ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 10 Απρίλη 2004 - Κυριακή 11 Απρίλη 2004
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Πασχαλινή ιστορία

Γρηγοριάδης Κώστας

Ο μαστρο-Παντελής ο Πανέτσος σηκώθηκε πολύ πριν το συνηθισμένο, εκείνο τ' απριλιάτικο πρωινό. Είχε κάτι μερεμέτια να τελειώσει κοντά στα παλιά σφαγεία και βιαζότανε. Μεγάλη Εβδομάδα και προγραμμάτιζε να περάσει το Πάσχα με τους γέρους στο χωριό. Θα 'παιρνε τη φαμίλια και θα πήγαινε.

Αυτή την εποχή, η φύση υφαίνει ένα μαγευτικό χαλί, που λες και πασχίζει να σκεπάσει μ' αυτό τη χαμοζωή εκεί πέρα. Φαντάζεται κιόλας τον εαυτό του καθισμένο μπροστά σ' ένα κατάφορτο τραπέζι, να τσουγκρίζει το ποτήρι με το «γέρο» του... Μια τεράστια καρυδιά ρίχνει τη σκιά της στην αυλή. Οι «μοσχέτες», που η γερόντισσα τις προσέχει σαν τα μάτια της, πλημμυρίζουν τον αέρα ευωδιές. Γύρω γύρω οργιάζει το πράσινο, ψιλοκεντημένο με χρώματα. Κάθε λογής χρώματα. Η εικόνα της τέλειας ομορφιάς, αν βγάλεις την ερήμωση από τα νιάτα, που 'χουν σκορπίσει στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, γυρεύοντας καλύτερη τύχη. Αν βγάλεις τις βασανισμένες μορφές που δουλεύουν ολοχρονίς και παράγουν, για να ληστευτεί ο κόπος τους από τους εμπόρους μέσα σε λίγες μέρες. Αν δε λογαριάσεις την πίκρα των γέρων, που ανάστησαν παιδιά κι έμειναν έρημοι να δουλεύουν με σακατεμένα νεφρά τη γης... Κι αν αφαιρέσεις τέλος ένα σωρό μικροπράγματα, που όμως είναι αρκετά για να γίνεται πικρό το ψωμί.

Επρεπε να τελειώσει λοιπόν, να λογαριαστεί με το αφεντικό του σπιτιού. Λογάριαζε να ψωνίσει κάτι για τους γέρους και για τ' ανίψια. Η χαρά τους θα 'τανε πιότερο δική του χαρά. Και στο κάτω κάτω, διάολε, θα 'κανε το κομμάτι του στην Τασούλα του Αρχοντογιώργη! Κάποτε αρνήθηκε την αγάπη του, γιατί λέει δεν της ταίριαζε! «Πολύ ψηλά δε νομίζεις πως κοιτάζεις;» του 'πε και του γύρισε την πλάτη. Επειδή έτυχε να 'χει κάμποσες ρίζες ελιές παραπάνω, είχε «φουσκώσει» ο νους της. Γι' αυτό περιμένει ακόμη το γαμπρό... Θα τη φάει το διάλεγμα...

Για να πάει στη δουλιά του, πήρε κάτι στενά που τον έβγαζαν πιο σύντομα εκεί πέρα. Παράξενο... Οι δρόμοι ήταν έρημοι και τα σπίτια κλειστά, λες και περνούσε μέσα από μία νεκρή πολιτεία.

Τέτοιες μέρες, οι νοικοκυρές αρχίζανε τις δουλιές αξημέρωτα. Αλλες πηγαινοερχότανε στους φούρνους με λαμαρίνες τσουρέκια, άλλες ασπρίζουνε τα τοιχάκια που χωρίζουνε τις αυλές, άλλες πλένανε τα κουφώματα, άλλες σφουγγαρίζανε... Παράξενο... ένα σκυλί που τον γαύγισε, έσπασε τη σιωπή. Παρακάτω κι άλλο... γαύγισμα: «Αι υγιείς δυνάμεις του έθνους εξανέστησαν, όπως αποτρέψουν τον κίνδυνον του ελλοχεύοντος κομμουνισμού!!!», ύστερα άρχιζαν εμβατήρια. Για μια στιγμή, μαρμάρωσε στη θέση που βρέθηκε. Διάολε, σκέφτηκε, θέλεις να 'γινε κείνο που φοβότανε ο κόσμος σαν πιθανότητα; Ητανε νέος σχετικά και δεν είχε ζήσει εκτροπές και δικτατορίες. Εκτός βέβαια τα μετεμφυλιακά γεγονότα, που 'χανε γίνει όμως ρουτίνα και δεν τον εντυπωσιάζανε πια.

Αποβραδίς δεν άκουσε ραδιόφωνο, γιατί προγραμμάτιζε με την Γιωργία το ταξίδι κι έγραψαν έναν κατάλογο με τα ψώνια που έπρεπε να κάνουν. Εκεί απάνω, λογοφέρανε κιόλας δυο - τρεις φορές. Οταν κοιμήθηκε, ονειρεύτηκε πως καθότανε κάτω από την καρυδιά και καμάρωνε τα πλάγια και τις βουνοκορφές, όπου οργίαζε το πράσινο. Ανάσαινε ηδονικά. Σε μια στιγμή άπλωσε να κόψει ένα κλαράκι μοσχέτα, με κάμποσα μπουμπούκια. Ομως εκείνη τη στιγμή, παρουσιάστηκε μέσα από μια συστάδα δέντρων ένας χωροφύλακας. Σταμάτησε μπροστά του και τον κοίταξε αυστηρά. Με ποιο δικαίωμα κόβεις τα λουλούδια; τον ρώτησε. Με το δικαίωμα του νοικοκύρη! απάντησε κάπως ενοχλημένος, που πήγαιναν να του χαλάσουν την ωραία διάθεση. Ο χωροφύλακας κάγχασε: Αχά! Και ποιος σου είπε πως ορίζεις τίποτα! Μήτε τον εαυτό σου δεν ορίζεις! Τον ξύπνησε ένα μπούκωμα στο λαιμό, ήταν η βαριά κουβέντα που ανέβαινε στα χείλη του. Ηταν ιδρωμένος. Ανακάθισε στα στρωσίδια κι επιδόθηκε σε σκέψεις, όνειρο κι αυτό... σκέφτηκε κι έξυσε το κεφάλι του. Οι γέροι λένε πως όταν ονειρευτείς χωροφύλακα, είναι χαμπέρι... Μα τι, τα λόγια των γέρων θα πιστεύει και τις προλήψεις τους; Βρε, άι στο καλό, σκέφτηκε, να κοιμηθώ, γιατί αύριο πρέπει να ξυπνήσω λίαν πρωί...

Αρχισε ν' ανησυχεί... Επρεπε οπωσδήποτε να μάθει τι συμβαίνει... Μα ποιον να ρωτήσει; Λοξοδρόμησε και μπήκε σε μια λεωφόρο. Πρόφθασε κάποιον που έστριβε μια γωνία. Ετυχε γνωστός, οικοδόμος και κείνος. Είχαν δουλέψει και μαζί κάποτε. Ρε μάστορα, για περίμενε λίγο, του φώναξε. Ο άλλος λες και κρατούσε κάποιο φορτίο στην πλάτη, τον κοίταξε χωρίς να ισιώσει το κορμί του. Στα μάτια του τρεμόπαιζε μια αδημονία και μια βιασύνη λες και ήθελε να του πει: Αντε τελείωνε... Βιάζομαι...

Για πες μου, σε παρακαλώ, τι συμβαίνει. Εκείνα τα εμβατήρια και οι ανακοινώσεις που άκουσα τώρα δα, δεν είναι για καλό... Κάτι πρέπει να 'γινε... Ο άλλος τον κοίταξε μ' ένα ύφος που 'μοιαζε να λέει: ΄Η εμένα θεωρείς ηλίθιο για να με ρωτάς τέτοια πράγματα, ή εσύ είσαι πραγματικά ηλίθιος... Καλά, του λέει, δεν άκουσες ραδιόφωνο σήμερα το πρωί! Εγινε δικτατορία... Μέχρι να συνέλθει, ο άλλος είχε γίνει καπνός.

Α... γι' αυτό, λοιπόν, τα γαυγίσματα και τα εμβατήρια... Γύρισε τα ίσια πίσω, αποσβολωμένος και περίλυπος. Στην πόρτα τον περίμεναν τα φοβισμένα μάτια της Γεωργίας. Ρίχτηκε, σαν ξεθεωμένος από κούραση, σε μια καρέκλα και σώπαινε. Η Γεωργία στάθηκε μπροστά του και τον ρώτησε ανάλγητα, σαν να 'θελε να τον αποτελειώσει: Και τώρα... αγωνιστή μου, τι γίνεται; Οταν μιλούσα εγώ, με είχες συνδέσει κανονικά... Την έκοψε αποφασιστικά: Ο,τι έγινε, έγινε! Τώρα να δούμε τι μπορούμε να κάνουμε... ετοιμάσου να φύγουμε στο χωριό, θα προσπαθήσω να βρω ταξί... Ντύσε τα παιδιά, βάλε και στη βαλίτσα μερικά ρούχα παραπάνω... Ωστόσο, εγώ θα τρέξω παρακάτω κι αν πετύχω τον Θανάση τον ταξιτζή, θα τον συμφωνήσω να μας πάει στο χωριό... ώσπου να δούμε πώς θα πάνε τα πράγματα... Είναι κάποιος δρόμος παράμερος που πιστεύω να μην ελέγχεται...

Το ραδιόφωνο ούρλιαζε. Κάποιος σκύλος, που 'χε... δανειστεί την ανθρώπινη λαλιά, δάγκωνε στον αέρα. Δάγκωνε «εσωτερικούς εχθρούς», δάγκωνε τη χαρά των ανθρώπων, τα όνειρά τους. Δάγκωνε τις αναιμικές ελευθερίες, καταβρόχθιζε το πασχαλινό τους γεύμα. Υστερα αλαλάζανε τα τύμπανα σε μια βάρβαρη όρχηση.

Μέχρι να πάει για ταξί, έκανε ένα σωρό σκέψεις: Πόσες τυραννίες έχουνε ασελγήσει σε βάρος αυτού του μάρτυρα λαού... Πού ν' τες τώρα; Και σεις, καθίκια, που μας κάτσατε νύχτα στο σβέρκο, την ίδια τύχη θα 'χετε, έννοια σας!! Και θα μείνει τούτος ο περήφανος λαός, να χτίζει, να τραγουδά και να ονειρεύεται! Στερνό σας κέρδος θα 'ναι οι φτυσιές και οι κατάρες του... Φαίνεται πως γονατίζουμε, όμως παραμένουμε ανυπόταχτοι! Ετσι είναι η πάστα μας... Ετσι θα γίνει και τώρα, δεν μπορεί να γίνει αλλιώς!..


Του
Αντώνη ΧΑΡΧΑΛΑΚΗ


ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΤΟΥ Αντώνη Χαρχαλάκη

Γεννήθηκε το 1935 στον οικισμό Τσουρουνιανά, του Δημοτικού Διαμερίσματος Τοπολίων του Δήμου Μηθύμνης, της επαρχίας Κισσάμου του Νομού Χανίων. Εχει γραμματικές γνώσεις τρίτης τάξης εξαταξίου Γυμνασίου (Ιερατικής Σχολής). Ασχολείται με τη λογοτεχνία, την ποίηση, το δημοσιογραφικό λόγο. Εχει αποσπάσει αρκετά βραβεία και διακρίσεις, παγκρήτιες και πανελλήνιες. Εχει εκδώσει μέχρι τώρα δύο βιβλία, ένα με ποίηση («Ακροθιγώς») και ένα με διηγήματα («Πορεία στην ομίχλη»). Από αυτό το βιβλίο είναι το παρόν διήγημα. Ενα ακόμα βιβλίο με τον τίτλο «Ιθαγένεια» (ποίηση) είναι στο τυπογραφείο. Βιοποριστικά εργάζεται σαν τεχνίτης στις οικοδομές. Εχει ταχθεί με το προοδευτικό κίνημα και είναι αντιπρόεδρος της Επιτροπής Ειρήνης Χανίων. Με συχνές ομιλίες στα διάφορα συλλαλητήρια, αντιπολεμικές συγκεντρώσεις και συνεντεύξεις στα τοπικά ΜΜΕ, έντυπα και ηλεκτρονικά. Αρθρογραφεί στον τοπικό αστικό Τύπο και είναι τακτικός συνεργάτης της «Αλήθειας», που εκδίδει η Νομαρχιακή Επιτροπή του ΚΚΕ.



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ