ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 10 Οχτώβρη 2004
Σελ. /32
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΤΙΜΕΣ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΥ
Αλήθειες, ψέματα και υπερκέρδη

Τρομοκρατικά και ...«νομιμοποιητικά» για επικείμενες ανατιμήσεις χρησιμοποιούνται οι αυξήσεις του «μαύρου χρυσού», ενώ οι λιανικές τιμές θα μπορούσαν (και θα έπρεπε) να είναι πολύ χαμηλότερες από τις ισχύουσες

Eurokinissi

«Βαρύς αχός» ακούγεται στις διεθνείς αγορές λόγω των αλλεπάλληλων «ιστορικών» αυξήσεων στις τιμές του πετρελαίου. Ωστόσο, τα φαινόμενα απατούν και το «παραμυθάκι» που φτιάχτηκε μέσα σε πολυτελή γραφεία κεφαλαιοκρατών εξαπλώνεται στο παγκόσμιο «χωριό», όχι για να διασκεδάσει τους εργαζόμενους αλλά για να τους τρομοκρατήσει. Η αύξηση των τιμών του «μαύρου χρυσού», αυτή που μας ανακοινώνουν καθημερινά, νομιμοποιεί επικείμενες ανατιμήσεις και τη λήψη μέτρων προστασίας της «ανταγωνιστικότητας», με νέες παροχές στους βιομηχάνους, δήθεν για να εξασφαλιστεί η ευημερία των λαϊκών στρωμάτων. Χοντρά ψέματα έρχονται να αντιστρέψουν μια αναμφισβήτητη πραγματικότητα: Ηδη είναι πανάκριβα τα υγρά καύσιμα για τους εργαζόμενους, ήδη τα προϊόντα πλατιάς λαϊκής κατανάλωσης είναι πολύ ακριβά.

Οσο για τις πραγματικές επιπτώσεις της αύξησης τιμών στην οικονομία: Λίγες μέρες νωρίτερα, οι υπουργοί Οικονομικών των 7 πιο ανεπτυγμένων βιομηχανικά χωρών (G7) εκτιμούσαν ότι η υψηλή τιμή του πετρελαίου συνιστά απειλή και καλούσαν τους καταναλωτές να κάνουν οικονομία. Ταυτόχρονα, όμως, ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Ζαν-Κλοντ Τρισέ, δήλωνε: «Διατηρώ την εμπιστοσύνη μου στη συνεχιζόμενη σταδιακή ανάκαμψη που έχουμε δει να υλοποιείται τους προηγούμενους μήνες». Βρισκόταν έτσι σύμφωνος και με τον πρόεδρο της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, Α. Γκρίνσπαν, που εκτιμούσε ότι το υψηλότερο ενεργειακό κόστος δε θα υπονομεύσει την ανάπτυξη.

Αλλη μια αλήθεια κρύβεται ή δεν πολυακούγεται: Τα περίπου 53 δολάρια ανά βαρέλι που έφτασε το αμερικανικό αργό πετρέλαιο, προκαλώντας νέα ρίγη στα χρηματιστήρια παραγώγων, είναι μια πλασματική, μια χρηματιστηριακή τιμή. Μια τιμή που ναι μεν πιέζει και τις πραγματικές τιμές προς τα πάνω, αλλά κινείται σε μια πολύ διαφορετική κλίμακα, από τις πραγματικές. Δίνονται πολλά στοιχεία για τις τιμές, ένα όμως στοιχείο δεν μπορεί να βρεθεί πουθενά. Η τιμή που η πετρελαϊκή εταιρία πουλά στα διυλιστήρια. Που δεν είναι 50 ή 53 δολάρια, δεν είναι καν 40 ή 30 δολάρια! Γι' αυτό και όταν θα αρχίσει να μειώνεται η τιμή του πετρελαίου δε θα μειωθούν οι τιμές λιανικής πώλησης βενζινών και πετρελαίων. Γι' αυτό και από τότε που άρχισαν τα «ιστορικά» ρεκόρ και η τιμή του βαρελιού πενταπλασιάστηκε, δεν πενταπλασιάστηκαν αντίστοιχα οι λιανικές τιμές, χωρίς - έστω και μία στιγμή - αυτό να θίξει τα τεράστια υπερκέρδη των εταιριών. Στα απλά «οικονομικά» του καπιταλισμού αυτό μεταφράζεται ως εξής: Οταν ανεβαίνουν οι τιμές διεθνώς, ανεβαίνουν και οι λιανικές. Οταν πέφτουν οι τιμές διεθνώς, οι λιανικές τιμές ...συνεχίζουν να ανεβαίνουν!

Ενδεικτικά:

  • Το 1998 το αργό πετρέλαιο κινείται στα 8 δολάρια το βαρέλι. Στην Ελλάδα η τιμή της αμόλυβδης είναι περί τα 60 λεπτά το λίτρο
  • Το 2002 η τιμή αργού είναι στα 25 δολάρια και η τιμή της αμόλυβδης στα 63 λεπτά το λίτρο
  • Το 2003 η τιμή του αργού έφτασε τα 32 δολάρια και η τιμή της αμόλυβδης στην Ελλάδα στα 75 λεπτά το λίτρο σε μέσα επίπεδα
  • Το 2004, μέχρι πριν λίγες μέρες, η τιμή του αργού έφτασε τα 53 δολάρια το βαρέλι και της αμόλυβδης ήταν στα 80-85 λεπτά το λίτρο, με αύξηση περίπου 15% από την αρχή του χρόνου όταν ήταν στα 73,1 λεπτά το λίτρο, σύμφωνα με το υπουργείο Ανάπτυξης.

«Φυσιολογικά», θα περίμενε κανείς σημαντική πτώση των κερδών των εταιριών διύλισης και εμπορίας, έως και ζημιά, αφού η λιανική τιμή αυξανόταν με πολύ μικρότερους ρυθμούς από τις διεθνείς τιμές. Κι όμως, το 2003 τα μεικτά κέρδη των ΕΛΠΕ ήταν 216 εκατ. ευρώ και της «Μότορ Οϊλ» 95 εκατ. ευρώ.

Επιπρόσθετα, σύμφωνα με κλαδική έρευνα του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), τα καθαρά κέρδη των ΕΛΠΕ, «Μότορ Οϊλ» και «Πετρόλα» την πενταετία 1997-2001 «παρουσίασαν ιστορική αύξηση με μέσο ετήσιο ρυθμό μεταβολής 258%», ενώ οι πωλήσεις τους είχαν μέση ετήσια αύξηση 18,6%!

Σύμφωνα με αυτά τα στοιχεία, οι εταιρίες, οι διεθνείς οικονομικοί οργανισμοί και φυσικά η κυβέρνηση της ΝΔ κρύβουν μερικές καθοριστικές αλήθειες: Οι τιμές της λιανικής πώλησης υγρών καυσίμων ελάχιστα εξαρτώνται από τις διεθνείς τιμές. Τα υγρά καύσιμα μπορούν να είναι ακόμη και αυτή την περίοδο πολύ φθηνότερα εξασφαλίζοντας και κέρδη για τις εταιρίες. Η περιβόητη «ανταγωνιστικότητα» όχι μόνο δεν απειλείται, αλλά «καλοταΐζεται», με τους πλουτοκράτες να κερδίζουν τόσα «που να μην ξέρουν τι να τα κάνουν».

Η αλυσίδα του κέρδους

Τα διυλιστήρια αγοράζουν, επεξεργάζονται το πετρέλαιο, το πουλάνε στις εταιρίες εμπορίας και αυτές με τη σειρά τους στα σημεία πώλησης σε όλη τη χώρα. Στην αλυσίδα αυτή ο ανταγωνισμός παίζει το δικό του ρόλο στις αυξομειώσεις των τιμών λιανικής, με ένα δεδομένο: Την εξασφάλιση σημαντικής κερδοφορίας.

Ετσι: Τους πρώτους 9 μήνες του 2004 η τιμή της βενζίνης σούπερ αυξήθηκε κατά 14,7%, ενώ η τιμή πώλησης από τα διυλιστήρια προς τις εταιρίες εμπορίας αυξήθηκε κατά 19%. Το ίδιο διάστημα η μέση λιανική τιμή της αμόλυβδης αυξήθηκε κατά 16,4% ενώ η τιμή πώλησης από τα διυλιστήρια κατά 20%. Η μέση λιανική τιμή του ντίζελ αυξήθηκε κατά 19% και από τα διυλιστήρια κατά 27%. Σύμφωνα με έρευνα της Stat Bank, ο ανταγωνισμός των εταιριών εμπορίας οδηγεί σε συμπίεση των περιθωρίων κέρδους. Το γεγονός όμως είναι ότι τα κέρδη αυτά παραμένουν υψηλά, όπως και οι αυξήσεις στις λιανικές τιμές σε μια περίοδο λιτότητας για τους εργαζόμενους, δανειακής υπερχρέωσης των νοικοκυριών και μισθών πείνας. Σε μια περίοδο που χαρακτηρίζεται στάσιμη στην κατανάλωση οι εταιρίες ετοιμάζονται για νέα ρεκόρ κερδών, όπως αυτά που σημείωσαν το 2003.

Είναι πολλά τα λεφτά

Το 2002 η μέση τιμή του αργού πετρελαίου είχε διαμορφωθεί στα 25 δολάρια το βαρέλι. Το 2003 ξεπερνά τα 30 δολάρια και συνεχίζει. Την ίδια χρονιά, σύμφωνα με την έρευνα της Stat Bank, τα συνολικά καθαρά κέρδη 41 εταιριών εμπορίας πετρελαιοειδών αυξήθηκαν κατά 37,8% σε σχέση με το 2002. Τα κέρδη αυτά έφτασαν τα 175,1 εκατ. ευρώ από 127,1 εκατ. ευρώ το 2002. Προκύπτει επίσης, και αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία για τα παιχνίδια αυτών των εταιριών με τις τιμές λιανικής και τις ...«εκπτώσεις» που κάνουν, ότι ο ρυθμός αύξησης των καθαρών κερδών ήταν 7 φορές υψηλότερος από το ρυθμό αύξησης των ...πωλήσεών τους που ήταν 5,8%!!! Πρόκειται για την έμπρακτη εφαρμογή του δόγματος «πουλάω λίγο περισσότερο και κερδίζω πολύ περισσότερο»!

Επίσης, οι εταιρίες εμπορίας πετρελαιοειδών κάνουν «πρωταθλητισμό» σε τζίρους και κέρδη, καθώς: Η βελτίωση της κερδοφορίας τους το 2003 ήταν μεγαλύτερη του μέσου όρου των 1.000 μεγαλύτερων εισαγωγικών και εμπορικών επιχειρήσεων της χώρας. Ο τζίρος των 41 εταιριών έφτασε τα 7,3 δισ. ευρώ το 2003 από 6,9 δισ. ευρώ το 2002. Προσοχή: Το 79,5% των κερδών του κλάδου το αποσπούν μονάχα τρεις εταιρίες, η BP, η Shell και η ΕΚΟ-ΕΛΔΑ, με συνολικά κέρδη 139,3 εκατ. ευρώ το 2003. Από τις 41 εταιρίες μόνο οι 4 εμφανίζουν ζημιές και από τις 37 κερδοφόρες οι περισσότερες αύξησαν περισσότερο από 10% τα κέρδη τους.


Γιώργος ΦΛΩΡΑΤΟΣ



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ