ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Πέμπτη 11 Γενάρη 2018
Σελ. /24
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΑΝΤΙΑΠΕΡΓΙΑΚΗ ΡΥΘΜΙΣΗ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ
Νέα ωμή παρέμβαση του αστικού κράτους στο συνδικαλιστικό κίνημα

Προστίθεται στο ήδη ισχύον αντεργατικό νομικό πλαίσιο, με στόχο τον ασφυκτικό έλεγχο των συνδικάτων από το κράτος και την εργοδοσία

Η αντιαπεργιακή νομοθετική ρύθμιση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ αποτελεί μία ακόμα ωμή παρέμβαση του αστικού κράτους στο συνδικαλιστικό κίνημα, για λογαριασμό της εργοδοσίας, μία ακόμα αποφασιστική ενίσχυση του ήδη ισχύοντος αντεργατικού νομικού πλαισίου, με βάση το οποίο το κράτος του κεφαλαίου, τα αστικά δικαστήρια και η εργοδοσία παρεμβαίνουν στη λειτουργία των εργατικών συνδικάτων, στον τρόπο με τον οποίο οι εργαζόμενοι λαμβάνουν τις αποφάσεις τους, στις μορφές πάλης που «νομιμοποιούνται» να κηρύξουν τα εκλεγμένα όργανά τους, ακόμα και στο ίδιο το περιεχόμενο των αιτημάτων τους και των κινητοποιήσεών τους!

Η νομοθετική παρέμβαση της κυβέρνησης, που προβλέπει την αύξηση της απαιτούμενης απαρτίας στις Γενικές Συνελεύσεις των πρωτοβάθμιων σωματείων με θέμα την κήρυξη απεργίας στο 1/2 των οικονομικά τακτοποιημένων μελών, από το 1/5 έως το 1/3 που ισχύει μέχρι σήμερα, δεν γράφεται σε «λευκό χαρτί». Ερχεται να προστεθεί στο αντεργατικό νομικό πλαίσιο, με βάση το οποίο ήδη οι 9 στις 10 απεργίες βγαίνουν παράνομες ή καταχρηστικές ή και τα δύο.

Πώς βγαίνουν ήδη 9 στις 10 απεργίες παράνομες και καταχρηστικές

Οπως σημειώνουν συνδικαλιστές και εργατολόγοι, και με τη μέχρι τώρα νομοθεσία (νόμος 1264/82) μπαίνουν ως προϋποθέσεις μια σειρά από γραφειοκρατικές διαδικασίες και τυπικές προβλέψεις που κάνουν ασφυκτικά τα όρια «νομιμότητας» μιας απεργίας και εύκολα δημιουργούν «πατήματα» για να βγαίνουν οι απεργίες παράνομες.

Σε αυτά περιλαμβάνονται η υποχρέωση των συνδικαλιστικών οργανώσεων για «έγκαιρη προειδοποίηση» της εργοδοσίας, που σημαίνει ότι και μια ολιγόωρη καθυστέρηση ειδοποίησης καθιστά την απεργία παράνομη, η ειδοποίηση όλων των εργοδοτικών φορέων που μπορεί να εμπλέκονται σε κάποια απεργία (π.χ. στους δημόσιους υπάλληλους, πρέπει να ειδοποιηθούν το υπουργείο Οικονομικών, το εποπτεύον υπουργείο, καθώς και η διοίκηση του αρμόδιου φορέα). Το ίδιο συμβαίνει και αν δεν τηρηθεί επακριβώς η διαδικασία για τον ορισμό του προσωπικού ασφαλείας.

Χαρακτηριστικό φαινόμενο είναι η «βιομηχανία» δικών σε βάρος των εργατικών αγώνων, η οποία αναπτύσσεται ραγδαία. Στο πλαίσιο αυτών των δικών, παρατηρείται ότι στην κρίση των δικαστηρίων κατά τον έλεγχο της νομιμότητας κυριαρχεί η προσκόλληση στο «γράμμα του νόμου», ενώ γίνεται συχνά η επίκληση στην έννοια της «καταχρηστικότητας». Ετσι πολλές φορές, πέραν των διαδικαστικών ζητημάτων, τα αστικά δικαστήρια κρίνουν τα ίδια τα απεργιακά αιτήματα και το περιεχόμενό τους άλλοτε «παράλογα», «υπερβολικά», «επουσιώδη», «άνευ αντικειμένου» ή ακόμα χειρότερα κρίνουν αν έχουν επιπτώσεις στα οικονομικά μιας επιχείρησης (!), λες και μπορεί να υπάρξει απεργία χωρίς να έχει κάποιες επιπτώσεις στην επιχείρηση που γίνεται.

Παράλληλα, στην κρίση πολλών δικαστηρίων και όχι μόνο, έχει γίνει πλέον κανόνας η επίκληση στο «γενικότερο κοινωνικό συμφέρον» ή στην κατάσταση της «εθνικής οικονομίας», στην «ταλαιπωρία του επιβατηγού κοινού» όταν πρόκειται για απεργίες στα μέσα μαζικής μεταφοράς κ.λπ.

Επιπλέον, τα τελευταία χρόνια είναι σύνηθες τα δικαστήρια να χαρακτηρίζουν απεργίες καταχρηστικές επειδή κρίνεται ότι έχουν αιτήματα με «πολιτικό χαρακτήρα», μόνο και μόνο επειδή διατυπώνονται αιτήματα που στρέφονται ενάντια στην κυβερνητική πολιτική! Λες και είναι δυνατόν η πάλη των εργαζομένων ενάντια στον εργασιακό μεσαίωνα που βιώνουν να μην στρέφεται ενάντια στην κυβερνητική πολιτική που τον επιβάλλει προς όφελος του κεφαλαίου! Είναι χαρακτηριστικό ότι στη βάση τέτοιων ισχυρισμών βγαίνουν καταχρηστικές πολλές απεργίες ακόμα και σε κρατικές επιχειρήσεις!

Αντίστοιχα εμπόδια στο απεργιακό δικαίωμα μπαίνουν και από την ίδια τη διαδικασία των δικών κατά απεργιών. Οπως τονίστηκε πριν λίγους μήνες σε ημερίδα του ΠΑΜΕ για το απεργιακό δικαίωμα, «οι σχετικές δίκες, με τις σφιχτές προθεσμίες που κατά το δοκούν καθορίζει ο προϊστάμενος του εκάστοτε Πρωτοδικείου, προσβάλλουν τις αξίες της δίκαιης δίκης, αφού η εναγόμενη συνδικαλιστική οργάνωση καλείται να απαντήσει σε ένα πολυσέλιδο δικόγραφο του εργοδότη εντός 2 ωρών προτού προσέλθει στο δικαστήριο για την εκδίκαση της υπόθεσης. Αποτέλεσμα αυτού είναι η ελλιπής προετοιμασία, η αδυναμία ανεύρεσης των σχετικών εγγράφων ή των μαρτύρων...».

Μέσα σε όλο αυτό το αντεργατικό πλαίσιο, η νέα αντιαπεργιακή ρύθμιση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ έρχεται να προωθήσει ακόμα περισσότερο την προσπάθεια ξηλώματος του απεργιακού δικαιώματος και επιβολής ασφυκτικού ελέγχου στο συνδικαλιστικό κίνημα.

Εχει ιδιαίτερη σημασία, εξάλλου, ότι παρά τους διάφορους κυβερνητικούς ισχυρισμούς ότι η αντιδραστική διάταξη αφορά μόνο τα πρωτοβάθμια επιχειρησιακά σωματεία, πουθενά στο πολυνομοσχέδιο δεν υπάρχει τέτοια σαφής αναφορά (που να εξαιρεί π.χ. με σαφήνεια τα κλαδικά σωματεία), ενώ εργατολόγοι επισημαίνουν ότι ο τρόπος με τον οποίο διατυπώνεται η συγκεκριμένη διάταξη (δηλαδή στο σημείο όπου ορίζεται η απαρτία όλων των πρωτοβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων) ανοίγει το δρόμο για την επέκτασή της και στη λειτουργία των πρωτοβάθμιων σωματείων, πανελλαδικής ή τοπικής εμβέλειας.


ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ - ΝΕΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Ο ένας κόβει και ο άλλος ράβει για το χτύπημα της απεργίας

Το γεγονός ότι η κυβέρνηση και όλα τα αστικά κόμματα δουλεύουν συντονισμένα και με καταμερισμένους ρόλους με στόχο το συνολικό ξήλωμα του απεργιακού δικαιώματος, όπως είναι η πάγια απαίτηση του κεφαλαίου, ήρθε να επιβεβαιώσει η χτεσινή επίσημη τοποθέτηση της ΝΔ και η διάταξη που προτείνει για το χτύπημα της απεργίας.

Πατώντας πάνω στην αντεργατική διάταξη που κατέθεσε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ για την κήρυξη απεργίας από τα πρωτοβάθμια σωματεία, αλλά και στο γεγονός ότι η κυβέρνηση την κατέθεσε με τέτοιο τρόπο που όχι μόνο χτυπάει τα επιχειρησιακά και τα κλαδικά πρωτοβάθμια σωματεία, αλλά και ανοίγει τεράστια «παράθυρα» για χτύπημα και των σωματείων πανελλαδικής και περιφερειακής εμβέλειας, η ΝΔ πηγαίνει ένα βήμα παραπέρα.

Συγκεκριμένα, εκεί που η απεργοκτόνα διάταξη της κυβέρνησης υπερδιπλασιάζει τον αριθμό των εργαζομένων που απαιτούνται από την αστική νομοθεσία για να μπορεί η Γενική Συνέλευση ενός πρωτοβάθμιου σωματείου να πάρει απόφαση για απεργία (από το 1/3 έως 1/5 των οικονομικά τακτοποιημένων μελών που ισχύει σήμερα, η απαρτία πηγαίνει στο 1/2), η ΝΔ «υπερθεματίζει», απαιτώντας για την κήρυξη απεργίας να είναι απαραίτητη «η σύμφωνη γνώμη από το 50%+1 των οικονομικά τακτοποιημένων μελών» (δηλαδή, όχι μόνο η παρουσία του 1/2 των μελών στη συνέλευση, αλλά και η υπερψήφιση της απεργίας από το 1/2 του συνόλου των μελών).

Επιπλέον, αφού χαρακτηρίζει την κυβερνητική διάταξη «κακότεχνη, αόριστη και αντιφατική», εντοπίζοντας ότι η «αοριστία» αυτή ανοίγει δρόμο για «νέες δικαστικές διενέξεις» σε ό,τι αφορά τον τρόπο κήρυξης της απεργίας από πρωτοβάθμια σωματεία πανελλαδικής και περιφερειακής εμβέλειας, η ΝΔ προτείνει... να λυθεί το θέμα με ξεκάθαρη υπαγωγή των εν λόγω σωματείων στον ίδιο αντιαπεργιακό περιορισμό (μέχρι σήμερα για τα σωματεία αυτά προβλέπεται η δυνατότητα κήρυξης απεργίας με απόφαση Διοικητικού Συμβουλίου).

Στο πλαίσιο μάλιστα του ασφυκτικού ελέγχου και του πλήρους «φακελώματος» του συνδικαλιστικού κινήματος και των εργαζομένων από το αστικό κράτος και την εργοδοσία, τα οποία προωθεί και η κυβέρνηση, η ΝΔ προτείνει τη διεξαγωγή ηλεκτρονικών ψηφοφοριών, καθώς και «η συμμετοχή των εργαζομένων στις σωματειακές διαδικασίες λήψης απόφασης να γίνεται με βάση τον Αριθμό Μητρώου Κοινωνικής Ασφάλισης (ΑΜΚΑ) ενός εκάστου από αυτούς, σύμφωνα με τις διατυπώσεις που Υπουργική Απόφαση του υπουργού Εργασίας θα καθορίσει».

Το γνωστό στημένο «παιχνίδι»...

Οπως ήταν αναμενόμενο, την πάσα πήρε κατευθείαν η κυβέρνηση, στην προσπάθειά της να «ξεπλυθεί» από το χτύπημα της απεργίας που προωθεί η ίδια με το πολυνομοσχέδιο. Ετσι, σε ανακοίνωσή του για την πρόταση της ΝΔ, το υπουργείο Εργασίας αναφέρει ότι «οι μάσκες έπεσαν» και ότι «η ΝΔ δεν μπορεί να κρύψει την ταύτισή της με τις πιο ακραίες θέσεις του ΔΝΤ», ενώ, όπως ισχυρίζεται, «η κυβέρνηση απέκρουσε αυτές και άλλες απαιτήσεις στη διαπραγμάτευση».

Πρόκειται βέβαια για το χιλιοπαιγμένο στημένο «παιχνίδι» όλων των τελευταίων χρόνων: Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ φέρνει και ψηφίζει τα αντιλαϊκά μέτρα, η ΝΔ και άλλα αστικά κόμματα ψηφίζουν μαζί της τα πιο κομβικά από αυτά ή ασκούν κριτική «υπερθεματίζοντας», διευκολύνοντας έτσι και την κυβέρνηση να παρουσιάζει τα αντεργατικά μέτρα ως «το μικρότερο κακό», αλλά και προετοιμάζοντας το έδαφος για τα επόμενα αντεργατικά χτυπήματα...

Με βάση και αυτήν την πείρα, δεν πρέπει να ξεγελάει κανέναν εργαζόμενο ο κάλπικος καβγάς για το ποιος χτυπάει περισσότερο την απεργία: Αυτό που γίνεται φως - φανάρι είναι η στράτευση τόσο της κυβέρνησης όσο και της ΝΔ στη στρατηγική του κεφαλαίου, η οποία και απαιτεί ξήλωμα της απεργίας, συνολικά των εργατικών - λαϊκών δικαιωμάτων.



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ