ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 10 Μάρτη 2018 - Κυριακή 11 Μάρτη 2018
Σελ. /40
100 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΤΟΥ ΚΚΕ
Σχετικά με τις συνθήκες γέννησης του εργατικού κινήματος στην Ελλάδα

Εργο του ζωγράφου Δημήτρη Γιολδάση, Δημοτική Πινακοθήκη Καρδίτσας
Εργο του ζωγράφου Δημήτρη Γιολδάση, Δημοτική Πινακοθήκη Καρδίτσας
«Το ΚΚΕ έρχεται από πολύ μακριά και πάει πολύ μακριά,

γιατί η υπόθεση του προλεταριάτου, ο κομμουνισμός,

είναι η πιο καθολικά ανθρώπινη,

η βαθύτερη, η πιο πλατιά».

(Από το Πρόγραμμα του ΚΚΕ)

Η ιστορία: Από τις 4 μέχρι τις 10 Νοέμβρη του 1918 (17-23 με το καινούργιο ημερολόγιο) συνήλθε στον Πειραιά, στο ξενοδοχείο «Πειραιεύς» στα γραφεία του Συνδέσμου Μηχανικών Εμπορικών Ατμοπλοίων, το Α' Πανελλαδικό Σοσιαλιστικό Συνέδριο. Σκοπός και αποτέλεσμα του συνεδρίου ήταν η ίδρυση του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδας (ΣΕΚΕ).

Στο Α' Συνέδριο του ΣΕΚΕ πήραν μέρος 31 αντιπρόσωποι με θετική ψήφο, 4 με συμβουλευτική και 2 ως παρατηρητές.

Μια συγκλονιστική πορεία μόλις είχε αρχίσει.

Συμπληρώνοντας φέτος έναν αιώνα αγώνων και θυσιών, το ΚΚΕ παραμένει το μόνο πραγματικά νέο κόμμα της ελληνικής κοινωνίας, γιατί είναι το μόνο που παλεύει για την κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο.

«Ιδρύθηκε σε μια εποχή που η φλόγα της Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης το 1917 έδωσε ώθηση στο επαναστατικό εργατικό κίνημα διεθνώς και στην Ελλάδα.

Με την ίδρυση του ΚΚΕ, η εργατική τάξη απέκτησε για πρώτη φορά το δικό της κόμμα στη χώρα μας. Από την πρώτη μέρα της ίδρυσής του, το ΚΚΕ αγωνίζεται σταθερά για το μοναδικό προοδευτικό μέλλον για την ανθρωπότητα, για να γλιτώσουν η εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα από τα βάσανα της εκμετάλλευσης, της καταπίεσης, της φτώχειας, της ανεργίας, της κρατικής βίας και καταστολής, των πολέμων.

Μεταλλωρύχοι στην είσοδο μεταλλείου στην Καμάριζα, Λαύριο 1898
Μεταλλωρύχοι στην είσοδο μεταλλείου στην Καμάριζα, Λαύριο 1898
Αγωνίζεται για την κατάργηση κάθε μορφής εκμετάλλευσης και καταπίεσης, για μια νέα οργάνωση της κοινωνίας, με κοινωνική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, στη γη, με επιστημονικό κεντρικό σχεδιασμό της οικονομίας, την ενεργό συμμετοχή των εργαζομένων στην οργάνωση και διεύθυνση της κοινωνικής παραγωγής.

Αγωνίζεται για το σοσιαλισμό - κομμουνισμό, τη μόνη κοινωνία που μπορεί να εξασφαλίσει δουλειά σε όλους και όλες, ανάλογη με την ειδίκευσή τους, με πραγματικά ελεύθερο χρόνο, απολαμβάνοντας υψηλού επιπέδου δωρεάν κοινωνικές υπηρεσίες Υγείας και Παιδείας, Αθλησης, πολιτιστικής δραστηριότητας, λαϊκή στέγη, διακοπές και γενικότερα υψηλό βιοτικό επίπεδο, υπεύθυνη συμμετοχή στα όργανα διεύθυνσης και ελέγχου σε όλη την κλίμακα του εργατικού κράτους» (από τη Διακήρυξη της ΚΕ του ΚΚΕ για τα 100 χρόνια από την ίδρυση του ΚΚΕ, Δεκέμβρης 2017, δημοσιεύτηκε στις 13 Γενάρη 2018 ως ένθετο στον «Ριζοσπάστη του Σαββατοκύριακου»).

Πριν από τα πρώτα βήματα

Για την εμφάνιση του εργατικού κινήματος ισχύει για την Ελλάδα ό,τι και στις άλλες χώρες: Η συγκροτημένη εμφάνιση του εργατικού κινήματος προϋπόθετε ψηλό βαθμό ανάπτυξης των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων παραγωγής.

Η συγκρότηση του αστικού κράτους πήγαινε χέρι - χέρι με τη συγκρότηση και ανάπτυξη της εργατικής τάξης, που ενώ έπαιρνε μέρος στις αστικές επαναστάσεις, έκανε και αγώνες για τα δικά της αιτήματα.

Ο δρόμος όμως για την πολιτικοποίηση του αγώνα των εργατών, από το πλαίσιο της αστικής δημοκρατίας αρχικά, έως τη διεκδίκηση της σοσιαλιστικής δημοκρατίας, ήταν μακρύς. Επιπλέον, ένα ειδικό στοιχείο έκανε δυσκολότερη αυτήν την πορεία.

Το εργατικό, συνδικαλιστικό και σοσιαλιστικό κίνημα στην Ελλάδα γεννήθηκαν στο πλαίσιο της αστικής εξουσίας που εγκαθιδρύθηκε από τη σύσταση του ελληνικού κράτους και της συντελεσμένης σε αυτό ανάπτυξης του καπιταλισμού.

Ταυτόχρονα, πέρα από τα παραπάνω, που ήταν και τα καθοριστικά στη γέννησή του, μια σειρά παράγοντες επέδρασαν έως ένα βαθμό στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους, στις αρχές συγκρότησης και τις οργανωτικές δομές τους, παράγοντες που αντανακλώνται στις αδυναμίες και στις αντιφάσεις τους.

Η συγκρότηση του ελληνικού αστικού κράτους (1832) περιέλαβε τη μειοψηφία των εδαφών στα οποία πλειοψηφούσαν ελληνόφωνοι πληθυσμοί. Ο αποκλεισμός των σημαντικότερων αστικών κέντρων από τον πρώτο κορμό του ελληνικού αστικού έθνους - κράτους (Θεσσαλονίκη, Σμύρνη, Κωνσταντινούπολη, Μυτιλήνη, Γιάννενα κ.λπ.) και η μικρή εσωτερική αγορά του «επέβαλαν» τελικά και επέτρεψαν στην αστική τάξη να προτάξει την εδαφική επέκταση ως όρο για την ισχυροποίηση και την αναβάθμισή της στο διεθνή καπιταλιστικό ανταγωνισμό.

Αντικειμενικά, οι στόχοι της ανερχόμενης ιστορικά αστικής τάξης επιδρούσαν στις θέσεις τού υπό διαμόρφωση (ανώριμου) κινήματος μιας κοινωνικά - ταξικά αδύναμης ακόμα εργατικής τάξης. Ο κατακερματισμός εδαφών δυσχέραινε τη διαμόρφωση ενιαίας ταξικής συνείδησης της ελληνόφωνης εργατικής τάξης.

Την ίδια περίοδο, η μικρή εσωτερική αγορά μείωνε τη δυνατότητα μεταφράσεων της μαρξιστικής ή άλλης σοσιαλίζουσας βιβλιογραφίας και την ίδρυση οικονομικά βιώσιμων ριζοσπαστικών εφημερίδων και περιοδικών, αυξάνοντας τα εμπόδια για μια αυτόνομη ιδεολογική - πολιτική ωρίμανση του ελληνικού εργατικού κινήματος.

Κυρίως στις υπό οθωμανική διοίκηση περιοχές που πλειοψηφούσε το ελληνόφωνο στοιχείο, οι επιδιώξεις της ελληνικής αστικής τάξης και των άλλων βαλκανικών αστικών τάξεων για «εθνική (αστική) ολοκλήρωση» και η συνύπαρξη της εθνοτικής καταπίεσης και της φεουδαρχικής εκμετάλλευσης διευκόλυναν το «τράβηγμα» του εργατικού κινήματος στις αστικές επιδιώξεις, συσκότιζαν την ταξική φύση των αντιθέσεων και απέκρυβαν την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης από την αστική.

Εγκλωβίζονταν έτσι εργατικές μάζες στα αλληλοσυγκρουόμενα σχέδια των βαλκανικών αστικών εθνικισμών για το διαμελισμό της οθωμανικής αυτοκρατορίας και αυτό οδηγούσε αντικειμενικά στην εθνοτική διαίρεση της εργατικής τάξης.

Ταυτόχρονα, τον ίδιο προσανατολισμό ευνοούσαν τμήματα της μικροαστικής διανόησης (με σπουδές στη Δυτική Ευρώπη), που πρόβαλλαν τον αλυτρωτισμό ως ενοποιητικό στοιχείο με τα φτωχά λαϊκά στρώματα και την εργατική τάξη.

Η ελληνόφωνη μικροαστική διανόηση του εξωτερικού λειτούργησε και ως ανάχωμα αποτροπής της διείσδυσης των μαρξιστικών ιδεών στο εργατικό - λαϊκό κίνημα στην Ελλάδα.

Σε κάθε περίπτωση, η συντριπτική πλειοψηφία της ελληνόφωνης διανόησης απομακρυνόταν από το εργατικό κίνημα, όταν αυτό έπαιρνε ταξικά χαρακτηριστικά, ή και υποστήριζε την καταστολή του.

Από τις αρχές του 20ού αιώνα και ειδικά μετά τον Α' Παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό Πόλεμο, εντάθηκαν οι απόπειρες ενσωμάτωσης του εργατικού κινήματος στις επιδιώξεις της μιας ή της άλλης αστικής μερίδας, κατ' επέκταση της μιας ή της άλλης ιμπεριαλιστικής συμμαχίας.

Τόσο οι πρωτοστάτες του κινήματος στου Γουδή (1909), όσο και οι Νεότουρκοι στη Θεσσαλονίκη (1908) προσπάθησαν να «τραβήξουν» το εργατικό κίνημα στις επιδιώξεις τους.

Το ίδιο έκαναν μετέπειτα οι βενιζελικοί και οι βασιλικοί, επιδιώκοντας όλοι την αξιοποίηση του εργατικού κινήματος για την κυριαρχία της μιας αστικής μερίδας έναντι της άλλης.

Παράλληλα, η κατακερματισμένη εδαφικά ελληνόφωνη εργατική τάξη δεχόταν επιρροές από διαφορετικά ρεύματα αστικής ή εργατικής σκέψης, στο βαθμό που κατοικούσε σε διαφορετικά κράτη.

Στη Βόρεια Ελλάδα, ειδικά στη Μακεδονία και τη Θεσσαλονίκη, υπήρχαν σαφείς επιρροές από την ανάπτυξη του βαλκανικού εργατικού κινήματος, αλλά και από τα εβραϊκής καταγωγής τμήματα της εργατικής τάξης.

Στα Ιόνια Νησιά επιδρούσαν οι Γάλλοι αστοί και οι Ιταλοί ριζοσπάστες. Στην Αθήνα και τη Στερεά Ελλάδα, οι σοσιαλιστικοί όμιλοι αναζητούσαν τη θεωρητική τους κατεύθυνση στη γαλλική και τη γερμανική σοσιαλδημοκρατία.

Εξίσου ετερόκλητη ήταν η κατάσταση στα κινήματα που αναπτύσσονταν στα φτωχά λαϊκά στρώματα. Οι επτανησιακές αγροτικές εξεγέρσεις εμπνέονταν από τον πολιτικό φιλελευθερισμό, αλλά και από σοσιαλιστικά ιδεώδη που μεταφέρονταν από τις χώρες της καπιταλιστικής Δύσης.

Οι αγρότες της Πελοποννήσου, κυρίως οι σταφιδοπαραγωγοί που συνθλίβονταν έπειτα από τη μείωση της εξαγωγής σταφίδας, προσέγγιζαν τα αναρχικά ρεύματα των Ιταλών εξόριστων που είχαν κατακλύσει την Πάτρα, ενώ επιρροή ασκούσαν και ο σκοταδιστής καλόγερος Χριστόφορος Παναγιωτόπουλος (Παπουλάκος) και η Φιλορθόδοξος Εταιρεία, που εναρμονίζονταν με τις τότε επιδιώξεις του «Ρωσικού Κόμματος».

Στη Θεσσαλία βρήκε πρόσφορο έδαφος η προπαγάνδα των αγροτιστών.

Οι προηγούμενες αντιλήψεις των λαϊκών στρωμάτων, όπως και οι διεκδικήσεις τους για την αναδιανομή των «εθνικών γαιών», επιδρούσαν στη σκέψη και στη δράση του εργατικού κινήματος.

Εξάλλου, το μεγαλύτερο ποσοστό του «νεαρού» ελληνικού προλεταριάτου (όπως νομοτελειακά συμβαίνει στην περίοδο της επικράτησης, της επέκτασης και της γενίκευσης των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής) είχε αγροτική προέλευση.

Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η πολιτική ανωριμότητα του κινήματος της εργατικής τάξης εκφράστηκε με ταχύτατες ιδεολογικές - πολιτικές μετατοπίσεις, με τη χρήση συχνά ανώτερων μορφών πάλης, προκειμένου να ικανοποιηθούν οικονομικά αιτήματα, με την ταύτιση του επιστημονικού σοσιαλισμού με τη συνδικαλιστική οργάνωση της εργατικής τάξης, με αναντιστοιχία πολιτικών αρχών και οργανωτικής συγκρότησης.

Η δράση και οι θυσίες των πρωτοπόρων του εργατικού συνδικαλιστικού και σοσιαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα καλλιέργησαν το έδαφος για να βλαστήσει το επαναστατικό εργατικό κόμμα.

Αυτήν την πορεία θα παρακολουθήσουμε αναλυτικότερα σε επόμενα αφιερώματα.


Ι. Τ.


Η αστική τάξη ανησυχούσα

Παρά τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν η συγκρότηση, η εδραίωση και η ανάπτυξη του εργατικού, συνδικαλιστικού και σοσιαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα, η αστική τάξη, διδασκόμενη και από τα παραδείγματα άλλων καπιταλιστικών κρατών, προσπάθησε να αντιμετωπίσει στη γέννησή τους τις σοσιαλιστικές ιδέες.

Παράδειγμα η μετάφραση γαλλικού κειμένου που κυκλοφόρησε το 1869:

«Εγκολπώμενος ο χειρώναξ ξένας θεωρίας, τας οποίας ουδ' οι κηρύττοντες αυτάς εννοούσι, καταντά επί τέλους να αποστραφή την εργασίαν και να επιδείδεται ενθέρμως εις πολιτικάς συζητήσεις, μεταβαίνων δε από καφενείον εις καφενείον και από καπηλειόν εις καπηλειόν, όπου συρρεύουσιν αι κηφήνες, οι αιμοβόροι αυτοί σκώληκες των κοινωνιών, ου μόνον καταναλίσκει επί ματαίω τον χρόνον, καθ' ον εργαζόμενος ήθελε κερδίσει, αλλά και το προϋπάρχον κέρδος δαπανά και εις χρέη υποπίπτει (...) αλλά πλην της ακουσίας αργίας επέρχεται και η εκουσία (απεργία) συνήθως εν Γαλλία και μάλιστα εν Αγγλία, σπανιωτάτη δε ευτυχώς παρ' ημίν, εννοώ δε την εκ συμφώνου και διά μιας αποχήν των ομοτέχνων χειρονακτών από της εργασίας. (...) Δεν είναι ίδιον αγαθού πολίτου να παραβαίνει τον νόμον. Και κακός αν είναι ο νόμος, πρέπει να υποτασσώμεθα εις αυτόν και μόνον διά θεμιτών τρόπων να επιζητώνμεν την διόρθωσιν. Πλην δε της προσβολής του νόμου και του συμφέροντος του χειρώνακτος, προκύπτει εκ της εκούσιας αργίας και το άλλο ατόπημα. Οι εργάται και οι εργοστασιάρχαι διαιρούνται εις δύο πολέμια στρατόπεδα και θεωρούντες αλλήλους ως εχθρούς, επιθυμούσι ο εις του άλλου την ζημίαν, πράγμα το οποίον και ασύμφορον και αντιχριστιανικόν είναι».

(«Εγκώλπιον του εργατικού λαού ή συμβουλαί εις τους χειρώνακτας». Το τύπωσε η «Εταιρεία των φίλων του Λαού» το 1869 και ήταν μετάφραση μιας γαλλικής μπροσούρας του Th. H. Barreau που είχε τίτλο «Conseils aux ouvriers» με μεταφραστή τον Ν. Δραγούμη).

Πολλές ακόμα περιπτώσεις αστικής αντισοσιαλιστικής πολεμικής στα τέλη του 19ου αιώνα καταγράφονται από τον Γιάννη Κορδάτο.

Ο Εμ. Ροΐδης, σ' ένα του άρθρο στο περιοδικό «Παρθενών» (1871, σ. 55), καταφέρεται κατά των Γάλλων κομμουνάρων και χαρακτηρίζει με βαριές εκφράσεις τις σοσιαλιστικές ιδέες. Ο νομικός και οικονομολόγος Ιωάννης Ευταξίας, στην Οικονομική Επιθεώρηση (1876, σ. 295 και 318), σε άρθρο του με τον τίτλο «Κοινοκτημονικαί καί κοινωνικαί θεωρίαι των νεωτέρων», δίνει μια μεγάλη ανάλυση των κομμουνιστικών θεωριών από την αρχαία εποχή έως τον Μαρξ και προσπαθεί να βρει τα «τρωτά του σοσιαλισμού».

Ο Ν. Καζάζης, σε άρθρο του επίσης στο περιοδικό «Παρθενών» (1885, τεύχ. 22 - 29) με τον τίτλο «Σημειώσεις εκ Γερμανίας», δίνει και αυτός μια ανάλυση του μαρξισμού επικρίνοντάς τον.

Την ίδια χρονιά, ο καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας Ι. Σούτσος, στο ημερολόγιο «Ποικίλη Στοά» (σ. 247 - 259), κριτικάρει τον επιστημονικό σοσιαλισμό του Μαρξ, γράφοντας ειδικά για την Ελλάδα πως «αι περί σοσιαλισμού αρχαί, αι κυκλοφορήσασαι μεταξύ τών εργατικών τάξεων της Ευρώπης δεν διεδόθησαν εισέτι παρ' ήμίν, άλλ' ούτε είναι πιθανόν ότι θέλουσι στρατολογήσει ενταύθα νέους προσηλύτους».

Από τη μεριά του, το 1890 ο δημοσιογράφος Ε. Εμπειρίκος έγραφε: «Ομολογούμεν ότι παρ' ημίν τα εργατικά ζητήματα εισίν όλως ακίνδυνα, διότι ο αριθμός των εργατών είναι ελάχιστος και η πολλών εργατών δεομένη βιομηχανία ευρίσκεται ακόμη εν σπαργάνοις, τα δ' έκτελούμενα παρ' ήμίν δημόσια καί ιδιωτικά μεγάλα έργα απασχολούσι δυστυχώς κατά το πλείστον αλλοδαπούς εργάτας» (σ.σ. «αλλοδαπούς» χαρακτηρίζει ο συγγραφέας τους εργάτες που φέρνανε από τα νησιά του Αιγαίου, την Ηπειρο και τη Μακεδονία).

Ο ίδιος σε άλλο σημείο ζητά να ασχοληθούν έγκαιρα οι αρμόδιοι με το εργατικό ζήτημα, για να προλάβουν καταστάσεις:

«Η παρ' ημίν γνώσις των αλλαχού συμβαινόντων και η μελέτη των πολυειδών εργατικών ζητημάτων οφείλει, νομίζομεν, ν' απασχολή τους αρμοδίους, όπως ούτω προετοιμασθή ομαλή ή οδός διά της παρ' ημίν παραδοχής προόδων, αίτινες γίνονται παρ' άλλοις έθνεσι δεκταί και μη εκτεθή τό Κράτος ημών εις τον εκ των εργατικών ζητημάτων προερχόμενον πολλάκις δεινόν σάλον» (περ. «Παρνασσός», τ. 18, 1890, σ. 280).



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ