ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Παρασκευή 10 Φλεβάρη 2017
Σελ. /24
Για την κοινωνική συμμαχία. Πλευρές οικοδόμησης και δράσης στο χώρο των επιστημόνων

Στις Θέσεις του ΚΚΕ για το 20ό Συνέδριο, είναι σαφής η ωριμότητα που κατάκτησε το Κόμμα μας μέσα στην 100χρονη πορεία του. Χωρίς αμφιβολία το βάρος της οργάνωσης πέφτει στην οικοδόμηση γερών Κομματικών Οργανώσεων στους χώρους στρατηγικής σημασίας, όπου βρίσκεται συγκεντρωμένη η πρωτοπορία του κινήματος, η εργατική τάξη. Ομως δεν έχει μικρότερη σημασία η δουλειά των κομμουνιστών στα σύμμαχα στρώματα, όπως οι αυτοαπασχολούμενοι και οι επιστήμονες που έχουν τα δικά τους ιδιαίτερα χαρακτηριστικά: Eντονος μικροαστισμός που εκφράζεται με την αίσθηση του «αφεντικού», ελιτίστικη αντίληψη που προκύπτει από την κατάκτηση επιστημονικών ή επαγγελματικών τίτλων και απομονωτισμός του ενός από τον άλλο εργαζόμενο, που έχει να κάνει με τα διαφορετικά επαγγελματικά αντικείμενα ακόμη και στον ίδιο κλάδο και τις αποστάσεις στους χώρους δουλειάς, διότι μεγάλο κομμάτι είναι αυτοαπασχολούμενοι.

Από εδώ προκύπτουν οι ανάλογες δυσκολίες στην ιδεολογική παρέμβαση και στα πρακτικά ζητήματα οργάνωσης διεκδικήσεων. Δεν είναι εύκολο να αναπτυχθούν στους χώρους μας μορφές πάλης (απεργία, στάση εργασίας) όπως σε μαζικούς χώρους ή ένα εργοστάσιο, όπου η εργατική τάξη είναι συγκεντρωμένη και πιο ομοιόμορφη μισθολογικά και ο αντίκτυπος αμεσότερος. Μήπως όμως όλο αυτό είναι ένας υπερβολικός «μύθος», που πολλές φορές κρύβει την έλλειψη αναζήτησης πολύμορφων τρόπων παρέμβασης και την απογοήτευση των ίδιων των κομμουνιστών από τις δυσκολίες; `Η ακόμα και υποτίμηση της σημασίας και των διαστάσεων που πρέπει να έχει αυτή η παρέμβαση; Πόσο πιο εύκολο είναι να ξεσηκώσεις έναν εργάτη κάτω από το άγρυπνο βλέμμα της εργοδοσίας και με την άμεση απειλή της απόλυσης, από ένα αυτοαπασχολούμενο «χωρίς μπάρμπα στην Κορώνη» και άμεση απειλή; Αν και το ερώτημα από πρώτη ματιά μοιάζει αφελές, είναι ωστόσο ένα μέτρο σύγκρισης και δείκτης της αφετηρίας για την ερμηνεία των δυσκολιών και των ιδιαιτεροτήτων. Η καπιταλιστική κρίση και η «συμπεριφορά» των αστικών κυβερνήσεων, απέναντι στο εισόδημα και τη θέση των επιστημόνων, αποκαλύπτει τα καπιταλιστικά όρια και δίνει στους κομμουνιστές μοναδικές ευκαιρίες που δεν πρέπει να αφήνουν ανεκμετάλλευτες. Το επιστημονικό στρώμα διαφοροποιείται και προσομοιάζει περισσότερο προς την εργατική τάξη, οι οικονομικές ανισότητες ανάμεσά τους βαθαίνουν. Γίνεται πιο ορατό το στρώμα της «ελίτ», που παίρνει σε μεγαλύτερο βαθμό επιχειρηματικά χαρακτηριστικά, πρόσθετα στην επιστημονική ιδιότητα.

Αφετηρία της παρέμβασής μας είναι η ανάδειξη του ταξικού συμφέροντος της μεγαλύτερης μάζας των επιστημόνων στη συμμαχία με την εργατική τάξη για το σοσιαλισμό, που μόνο εκεί θα μπορέσουν να αξιοποιηθούν ολόπλευρα οι επιστημονικές δυνατότητες και να βελτιωθεί η οικονομική τους θέση. Ζητήματα οργάνωσης: Οι επιστημονικοί κλάδοι μπορούν να εξοπλίσουν το κίνημα με σημαντικές πληροφορίες που προκύπτουν από το αντικείμενο των σπουδών και της δουλειάς τους. Στον κτηνιατρικό χώρο: Ξεκινώντας από την αγροτική πολιτική και την εφαρμογή της ΚΑΠ, οι κυβερνητικές παρεμβάσεις αρχίζουν από το στάβλο με τη διαχείριση του ζωικού κεφαλαίου και φτάνουν στις επιλογές των προγραμμάτων σπουδών και τη χρηματοδότηση της οποιασδήποτε έρευνας, για να καθορίσουν εντέλει την επαγγελματική θέση του κτηνιάτρου, με κύριο χαρακτηριστικό τη συγκέντρωση στα αστικά κέντρα και τη στροφή στην ιατρική ζώων συντροφιάς, σαν την πιο προφανή επαγγελματική διέξοδο. Εδώ η κυβερνητική πολιτική εκτός από τις άμεσες επιπτώσεις (ανεργία, άμισθη εργασία, φόροι που δυσκολεύουν την επιβίωση του αυτοαπασχολούμενου με μικρά εισοδήματα, απελευθέρωση του επαγγέλματος) αφορά τη διαχείριση των αδέσποτων ζώων συντροφιάς και την ανάθεσή της στους δήμους, τις κοινωνικές δαπάνες και το ρόλο του εθελοντισμού και των ΜΚΟ, το ρόλο του δημόσιου τομέα, τη δημόσια υγεία και το ρόλο των Τοπικών Διοικήσεων, που τις θέλει μακρύ χέρι και το άλλοθί της και επιδρά και στη θέση του αυτοαπασχολούμενου. Τα συντεχνιακά προβλήματα, επόμενα, αφορούν ευρύτερα τους εργαζόμενους, άλλους επιστημονικούς κλάδους, την αγροτιά και τη γειτονιά και πρέπει να παλεύονται συντονισμένα. Ετσι παίρνουν την πραγματική τους πολιτική διάσταση και δυναμώνει η ιδεολογική παρέμβαση των κομμουνιστών, γίνονται βήματα στην κοινωνική συμμαχία. Το κίνημα των επιστημόνων «δανείζεται» τη λάμψη της πρωτοπορίας. Η επίθεση της κυβέρνησης με το νόμο - λαιμητόμο και τα φορολογικά, αποκάλυψε ακόμη τη σύνδεση που πρέπει να αναπτυχθεί ανάμεσα στις παρατάξεις μας στους επιστημονικούς κλάδους, με αιχμή κοινά αιτήματα. Είναι ένας συντονισμός που οι εκφραστές του κυβερνητικού - εργοδοτικού συνδικαλισμού έχουν δεδομένο σε μεγάλο βαθμό, σαν απόρροια της συμμετοχής τους σε όργανα του κράτους π.χ. ασφαλιστικά ταμεία και επιμελητήρια και της κατεύθυνσης της ρουσφετολογίας, της απραξίας και συμμετοχής στην κυβερνητική πολιτική, και τον μεταφέρουν στο κίνημα. Οι κομμουνιστές επιβάλλεται να αντιτάξουν την ταξική ενότητα και συμμαχία των επιστημονικών κλάδων, που θα στηρίξει τους αδύναμους, θα μαζέψει τις σκόρπιες δυνάμεις και θα δυναμώσει τον πολιτικό λόγο. Ο οπορτουνισμός δυσκολεύει την πολιτική των συμμαχιών σε κάθε χώρο. Η πρόσφατη αποκαλυπτικά διασπαστική δράση του στο εργατικό κίνημα, τη ΓΣΕΕ και το ΕΚΑ, π.χ. θα αποτελούσε αξιοποιήσιμο επιχείρημα, αν οι δεσμοί με το λαϊκό κίνημα ήταν δυνατότεροι. Oι οπορτουνιστές εκμεταλλεύονται τον «κενό» χώρο, στη δράση και την ιδεολογία, που αφήνουμε εμείς.

Το λεγόμενο «κίνημα της γραβάτας» είναι μια ένδειξη για τις διαθέσεις του κόσμου και μήνυμα για τις δυνατότητες και τα συντονισμένα και αποφασιστικά βήματα που μπορεί να εντείνει το Κόμμα. Επιβάλλεται ο στόχος για ανώτερο πολιτικό λόγο και οργάνωση. Οι «δράκοι» των ιδιαιτεροτήτων και των δυσκολιών να αντιμετωπιστούν θαρραλέα, με φάρο την αναγκαιότητα του κομμουνιστικού κόμματος, της οργανωμένης πρωτοπορίας της ταξικής πάλης.


Ελένη Μπράχου
Κτηνίατρος αυτοαπασχολούμενη

Για τον διαχωρισμό κράτους - Εκκλησίας

Πέρα από τα σωστά ζητήματα που τίθενται από τη Θέση 34 σχετικά με τον διαχωρισμό κράτους-Εκκλησίας και την εκκοσμίκευση του κράτους, στην τελευταία παράγραφο της Θέσης θίγονται κάποια περαιτέρω ζητήματα.

Η ντε φάκτο τοποθέτηση του Κόμματος ενάντια στη θρησκευτική πίστη και η «σκληρή» ιδεολογική στάση σε ένα λεπτό φιλοσοφικό ζήτημα σαν κι αυτό, που αποτυπώνεται στην τελευταία πρόταση της παραγράφου, φαίνεται σαν να είναι σε αντιδιαστολή με την ώριμη διατύπωση που βρίσκεται λίγο πιο πριν και υπερασπίζει το δικαίωμα της ανεξιθρησκίας, της μη δίωξης της θρησκευτικής πίστης ή της αθεΐας, και της ισότιμης μεταχείρισης ανεξαρτήτως θρησκεύματος.

Η στάση του κινήματος απέναντι στη θρησκεία καθορίζεται από τις ιστορικές συνθήκες. Το Κόμμα έχει σαφείς ιδεολογικές καταβολές, όμως ως πρωτοπορία της εργατικής τάξης και κινητήρια δύναμη της Λαϊκής Συμμαχίας δεν θα πρέπει να δημιουργεί προσκόμματα και προβλήματα στη συνείδηση του εργάτη, του αγρότη και του παπά ακόμα, που παίρνει στα χέρια του τις Θέσεις του Κόμματος και, μπουχτισμένος από το σύστημα της εκμετάλλευσης, αρχίζει να βλέπει την πραγματική ελπίδα που βρίσκεται στην προοπτική του σοσιαλισμού και της κοινωνικοποίησης των μέσων παραγωγής.

Το ΚΚΕ αγωνίζεται διαχρονικά για την ενότητα της εργατικής τάξης, και οι θέσεις για το 20ό Συνέδριο είναι αναγκαίο να δείξουν τη σταθερή προσήλωση του Κόμματος σε αυτήν την κατεύθυνση.


Στυλιανόπουλος Αθανάσιος
Καλλιθέα

Για την εξειδίκευση και τη γενίκευση

Συμφωνώ με τις Θέσεις της ΚΕ για το 20ό Συνέδριο. Στη Θέση 40 χαρακτηρίζεται - σωστά - σαν κρίσιμο ζήτημα η αντιστοίχιση της καθοδηγητικής δουλειάς με τις σημερινές ανάγκες. Αναγορεύονται ακόμα - πάλι σωστά - σαν κρίκος για την επίτευξή της ως άνω αντιστοίχισης τα Τομεακά Οργανα.

Από την όλη μελέτη της Θέσης 40 γίνεται κατανοητό πως το βάρος πέφτει στην καθοδήγηση των Τομεακών Επιτροπών από τη Κεντρική Επιτροπή και τις Επιτροπές Περιοχών. Που θα πρέπει να δίνουν τέτοια καθοδηγητική βοήθεια στις Τομεακές Επιτροπές, ώστε αυτές να γίνουν πραγματικό επιτελείο μάχης και, μελετώντας την εξέλιξη της κοινωνικής σύνθεσης του χώρου ευθύνης τους, την πορεία της οικονομίας του, τις αλλαγές που συντελούνται στη διάρθρωση της εργατικής τάξης και των άλλων κοινωνικών τάξεων και στρωμάτων, εχθρικών και φιλικών, να είναι σε θέση να εξειδικεύουν τις γενικές κατευθύνσεις.

Στον Τομέα, λοιπόν, θα γίνεται η εξειδίκευση. Αυτός θα εξειδικεύει. Και για να γίνει ικανός να εξειδικεύει, οι Θέσεις θεωρούν σαν κεντρικό ζήτημα την απόκτηση από τα στελέχη του ένα ορισμένο επίπεδο διαλεκτικής υλιστικής σκέψης.

Θεωρώ απόλυτα σωστή αυτή τη Θέση. Η απόκτηση ενός καλού επιπέδου διαλεκτικής υλιστικής σκέψης από τα στελέχη ενός Τομέα - και όχι μόνον από τα στελέχη - είναι απαραίτητη και πολλαπλά χρήσιμη.

1) Οπλίζει τα στελέχη με «αντισώματα» για να μπορέσουν να αντέξουν στη πολύπλευρη επίθεση που δέχονται από τον ταξικό αντίπαλο με ιδεολογήματα, συκοφαντίες, ρουσφέτια, εκβιασμούς κ.λπ.

2) Διαμορφώνει μια ασφαλιστική δικλίδα που θα εμποδίζει το στέλεχος και κατ' επέκταση το Τομεακό Οργανο να «ξεφύγει» από τη γραμμή, να «γλιστρήσει», στο όνομα της εξειδίκευσης στο χώρο.

3) Κάνει πιο αποτελεσματική την όλη του προσπάθεια να πείσει για την επικαιρότητα και την αναγκαιότητα του στρατηγικού μας στόχου, σε αντιπαράθεση με τις στρατηγικές των αστικών κομμάτων.

Εξειδίκευση, λοιπόν, αλλά και γενίκευση από τα Τομεακά Οργανα. Πόσες, όμως, δυσκολίες έχει αυτή η αποστολή τους; Και πόσους κινδύνους κρύβει;

Πρώτη δυσκολία: Στο όνομα της πίεσης των καθημερινών, άμεσων καθηκόντων να αναβάλλεται «για αργότερα» και η εξειδίκευση και η γενίκευση. Αυτό θα συμβεί αν τα θεωρήσουμε σαν δύο επιπλέον καθήκοντα και όχι σαν δύο σημαντικές πλευρές του κάθε - κυριολεκτικά του κάθε - καθήκοντος.

Δεύτερη δυσκολία: Οι δύο αυτές διαδικασίες να γίνονται ξεκομμένες από τη δράση, να μην υπηρετεί δηλαδή η εξειδίκευση μια συγκεκριμένη δραστηριότητα και να μη γενικεύεται αμέσως μετά η πείρα από την ίδια τη συγκεκριμένη δραστηριότητα. Να γίνονται δηλαδή «για να γίνονται».

Πρώτος κίνδυνος: Στο όνομα της εξειδίκευσης να υπερπροβάλλεται η «ιδιαιτερότητα» και τμήμα της θέσης - ή και ολόκληρη η θέση - σε ένα ζήτημα να μην παλεύεται, να αποσιωπάται ή και να «κόβεται» από το Τομεακό Οργανο ή το αρμόδιο στέλεχος στον Τομέα. Να εφαρμόζεται, δηλαδή, και να υλοποιείται όποιο τμήμα των θέσεων αρέσει ή θεωρείται πιο εύκολο, και αυτό να γίνεται με άλλοθι την εξειδίκευση.

Δεύτερος κίνδυνος: Στο όνομα της γενίκευσης το Τομεακό Οργανο να αποσπάται από την αντικειμενική πραγματικότητα, που το θέλει να έχει ευθύνη για έναν πεπερασμένο χώρο, κλαδικό ή εδαφικό, και να βγάζει συμπεράσματα για όλη την εργατική τάξη, για όλη την Ελλάδα. Να έρχονται έτσι τα συμπεράσματά του σε πιθανή διάσταση με τα συμπεράσματα που θα βγάλει η ΚΕ του Κόμματος, που είναι και η υπεύθυνη και η αρμόδια για να γενικεύσει πανελλαδικά.

Αν δεν ξεπεράσουμε τις δυσκολίες και δεν προσέξουμε τους κινδύνους είναι εύκολο να γλιστρήσουμε στον οπορτουνισμό, χωρίς καν να το καταλάβουμε.

Υπάρχουν «καλούπια» καθοδηγητικής βοήθειας προς τους Τομείς σε αυτά τα ζητήματα; Νομίζω πως όχι. Ούτε καν «καλούπια» ιεράρχησης στόχων δεν μπορούν να υπάρχουν. Και αυτό γιατί άλλο είναι το περιεχόμενο των ευθυνών ενός Τομέα κλαδικού και άλλο ενός Τομέα εδαφικού. Αλλά και μεταξύ των εδαφικών Τομέων υπάρχουν σημαντικές διαφορές. Ο Τομέας της Λέσβου π.χ. έχει στην ευθύνη του Εργατικό Κέντρο (στο ΠΑΜΕ), Ομοσπονδία Αγροτικών Συλλόγων (9 σύλλογοι στην ΠΑΣΥ), Ομοσπονδία των ΕΒΕ (στην ΠΑΣΕΒΕ), Νομαρχιακό Τμήμα της ΑΔΕΔΥ (είμαστε μειοψηφία), Δήμο (με τρεις δημοτικούς συμβούλους), σχολεία και εκπαιδευτικούς όλων των βαθμίδων, έξι πανεπιστημιακές σχολές και την έδρα του Πανεπιστημίου Αιγαίου, Νοσοκομείο, ΠΕΔΥ και κάμποσα Κέντρα Υγείας και αγροτικά Ιατρεία, την έδρα της περιφέρειας Βορείου Αιγαίου, βουλευτή, λιμάνι και αεροδρόμιο, τη μεγαλύτερη πύλη ροών προσφύγων στην Ελλάδα, γύρω στους 6.000 πρόσφυγες και μετανάστες μόνιμα στο νησί και διάφορα άλλα. Ολα αυτά σε μια περιοχή που βρίσκεται στο μάτι του κυκλώνα και με μεγάλη συγκέντρωση ενστόλων.

Είναι φανερό πως σε άλλους Τομείς κάποιες από αυτές τις ευθύνες δεν υπάρχουν καν. Είναι ακόμα φανερό πως η ιεράρχηση των διαφόρων ευθυνών στη Λέσβο οφείλει να πάρει υπόψη της το ειδικό βάρος που έχει ο καθένας από αυτούς τους τομείς στη στρατηγική του Κόμματος.

Πού κατά τη γνώμη μου πρέπει να εστιαστεί η καθοδηγητική βοήθεια προς το Τομεακό Οργανο;

1) Στον έλεγχο, ώστε τα στελέχη να μελετούν συστηματικά και διεξοδικά όλα τα σημειώματα που φτάνουν στους Τομείς από την καθοδήγηση. Αν δεν γνωρίζεις επακριβώς μία θέση πώς θα την εξειδικεύσεις;

2) Στην οργάνωση και τον έλεγχο της διαδικασίας απόκτησης και στερέωσης υλιστικής, διαλεκτικής σκέψης, πρώτα και κύρια από τα στελέχη αλλά και από τα μέλη. Εδώ χρειάζεται να πολλαπλασιαστούν οι κομματικές σχολές αλλά και τα σεμινάρια, που πρέπει να παρακολουθούν όλα τα στελέχη περιοδικά. Επιπλέον η μελέτη του «Ριζοσπάστη» και της ΚΟΜΕΠ είναι απολύτως απαραίτητη από όλα τα στελέχη.

3) Στην κατάκτηση, κύρια από τα στελέχη:

- της ικανότητας να αναζητούν τα αναγκαία και ικανά στοιχεία - δεδομένα, που απαιτούνται για να φτάσουν στη γενίκευση,

- της ικανότητας να εκτιμούν σωστά κάθε ένα από αυτά τα στοιχεία,

- της ικανότητας να μην χάνουν από το κέντρο της προσοχής τους γενικότερα κριτήρια που όμως - όπως σημειώνουν οι Θέσεις της ΚΕ - αυτά πρέπει να κρίνουν το βαθμό επιτυχίας κάθε δραστηριότητας, όπως π.χ. η οικοδόμηση.

Η αντιστοίχιση της δουλειάς μας με τις απαιτήσεις που μας βάζει κάθε φορά η ταξική πάλη είναι ένα σύνθετο και δύσκολο καθήκον. Πεποίθησή μου είναι πως το μπορούμε.


Βασίλης Αμπελογιάννης
Μέλος Κομματικής Επιτροπής Αιγαίου



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ