάλογο (ή καλύτερα ζύμωση) αυτή την πρόταση. Ο Γ. Παπανδρέου δε χάνει ευκαιρία να μιλάει (αναγράφεται και στο πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ) για «εγκατάλειψη της πρακτικής του αναλυτικού προγράμματος» και η ΝΔ στο κυβερνητικό της πρόγραμμα μιλάει για «εφαρμογή κοινών εκπαιδευτικών προγραμμάτων σπουδών σε ορισμένα μαθήματα», μόνο ορισμένα και πάλι όχι με κοινά βιβλία: «Ο εκπαιδευτικός θα επιλέγει κατά την κρίση του διδακτικό βιβλίο». Και μην ξεχνάμε ότι οι βάσεις για την κατάργηση του ενιαίου προγράμματος μαθημάτων στα σχολεία έχουν ήδη μπει, με την εφαρμογή των προγραμμάτων τύπου «ευέλικτης ζώνης», με τα οποία συμφωνεί και ο ΣΥΝ. Από ένα τέτοιο κλίμα συναίνεσης, λοιπόν, δε θα μπορούσε να λείπει η ΓΣΕΕ!

Δεν είναι τυχαίο πως ούτε μια κουβέντα δε λέγεται για το περιεχόμενο της εκπαίδευσης, για στέρεα, ολόπλευρη, βασική εκπαίδευση και διαμόρφωση της προσωπικότητας των νέων, αλλά παρατίθεται ένα πλήθος προτάσεων για σκόρπιες ασύνδετες δεξιότητες, όπως επιτάσσει η ΕΕ, όπως θέλει το κεφάλαιο.

Με αυτό το μοντέλο, που περιγράφει η ΓΣΕΕ, πάει «πακέτο» η εισβολή των επιχειρήσεων στην εκπαίδευση (βλέπε «συμπράξεις), που «κομψά» η Συνομοσπονδία την αναφέρει ως «ρόλο των κοινωνικών εταίρων». Πολύ απλά, οι επιχειρήσεις θα μπορούν σε τοπικό επίπεδο να παραγγέλνουν το εργατικό δυναμικό που θέλουν, όπως το θέλουν.

Στο δρόμο για τα ελληνικά «γκέτο»...

Συνδέοντας τους δείκτες ευημερίας και πρόσβασης στην Ανώτατη Εκπαίδευση, η ΓΣΕΕ έφτιαξε ένα χάρτη της Ελλάδας, καθορίζοντας «ζώνες» προτεραιότητας, απ' όπου προτείνει να ξεκινήσει η πολιτική διαφοροποίησης της εκπαίδευσης. Με βάση τη μελέτη της στη «ζώνη επείγουσας προτεραιότητας» ανήκουν οι νομοί: Θεσπρωτίας, Αρτας, Καρδίτσας, Ευρυτανίας και Ηλείας. Στη «ζώνη άμεσης προτεραιότητας» ανήκουν οι νομοί: Ροδόπης, Ξάνθης, Πέλλας, Ημαθίας, Φλώρινας, Καστοριάς, Φωκίδας, Μεσσηνίας, Δράμας, Πρέβεζας, Αιτωλοακαρνανίας, Εβρου, Κιλκίς, Γρεβενών, Κορινθίας, Σερρών, Τρικάλων και Αρκαδίας. Παράλληλα, μιλάει για μια «ζώνη εξισορρόπησης» (με ιδιαίτερα χαμηλό δείκτη πρόσβασης και υψηλό δείκτη ευημερίας), όπου βάζει τους νομούς Σάμου, Κέρκυρας, Κυκλάδων, Δωδεκανήσου και Διευθύνσεις Εκπαίδευσης της Αθήνας, του Πειραιά, της Αττικής και της Θεσσαλονίκης.

Η αυταπάτη ότι διαλύοντας τον ενιαίο χαρακτήρα της εκπαίδευσης και καθορίζοντας κάποιες ζώνες προτεραιότητας, μπορείς να βοηθήσεις την ανάπτυξη περιοχών που το έχουν ανάγκη, έχει καταρριφθεί από την εμπειρία άλλων χωρών που έχουν υλοποιήσει αυτές τις αλλαγές στο εκπαιδευτικό τους σύστημα νωρίτερα. Το παράδειγμα των γαλλικών γκέτο, που πρόσφατα ήρθε στην επιφάνεια, είναι άκρως αποκαλυπτικό:

Εκεί, ήδη, τα σχολεία βρίσκονται υπό τον έλεγχο των δήμων που δεν έχουν τους πόρους να καλύψουν τις υπάρχουσες ανάγκες. Το υπουργείο επιχορηγεί τους δήμους με εκπαιδευτικά κονδύλια κάθε χρόνο. Τα κονδύλια αποφασίζονται με βάση τα ποσοστά επιτυχιών στα πανεπιστήμια και στις διάφορες ανώτερες σχολές. Οι υποβαθμισμένες γειτονιές, όπως τα γκέτο, και συνολικά οι δήμοι που τα φιλοξενούν, έχουν λαμβάνειν τα λιγότερα. Υπάρχουν επικουρικά προγράμματα, συμβουλευτική για γονείς και μαθητές, απασχόληση για τον ελεύθερο χρόνο, αλλά καμιά ουσιαστική μέριμνα για ολόπλευρη ουσιαστική μόρφωση των παιδιών μέσα στο σχολείο.

«Ζώνες εκπαιδευτικής προτεραιότητας» έχουν ονομαστεί και στη Γαλλία όλα τα σχολεία που βρίσκονται σε γκέτο. Θεωρητικώς, αυτό σημαίνει ότι σε αυτά τα σχολεία εργάζονται περισσότεροι καθηγητές, δίνεται μεγαλύτερη βοήθεια από άλλες ειδικότητες, κλπ. Επί της ουσίας, οι καθηγητές σε αυτά τα σχολεία είθισται να είναι είτε πολύ νέοι, που αναγκάζονται να μείνουν για κάποιο χρονικό διάστημα πριν πάρουν μετάθεση ή μεγάλοι σε ηλικία που απλώς περιμένουν να πάρουν τη σύνταξή τους. Ετσι, είτε δεν έχουν πείρα να αντιμετωπίσουν την ιδιαίτερη κατάσταση, είτε δεν έχουν πια κουράγιο.

Οσοι εκπαιδευτικοί αναλαμβάνουν το ρόλο του εκπαιδευτικού συμβούλου είθισται να «σπρώχνουν»... τα παιδιά των γκέτο στο να διαλέξουν στα 14 τους χρόνια την τεχνική κατεύθυνση, δηλαδή να μάθουν κάποια τέχνη και να πάρουν έτσι απολυτήριο. Αυτό τους κόβει το δρόμο για το πανεπιστήμιο, ενώ είναι εξαιρετικά δύσκολο να μπουν μετά σε κάποια ανώτερη τεχνική σχολή, καθώς αυτό προϋποθέτει καλή οικονομική κατάσταση εκ μέρους της οικογένειας, κάτι που δεν υπάρχει ούτως ή άλλως. Ετσι, με μαθηματική ακρίβεια, τα παιδιά του γκέτο, στην πλειοψηφία τους, μετατρέπονται σε αμόρφωτους, ανειδίκευτους εργάτες, που οδηγούνται στην ανεργία ή στην ημιαπασχόληση. Το εκπαιδευτικό σύστημα λειτουργεί ως το πρώτο πεδίο διακρίσεων και περιθωριοποίησης (τα στοιχεία από την αποστολή του «Ρ» στα γαλλικά γκέτο).

Η ένταση της διαφοροποίησης της εκπαίδευσης στον καπιταλισμό δεν μπορεί παρά να έχει ταξικό χαρακτήρα και να σημαίνει ένταση των ταξικών φραγμών. Διαφοροποιημένη εκπαίδευση σημαίνει ταξικά διαφοροποιημένη σε βάρος των παιδιών της εργατικής τάξης.


Γιάννα ΣΤΡΕΒΙΝΑ

Σχολείο όπου θα μαθαίνεις την αλήθεια

Στοιχεία από την πρόταση του ΚΚΕ

Απάντηση σ' αυτό το μοντέλο εντελώς διαφοροποιημένης εκπαίδευσης μπορούν να δώσουν οι ταξικές δυνάμεις του συνδικαλιστικού κινήματος. Να αποκαλύψουν και μέσα από αυτό το πεδίο τις συμβιβασμένες συνδικαλιστικές ηγεσίες, τη «συμμαχία» της συναίνεσης και της υποταγής, που βλάπτει σοβαρά τα λαϊκά συμφέροντα.

Ενα ρωμαλέο λαϊκό κίνημα χρειάζεται να αναπτυχθεί σ' αυτή την κατεύθυνση για να αντιπαρατεθεί με την ταξικά διαφοροποιημένη εκπαίδευση και την ιδεολογική χειραγώγηση των πολλών από τους λίγους. Να τους επιστρέψει ως απαράδεκτες τις προτάσεις για υποκατάσταση της μαζικής εκπαίδευσης από ατομικές μορφές «διά βίου μάθησης», τα εμπορεύσιμα «πακέτα» αθεμελίωτων γνώσεων και εμπειρικών δεξιοτήτων.

Και, φυσικά, ένα τέτοιο κίνημα δεν μπορεί να έχει στόχο την υπεράσπιση της σημερινής κατάστασης, αλλά τη μαχητική διεκδίκηση της παιδείας που ανταποκρίνεται στις σύγχρονες συνθήκες, στις σύγχρονες λαϊκές ανάγκες.

Το πλαίσιο πάλης που προτείνει το ΚΚΕ για την εκπαίδευση βασίζεται ακριβώς σ' αυτές τις σύγχρονες ανάγκες του λαού για ποιοτική και ποσοτική διεύρυνση της βασικής - γενικής μόρφωσης όλων, που είναι δυνατή στην εποχή μας. Απέναντι στη διαφοροποίηση που υποκριτικά θέλει να αμβλύνει τις ανισότητες γνωρίζοντας ότι θα τις παγιώσει και θα τις οξύνει, το ΚΚΕ αντιπροτείνει:

«Βασική - Γενική Εκπαίδευση έως τα 18 χρόνια μέσα από Ενιαίο Δωδεκάχρονο Υποχρεωτικό Σχολείο, συνέχεια δίχρονης υποχρεωτικής Προσχολικής Αγωγής, με σκοπό την καλλιέργεια και την ολόπλευρη διαμόρφωση της προσωπικότητας κάθε νέου πριν από την επαγγελματική επιλογή ή ειδίκευση. Κατάργηση του διπλού σχολικού δικτύου (Γενικό - Επαγγελματικό Λύκειο), που αναπαράγει το διαχωρισμό διανοητικής και χειρωνακτικής εργασίας, αλλά και της διάσπασης σε Δημοτικό - Γυμνάσιο - Λύκειο, που εκφράζει ιστορικά ξεπερασμένα στάδια μόρφωσης του λαού μας. Ακύρωση κάθε μέτρου αξιολόγησης - κατηγοριοποίησης των σχολικών μονάδων και των εκπαιδευτικών, όπως και της «αποκέντρωσης» - εμπορευματοποίησης κρίσιμων εκπαιδευτικών λειτουργιών (υποδομές, βιβλία, προγράμματα), που διευρύνει τις κοινωνικές ανισότητες στη μόρφωση και μάλιστα από τις μικρότερες ηλικίες. Σχολείο κοινό για όλους τους νέους, με ενιαίο πρόγραμμα, ενιαία - σύγχρονη υλικοτεχνική υποδομή και ενιαία - δωρεάν βιβλία, ενιαία διοίκηση και λειτουργία, μόνιμο εκπαιδευτικό προσωπικό με ενιαία εργασιακά δικαιώματα. Σχολείο, που θα εξασφαλίζει τη δωρεάν παροχή σε όμοιες συνθήκες της απαραίτητης σε όλους μόρφωσης, παίρνοντας ιδιαίτερα μέτρα για την ένταξη των παιδιών των μεταναστών και των μειονοτήτων».

Για ένα τέτοιο σχολείο, για τα παιδιά όλου του λαού, φυσικά απαιτείται ριζική αλλαγή των αναλυτικών προγραμμάτων, που σήμερα αποτελούν σύνοψη των γνωστικών αντικειμένων της επόμενης βαθμίδας, ώστε το σχολείο να προσανατολίζει στη γενικότερη επιστημονική θεώρηση του κόσμου, χρησιμοποιώντας νέα βιβλία, κατανοητά και επικεντρωμένα στα πιο σταθερά και ουσιαστικά στοιχεία της γνώσης, στις αρχές και τους νόμους που κυβερνούν τη φύση και εφαρμόζονται στην κοινωνία. Ταυτόχρονα, αφιερώνοντας χρόνο στην αισθητική και φυσική αγωγή και την ευρύτερη πολιτιστική δραστηριότητα, το σχολικό πρόγραμμα οφείλει ν' αναπτύσσει σώμα και πνεύμα και κοντά στη γνώση να καλλιεργεί το συναισθηματικό κόσμο και τη βούληση του μαθητή.

Στόχος του σχολείου αυτού για το οποίο έχει συμφέρον να παλέψει όλος ο λαός θα είναι να βοηθά τους μαθητές να δημιουργήσουν κριτήριο της αλήθειας και δημιουργική ζωή. Σε τελική ανάλυση, το σχολείο να διαπλάθει όχι καλούς υπηρέτες, αλλά αφεντικά της νέας ζωής.



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ