ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Πέμπτη 1 Απρίλη 2021
Σελ. /28
Για την άνοδο της ιδεολογικής πολιτικής αντιπαράθεσης με όρους στρατηγικής

1. Σημαντική πλευρά που απασχόλησε την Επιτροπή Περιοχής Θεσσαλίας και τις αντίστοιχες βοηθητικές επιτροπές της είναι η παρακολούθηση των οικονομικών και πολιτικών εξελίξεων στην Περιφέρεια Θεσσαλίας, της περιφερειακής έκφρασης των κεντρικών πολιτικών κατευθύνσεων, της αντιπαράθεσης των διαφόρων τμημάτων του κεφαλαίου στα πλαίσια του σχεδιασμού που διαμορφώνεται από τα αστικά επιτελεία. Παράλληλα, απασχόλησαν η παρακολούθηση της δράσης των αστικών και οπορτουνιστικών δυνάμεων και η διαμόρφωση επιχειρηματολογίας, η τροφοδότηση των Οργάνων ώστε με καλύτερους όρους να μπορούμε να ανταποκριθούμε στη σύνθετη διαπάλη.

Συνολικά, μας απασχόλησε το να υπηρετείται καλύτερα το καθήκον της καλής γνώσης των οικονομικών και πολιτικών εξελίξεων και ταυτόχρονα η γνώση αυτή να αποτελέσει εργαλείο για να γίνεται πιο αποτελεσματική η δράση των Τομεακών Οργανώσεων και των ΚΟΒ.

2. Η Ιδεολογική Επιτροπή της Επιτροπής Περιοχής Θεσσαλίας έκανε μία σημαντική προσπάθεια σε αυτήν την κατεύθυνση συνεχίζοντας μία δουλειά από τα προηγούμενα χρόνια, αξιοποιώντας την αντίστοιχη πείρα. Εγινε προσπάθεια με πιο συγκεκριμένο και σταθερό τρόπο να δούμε την αντιπαράθεση με αστικές και οπορτουνιστικές δυνάμεις στην περιοχή και ανά πόλη. Η παρακολούθηση της διαπάλης αποτέλεσε σταθερό θέμα συζήτησης στην Ιδεολογική Επιτροπή.

Συζητήσαμε αναλυτικά το τι και πώς θέλουμε να μαζέψουμε, ποια ζητήματα ξεχωρίζαμε κάθε φορά, ποιες πηγές ιεραρχούμε. Μεθοδεύτηκε η διαμόρφωση εκθέσεων σε επίπεδο μήνα ή διμήνου περίπου από τους ιδεολογικούς υπευθύνους των Τομέων. Οι εκθέσεις συνέβαλαν στο να ανοίξουν αυτά τα ζητήματα με πιο συγκεκριμένο τρόπο στο κάθε ΤΓ με βάση το πώς εκφράζονται στο χώρο ευθύνης του.

Αξιοποιώντας τις εκθέσεις των ιδεολογικών υπευθύνων διαμορφώθηκαν σημειώματα στα οποία γινόταν προσπάθεια να κωδικοποιηθούν οι βασικοί άξονες διαπάλης σε επίπεδο Περιφέρειας και, παράλληλα, διαμορφώναμε επιχειρηματολογία απάντησης από τη σκοπιά της στρατηγικής μας. Ζητήματα που ξεχωρίζαμε μέσα από τις εκθέσεις αξιοποιήθηκαν για τον εμπλουτισμό της συζήτησης των Κομματικών Σχολών, ιδιαίτερα όσον αφορά τα ζητήματα διαπάλης, αλλά και φυσικά σε κομματικά υλικά ώστε και άμεσα να απαντηθούν.

Βασικός κρίκος σε αυτήν την προσπάθεια είναι η ενίσχυση της συνεργασίας με βάση αυτά τα ζητήματα του ιδεολογικού υπευθύνου με τον Γραμματέα της κάθε Τομεακής Επιτροπής.

3. Παράδειγμα του παραπάνω τρόπου δουλειάς αποτέλεσε δουλειά της Ιδεολογικής Επιτροπής η οποία συζητήθηκε στο Γραφείο Περιοχής, στα Τομεακά Γραφεία και άλλους καθοδηγητικούς κρίκους. Στην έκθεση αντιπαράθεσης ξεχωρίζαμε ως βασικούς άξονες:

Τη γραμμή της Νέας Δημοκρατίας, όπου οι δυνάμεις της «βγαίνουν επιθετικά», με τη γραμμή της εθνικής ενότητας απέναντι στις «προκλήσεις της περιόδου». Παράλληλα, «ζυμώνει» τη λογική ότι η πολιτική και τα μέτρα που εφαρμόζει είναι απαραίτητα και αυτονόητα για την καπιταλιστική ανάπτυξη. Οτι στηρίζει τη μικρή επιχειρηματικότητα και τους αγρότες. Επιπλέον, σε επίπεδο Περιφέρειας αξιοποιεί και υπερπροβάλλει το ΕΣΠΑ και τα προγράμματά του. Ιδιαίτερα τα στελέχη της στην Τοπική Διοίκηση και στο αγροτικό κίνημα δουλεύουν τη λογική ότι η κυβέρνηση της ΝΔ προχώρησε με μεγαλύτερη ταχύτητα την καταβολή αποζημιώσεων στους αγρότες στην Καρδίτσα και τα Φάρσαλα για τις καταστροφές από τον κυκλώνα «Ιανό». Με επιθετικό τρόπο, τα κυβερνητικά στελέχη απαντάνε στις διεκδικήσεις του Κόμματος, του ταξικού εργατικού κινήματος, βάζοντας μπροστά τη λογική «δεν υπάρχει λεφτόδεντρο», «όπου έγιναν αυτά που λέτε απέτυχαν».

Τη γραμμή των δυνάμεων του ΣΥΡΙΖΑ, που υιοθετεί τη γραμμή της εθνικής ενότητας και του «θα λογαριαστούμε μετά». Παράλληλα όμως με τη στρατηγική σύμπλευση που έχει με τη ΝΔ, όπως και στην κεντρική πολιτική σκηνή, «σηκώνει τους τόνους», τόσο στη βάση υπαρκτών ζητημάτων αντιπαράθεσης που αντανακλούν και τη διαπάλη στο εσωτερικό της αστικής τάξης, αλλά και επιδιώκοντας να εμφανιστεί ως εναλλακτικός πόλος της αστικής διαχείρισης.

Η κριτική του στη ΝΔ είναι επιφανειακή. Θέτει ζήτημα ανικανότητας της κυβέρνησης της ΝΔ να προχωρήσει κεϊνσιανές πολιτικές σαν αυτές που προωθούνται από την ΕΕ με το «Ταμείο Ανάκαμψης», αφού είναι «κολλημένη» στη «νεοφιλελεύθερη και δεξιά ιδεολογία και πολιτική», αποκρύπτοντας φυσικά τον ταξικό χαρακτήρα των μέτρων προς όφελος της αστικής τάξης συνολικά. Ανάγει το θέμα της καταστολής σε ιδεοληψία της ΝΔ. Επιδιώκει τόσο στην κεντρική πολιτική σκηνή όσο και μέσα από τις δυνάμεις του στο κίνημα να διαμορφωθεί ένα «αντινεοφιλελεύθερο», «αντιδεξιό» μέτωπο, το οποίο θα συμβάλει στον εγκλωβισμό εργατικών - λαϊκών δυνάμεων ώστε να ενισχύσουν στο μέλλον την κυβερνητική εναλλαγή από τη ΝΔ, σε ένα μπλοκ δυνάμεων με πυρήνα τον ΣΥΡΙΖΑ. Σε αυτό το «αντιδεξιό», «αντινεοφιλελεύθερο» μέτωπο συναντιέται με δυνάμεις από το χώρο του οπορτουνισμού (ΝΑΡ, Εργατικός Αγώνας) και των αναρχικών.

Ιδιαίτερα ξεχωρίσαμε την παρέμβαση των επιχειρηματικών φορέων της περιοχής, που επίσης δούλευαν μεθοδικά τη λογική της «εθνικής ενότητας» για να ξεπεράσουμε την πανδημία και την οικονομική κρίση, αυτά φυσικά χέρι χέρι με την τρομοκρατία και τη «σιδερένια φτέρνα» που κυριαρχεί στους χώρους δουλειάς.

Παράλληλα, «χτίσαμε» την αντιπαράθεσή μας με τη γραμμή του αντιπάλου, στη βάση της στρατηγικής μας, στη βάση των δυνατοτήτων που υπάρχουν σήμερα ως αποτέλεσμα της ανάπτυξης της επιστήμης, της τεχνολογίας, της εργασίας, να ικανοποιηθούν οι κοινωνικές ανάγκες. Βασική πλευρά που αφορά τη δουλειά με τα αιτήματά μας είναι να γίνεται κατανοητό ότι από τη μία υπάρχουν όλες οι προϋποθέσεις να ικανοποιηθούν και από την άλλη ότι το κριτήριο λειτουργίας της κοινωνίας με γνώμονα το καπιταλιστικό κέρδος είναι που μπαίνει εμπόδιο στην ικανοποίησή τους. Χαρακτηριστικά παραδείγματα επίκαιρα και σήμερα είναι το ζήτημα της επίταξης του ιδιωτικού τομέα Υγείας, η διαπάλη για το εμβόλιο. Σε αυτήν τη βάση ενισχύσαμε και την αντιπαράθεση που άνοιξε σε βιομηχανίες της περιοχής σε σχέση με το μισθό, το ωράριο, την εφαρμογή του προγράμματος «ΣυνΕργασία», φέρνοντας στο επίκεντρο της διαπάλης, από τη μία, τη μεγάλη κερδοφορία βιομηχανιών της περιοχής και τις θυσίες που καλούνται να κάνουν οι εργαζόμενοι, από την άλλη, δουλεύοντας στην κατεύθυνση της αποκάλυψης του μηχανισμού της εκμετάλλευσης.

Η μελέτη του ΕΣΠΑ 2014 - 2020 στη Θεσσαλία και η τροφοδοσία της Οργάνωσης με επιχειρήματα συνέβαλαν ώστε με πιο αποδεικτικό τρόπο να μπορούμε να αντιπαρατεθούμε με τους σχεδιασμούς και τις προτεραιότητες της αστικής τάξης στην περιοχή, αναδεικνύοντας τον προσανατολισμό πολύπλευρα στη στήριξη της καπιταλιστικής κερδοφορίας.

Κλιμακώνοντας την επιχειρηματολογία μας φέρνουμε στο προσκήνιο την ανωτερότητα της κεντρικά σχεδιασμένης οικονομίας απέναντι στην κοινωνία της αγοράς και τα καθήκοντα του εργατικού - λαϊκού κινήματος.

4. Η πείρα από τη συζήτηση στη βάση αυτών των ζητημάτων στα Οργανα δείχνει δυνατότητες ανόδου του επιπέδου ιδεολογικής πολιτικής συζήτησης στα Οργανα στη βάση της τρέχουσας διαπάλης, αλλά και στη βάση του συγκεκριμένου πολιτικού ανοίγματος του κάθε Οργάνου. Παράλληλα, αποτυπώθηκαν και δυσκολίες κύρια όσον αφορά το πώς χτίζουμε την αντιπαράθεσή μας με αυτά τα ζητήματα, χωρίς να μένουμε στην επιφάνεια, στα επιμέρους.

Η δουλειά των βοηθητικών επιτελείων με αυτά τα χαρακτηριστικά μπορεί να συμβάλει ουσιαστικά στην ενίσχυση της συζήτησης στα Οργανα και τις ΚΟΒ, στην ενίσχυση του πολύ σύνθετου καθήκοντος που λέγεται: Αντιπαράθεση με όρους στρατηγικής.


Αλέξανδρος Ζορμπάς
Μέλος της Επιτροπής Περιοχής Θεσσαλίας του ΚΚΕ

Η πολιτική του Κόμματος πυξίδα στις σύνθετες εξελίξεις

Νομίζω ότι μπορούμε να συμφωνήσουμε όλοι στο ότι έχουμε μπει για τα καλά σε μια περίοδο που, είτε με τον έναν είτε με τον άλλο τρόπο, η «κανονικότητα» θα συνεχίζει να περιλαμβάνει απότομα και οξυμένα λαϊκά προβλήματα, είτε με οικονομικές κρίσεις, είτε με μεγάλες καταστροφές λόγω απουσίας των απαραίτητων υποδομών (τύπου πανδημίες, πλημμύρες κ.τ.λ.), είτε με την ένταση του αυταρχισμού ή την όξυνση των ανταγωνισμών κάθε είδους αλλά και των πολεμικών αναμετρήσεων. Δεν ζούμε σε παρένθεση. Οι επόμενες δεκαετίες δεν θα μοιάζουν σε πολλά με τις προηγούμενες, στις οποίες όλοι μας μεγαλώσαμε και διαμορφωθήκαμε και που κυριαρχούσε μια σχετική οικονομική και πολιτική σταθερότητα. Δεν είναι κάτι που χωνεύεται εύκολα. Το κάλεσμα του Κόμματος να είμαστε έτοιμοι για κάθε εξέλιξη είναι απόλυτα ρεαλιστικό.

Σήμερα δεν ζούμε μόνο σε εποχή μεγάλων προβλημάτων, αλλά και μεγάλων δυνατοτήτων, με τις τεράστιες και συνεχώς αυξανόμενες κατακτήσεις της επιστήμης και της τεχνολογίας. Στην μπροσούρα που βγάλαμε για τον Μάη του '68 στη Γαλλία, λέγαμε ότι οι διεκδικήσεις των φοιτητών και εργαζομένων γινόντουσαν τότε στο έδαφος μιας αλματώδους ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, που καθιστούσαν παρωχημένο τον παλιό τρόπο ζωής, που φανέρωναν τη σχετική φτώχεια του κόσμου. Σήμερα ζούμε σε ανάλογη εποχή και με ακόμα πιο έντονο αυτό το χαρακτηριστικό. Παρόλο που σήμερα ο διεθνής συσχετισμός είναι πολύ διαφορετικός, είναι αναπόφευκτο, στον ένα βαθμό ή τον άλλον, οι εργαζόμενοι να αντιπαραβάλουν τις τεράστιες αυτές δυνατότητες με την πραγματικότητα της ζωής τους και να συνειδητοποιούν τη φτώχεια τους, να δυσανασχετούν.

Η πρόταση εξουσίας του Κόμματος όμως παραμένει ακόμα σε πολύ μεγάλο βαθμό άγνωστη ή διαστρεβλωμένη σε συνθήκες που ευνοείται η αναζήτηση απαντήσεων, ακόμα και έξω από τα συνηθισμένα, με τις αντιφάσεις που έχει σήμερα αυτό. Πολλοί δεν ξέρουν καν τι προτείνει το Κόμμα, πολλοί λένε «λέτε μόνο όχι», άλλοι ότι θέλουμε περισσότερο κράτος, άλλοι ότι θα κλείσουμε τις επιχειρήσεις. Αναδεικνύεται πιο έντονα η ανάγκη - όπως έχει επισημανθεί - να γίνουμε πιο αποτελεσματικοί στην ανάδειξη και εκλαΐκευση του άλλου δρόμου ανάπτυξης μέσα από τους καθημερινούς αγώνες για όλα τα ζητήματα. Χρειάζεται ίσως να αναπτυχθεί περισσότερο, όμως, και η εκδοτική δραστηριότητα του Κόμματος σε επίπεδο μπροσούρας - σαν συνέχεια των πολύ καλών που έβγαλε η ΚΝΕ τα τελευταία χρόνια - να μπορείς να δώσεις δηλαδή κάτι στον εργαζόμενο εκλαϊκευμένα να καταλάβει τι ακριβώς προτείνεις. Για την κοινωνικοποίηση, τον κεντρικό σχεδιασμό, τον εργατικό έλεγχο, τις ανατροπές στις χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης κ.ά., τι προβλήματα αυτά θα λύσουν με επίκαιρα παραδείγματα κ.τ.λ.

Το 2ο κείμενο των Θέσεων αναδεικνύει καλά την κατάσταση, τα αδιέξοδα και το παρασάπισμα του καπιταλισμού. Παρά τη δυσκολία του δεν πρέπει να περάσει στη συνείδηση των συντρόφων και φίλων ως κάτι που αφορά κάποια στελέχη μόνο, κάποιους ειδικούς ή την αντιπαράθεσή μας με τα αστικά κόμματα σε ανώτερο επίπεδο, π.χ. στη Βουλή. `Η κάτι που συζητάμε «μια στο τόσο». Στην εξέλιξή τους βέβαια όλα αυτά γιατί κινούνται γρήγορα.

Η συνθετότητα των εξελίξεων, οικονομικών, πολιτικών, διεθνών κ.τ.λ., μπορεί να πείθει τις πιο ώριμες πολιτικά συνειδήσεις για το παρασάπισμα του καπιταλισμού, αλλά τις πιο ανώριμες μπορεί να μην τις βοηθάει να δουν πάντα καθαρά την αιτία, αντίθετα να μπερδεύει περισσότερο, να αποπροσανατολίζει.

Πρέπει να κάνουμε την προσπάθεια, περισσότερο από πριν, να αξιοποιήσουμε αυτές τις αναλύσεις στις συζητήσεις στις ΚΟΒ, στην οργάνωση του πολιτικού ανοίγματος και στις συσκέψεις, συνδυαστικά πάντα με τη διαμόρφωση των αιτημάτων μας, την οργάνωση της πάλης. Από τη μία γιατί αυτές φωτίζουν τα αδιέξοδα του καπιταλισμού και συνειδητοποιείται ευκολότερα η αναγκαιότητα της ανατροπής του. Από την άλλη, μπορούν και εξηγούν την πολιτική των κομμάτων και των κυβερνήσεων με βάση την καπιταλιστική οικονομία, πράγμα βασικό ώστε να αποκρούονται όσο το δυνατόν περισσότερο οι ελιγμοί και οι απάτες των αστικών κομμάτων, αλλά και να συνειδητοποιείται καλύτερα ο ταξικός χαρακτήρας της κοινωνίας στο σύνολό της. Ο κόσμος πολύ δύσκολα ακόμα, πολύ αποσπασματικά, συνδέει αυτά τα δύο, αν δεν αντιστρέφει τη σχέση.

Οταν στον ΟΤΕ, για παράδειγμα, απεργούσαν πέρυσι οι εργαζόμενοι ενάντια στις αντεργατικές αναδιαρθρώσεις του ομίλου και διεκδικώντας ΣΣΕ, ο ΣΥΡΙΖΑ έβγαινε και έλεγε ότι είναι «επιλογή της ΝΔ η φτηνή εργασία». Αποσπώντας την πολιτική από την οικονομία, επιδιώκει να ενσωματώνει τους εργαζόμενους, να πετυχαίνει την κυβερνητική εναλλαγή χωρίς να θίγεται το αστικό σύστημα, κρύβοντας επί της ουσίας το αστικό σύστημα. Και αυτό δεν απαντάται διακηρύττοντας απλά πως «όχι είναι ο καπιταλισμός, το κέρδος». Πιο εύκολα τείνει ο εργαζόμενος να πιστέψει ότι φταίει ένα κόμμα, ένας εργοδότης κ.τ.λ. Αν εκεί λοιπόν δεν συζητήσουμε πλευρές αυτών των εξελίξεων, πώς θα μπορέσουμε να αναδείξουμε τον καπιταλισμό ως ένοχο, να αποφύγουμε την παγίδα του ΣΥΡΙΖΑ; Δεν είναι εύκολο.

`Η άλλο παράδειγμα, στις εταιρείες πληροφορικής σχετικά εύκολα οι εργαζόμενοι μπορούν να τα βάλουν με τον εργοδότη τους, ειδικά όταν το παρακάνει κι αυτός, πολύ δύσκολα όμως διαπιστώνουν ότι είναι το καπιταλιστικό σύστημα αυτό που έχουν απέναντί τους και όχι το «στραβόξυλο» ο εργοδότης τους. Αν και είναι πράγματα που δεν λύνονται απλά με κουβέντες, χρειάζεται εντούτοις να εμπλουτίσουμε το περιεχόμενο της παρέμβασής μας με τις αναλύσεις μας στην οικονομία γενικά αλλά και τον κλάδο.

Πόσοι σύντροφοι και εργαζόμενοι για παράδειγμα μπορούν να εξηγήσουν τη βασική τάση στον κλάδο σήμερα, για ποιο λόγο δηλαδή σε όλο τον κόσμο εντείνονται οι ανταγωνισμοί των ιμπεριαλιστικών κέντρων γύρω από τις νέες τεχνολογίες και αποκτά προτεραιότητα για τα αστικά κράτη η ενίσχυση και στήριξη του κεφαλαίου σε αυτόν τον κλάδο;

Πόσοι μπορούν να κατανοήσουν ότι στο έδαφος των νέων μεγάλων κερδών και των κρατικών ενισχύσεων δισεκατομμυρίων ευρώ στην ψηφιακή οικονομία, δεν δημιουργούνται συνθήκες ευημερίας για τους εργαζόμενους, αλλά ένταση του ανταγωνισμού ανάμεσα στα μονοπώλια, επιτάχυνση της συγκέντρωσης και συγκεντροποίησής τους με θύματα τους εργαζόμενους;

Πόσοι μπορούν να δουν, πίσω από τους πανηγυρισμούς για τη γρήγορη ανάπτυξη των 5G στην Ελλάδα, ότι στην πραγματικότητα αυτή έχει καθυστερήσει από τον καπιταλιστικό ανταγωνισμό, ενώ και η αξιοποίησή τους δεν είναι de facto προς όφελος των κοινωνικών αναγκών;

Είναι ορισμένα ερωτήματα που μας βοηθάνε να συζητήσουμε τι τύπου οικονομία και εξουσία θα χρειαζόταν για να μην γίνονται αυτά, αλλά αντίθετα να αναπτύσσεται η τεχνολογία απρόσκοπτα με τη συνεργασία των λαών και προς όφελος των εργαζομένων.


Κώστας Δαφνομήλης
Μέλος της Τομεακής Επιτροπής Πληροφορικής - Τηλεπικοινωνιών - Ερευνας της Οργάνωσης Περιοχής Κεντρικής Μακεδονίας του ΚΚΕ

Ορισμένες σκέψεις για τις Θέσεις και ιδιαίτερα για το τρίτο κείμενο

Συμφωνώ με την ανάλυση που γίνεται για τις συνθήκες μέσα στις οποίες δρα το Κόμμα. Νομίζω πως είναι αναγκαίο να φωτίσουμε πιο ολοκληρωμένα και με όρους μαζικής και μακροπρόθεσμης προπαγάνδας το ζήτημα της βασικής αντίθεσης της εποχής μας.

Να επιμείνουμε ακόμα πιο τεκμηριωμένα και αποδεικτικά στην αλήθεια ότι καμία αστική διαχείριση δεν μπορεί να μειώσει, να αμβλύνει αυτήν την αντίφαση.

Μόνο στο πλαίσιο μαζικών λαϊκών αγώνων που θα έχουν προσανατολισμό την αμφισβήτηση των καπιταλιστών και της αστικής εξουσίας μπορούν να αποσπώνται και να εδραιώνονται ορισμένες κατακτήσεις.

Ομως πρέπει να είναι σαφές ότι μεγάλοι, μαζικοί και ιδιαίτερα με ταξικό προσανατολισμό αγώνες δεν θα προκύψουν ξαφνικά και εκ του μηδενός. Θα προετοιμαστούν μέσα από επιμέρους αποσπασματικούς, μικρούς και μεγάλους αγώνες.

Αγώνες που θα μαθαίνουν τους εργαζόμενους όχι μεμιάς το ταξικό αλφάβητο, αλλά η πείρα που θα συγκεντρώνεται σταδιακά θα ωριμάζει τους μεγάλους, σωστά προσανατολισμένους αγώνες. Και πολλές φόρες μπατάρουμε και προς τη μια μεριά και προς την άλλη. Είτε προσπαθούμε να χωνέψει κάποιος την επαναστατική στρατηγική από έναν επιμέρους αγώνα, είτε δεν μας απασχολεί καθόλου να δουλέψουμε ορισμένα στοιχεία, πληροφορίες κ.λπ. που θα τον βοηθήσουν να δει λίγο καλύτερα τη μεγάλη εικόνα. Η ιστορική πείρα διδάσκει ότι κανένας αγώνας σωματείου μεγάλος δεν ξεκίνησε έχοντας βάλει εξαρχής το ζήτημα της αμφισβήτησης του καπιταλιστή ή του κράτους του.

Από αυτήν την άποψη, ελάχιστοι πρέπει να είναι οι αγώνες και καθαρά προβοκατόρικοι που οι κομμουνιστές να τους σνομπάρουν. Η περίοδος κρύβει δυνατότητες μαζικών ξεσπασμάτων αντικειμενικά άπειρων μαζών, και χωρίς να έχουμε δεσμούς και κύρος σε τέτοιο κόσμο.

Σύντροφοι, συντρόφισσες

Συμφωνώ ότι αυτό που καταφέραμε τις τελευταίες 10ετίες είναι τεράστιο, και δεν ήταν αυτονόητο.

Ταυτόχρονα είμαστε σε σημείο καμπής, η στασιμότητα και το πισωγύρισμα παραμονεύουν. 'Η θα κάνουμε νέα ποιοτικά βήματα μπροστά ή θα πισωγυρίσουμε. Η ήττα του κινήματος, του κομμουνιστικού, του λαϊκού, συνεχίζεται, χωρίς ουσιαστικά σημάδια ανάκαμψης. Η δράση του ΚΚΕ δεν αρκεί για να αντιστρέψει την κατάσταση, και σε αυτό πρέπει να έχουμε επίγνωση.

Ορισμένα από τα βάθρα μας αδυνάτισαν ή δεν αντέχουν στις νέες επιθέσεις.

Δεν είμαστε επικεφαλής μαζικών λαϊκών οργανώσεων, κυρίως συνδικάτων, με δυνατότητες κινητοποίησης εργαζομένων.

Η αναγνώριση των στελεχών μας ως εργατικών - λαϊκών ηγετών, ως ηγετών της τάξης, είναι περιορισμένη και με σημάδια υποχώρησης.

Δεν έχουμε σε κρίκους της παραγωγής και του κράτους ισχυρές Κομματικές Οργανώσεις.

Δεν μπορούμε να προσδοκούμε ουσιαστική στήριξη ούτε καν από τον γειτονικό μας περίγυρο, και οι εξελίξεις στην περιοχή μας είναι επικίνδυνες.

Δεν χωρά κανένας εφησυχασμός, παρότι η συντριπτική πλειοψηφία των μελών και των στελεχών έδωσαν και δίνουν τη μάχη με αυτοθυσία.

Οι Θέσεις τονίζουν ότι το κεντρικό ζήτημα είναι να συζητήσουμε πώς το Κόμμα θα αναγνωρίζεται ως μια ισχυρή λαϊκή, πολιτική και οργανωτική πρωτοπορία, ως φορέας της επαναστατικής προοπτικής από ευρύτερες μάζες, και συμφωνώ.

Ορισμένες επισημάνσεις θα ήθελα να κάνω, όχι πιθανώς με την ιεράρχηση και τη σημασία που ίσως έχουν.

-- Η εργατική τάξη, τα λαϊκά στρώματα, σωστά επισημαίνεται ότι είναι ανοργάνωτα και το οργανωμένο κομμάτι πολύ μικρό και κυρίως με ισχυρές τις επιρροές των εργοδοτών και των αστικών κομμάτων.

Η βελτίωση του βαθμού οργάνωσης της εργατικής τάξης, των άλλων λαϊκών στρωμάτων, ο προσανατολισμός της δράσης τους, πρέπει να είναι κριτήριο αποτελεσματικότητας των Οργανώσεων και των στελεχών, του Κόμματος συνολικά.

-- Ασφαλώς και μας λείπουν οι μεγάλοι, μαζικοί ταξικοί αγώνες. Πριν από όλα όμως μας λείπουν οι μικροί καθημερινοί αγώνες για τους μισθούς, τις συνθήκες δουλειάς, την Υγεία, την Παιδεία, το περιβάλλον κ.λπ. Σε αυτούς πρέπει να πρωτοστατήσουν οι κομμουνιστές και οι κομμουνίστριες, η ΚΝΕ, οι φίλοι του Κόμματος. Αυτοί θα ωριμάσουν τους μεγάλους αγώνες.

Και για να το κάνουν δεν χρειάζεται να ξέρουν τον μαρξισμό - λενινισμό, να περιμένουν να μάθουν για να δράσουν. Και επειδή θα δρουν, και αυτό είναι το κύριο, πρέπει να σπουδάζουν τον μαρξισμό - λενινισμό για να εντάσσεται όσο πιο αποτελεσματικά γίνεται η δράση τους στη γενική προσπάθεια συγκέντρωσης και προετοιμασίας των δυνάμεων για τη μεγάλη σύγκρουση.

Μέσα σε αυτούς τους μικρούς και μεγαλύτερους αγώνες θα μαθαίνουμε και θα μας μαθαίνουν, και μέσα από την αταλάντευτη στάση μας θα αναγνωριζόμαστε ως ηγέτες, ως οργανωτές μαζών, κάτι που βέβαια δεν παραχωρείται, δεν χαρίζεται, κερδίζεται.

Η ΚΕ στις Θέσεις λέει ότι ακόμα και σήμερα υπάρχουν μέλη και στελέχη που έχουν συγχύσεις γύρω από τα ζητήματα της σχέσης Κόμματος και συνδικάτων, Κόμματος και λαϊκών οργανώσεων.

Είμαι της γνώμης ότι η ΚΕ χρειάζεται να δώσει ακόμα μεγαλύτερη προσοχή σε αυτό το ζήτημα.

Κατά τη γνώμη μου υπάρχουν Κομματικές Οργανώσεις που δρουν στρεβλώνοντας αυτήν τη σχέση, και ιδιαίτερα Τομεακές.

Η αποδυνάμωση των συνδικάτων και των άλλων λαϊκών οργανώσεων, καθώς και η μειωμένη επίδραση των κομμουνιστών σε αυτά, έχει πρωτίστως αντικειμενικά χαρακτηριστικά. Ομως ο τρόπος δράσης πολλές φορές δεν βοηθά να μειώνονται οι συνέπειες αυτών των αντικειμενικών χαρακτηριστικών και να βελτιώνεται η κατάσταση.

Ορισμένα παραδείγματα, χωρίς και πάλι συγκεκριμένη ιεράρχηση.

Δεκάδες οργανωτικά στελέχη έως και Γραμματείς Τομέων έχουν ελάχιστη ή και καθόλου σχέση με σωματείο, μαζικό φορέα με τη ζωή του, απλά και τυπικά είναι μέλη κάποιου συνδικάτου. Πλήρης απόσπαση από το κίνημα και τις δυσκολίες του.

Υπάρχουν δεκάδες στελέχη - μέλη Οργάνων (Γραφείων ΚΟΒ, Τομεακών Επιτροπών), αλλά και απλά κομματικά μέλη, που για το τελευταίο που ελέγχονται είναι η παρουσία και η δουλειά τους στα συνδικάτα, στους άλλους λαϊκούς φορείς, ενώ ελέγχονται καθημερινά για τις άλλες οργανωτικές τους χρεώσεις.

Είναι δεκάδες τα κομματικά στελέχη - μέλη ΔΣ Σωματείων, Ομοσπονδιών κ.λπ., αλλά και απλά κομματικά μέλη, που βρίσκονται ώρες στα κομματικά γραφεία, πολλές περισσότερες από αυτές που ξοδεύουν για να είναι στο συνδικάτο τους.

Είναι πολλές οι κινητοποιήσεις σωματείων κ.λπ. όπου αντί το πρώτο βιολί στον σχεδιασμό, στη διεύθυνση της κινητοποίησης να είναι ο πρόεδρος του σωματείου, το ΔΣ του σωματείου, είναι ο Γραμματέας του Τομέα, ο Γραμματέας της Οργάνωσης, που πολλές φόρες συμβαίνει να μην είναι καν μέλος του σωματείου. Πού θα δοκιμαστούν και πού και πώς θα αναδειχθούν αυτά τα στελέχη;

Είναι πολλές οι περιπτώσεις όπου αντιπαραθέτουμε την κομματική στη συνδικαλιστική δουλειά. Π.χ. βγάλαμε κομματική ανακοίνωση ή βγάλαμε σαν συνδικάτο, δεν χρειάζεται άλλη. Λες και η προπαγάνδα συνδικάτου και Κόμματος είναι ένα και το αυτό.

Αυτά είναι ορισμένα μόνο παραδείγματα στρέβλωσης της σχέσης Κόμματος και συνδικάτων - άλλων λαϊκών οργανώσεων, που δεν έχουμε την πολυτέλεια να τα υποτιμάμε, γιατί μπορεί να οδηγήσουν σε ακόμα χειρότερες και πιο σοβαρές στρεβλώσεις.


Γιώργος Σκιαδιώτης
Μέλος του Τμήματος της ΚΕ για την Εργατική Συνδικαλιστική Δουλειά

Για την ψηφιοποίηση της οικονομίας

Προετοιμάζουμε το 21ο Συνέδριό μας έχοντας στα χέρια μας τρία πολύ σημαντικά κείμενα, πάνω στα οποία πρέπει να εντρυφήσει ο κάθε σύντροφος και συντρόφισσα, στην κατεύθυνση να αναπτυχθούν διάφορες πτυχές που πιάνονται σε αυτά. Με αυτή την έννοια συμφωνώ με τις Θέσεις των κειμένων και θα προσπαθήσω εδώ να συμβάλω στο διάλογο, φωτίζοντας κάποιες πλευρές σε σχέση με την ψηφιοποίηση της οικονομίας.

Το Κόμμα μας όλο το προηγούμενο διάστημα έχει ανοίξει την κουβέντα για τη λεγόμενη από την αστική αρθρογραφία «4η Βιομηχανική Επανάσταση« (4ΒΜΕ) με ομιλίες, εκδηλώσεις, άρθρα σε «Ριζοσπάστη»/ΚΟΜΕΠ, όπως και εκδόσεις. Σε αυτή την κατεύθυνση πρέπει να συνεχίσουμε συλλογικά αλλά και ατομικά, βοηθώντας τον προσυνεδριακό διάλογο ώστε να αποτυπωθούν καλύτερα οι εξελίξεις και οι τάσεις που προδιαγράφονται σε ό,τι αφορά την 4ΒΜΕ. Οπως και το πρώτο κείμενο πολύ σωστά τονίζει, θεωρούμε ιδιαίτερης σημασίας τη δυνατότητα να κατανοούμε τις σύγχρονες μορφές που παίρνει η καπιταλιστική εκμετάλλευση εξαιτίας της εφαρμογής νέων τεχνολογιών και άλλων μεθόδων οργάνωσης της εργασίας.

Καταρχάς το ζήτημα της τηλεργασίας μπορεί να φαντάζει καινούργιο, αλλά έχει αξιοποιηθεί και με άλλες μορφές στο παρελθόν από τους καπιταλιστές. Κατά τη διάρκεια των μελετών του, ο Μαρξ πήρε υπόψη του και τρόπους εκμίσθωσης της εργασίας που ονομάζονταν cottage factories (κατοικίες εργοστάσια), όπου «στη μέση πολλών κατοικιών, που είναι χτισμένες έτσι ώστε να σχηματίζουν τετράγωνο, χτιζόταν το λεγόμενο engine house (μηχανοστάσιο) για την ατμομηχανή, που με άξονες συνδεόταν με τους αργαλειούς στις κατοικίες». Παρακάτω παρατηρεί σε σχέση με τη δουλειά στο σπίτι, όπως την ονομάζει, πως «η εκμετάλλευση γίνεται πιο ξετσίπωτη και από τη μανουφακτούρα, γιατί με τη διασπορά των εργατών μειώνεται η δυνατότητα αντίστασής τους» («Το Κεφάλαιο», Κριτική της πολιτικής οικονομίας). Επιπλέον τόνιζε σε σχέση με τους λόγους της μηχανοποίησης της παραγωγής της τότε καπιταλιστικής οικονομίας πως «στην αυξανόμενη αγορά και στον ακόμα γρηγορότερα αυξανόμενο συναγωνισμό των κεφαλαιοκρατών δεν αρκούσε πια η βάση της παλιάς μεθόδου, η απλώς και μόνο κτηνώδης εκμετάλλευση του εργατικού υλικού, που την συνοδεύει ένας λίγο πολύ συστηματικά αναπτυγμένος καταμερισμός εργασίας. Σήμανε η ώρα των μηχανών» (στο ίδιο). Εύκολα κανείς μπορεί να κάνει αντίστοιχους παραλληλισμούς με το σήμερα.

Σε αυτήν την κατεύθυνση κινούνται οι προσπάθειες των καπιταλιστών την τελευταία περίοδο, μιας που για την αστική τάξη κεντρικής σημασίας ζήτημα είναι πάντα η αύξηση της κλοπής της υπεραξίας που παράγει η εργατική τάξη και μέσω της αύξησης της παραγωγικότητας επιτυγχάνεται ακριβώς αυτό. Σε αυτή την κατεύθυνση κινούνται πολλά από τα σημαντικότερα αστικά επιτελεία, με τον γνωστό αστό οικονομολόγο Paul Krugmann να δηλώνει πως «η παραγωγικότητα δεν είναι τα πάντα, αλλά μακροπρόθεσμα είναι σχεδόν τα πάντα». Με αυτή την έννοια, η καπιταλιστική παραγωγή αναδιοργανώνεται άρδην τα τελευταία χρόνια αναδεικνύοντας νέες μορφές στην εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης.

Τέτοιες νέες μορφές οργάνωσης συναντάμε συχνά για παράδειγμα στον τομέα των logistics ή και της αυτοκινητοβιομηχανίας, όπου η προετοιμασία των παραγγελιών συντονίζεται διαμέσου συσκευών όπως γυαλιά, ακουστικά κ.ά. από τα οποία ο εργαζόμενος παίρνει λεπτομερείς οδηγίες για τις εργασίες που πρέπει να εκτελέσει. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα οι εργαζόμενοι να χρειάζονται χαμηλό χρόνο εκμάθησης και η ταχύτητα προετοιμασίας παραγγελιών να αυξάνεται ραγδαία. Παράλληλα, αυτό που πετυχαίνουν εδώ οι εργοδότες είναι και η μόνιμη παρακολούθηση των υπαλλήλων τους, ξέροντας ανά πάσα στιγμή ποιος και πόσες παραγγελίες ετοιμάζει, αυξάνοντας πολύ την πίεση προς τους εργαζόμενους να δουλεύουν πιο εντατικά. Εκλείπει πλέον η ανάγκη του ατόμου/προϊσταμένου που συντονίζει και διευθύνει την παραγωγή και αντικαθίσταται από κάποιο λογισμικό το οποίο παίρνει βέλτιστες αποφάσεις μέσω αξιοποίησης διάφορων μαθηματικών μοντέλων.

Από την άλλη, ακούγονται και άλλες φωνές πιο «έξυπνες» από επιτελεία της αστικής τάξης, όπως για μείωση των ημερών εργασίας, λέγοντας χαρακτηριστικά πως αυτή η πρόταση δεν είναι και τόσο ριζοσπαστική, αλλά αντίθετα μπορεί να φέρει θετικά αποτελέσματα αυξάνοντας την παραγωγικότητα των εργαζομένων, κάνοντάς τους παράλληλα πιο πιστούς στις επιχειρήσεις που δουλεύουν. Αντίστοιχα τονίζουν πως την ίδια δυνατότητα προέβλεψαν και πρωτοπόροι καπιταλιστές τις δεκαετίες του 1920/30, φέρνοντας ως παράδειγμα τον Φορντ που μείωσε τις ώρες εργασίας από 60 σε 40. Σίγουρα τότε το εργατικό κίνημα ασκούσε μεγαλύτερη πίεση κάτω και από τη συμβολή της ΕΣΣΔ. Πρέπει όμως να πάρουμε υπόψη πως στους κλάδους των νέων τεχνολογιών πολλές φορές η αρχή και το τέλος της εργάσιμης μέρας είναι ακαθόριστο, με τα ωράρια πολλές φορές να μην καταγράφονται καν.

Ομως αν δούμε και το πώς επηρεάζει τις συνθήκες εργασίας στους χώρους όπου εφαρμόζονται οι νέες τεχνολογικές εξελίξεις, θα δούμε πως επιβεβαιώνονται οι θέσεις μας. Για παράδειγμα, σε έρευνα της Συνομοσπονδίας Γερμανικών Συνδικάτων μπήκε το ερώτημα σε εργαζόμενους κατά πόσο έχει επιβαρυνθεί η εργασία τους από την ψηφιοποίηση, με το 46% να απαντάει ότι έχει ανέβει η πίεση και μόνο το 9% ότι πιέζεται λιγότερο. Ειδικά σε εργαζόμενους που δουλεύουν με ψηφιακά μέσα, τότε αυτό το ποσοστό ανεβαίνει ακόμα παραπάνω. Ετσι 56% των εργαζομένων αυτών που δουλεύουν πολύ με ψηφιακά μέσα δήλωσαν αύξηση της πίεσης στην εργασία τους, ενώ αυτό το ποσοστό φτάνει στο 60% αυτών που δουλεύουν πάρα πολύ με ψηφιακά μέσα.

Στα κομμάτια των εργαζομένων που δουλεύουν στις εταιρείες υψηλής τεχνολογίας από την άλλη, εφαρμόζονται τακτικές ενσωμάτωσης στους στόχους της εργοδοσίας με καλύτερες μισθολογικές πολιτικές. Επίσης και οι τρόποι οργάνωσης της παραγωγικής διαδικασίας των διαφόρων προϊόντων λογισμικού πολλές φορές είναι εντελώς καθορισμένοι από τους ίδιους τους εργαζόμενους, χωρίς καν να ξέρει ο προϊστάμενος λεπτομέρειες από την εργασία της ομάδας. Οι νέες συνθήκες λοιπόν εμφανίζουν επιπλέον εμπόδια ώστε να διακρίνονται οι λόγοι για τους οποίους εφαρμόζονται νέες μορφές εκμετάλλευσης από την αστική τάξη.

Αυτές και άλλες τάσεις και εξελίξεις πρέπει να γίνουν αντικείμενο μελέτης από συντρόφους που βρίσκονται σε τέτοιους τομείς, αρκετοί από τους οποίους ζουν στο εξωτερικό, ζώντας οι ίδιοι τι σημαίνει να δουλεύεις σε καπιταλιστικές οικονομίες υψηλής ανάπτυξης. Θα συμβάλει ώστε να κερδίσουμε και κόσμο από αυτούς του νέους επιστήμονες που έφυγαν τα τελευταία χρόνια, γιατί όπως έλεγε και ο Λένιν, «ένας μηχανικός θα φτάσει στην αναγνώριση του κομμουνισμού όχι έτσι, όπως έφτασε ο παράνομος προπαγανδιστής, ο λόγιος, αλλά από τα δεδομένα της επιστήμης του (...)». Σε αυτή την κατεύθυνση θα βοηθούσε και αν ξεκινούσαμε εκ νέου την έκδοση κάποιου είδους επιστημονικού περιοδικού του Κόμματος όπως ήταν παλιότερα η «Επιστημονική Σκέψη» κ.ά.


Ηλίας Μερτζανίδης
Κομματική Οργάνωση Κεντρικής Ευρώπης του ΚΚΕ



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ