ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Τετάρτη 10 Σεπτέμβρη 2003
Σελ. /32
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΕΚΘΕΣΗ ΚΟΜΙΣΙΟΝ
Ουσιαστικά μηδενική η «ανάπτυξη» στην ΕΕ

Παραμένει φτωχότερη χώρα η Ελλάδα, σε πείσμα των δηλώσεων Σημίτη

Στην Ελλάδα η ανεργία, σύμφωνα «με τον ορισμό της ΔΟΕ», ανέρχεται στο 10,5% του συνολικού ενεργού πληθυσμού
Στην Ελλάδα η ανεργία, σύμφωνα «με τον ορισμό της ΔΟΕ», ανέρχεται στο 10,5% του συνολικού ενεργού πληθυσμού
ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ (του ανταποκριτή μας ΒΗΣ. ΓΚΙΝΙΑ).--

Η Κομισιόν ανακοινώνει σήμερα στις Βρυξέλλες νέα αναθεώρηση προς τα κάτω της προβλεπόμενης «ανάπτυξης» του ευρωπαϊκού ΑΕΠ για το 2003 που δεν αναμένεται, πλέον, να ξεπεράσει το 0,5% σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Επιπλέον, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ετήσιας «έκθεσης για την κοινωνική κατάσταση στην Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ)», που συνυπογράφει και η Ελληνίδα επίτροπος Α. Διαμαντοπούλου, «οι προοπτικές σήμερα είναι λιγότερο αισιόδοξες» σε σχέση με την προηγούμενη πενταετία 1995 - 2000, ενώ «οι προκλήσεις για το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο αναμένεται να είναι ακόμη μεγαλύτερες στην επόμενη δεκαετία από ό,τι στην προηγούμενη.

Η νέα «απαισιόδοξη» πρόβλεψη της Κομισιόν για την ευρωπαϊκή οικονομία δημιουργεί ιδιαίτερη ανησυχία καθότι είναι η τρίτη αναθεώρηση προς τα κάτω των προβλέψεων οικονομικής μεγέθυνσης για το 2003, από το αρχικό «1,8%» του φθινοπώρου του 2002, στο «1,0%» της άνοιξης του 2003, και τώρα στο 0,5% (!!!). Πρόκειται, ουσιαστικά, για μηδενική «ανάπτυξη» της ΕΕ. Αντιθέτως οι προβλέψεις κάνουν λόγο για αύξηση του ΑΕΠ των ΗΠΑ για πάνω από 2,5% και της Ιαπωνίας για πάνω από 2,1%. Το ΑΕΠ της ΕΕ αυξήθηκε κατά 3,5% το 2000, 1,6% το 2001 και 0,9% το 2002.

Οσον αφορά στην Ελλάδα, η στατιστική υπηρεσία ΓΙΟΥΡΟΣΤΑΤ (EUROSTAT) δημοσίευσε χτες τα στοιχεία για το πρώτο εξάμηνο του 2003, σύμφωνα με τα οποία το πρώτο τρίμηνο του 2003 το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 4,3% σε σχέση με το αντίστοιχο του 2002, και το δεύτερο τρίμηνο του 2003 κατά 4,4%, ενώ η συνολική πρόβλεψη για ολόκληρο το 2003 κάνει λόγο για μεγέθυνση της τάξης του 3,6%. Παρ' όλη τη συνεχή αύξηση του ελληνικού ΑΕΠ, που κινείται την τελευταία δεκαετία πάνω από το μέσο κοινοτικό όρο, η Ελλάδα παραμένει η πιο φτωχή χώρα της ΕΕ, που κάθε μέρα φτωχαίνει, συγκριτικά, όλο και πιο πολύ. Σύμφωνα με την έκθεση της Κομισιόν και της «αρμόδιας» επιτρόπου Α. Διαμαντοπούλου, οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί του πρωθυπουργού Κ. Σημίτη στη ΔΕΘ είναι ψευδείς και παραπλανητικοί.

«Ανάπτυξης» (...) καθυστέρηση

Η αύξηση του ΑΕΠ στην Ελλάδα είναι πάνω από το μέσο κοινοτικό όρο εδώ και μια δεκαετία. Παρ' όλα αυτά η Ελλάδα παραμένει σταθερά η πιο φτωχή χώρα της ΕΕ, και μάλιστα η απόσταση μεγαλώνει κάθε μέρα. Η έκθεση της Κομισιόν και της Α. Διαμαντοπούλου επαναλαμβάνει και πάλι την αλήθεια των αριθμών που ο πρωθυπουργός της Ελλάδας παραποιεί ψευδολογούμενος έναντι του ελληνικού λαού: «Οι διαφορές του ΑΕΠ ανά κάτοικο σε ΜΑΔ (Μονάδες Αγοραστικής Δύναμης) μεταξύ των κρατών - μελών παραμένουν ουσιαστικές. Το 2001, κάθε πολίτης της ΕΕ παρήγαγε το ισοδύναμο των 23.200 ΜΑΔ. Οι πιο υψηλές επιδόσεις είναι του Λουξεμβούργου (44.300 ΜΑΔ), της Ιρλανδίας (27.700 ΜΑΔ) και της Δανίας (27.600 ΜΑΔ). Οι πιο χαμηλές αυτές της Ελλάδας (15.500 ΜΑΔ) και της Πορτογαλίας (17.100 ΜΑΔ). Για να διευκολυνθεί η σύγκριση μεταξύ των κρατών - μελών, αυτή η στατιστική υπολογίζεται σε σχέση με το μέσο κοινοτικό όρο. (ΕΕ-15 = 100). Το Λουξεμβούργο διακρίνεται καθαρά με ΑΕΠ ψηλότερο κατά 91% του μέσου ευρωπαϊκού όρου. Ακολουθούν η Ιρλανδία και η Δανία με ΑΕΠ αυξημένο κατά 19% του μέσου όρου. Οι πιο αρνητικές επιδόσεις σε σχέση με το μέσο ευρωπαϊκό όρο είναι αυτές της Ελλάδας (μείον 33%), της Πορτογαλίας (μείον 26%) και της Ισπανίας (μείον 17%)».

Το κείμενο είναι σαφέστατο, επαναλαμβάνεται ετησίως σε κάθε έκθεση της Κομισιόν και μετά το 2000 υποβάλλεται προς έγκριση από την «αρμόδια» επίτροπο Α. Διαμαντοπούλου. Επειδή ο Κ. Σημίτης δεν ντράπηκε να κάνει λόγο για (...) «συγκλίσεις» αξίζει να αναφερθεί ότι το 2002, η Ελλάδα ήταν η φτωχότερη χώρα της ΕΕ (67% του μέσου κοινοτικού ΑΕΠ), και το Λουξεμβούργο η πλουσιότερη (191% του μέσου κοινοτικού ΑΕΠ), αλλά η σύγκριση που ενοχλεί είναι άλλη: η Ελλάδα, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Κομισιόν, είναι συγκριτικά στάσιμη από το (...) 1967, όταν είχε το 65% του μέσου κοινοτικού ΑΕΠ. Αλλά εκείνη την εποχή δεν ήταν ακόμη η φτωχότερη δυτικοευρωπαϊκή χώρα, αφού η Πορτογαλία ήταν στο 53% και η Ιρλανδία στο 62%.

Η Ελλάδα είναι η πιο φτωχή χώρα της ΕΕ και μαζί με την Πορτογαλία είναι οι μόνες χώρες που το μερίδιο του συνολικού εθνικού εισοδήματος που έλαβε το πλουσιότερο 20% του πληθυσμού είναι πάνω από έξι (6) φορές σε σχέση με εκείνο του φτωχότερου 20% (!!!). Οπως ομολογεί η Α. Διαμαντοπούλου «το χάσμα στην κατανομή του εισοδήματος μεταξύ των πλουσιότερων και των φτωχότερων είναι πολύ ευρύ στα νότια κράτη - μέλη».

Οι κοινωνικές παροχές μειώνουν το ποσοστό των ατόμων που κινδυνεύουν από τη φτώχεια σε όλα τα κράτη - μέλη, όμως σε πολύ διαφορετικό βαθμό: η μείωση κυμαίνεται από 5% στην Ελλάδα έως 70% στη Σουηδία». Η δραματική εκτίναξη της ανεργίας στην Ελλάδα είναι γνωστή. Η Κομισιόν και η Α. Διαμαντοπούλου αναφέρουν ως τελευταία επίσημα ποσοστά ανεργίας, σύμφωνα «με τον ορισμό της ΔΟΕ», αυτά του 2001, σύμφωνα με τα οποία η Ελλάδα έχει ποσοστό ανεργίας 10,5% του συνολικού ενεργού πληθυσμού, το δεύτερο μεγαλύτερο ποσοστό ανεργίας στην ΕΕ μετά την Ισπανία (10,6%), που σημαίνει 457.000 επίσημα άνεργους. Για τη μακροχρόνια ανεργία η Κομισιόν και η Α. Διαμαντοπούλου τονίζουν ότι «το ποσοστό της μακροχρόνιας ανεργίας μειώθηκε τα τελευταία έτη, όμως εξακολουθεί να ανέρχεται στο 5% ή περισσότερο στην Ελλάδα, την Ισπανία και την Ιταλία». Η Ελλάδα, το 2001, είχε τη μεγαλύτερη μακροχρόνια ανεργία στην ΕΕ, 51,5% των συνολικά ανέργων. Αντίστοιχα και στη μακροχρόνια ανεργία των νέων πρωτεύουν Ιταλία (21,0%) και Ελλάδα με 17,9% για «έξι (6) μήνες και άνω».

Η κερδοφορία του ελληνικού κεφαλαίου έκανε άλματα τα τελευταία χρόνια. Με βάση υπολογισμού την περίοδο 1961-73 = 100, το ελληνικό κεφάλαιο ξεκίνησε με 67,6 την περίοδο 1983-92, με αντίστοιχο μέσο κοινοτικό όρο 85,6, εκτινάχτηκε στο 87,4 το 1993 (με ΕΕ στο 90,2) και έφθασε στο 107,5 το 2002 (με ΕΕ στο 109,2). Για το 2004 το ελληνικό κεφάλαιο προβλέπεται να ξεπεράσει σε κερδοφορία το μέσο ευρωπαϊκό όρο, αγγίζοντας το 116,5 (με ΕΕ στο 113,7) (!!!) Πάνω από το μέσο κοινοτικό όρο βρίσκεται και η «παραγωγικότητα», δηλαδή η εκμετάλλευση της μισθωτής εργασίας των Ελλήνων.

Το 2002 η «παραγωγικότητα» στην Ελλάδα αυξήθηκε ετησίως κατά 4,2%, έναντι 0,5% του μέσου κοινοτικού όρου (!!!). Σύμφωνα με την έκθεση της Κομισιόν και της Α. Διαμαντοπούλου τη δεκαετία 1991-2000, οι δαπάνες για την «κοινωνική προστασία» στην Ελλάδα αυξήθηκαν ως «ποσοστό του ΑΕΠ» από 21,6% σε 26,4%, αλλά η Ελλάδα, μαζί με την Πορτογαλία και την Ισπανία είναι τα τρία κράτη - μέλη με τις λιγότερες δαπάνες για την «κοινωνική προστασία ανά άτομο», κάτω από 4.000 ΜΑΔ. Σε αντίθεση, στο Λουξεμβούργο η ετήσια δαπάνη για την κοινωνική προστασία ανά άτομο το 2000 ξεπερνούσε τις 9.000 ΜΑΔ. Είναι εντυπωσιακό ότι τη δεκαετία 1991-2000, οι «παροχές γήρατος και επιζώντων», δηλαδή οι συντάξεις, μειώθηκαν στην Ελλάδα ως ποσοστό των συνολικών κοινωνικών παροχών, από το 52,9% στο 49,4%.

Οσον αφορά στις «δαπάνες για την πολιτική της αγοράς εργασίας» η Κομισιόν και η Α. Διαμαντοπούλου τονίζουν ότι «δύο χώρες δαπανούν περισσότερο από το 3% του ΑΕΠ (Βέλγιο και Δανία), έξι χώρες δαπανούν ανάμεσα στο 2% και στο 3% (Γερμανία, Ισπανία, Γαλλία, Ολλανδία, Φιλανδία και Σουηδία) και έξι χώρες δαπανούν λιγότερο από το 2% (Ελλάδα, Ισλανδία, Ιταλία, Αυστρία, Πορτογαλία και Βρετανία)». Αυτά, μεταξύ άλλων, περιέχει η ετήσια έκθεση «για την κοινωνική κατάσταση στην ΕΕ» της Κομισιόν. Αυτά που ισχυρίζεται ο πρωθυπουργός Κ. Σημίτης είναι ψεύδη και παραπλανήσεις, αντάξιες του τρόπου που η κυβέρνηση αντιλαμβάνεται το ρόλο και τις υποχρεώσεις έναντι του ελληνικού λαού.



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ