ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 1 Φλεβάρη 2004
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Της Βάσως ΠΑΠΑΔΑΚΗ - ΑΓΓΕΛΙΔΟΥ

Η Βάσω Παπαδάκη - Αγγελίδου γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, όπου και αναγορεύτηκε διδάκτωρ το 1961. Εργάστηκε στη Μέση Εκπαίδευση, ιδιωτική και δημόσια, για τριάντα πέντε χρόνια. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την Παιδαγωγική και έκανε ομιλίες και διαλέξεις στην Αθήνα και στην επαρχία. Παράλληλα, ασχολήθηκε με την πεζογραφία και έχει λογοτεχνικό και επιστημονικό έργο. Διηγήματα και κριτικές εργασίες της έχουν δημοσιευτεί στον αθηναϊκό και στον επαρχιακό Τύπο. Η Βάσω Αγγελίδου είναι μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών.


Νέγροι στον Πειραιά

ΚΩΣΤΑΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ

Εκείνο το ζεστό πρωινό ο Ντουρουντέ ξύπνησε ράθυμα. Ανοιξε τα μάτια του και κοίταξε το ταβάνι χωρίς να σκέφτεται τίποτα.

Η κάμαρα του φτωχού ξενοδοχείου θύμιζε κελί ασκητή ή φυλακισμένου. Δυο σομιέδες με στρώματα παμπάλαια, ξεθωριασμένα από τον καιρό και την απλυσιά, δυο καρέκλες ξύλινες κι ένα τσίγκινο σταχτοδοχείο στο τραπεζάκι.

Κάτω πεταμένα δυο αραποσίτια φαγωμένα ως το τσουνί. Ο Ντουρουντέ τα κοίταζε εξεταστικά, θα ήταν το κολατσό του για σήμερα.

Απλωσε το χέρι στο τσίγκινο τασάκι και πήρε τ' αποτσίγαρο, που 'χε σβήσει αποβραδίς.

Μέχρι χτες ο νους του στριφογύριζε αδιάκοπα στο γραφείο. Κάθε πρωί - όσες μέρες βρισκόταν στον Πειραιά - πετιόταν απ' τα στρωσίδια, έριχνε λίγο νερό στο μελαψό του πρόσωπο και με τα πατριωτάκια τραβούσαν γραμμή για το ναυτικό γραφείο. Ποιο θα τους προσλάβει. Δυο πατριώτες ναυτολογήθηκαν κιόλα. Ο Ντουρουντέ και κάμποσοι άλλοι ξέμειναν.

Ο Ντουρουντέ είναι ένα αφρικάνικο δεντρί είκοσι δυο χρονώ. Ανάστημα κανονικό, αναλογίες τέλειες, κορμί αγαλματένιο, όμως η κακοπάθεια με το καλέμι της σκάλισε τη σκληράδα στο νεανικό του πρόσωπο.

Είχε αφήσει τα λασποκάλυβα του πεντάφτωχου χωριού του γεμάτος ελπίδα. Με μύριες δυσκολίες έφτασε στ' Αλγέρι. Εκεί μπάρκαρε σ' ελληνικό καράβι. Ο Ντουρουντέ δεν ήξερε από καράβια. Ο καπετάνιος όμως τον πήρε. Δυο άτομα του λείψανε κι ο Ντουρουντέ πρόθυμος και γελαστός μπήκε στον παράδεισό του. Ρίχτηκε στο άγνωστο καθάριος, με μοναχό βάρος μιαν αλλαξιά ρούχα και μιαν άδολη καρδιά. Αλλο φορτίο δεν είχε. Ο Ντουρουντέ όργωνε το καράβι πάνω-κάτω, χωρίς αναπαμό. Ο καπετάνιος ευχαριστημένος. Στον Πειραιά όμως το καράβι έδεσε. Δεν είχε ναύλο. Κι ο Ντουρουντέ δεν είχε δουλιά. Εχασε τη δουλιά, έχασε το κέφι του.

Ηταν πια στα μεσούρανα ο ήλιος σα σηκώθηκε από το στρώμα. Ντύθηκε. Δεν είχε όρεξη να πλυθεί. Εσιαξε τα σγουρά του μαλλιά και με μικρά σερνόμενα βήματα κατέβηκε τα λίγα σκαλιά του φτωχού ξενοδοχείου. Τις άλλες μέρες βρισκόταν από νωρίς έξω από το κοντινό ναυτικό γραφείο προσμένοντας την καλή του τύχη. Σήμερα ούτε το σκέφτηκε.

Κατηφόρισε προς το λιμάνι. Το πανηγύρι της Ζωής στο αποκορύφωμά του. Πλήθος αυτοκίνητα φιδοσέρνονται αργά, εμποδισμένα απ' τα φανάρια, και μια ανθρώπινη πολύριζη φύτρα κινιέται ανάμεσα στην παραλιακή λεωφόρο, τα εμπορικά καταστήματα και τα δυο μικρά πάρκα, του Αϊ-Σπυρίδωνα και της Τερψιθέας. Ρωμιοί, νέγροι Αφρικανοί, σταρόχρωμοι Φιλιππινέζοι, μελαψοί Σουδανέζοι, Λιβανέζοι κι άλλοι κυνηγοί του μεροκάματου του καραβιού, πηγαινοέρχονται στα δρομάκια του πάρκου, έξω από τα ναυτικά γραφεία και τα μαγαζιά και γεμίζουν τους χώρους ολόγυρα στην προκυμαία. Ολοι τους γεμάτοι όμορφα νιάτα, σκληρά λεηλατημένα απ' την αγωνία του επιούσιου.

Αυτός ο ανήσυχος κόσμος, ο περιθωριακός κι ανέστιος, που λες και πετάχτηκε ξαφνικά από τα νερά του λιμανιού, παραδέρνοντας αμήχανα, ανέβαινε, κατέβαινε σκαλιά ναυτικών γραφείων, έφευγε, ξαναερχόταν, τριγύριζε στα καταστήματα, έσμιγε με πρόσωπα που είχαν τα σουσούμια του και κοιτούσε λαίμαργα τις άσπρες κοπέλες που συναντούσε στο διάβα του... Τσιγγάνα ζωή! Αφρικάνικα κι ασιάτικα ξεριζωμένα νιάτα, που παλεύουν για την επιβίωση. Μαχητές χωρίς μετόπισθεν. Περιπλανώμενα αποπαίδια της χώρας τους, έξω από το κλίμα τους, χωρίς το δέσιμο της φυλής και της γλώσσας, παλεύουν κι ελπίζουν.

Εκεί γύρω από την Τρούμπα είναι τα γραφεία ναυτικών συμβάσεων και άλλων, που διακινούν αυτά τα περιπλανώμενα νιάτα σε καράβια, εργοστάσια, οικοδομές, σπίτια ή και σε αγροτικές δουλιές. Κι έν' απ' αυτά ο Ντουρουντέ. Σήμερα παράδερνε σαν ψάρι έξω απ' τα νερά του. Παράδερνε ανάμεσα στην ελπίδα και στο φόβο για το αύριο.

Στα μέρη του η μάνα γη είναι πιο στοργική στα παιδιά της. Σα δεν έχεις τίποτα να φας θα βρεις καρπό σε δέντρο να χορτάσεις την πείνα σου. Εδώ ήταν σπαραγμός ψυχής να βλέπεις τα καταστήματα φορτωμένα με φαγώσιμα και να μην μπορείς να τ' αγγίσεις: Ολα είναι με λεφτά. Ακόμα και το νερό, συλλογιόταν ο Ντουρουντέ. Κάθισε σ' ένα παγκάκι. Ηθελε να μπήζει φωνή. Να πει στη γλώσσα του τη λέξη «πεινάω». Μα ήξερε πού βρισκόταν. Γι' αυτούς δεν υπάρχει φωνή, μόνο δάκρυα. Ομως, η ζωή κυλούσε, πολύβουο ποτάμι, κι ο Ντουρουντέ, τόσο δα μυρμηγκάκι τραβούσε μαζί του. Δε ρωτούσε για πού; Ο Ντουρουντέ ακολουθάει καρτερικά το διαβατάρικο άστρο της ζωής του.

Απομεσήμερο, δυο και κάτι. Ηταν η ώρα που ο κυρ Βασίλης πετιόταν στο ταβερνάκι της γωνίας κι έτρωγε. Ηταν ένας άντρας μάλλον ψηλός στ' ανάστημα, με λίγα μαλλιά στο στητό κεφάλι, μάτια ζωηρά, λεβέντικα. Οι κινήσεις του, το βάδισμά του φανέρωναν την ψυχική του μεγαλοφροσύνη και μια ζωντάνια ασυνήθιστη για την ηλικία του, ενώ στο πρόσωπό του καθρεφτιζόταν καλοσύνη και αποφασιστικότητα μαζί. Ο κυρ Βασίλης από μακριά φαινόταν γέννημα απ' τα σπλάχνα του λαού. Χωρατατζής και θυμόσοφος, καλοσυνάτος κι ευγενικός, γινόταν οργισμένος άνεμος σαν έβλεπε το άδικο. Ονειροπόλος και οραματιστής ενός καλύτερου κόσμου, χωρίς να κυνηγάει ανεμόμυλους, ήξερε τι ήθελε. Γι' αυτά του τα χαρίσματα, που τα 'κανε πράξη την κάθε στιγμή, και για το δημοκρατικό του φρόνημα, κυνηγήθηκε για καιρό.

Αλλες φορές ο κυρ Βασίλης με καλαμπούρια και αστεία καυτηρίαζε τα στραβά και τ' ανάποδα, που δεν μπορούσε να τα πολεμήσει αλλιώς. Προσκαλεσμένος σε μια φιλική συντροφιά για ένα κρασί δεν μπορούσε να χωνέψει τον αντικρινό του, έναν υπάλληλο, που αύξαινε τον παχύ του μισθό με δόλια μέσα.

Ο κυρ Βασίλης, αφού είχε πιει κάμποσο κρασί, άρχισε να ψιλοτραγουδάει «Γεράσαμε, μωρέ παιδιά, σαράντα χρόνους κλέφτες».

Ο άλλος έκανε στην αρχή πως δεν καταλάβαινε, δημοτικό τραγούδι μοιάζει, χαμογελούσε. Σαν είδε, όμως, ότι το τραγούδι κι η ματιά του κυρ Βασίλη ξαναγύρισαν σ' αυτόν κι οι άλλοι με δυσκολία κρατούσαν τα γέλια, θύμωσε, παραλίγο να πιαστούν. Φωνές, φασαρία, η παρέα διαλύθηκε.

Ο κυρ Βασίλης από μέσα του γελούσε, «να τ' ακούσεις, μακρυχέρη, και λίγα σου πέσαν». Η ιστορία έκανε το γύρο της, το ρεζιλίκι μεγάλο.

Ο κυρ Βασίλης πάλι βγήκε στην τακτική του ώρα για το μαγέρικο. Ηταν η ευλογημένη ώρα της μεσημεριάτικης απόλυσης. Τότε άφηνε τις σκοτούρες της υπηρεσίας κι έβγαινε έξω αλαφρός και κεφάτος.

Στο μεταξύ ο Ντουρουντέ είχε κουρνιάσει αποκαμωμένος στο σκιερό πάρκο του Αϊ-Σπυρίδωνα. Το χαριτωμένο περβολάκι βρίσκεται στην καρδιά του Πειραιά, αυτής της φτωχομάνας, που δεν την φτάναν τα δικά της αναγκεμένα παιδιά, τώρα στριμώχτηκαν στην προστατευτική αγκαλιά της πλήθος ξεριζωμένα νιάτα. Ο Ντουρουντέ, σπρωγμένος από μια μυστηριώδικη ανάγκη, αναζήτησε πολυσύχναστο πέρασμα. Δεν ήθελε μοναξιά κι ανηφόρισε προς το κέντρο της πόλης. Εξω από κάποιο μαγέρικο σταμάτησε κι οσμίστηκε μ' ευφροσύνη τις ανάκατες μυρωδιές που ξεχύνονταν από τη διάπλατη πόρτα του. Ο Ντουρουντέ έψαξε τις τσέπες του μη τυχόν είχε σκαλώσει σε κάποια γωνιά καμιά δραχμούλα. Τίποτα. Ξέφτια και μόνο ξέφτια έβγαζε. Στάθηκε άβουλος, χωρίς να ξέρει τι να κάνει, νικημένος από το θηρίο της πείνας. Ξαφνικά σταμάτησε. Από απέναντι ερχόταν με γοργό βήμα ένας άντρας. Ηταν ο κυρ Βασίλης. Με ένα αλάθητο ένστικτο οσμίστηκε ότι ο αντικρινός του άνθρωπος, ας ήταν αλλόφυλος και αλλόχρωμος, δεν ήταν διαφορετικός στο νου και στην καρδιά. Μ' ένα ψυχόρμητο αδιόρατο χαμόγελο τόλμησε να πει:

-- Ντώσει ένα τάλιρο;

Ο κυρ Βασίλης κοντοστάθηκε ξαφνιασμένος. Κοίταξε ερευνητικά το νεαρό νέγρο. Δεν είχε προκαταλήψεις. Το χρώμα δεν ήταν φράχτης στο φωτεινό του μυαλό.

-- Δεν έχεις δουλιά; τον ρώτησε.

Ο Ντουρουντέ τρεις μήνες ανάμεσα σ' ελληνικά πληρώματα είχε μάθει μερικά ελληνικά, όλα λέξεις της δουλιάς και της επιβίωσης.

-- Εκει εσύ ντουλιά; Ντώσε.

Ο κυρ Βασίλης τώρα τον κοίταζε με συμπάθεια. Καημένα νιάτα, το αιώνιο πρόβλημα της δουλιάς, από τότε που ο άνθρωπος έχασε τον παράδεισο. Ζύγισε στη στιγμή τα πράγματα και αποφάσισε.

-- Ελα μέσα.

Ο Ντουρουντέ μπήκε διστακτικός, αλαφροπατώντας. Ο κυρ Βασίλης του 'δειξε ένα τραπέζι κι ο ίδιος τράβηξε στο γνώριμο γκαρσόνι.

-- Πασχάλη, δώσ 'του μια φασολάδα. Μέχρι να καλοακουμπήσει το γκαρσόνι το πιάτο στο τραπέζι η φασολάδα είχε εξαφανιστεί.

-- Δώσ' του και μια μακαρόνια με κιμά. Το γκαρσόνι έκανε γκριμάτσα.

-- Αν θέλετε να τον χορτάσετε δε θα το καταφέρετε. Αυτός πεινάει από βρέφος, είπε.

Ομως, φαινόταν ευχαριστημένος για τη χειρονομία του πελάτη του.

-- Δώσε του και μια πατάτες φούρνου, Πασχάλη.

Ο Ντουρουντέ σαν αστραπή άδειαζε τα πιάτα, που ακουμπούσε το γκαρσόνι στο τραπέζι. Μια φασολάδα, μια μακαρόνια με κιμά, μια πατάτες φούρνου, ψωμί, τυρί.

Αντικρίζοντας κανείς τον Ντουρουντέ να τρώει τόσο λαίμαργα και θορυβώδικα, δεν μπορούσε να μη θυμηθεί ένα απόσπασμα από την κωμωδία του Επίχαρμου «Ηρακλής»: «Κι αν τύχει να δεις τον Ηρακλή να τρώει, θα μείνεις ξερός από το φόβο σου. Από το φάρυγγά του βγαίνει ένας υπόκωφος κρότος. Τα σαγόνια του χτυπιούνται με πάταγο. Το δόντια του τρίζουν. Τα ρουθούνια του σφυρίζουν και τ' αυτιά του κουνιούνται».

Κάποτε ο Ντουρουντέ σταμάτησε. Είδε την καλοσυνάτη ματιά του κυρ Βασίλη. Ξεθάρρεψε.

-- Μπίρα λίγκο;

-- Δώσ' του και μια μπίρα, Πασχάλη.

Ο Ντουρουντέ την ήπιε με γρήγορες γουλιές. Και τότε όλα γύρω του άρχισαν ν' αλλάζουν όψη. Σα ν' άνοιξε μια πόρτα και να μπήκε σ' άλλον κόσμο. Τα σκοτάδια της πείνας έλιωσαν σαν την πρωινή ομίχλη. Τα μαύρα του μάτια γέμισαν φως. Το πρόσωπό του ημέρεψε. Ολα του φάνηκαν όμορφα και η ψυχή του ξαναγέμισε με την ελπίδα και τη λαχτάρα της μαριόλας ζωής.

Ο κυρ Βασίλης του 'ριχνε λοξές ματιές και γελούσε κάτω από τα μουστάκια του, «δεν κατέχεις να πεις το δίκιο σου, αφρικάνικο ζαρκάδι»...

Ο Ντουρουντέ είχε την έκφραση ανθρώπου έτοιμου να καταχτήσει τον κόσμο. Μπήκε σα χαμένο πρόβατο και έβγαινε περδικόπουλο στητό.

-- Ευχαριστώ, είπε με πλατύ χαμόγελο και μάτια αστραφτερά γέρνοντας λίγο το κεφάλι.

Ο κυρ Βασίλης στράφηκε στο γκαρσόνι.

-- Πες του, ρε Πασχάλη, εσύ που συνεννογιέσαι μαζί τους, ότι έχει μερτικό στο ψωμί του κόσμου, δε χρειάζονται ρεβεράντζες.

-- Αμ σαν το καταλάβει θα 'ρθει ανάποδα ο ντουνιάς, που λέει και το τραγούδι, μουρμούρισε ο Πασχάλης, μαζεύοντας τα πιάτα.

Ο Ντουρουντέ κοιτούσε και τους δυο χαμογελαστός χωρίς να καταλαβαίνει, ανάσαινε όμως μ' ευχαρίστηση τη μοσκοβολιά της συμπάθειας που την ένιωθε γύρω του.

-- Ψωμί... ντουνιά... ψιθύρισε αμήχανα.

-- Αυτό είναι... ψωμί, ντουνιάς, ειρήνη, συμπλήρωσε ένας νέος άντρας που έτρωγε στο γειτονικό τραπεζάκι κι είχε παρακολουθήσει τη μικρή ιστορία... Θέλουμε τόσο λίγα για να γελάσουν τα χείλη μας!


Της
Βάσως ΑΓΓΕΛΙΔΟΥ



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ