ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 1 Μάρτη 2014 - Κυριακή 2 Μάρτη 2014
Σελ. /40
ΙΣΤΟΡΙΑ
Το Κομμουνιστικό Κίνημα των Ελλήνων της Αιγύπτου

Ο «Ριζοσπάστης» ξεκινά σήμερα τη δημοσίευση κειμένου με θέμα το κομμουνιστικό κίνημα των Ελλήνων της Αιγύπτου. Το κείμενο έχει γράψει ο Στέλιος Μπεβεράτος που είχε συμμετάσχει στο κομμουνιστικό κίνημα στην Αίγυπτο. Σήμερα δημοσιεύουμε το Α' Μέρος

«Ο Ελλην», το περιοδικό που άρχισε να εκδίδεται στην ελληνική παροικία της Αιγύπτου το Μάρτη του 1942
«Ο Ελλην», το περιοδικό που άρχισε να εκδίδεται στην ελληνική παροικία της Αιγύπτου το Μάρτη του 1942
Σκοπός του κειμένου αυτού είναι να αναδείξει την ανάγκη, αλλά και τη δυνατότητα που έχουν οι κομμουνιστές, που για διάφορους λόγους βρέθηκαν στο εξωτερικό, να οργανώνονται και να δρουν σαν κομμουνιστές, να παλεύουν, ακόμα και κάτω από δύσκολες συνθήκες, για την πραγμάτωση των στόχων του κόμματός τους. Στην περίπτωση των Ελλήνων κομμουνιστών για την πραγμάτωση των στόχων του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας.

Σ' όλη την 95χρονη πορεία του ΚΚΕ, η δράση των κομμουνιστών στο εξωτερικό ήταν πολύπλευρη και σημαντική. Ανάμεσα στην αξιόλογη αυτή δράση μια ιδιαίτερη θέση κατέχει η δράση των Ελλήνων κομμουνιστών στην Αίγυπτο. Αυτό, όχι λόγω του μεγέθους της οργάνωσής τους ή της δραστηριότητάς τους, που μπορεί να είναι σε χαμηλότερα επίπεδα σε σύγκριση με Κομματικές Οργανώσεις και τη δράση τους σε άλλες χώρες (κυρίως αυτές στις οποίες μεταπολεμικά συγκεντρώθηκε μεγάλος αριθμός Ελλήνων εργαζομένων μεταναστών ή πολιτικών προσφύγων), αλλά γιατί ένα μεγάλο μέρος της ιστορίας του κομμουνιστικού κινήματος των Ελλήνων της Αιγύπτου είναι άμεσα συνδεμένο με τους αγώνες του ελληνικού λαού σε μια από τις πιο κρίσιμες φάσεις της ιστορίας του, την περίοδο του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, κατά την οποία οι Αγγλοι ιμπεριαλιστές και η ελληνική κυβέρνηση των φυγάδων ανέπτυξαν στη Μέση Ανατολή κάθε είδους μηχανορραφίες και άσκησαν ωμή βία για να εξασφαλίσουν συνθήκες διατήρησης της αστικής εξουσίας στην Ελλάδα μετά τον πόλεμο.

Σχετικά με τη βαθιά ταξική διαφοροποίηση της ελληνικής παροικίας, ενδεικτική μελέτη αναφέρει ότι μόνο το 5% των Ελλήνων της Αιγύπτου ήταν κεφαλαιούχοι, έμποροι ή βιομήχανοι, το 35% ήταν βιοτέχνες και το 60% φτωχοί εργαζόμενοι ή άνεργοι
Σχετικά με τη βαθιά ταξική διαφοροποίηση της ελληνικής παροικίας, ενδεικτική μελέτη αναφέρει ότι μόνο το 5% των Ελλήνων της Αιγύπτου ήταν κεφαλαιούχοι, έμποροι ή βιομήχανοι, το 35% ήταν βιοτέχνες και το 60% φτωχοί εργαζόμενοι ή άνεργοι
Η ιδιαιτερότητα του κομμουνιστικού κινήματος των Ελλήνων της Αιγύπτου έχει ακόμα σχέση - και μάλιστα σε μεγάλο βαθμό - με τη γενική πολιτική και κοινωνική κατάσταση που επικρατούσε στην Αίγυπτο στα χρόνια της ανάπτυξης της ελληνικής παροικίας και με την ιδιομορφία της παροικίας όπως διαμορφώθηκε στο πλαίσιο αυτής της κατάστασης.

Βεβαίως, το κυριότερο είναι ότι στην πολιτική κατεύθυνση που πήρε το ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα στην Αίγυπτο, δηλαδή στις αδυναμίες που το χαρακτήρισαν, βάρυνε η γενικότερη πολιτική γραμμή που διαμορφώθηκε στο πλαίσιο του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος. Αυτό το γεγονός, μαζί με άλλα, στάθηκε εμπόδιο στη δυνατότητα να ασκήσει τον αυτοτελή ιδεολογικοπολιτικό και οργανωτικό ρόλο του.

Τέλος, σημαντικό ρόλο για τα όρια του προσανατολισμού και της δράσης του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος στην Αίγυπτο έπαιξε και η πολυδιάσπαση για μεγάλο χρονικό διάστημα του αιγυπτιακού κομμουνιστικού κινήματος και άλλες σοβαρές αδυναμίες του, που είχαν ως αποτέλεσμα να μην έχει τη δυνατότητα να αγκαλιάσει καθοδηγητικά το κομμουνιστικό κίνημα της ελληνικής παροικίας, ώστε να ενταχθεί και αυτό στους αγώνες, κοινωνικούς και πολιτικούς, του αιγυπτιακού λαού. Ο τελευταίος αυτός παράγοντας συνέτεινε, χωρίς να δικαιολογεί στο ακέραιο, στο να μείνει το ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα για μια μεγάλη περίοδο της ιστορίας του μακριά από τους αγώνες του αιγυπτιακού λαού και προσηλωμένο, σχεδόν αποκλειστικά, στα παροικιακά προβλήματα και στους πολιτικούς - απελευθερωτικούς αγώνες του ελληνικού λαού.

Στη διάνοιξη της διώρυγας του Σουέζ (1859-1869) εργάστηκαν 5.000 Ελληνες
Στη διάνοιξη της διώρυγας του Σουέζ (1859-1869) εργάστηκαν 5.000 Ελληνες
Για τους πιο πάνω λόγους γίνεται λοιπόν απαραίτητη, κατ' αρχάς, μια σύντομη αναδρομή στο ιστορικό της ανάπτυξης της ελληνικής παροικίας στην Αίγυπτο (στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα) μέχρι τη δραστική συρρίκνωσή της, στα τέλη της δεκαετίας του 1950 αρχές της δεκαετίας του 1960, καθώς και στις συνθήκες που επικρατούσαν στην Αίγυπτο κατά την ίδια περίοδο.

Οι συνθήκες στην Αίγυπτο - Η ελληνική παροικία

Είναι γνωστό ότι Ελληνες εγκατεστημένοι στην Αίγυπτο υπήρχαν και κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας στην Ελλάδα και την Αίγυπτο. Ομως, στα νεότερα χρόνια, η ελληνική παροικία άρχισε να αναπτύσσεται ουσιαστικά αμέσως μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας από τον τουρκικό ζυγό.

Οι εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες ζωής στην Ελλάδα ώθησαν χιλιάδες να μετακινηθούν προς την Αίγυπτο, πολλές φορές με πρόθεση αυτή η μετακίνηση να είναι προσωρινή. Η προσωρινότητα όμως στις περισσότερες περιπτώσεις μετατρεπόταν σε μόνιμη εγκατάσταση. Οι μετανάστες αυτοί ήταν έτοιμοι, προκειμένου να επιζήσουν, να κάνουν οποιαδήποτε δουλειά. Παράλληλα, τουλάχιστον ένα μέρος από αυτούς είχαν και σχετικά περισσότερα επαγγελματικά εφόδια από τη μάζα των Αιγυπτίων. Ετσι βλέπουμε να αναπτύσσεται μια πολυάριθμη ελληνική μερίδα της εργατικής τάξης στην Αίγυπτο που την αποτελούσαν εργάτες με κάποια ειδίκευση (χτίστες, μαραγκοί, βυρσοδέψες, μεταξουργοί, ναυτικοί κ.ά.) ή υπάλληλοι, σερβιτόροι κλπ., αλλά και χιλιάδες απλοί χειρώνακτες. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι από τους 7.000 περίπου Ευρωπαίους που εργάστηκαν στη διάνοιξη της διώρυγας του Σουέζ (1859-1969) οι 5.000 ήταν Ελληνες (Δωδεκανήσιοι κατά το μεγαλύτερο μέρος). Τα πληρώματα των βυθοκόρων που χρησιμοποιήθηκαν στη δεύτερη φάση της διάνοιξης ήταν Ελληνες ναυτικοί. Στην κατασκευή του πρώτου Νειλοφράκτη του Ασουάν (1898-1912), όπως αναφέρεται σε σχετική αναμνηστική πλάκα, «το εργατικό δυναμικό που χρησιμοποιήθηκε ήταν Αιγύπτιοι και Ελληνες» (οι σχεδιαστές ήταν Αγγλοι και οι τεχνίτες Ιταλοί).

Αλλά αυτή ήταν η μία πλευρά της δημιουργίας της ελληνικής παροικίας στην Αίγυπτο.

Η άλλη είναι η συγκρότηση της ελληνικής μερίδας της μεγαλοαστικής τάξης που αποτελούνταν αρχικά από Αγγλους, Γάλλους, Ιταλούς, Ελληνες, Εβραίους κ.ά. μεγαλέμπορους, κτηματίες, βιομήχανους κ.λπ., που ήρθαν στην Αίγυπτο τις περισσότερες φορές με περιουσία ήδη δημιουργημένη από το εξωτερικό και στους οποίους ο κυρίαρχος τότε «αντιβασιλεύς» της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας Μοχάμεντ Αλι παραχώρησε άφθονα προνόμια, αγροτικές εκτάσεις κ.λπ., για να πετύχει οικονομική ανάπτυξη σε όφελος του ίδιου και μιας μερίδας πάμπλουτων, κυρίως ξένων, μεγαλοαστών και σε βάρος του αιγυπτιακού λαού.

Σχετικά με τη θέση των Ελλήνων εργαζομένων, τα επαγγέλματα, τις αποδοχές, το βιοτικό επίπεδο κ.λπ. είναι σημαντικό να σημειωθεί εδώ ότι τόσο οι τοποτηρητές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όσο και οι μετέπειτα (από το 1882) κυρίαρχοι της Αιγύπτου Αγγλοι αποικιοκράτες έκαναν πάντοτε το παν για να κρατήσουν καθυστερημένο τον αιγυπτιακό λαό, αναλφάβητο σχεδόν στο σύνολό του, μακριά από θέσεις ευθύνης ή εργασίες που απαιτούν κάποιες γνώσεις στην παραγωγή κ.λπ. Οι Αγγλοι στα χρόνια της κυριαρχίας τους ακολούθησαν την τακτική ορισμένων παραχωρήσεων προς τις υπάρχουσες μειονότητες για μια σχετικά πιο ευνοϊκή οικονομική μεταχείριση. Την ίδια τακτική ακολούθησαν βέβαια στις δικές τους επιχειρήσεις και οι Ελληνες βιομήχανοι, μεγαλοκτηματίες, μεγαλέμποροι κ.λπ., που μπορούσαν να πετούν στους Ελληνες εργαζόμενους ένα επιπρόσθετο ξεροκόμματο, προκειμένου οι τελευταίοι να αισθάνονται προνομιούχοι και οι ίδιοι οι εργοδότες να κρατούν σε απόσταση το εξαθλιωμένο αιγυπτιακό προλεταριάτο. Η εικόνα που βλέπουμε ως και τα μέσα της δεκαετίας του '50 είναι απ' αυτή την άποψη απόλυτα χαρακτηριστική. Στις μεγάλες επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας (νερό, ηλεκτρικό ρεύμα, τραμ, τηλέφωνο), που ήταν κυρίως αγγλικών, γαλλικών, βελγικών και ιταλικών συμφερόντων, καθώς βέβαια και στην εταιρεία της διώρυγας του Σουέζ και τις άλλες μεγάλες επιχειρήσεις όλο ανεξαιρέτως το διευθυντικό, επιστημονικό και τεχνικό προσωπικό ήταν Εγγλέζοι, Γάλλοι, Ιταλοί, Βέλγοι, Μαλτέζοι και άλλοι Ευρωπαίοι, αλλά κανένας Αιγύπτιος. Στις μεγάλες ελληνικές επιχειρήσεις (εκκοκκιστήρια βάμβακα, ελαιουργεία, καπνεργοστάσια, υφαντουργεία, βυρσοδεψεία, μεγάλες αγροτικές εκμεταλλεύσεις, τράπεζες, εμπορικές επιχειρήσεις κ.λπ.) όλο το στελεχικό δυναμικό ήταν Ελληνες ή άλλοι Ευρωπαίοι.

Οπως ήταν φυσικό, σε συνθήκες μεγάλης καθυστέρησης της αιγυπτιακής κοινωνίας γενικά, ένα μέρος από τους φτωχούς Ελληνες μετανάστες ήταν εύκολο να ασχοληθεί με το μικρεμπόριο, τη βιοτεχνία κ.λπ. Ετσι βλέπουμε να δημιουργείται μια σχετικά πολυάριθμη μερίδα από αυτοαπασχολούμενους ή με ελάχιστο προσωπικό επαγγελματοβιοτέχνες και μικρέμπορους (μπακάληδες, φουρνάρηδες, κουρείς, ράφτες, επιπλοποιοί κ.λπ.). Παράλληλα δημιουργήθηκε μια σημαντική μερίδα από ελευθεροεπαγγελματίες επιστήμονες (γιατροί, δικηγόροι, μηχανικοί, γεωπόνοι κ.λπ.) που είχαν σπουδάσει στην Ελλάδα ή σε χώρες της Δυτικής Ευρώπης και από σχετικά καλά αμειβόμενο διευθυντικό και άλλο στελεχικό προσωπικό.

Σχετικά με τη βαθιά ταξική διαφοροποίηση της ελληνικής παροικίας, ενδεικτικά είναι τα αποτελέσματα ειδικής μελέτης που έκανε ο διευθυντής της Ξενακείου Σχολής της Ελληνικής Κοινότητας Καΐρου, Γιώργης Αθανασιάδης, το 1947, από την οποία είχε προκύψει ότι μόνο το 5% των Ελλήνων της Αιγύπτου ήταν κεφαλαιούχοι, έμποροι ή βιομήχανοι, το 35% ήταν βιοτέχνες και το 60% φτωχοί εργαζόμενοι ή άνεργοι.

Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι, παρά τη γενικά προνομιούχα θέση της ελληνικής παροικίας σε σχέση με τον αιγυπτιακό λαό, τα πλατιά λαϊκά στρώματά της ζούσαν σε συνθήκες πραγματικής φτώχειας.

Για το επίπεδο της φτώχειας που επικρατούσε διαχρονικά σε μεγάλη μερίδα της παροικίας χαρακτηριστικά είναι τα πιο κάτω στοιχεία:

Το 1871, στην Αλεξάνδρεια, από τα 423 παιδιά που φοιτούσαν στα σχολεία τα 229 δεν πλήρωναν δίδακτρα γιατί ήταν από άπορες οικογένειες. Στην ίδια πόλη, το 1919, από τα 3.367 παιδιά δεν πλήρωναν τα 2.253. Στο Αχιλλοπούλειο, το Παρθεναγωγείο του Καΐρου, το 1927, από τα 965 κορίτσια τα 697 δεν πλήρωναν γιατί επίσης ήταν από άπορες οικογένειες.

Για μια πιο πρόσφατη περίοδο, ο Γιώργης Αθανασιάδης έγραφε σε βιβλίο του ότι για τους 600 από τους 800 μαθητές της Ξενακείου Σχολής «αν δεν εξασφαλίζαμε στο μαθητικό συσσίτιο ένα πιάτο ζεστό φαΐ το μεσημέρι, δεν θα το βρίσκανε στο σπίτι τους».

Σχετικά με την αριθμητική δύναμη της ελληνικής παροικίας στην Αίγυπτο, ενδεικτικός είναι ο αριθμός αυτών που είχαν την ελληνική ιθαγένεια: 37.301 το 1882, 62.973 το 1907. Να σημειωθεί ότι τα χρόνια εκείνα υπήρχαν στην Αίγυπτο και αρκετές χιλιάδες Ελληνες με άλλες υπηκοότητες (Αυστρίας, Γαλλίας, Ιταλίας κ.ά.). Στο απόγειο της ανάπτυξης της παροικίας των Ελλήνων στην Αίγυπτο, στην περίοδο του μεσοπολέμου ως και λίγο μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, υπολογίζεται ότι ο αριθμός τους έφτασε τις 150.000.

Το κύριο χαρακτηριστικό αυτής της πολυάριθμης παροικίας είναι ότι ήταν ιδιαίτερα κλεισμένη στον εαυτό της. Εκτός από τις Κοινότητες, τις εκκλησίες και τα σχολεία, οι Ελληνες είχαν και τις δικές τους ξεχωριστές λέσχες, πολιτιστικούς και αθλητικούς συλλόγους, συνδέσμους παλαιών πολεμιστών, προσκοπείο, εθνικοτοπικές αδελφότητες (Πελοποννήσιων, Ηπειρωτών κ.λπ.), δικές τους καθημερινές εφημερίδες, περιοδικά, εκδοτικούς οίκους. Πολιτιστικά ήταν πολύ πιο συνδεμένοι με τη μητρόπολη και σχεδόν καθόλου με τους θεσμούς της χώρας στην οποία ζούσαν.

Το ίδιο ίσχυσε και για τη γλώσσα. Παρόλο που η αραβική τα τελευταία χρόνια διδασκόταν υποχρεωτικά στα ελληνικά σχολεία, ελάχιστοι την έμαθαν σωστά. Οι πιο πολλοί μπορούσαν να τη χρησιμοποιούν μόνο για τις τρέχουσες καθημερινές συναλλαγές και αρκετά σπαστά. Στο εμπόριο και στα «Μεικτά» Δικαστήρια, όπου δικάζονταν οι υποθέσεις που αφορούσαν συγχρόνως Αιγύπτιους και ξένους και που λειτουργούσαν μέχρι το 1946, οπότε καταργήθηκε το καθεστώς των «διομολογήσεων», δηλαδή των προνομίων για τους καπιταλιστές, επίσημη γλώσσα ήταν η γαλλική.

Σχετικά με τη δικαιοσύνη, χαρακτηριστικό είναι και το ότι για τις υποθέσεις μεταξύ Ελλήνων, μέχρι το τέλος των «διομολογήσεων», αρμόδια ήταν τα ελληνικά προξενικά δικαστήρια.

Σ' αυτά πρέπει να προστεθεί ότι σε όλη την περίοδο της άνθησης της παροικίας τους οι Ελληνες της Αιγύπτου κράτησαν και άλλους εξαιρετικά στενούς δεσμούς με την Ελλάδα. Παρακολουθούσαν στενά και κατά κάποιο τρόπο συμμετείχαν στην ελληνική πολιτική ζωή. Πολλοί είχαν συγγενείς στην Ελλάδα και επισκέπτονταν κατά καιρούς τον τόπο καταγωγής τους. Σχεδόν όλοι παρέμειναν στην Αίγυπτο με την ελληνική υπηκοότητα.

Στην πιο πάνω αναδρομή είδαμε την ταξική σύνθεση, το βαθύ ταξικό διαχωρισμό της ελληνικής παροικίας στην Αίγυπτο, αλλά και τη γενικά, στο σύνολο, προνομιούχο θέση της μέσα στην αιγυπτιακή κοινωνία.

Αυτά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ελληνικής παροικίας στην Αίγυπτο καθόρισαν τις συνθήκες μέσα στις οποίες συγκροτήθηκε και έδρασε το κομμουνιστικό της κίνημα.

Οι ρίζες του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος στην Αίγυπτο

Οπως είδαμε, στην Αίγυπτο, για ένα μεγάλο διάστημα κατά το 19ο αιώνα, αλλά και μέχρι το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ένα σημαντικό κομμάτι της εργατικής τάξης ήταν ξένοι. Αυτό είχε την αντανάκλασή του και στο εργατικό - συνδικαλιστικό κίνημα. Στα πρώτα του βήματα, στη διάρκεια του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου, η παρουσία στη συνδικαλιστική δραστηριότητα των ξένων, ιδίως Ελλήνων, Ιταλών και Αρμένηδων, ήταν σημαντική.

Μία από τις πρώτες μορφές οργάνωσης ήταν οι διάφορες αδελφότητες αλληλεγγύης (τσιγαράδες, ραφτάδες κ.ά.). Το πρώτο συμπαγές εργατικό συνδικάτο εμφανίστηκε στον κλάδο των τσιγαράδων. (Η καπνοβιομηχανία απασχολούσε τότε χιλιάδες εργάτες, καθώς τα τσιγάρα ήταν χειροποίητα). Το συνδικάτο απαρτιζόταν κυρίως από Ελληνες και Αρμένηδες. Αλλά συμπεριέλαβε και το βοηθητικό προσωπικό από Αιγύπτιους «κοφτάδες» και έδωσε σκληρές απεργιακές μάχες, κυρίως για τη βελτίωση των μεροκάματων. Να σημειωθεί ότι οι κινητοποιήσεις αυτές έγιναν σε μια περίοδο κατά την οποία οι συνθήκες εργασίας ήταν κυριολεκτικά απάνθρωπες (δωδεκάωρη εργασία, μεροκάματα πείνας) και δεν υπήρχε καθόλου εργατική νομοθεσία.

Αλλοι κλάδοι στους οποίους οι Ελληνες εργαζόμενοι ανέπτυξαν συνδικαλιστική δραστηριότητα ήταν οι μαραγκοί, οι εμποροϋπάλληλοι, οι υπάλληλοι δημοσίων κέντρων, οι εργάτες ζαχαροπλαστικής. Στους κλάδους αυτούς οι Ελληνες ίδρυσαν αρχικά ξεχωριστά συνδικάτα, τα οποία στη συνέχεια προσχώρησαν στις ευρύτερες συνδικαλιστικές Ενώσεις, όπως το Διεθνές Συνδικάτο Εμποροϋπαλλήλων. Ελληνες συνδικαλιστές εντάχθηκαν, σαν εκπρόσωποι των ξένων εργατών, στα αιγυπτιακά συνδικάτα που άρχισαν να αναπτύσσονται μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Παράλληλα με τη συνδικαλιστική δράση, στην παροικία άρχισαν να διαδίδονται και οι προοδευτικές επαναστατικές ιδέες. Για ένα διάστημα υπήρξε επιρροή του αναρχισμού, που μεταφέρθηκε στην Αίγυπτο από πολιτικούς φυγάδες από την Ισπανία και την Ιταλία. Ομως η νίκη της Μεγάλης Οχτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης στη Ρωσία και η ίδρυση του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας άσκησαν σημαντική επιρροή στους προοδευτικούς κύκλους των Ελλήνων της Αιγύπτου και οι πιο πρωτοπόροι ανάμεσά τους προσχώρησαν στην κομμουνιστική ιδεολογία.

Μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, αναπτύχθηκε ανάμεσα στις ξένες παροικίες της Αιγύπτου, με τη συμμετοχή και Αιγύπτιων διανοούμενων, μια πλούσια πολιτική - πολιτιστική δραστηριότητα στην οποία ήταν παρόντες και οι Ελληνες κομμουνιστές διανοούμενοι. Στο πλαίσιο της ελληνικής παροικίας η δραστηριότητα αυτή εκδηλώθηκε με την έκδοση των περιοδικών «Γράμματα» και «Νέα Ζωή», την έκδοση ή επανέκδοση έργων πρωτοπόρων Ελλήνων συγγραφέων και την ίδρυση δύο αξιόλογων σωματείων. Στην Αλεξάνδρεια ιδρύθηκε ο «Ομιλος Κοινωνικών Μελετών» και στο Κάιρο το «Εντευκτήριο». Τα δύο αυτά πολιτιστικά - πνευματικά κέντρα - στα οποία, μαζί με ευρύτερα δημοκρατικούς προοδευτικούς διανοούμενους, κατά το μεγαλύτερο μέρος από το χώρο των επιστημόνων, συμμετείχαν και κομμουνιστές - ανέπτυξαν πλούσια πολιτιστική και πολιτική δραστηριότητα με διαλέξεις, συζητήσεις, εκδόσεις. Χαρακτηριστικά το «Εντευκτήριο» του Καΐρου ανάλαβε την επανέκδοση της μελέτης του Γιώργου Σκληρού (Κωνσταντινίδη), που έζησε τα δέκα τελευταία χρόνια της ζωής του στο Κάιρο, «Το κοινωνικό μας ζήτημα», πρώτη απόπειρα μαρξιστικής ανάλυσης της ελληνικής κοινωνίας.

Οι πρώτες ομάδες Ελλήνων κομμουνιστών συγκροτήθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του '30. Συμμετείχαν σ' αυτές οι Σακελάρης Γιαννακάκης, ο Ελληνοκύπριος ποιητής Θεοδόσης Πιερίδης, οι συγγραφείς Γιάννης Χατζηανδρέας (Στρατής Τσίρκας), Νίκος Νικολαΐδης και Γιώργος Φιλίππου Πιερίδης (οι δυο τελευταίοι επίσης Ελληνοκύπριοι), ο Οδυσσέας Καραγιάννης κ.ά.

Ορισμένοι από τους πιο πάνω Ελληνες κομμουνιστές συμμετείχαν, μαζί με άλλους ξένους, και σε αιγυπτιακές κομμουνιστικές ομάδες. Ο Σακελάρης Γιαννακάκης από παλαιότερα συμμετείχε στην ομάδα του Αιγύπτιου διανοούμενου Χόσνι Οράμπι, στην Αλεξάνδρεια. Για τη δράση του είχε μάλιστα φυλακισθεί για ένα σύντομο διάστημα, από την κυβέρνηση του κόμματος Ουάφντ, το 1924. Μέσω της ομάδας του Οράμπι, ο Γιαννακάκης συνδέθηκε και με τον Αζίζ, γραμματέα του ΚΚ Αιγύπτου.

Η κομμουνιστική ομάδα των Ελλήνων, από την ίδρυσή της άρχισε να παρεμβαίνει στα παροικιακά ζητήματα. Προωθούσε θέσεις φιλίας και αλληλεγγύης με τον αιγυπτιακό λαό. Πλησίαζε κλάδους Ελλήνων εργαζομένων και τους παρότρυνε να συνδικαλιστούν.

Το 1932, το καθοδηγητικό όργανο της ελληνικής κομμουνιστικής ομάδας αποφάσισε να στείλει στην Κομμουνιστική Διεθνή, με διαμεσολάβηση του ΚΚΕ, σύνδεσμο, ώστε να συντονισθεί η δράση της ομάδας με το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα.

Η αποστολή ανατέθηκε στον Πέτρο Ιωαννίδη, στον οποίο δόθηκε και συστατική επιστολή του γραμματέα του ΚΚ Αιγύπτου Αζίζ. Ο Ιωαννίδης, μετά από προκαταρκτικές επαφές με το ΚΚΕ στην Αθήνα, συνάντησε τελικά τον Κ. Γυφτοδήμο (Καραγιώργη) - με τον οποίο γνωριζόταν από την ΟΚΝΕ - που τον έφερε σε επαφή με αντιπρόσωπο της Γ' Διεθνούς και πήγε τελικά στη Μόσχα. Εκεί του αποκάλυψαν ότι ο Αζίζ ήταν πράκτορας της αιγυπτιακής Ασφάλειας και είχε καταδώσει πολλές ομάδες, με αποτέλεσμα να φυλακισθούν πολλοί Αιγύπτιοι και να απελαθούν 27 Ελληνες και Αρμένηδες. Του είπαν ακόμα ότι ο Γιαννακάκης ήταν ύποπτος, το ίδιο και ο Οράμπι. Και απέκλεισαν κάθε συνεργασία. Κατά την επιστροφή του Ιωαννίδη δεν του επιτράπηκε να ξαναμπεί στην Αίγυπτο.

Η ελληνική κομμουνιστική ομάδα επιχείρησε ξανά να έλθει σε επαφή με την Κομμουνιστική Διεθνή, το 1955, με αποστολή του Οδυσσέα Καραγιάννη. Αλλά και πάλι του αρνήθηκαν κάθε συνδρομή και απλά του έδωσαν μια διεύθυνση για να υποβάλει η οργάνωση τις μελλοντικές εκθέσεις της.

Μετά από τις πληροφορίες ότι οι επαφές που είχε ο Σακελάρης Γιαννακάκης ήταν επικίνδυνες και παρόλο που κανείς δεν πίστευε ότι μπορούσε ο ίδιος να είναι ύποπτος, αποφασίστηκε η πλήρης απομόνωσή του και η ριζική αναδιοργάνωση της ομάδας. Καταρτίστηκε καινούργιο καθοδηγητικό όργανο από τους Θεοδόση και Αλεξάνδρα Πιερίδη, τον Γιάννη Χατζηανδρέα (Τσίρκα), τον Κώστα Βεγόπουλο, τον Οδυσσέα Καραγιάννη και τον Ελβετό Πολ Ζακό Ντεκόμπ, που ήταν και ο σύνδεσμος με μια διεθνή ομάδα. Με τον Σακελάρη Γιαννακάκη κρατήθηκε μια ενημερωτική επαφή, μέσω του Οδυσσέα Καραγιάννη.

Η καινούργια καθοδηγητική ομάδα, στην περίοδο που έχει επικρατήσει ο φασισμός στην Ιταλία και τη Γερμανία, η Ιταλία έχει εισβάλει και διεξάγει ιμπεριαλιστικό κατακτητικό πόλεμο στην Αιθιοπία και γίνονταν φανερά τα σημάδια του επερχόμενου γενικευμένου πολέμου, συμμετείχε με μέλη της στη «Λιγκ Πασιφίστ» («Ειρηνιστική Ενωση»), σε συνεργασία με Αιγύπτιους και άλλους ξένους φιλειρηνιστές. Οι Ελληνες κομμουνιστές δραστηριοποιήθηκαν κατά των φασιστικών καθεστώτων σε Γερμανία και Ιταλία και κατά του φρανκικού πραξικοπήματος στην Ισπανία.

Μετά την επιβολή στην Ελλάδα του δικτατορικού καθεστώτος του Μεταξά, η κύρια προσοχή της δράσης των Ελλήνων κομμουνιστών της Αιγύπτου στράφηκε στην παρεμπόδιση του εκφασισμού της παροικίας, στο ξεσκέπασμα των στόχων και των εγκλημάτων της δικτατορίας, στην υποστήριξη του αγώνα του ελληνικού λαού για την ανατροπή της.

Οταν τον Οκτώβρη του 1940 εκδηλώθηκε η επίθεση της Ιταλίας και αργότερα η γερμανική εισβολή στην Ελλάδα, οι Ελληνες κομμουνιστές της Αιγύπτου κατήγγειλαν την επίθεση και τα νέα εγκλήματα του φασισμού. Κατήγγειλαν την προδοτική στάση της μεταξικής δικτατορίας και των μηχανισμών της. Κάλεσαν σε μαζική συμμετοχή στον αντιφασιστικό αγώνα.

Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιήθηκαν πλατιά όσες προσβάσεις υπήρχαν στις Κοινότητες, στα εκπαιδευτικά ιδρύματα και στα ελληνικά σωματεία. Αξιοποιήθηκαν επίσης όσες δυνατότητες υπήρχαν για αρθρογραφία, καταγγελίες κ.λπ. στον αστικό Τύπο. Υποστηρίχθηκε ενεργά, με οικονομική ενίσχυση και με συμμετοχή στη σύνταξή της, η δημοκρατική εφημερίδα «Ο Κήρυξ», που εξέδιδε στο Κάιρο ο Ευάγγελος Σάμιος.

Κατά την εποχή αυτή, σε όλη τη διάρκεια του πολέμου και μετά απ' αυτόν, η δράση της μεγάλης πλειοψηφίας των Ελλήνων κομμουνιστών της Αιγύπτου, αρχικά με την καθοδήγηση της ομάδας που προαναφέρθηκε και αργότερα μέσα από τις γραμμές της κομμουνιστικής οργάνωσης «Αντιφασιστική Πρωτοπορία», που ιδρύθηκε στην αρχή του 1944, συνδέθηκε σχεδόν αποκλειστικά με το αντιφασιστικό και κομμουνιστικό κίνημα στην Ελλάδα, ουσιαστικά αποτέλεσε κομμάτι αυτού του κινήματος. Την ίδια περίοδο, ένας μικρός αριθμός Ελλήνων κομμουνιστών παρέμεινε σε αιγυπτιακές οργανώσεις, εστιάζοντας την προσοχή και συμμετέχοντας αποκλειστικά στους πολιτικούς και κοινωνικούς αγώνες του αιγυπτιακού λαού.



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ