ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 1 Οχτώβρη 2000
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Σύνταξη

Γρηγοριάδης Κώστας

Μια παραλία. Ενας μικρός κόλπος. Βότσαλα. Μικροί λόφοι. Πέντε σπιτάκια. Ανάμεσά τους, ένα σπιτάκι κόκκινο με πράσινα παραθυράκια. Πίσω απ' τους μικρούς λόφους τα μεγαθήρια - ξενοδοχεία. Μικροκαταστήματα και παρκάκια. Ενα γεφυράκι ξύλινο πάνω απόνα ποταμάκι με γάργαρο νερό. Ενα σπιτάκι, είπαμε, κόκκινο με πράσινα παραθυράκια. Κόκκινο της φωτιάς. Ενα σπιτάκι σε μια παραλία, σ' ένα κολπίσκο με βότσαλα. Μικρό λιμανάκι. Πράσινα παραθυράκια. Ενα γεφυράκι (το ξανάπαμε) πάνω απόνα γάργαρο ποταμάκι. Βότσαλα στην παραλία. Γεφυράκι, ποταμάκι, κόκκινο σπιτάκι. Μια θάλασσα ήρεμη σαν απέραντη λίμνη. Γαλανή, πράσινη, ασημένια. Γκριζόμαυρη τα βράδια. Ενα σπιτάκι με πράσινα παραθυράκια που τα 'χει όλα μέσα. Κι έξω: βότσαλα, θάλασσα σα λίμνη, μικροί λόφοι και, πίσω, παρκάκια, ένα γεφυράκι πάνω απόνα γάργαρο ποταμάκι.

Από αύριο... από αύριο... από αύριο. Ποτέ δυο μέρες δε χώρισαν με τόσο ατέλειωτο χρόνο. Μα σήμερα... σήμερα... Υπάρχει ακόμα σήμερα. Δυσβάσταχτο, μαρτυρικό. Ενα τελευταίο σήμερα που βαστά δύο χρόνια. Τότε έπρεπε να βγει στη σύνταξη. Μα ο πατέρας είχε συνήθεια να γράφει στο Δήμο τις κόρες πιο μικρές και τους γιους πιο μεγάλους. Ας μην τον βάζει στο νου της. Αρκετά της κόστισε αυτός ο πατέρας. Κι ακόμα, δυο άδικα χρόνια σκληρής δουλιάς. Οχτώ ώρες όρθια μπρος σ' έναν πάγκο. Τ' αριστερό χέρι να σταθεροποιεί ένα κομμάτι μέταλλο. Τη βάση ενός φωτιστικού. Το δεξί να κρατά μια χουφτιά σύρμα και να τρίβει, να τρίβει, να τρίβει οχτώ ώρες τη μετάλλινη βάση, τις μετάλλινες βάσεις. Κάθε μέρα, σαράντα χρόνια, μ' ένα σύρμα στο χέρι. Μαυριδερά μέταλλα που σε λίγο αστράφτουν. Ενα σύρμα που κοκκινίζει, μαλακώνει, ξεφτά και σκουριάζει. Ξύνει, τρίβει. Ξύνει τρίβει. Το σκληρό μέταλλο ξαναζωντανεύει. Κι όσο παίρνει να γυαλίζει, να λαμποκοπά, ν' αστράφτει, το σύρμα μικραίνει, διαλύεται, γίνεται σκόνη. Ολ' αυτά τα χρόνια πόσες προσπάθειες ν' αλαφρύνει κάπως τη δουλιά. Προσπάθησε να τρίβει και με τ' αριστερό χέρι. Μακάριζε τους αμφιδέξιους. Η υπόθεση ξεκινούσε από το δεξιό λοβό του εγκεφάλου. Το αριστερό ήταν αδύνατο. Τα δυο χέρια πλάι - πλάι δεν ήταν δίδυμα. Σα να μην ανήκαν στο ίδιο σώμα. Ο αντίχειρας του δεξιού χεριού, στη βάση, ήταν εξογκωμένος, πρησμένος. Προσπάθησε να καθίσει σε ψηλό σκαμνί γιατί ένιωθε τα πόδια της σα σιδερένια βαρίδια να τη βυθίζουν στο πάτωμα. Τα παπούτσια ήταν δυο νούμερα μεγαλύτερα απ' το κανονικό της μέγεθος. Προσπάθησε ξυπόλυτη. Υστερα δεν μπορούσε να φορέσει παπούτσια να πάει σπίτι της. Προσπάθησε να ξύνει και να τρίβει φορώντας γάντι. Με τον καιρό το χέρι σα να μούχλιασε. Μύριζε άσχημα. Ξανάπιασε το σύρμα με το χέρι γυμνό. Η χούφτα της ήταν τώρα μαβιά με πινελιές σκουριάς. Εξω απ' τη δουλιά, προσπαθούσε να την κρύβει. Τα νύχια είχαν μια κοκκινόμαυρη γραμμή. Το δεξί χέρι είχε αποχτήσει μια πρωτόφαντη δύναμη. Απόφευγε τη χειραψία. Δεν μπορούσε να ελέγξει τη δύναμη. Είχε σπάσει γυάλινα ποτήρια πίνοντας νερό. Τώρα είχε ένα μπρούντζινο κύπελλο. Μες στην παλάμη της σήκωνε την κόρη της ψηλά, ως τα έξι της χρόνια, σαν να 'ταν πιάτο. Πλάι της κι απέναντί της, γυναίκες, νέες και μεσήλικες. Ηταν πιο φτηνά χέρια. Μα εκείνη είχε σπάσει ρεκόρ τόσα χρόνια, όρθια στην ίδια θέση. Από πολύ καιρό είχε χάσει κάθε ελπίδα πως κάποτε θ' άλλαζε θέση. Ηταν τόσο καλή στη δουλιά της. Τόσο χρήσιμη για τις δύσκολες περιπτώσεις, για τους εκλεκτούς πελάτες, τα κατάμαυρα μέταλλα που χρειάζονταν πολύπειρο, δυνατό και ακάματο χέρι.

- Θα πρέπει να αιστάνεται περηφάνια γι' αυτή τη δημιουργική δουλιά, έλεγε και ξανάλεγε ο προϊστάμενος, οι προϊστάμενοι που περνούσαν απ' αυτή την αίθουσα σαράντα ολόκληρα χρόνια.

Καλύτερα να μην έλεγαν τίποτα. Της πρόσθεταν δυστυχία αφόρητη. Σαράντα χρόνια, να ξύνει και να τρίβει μέταλλα με σύρμα. Κι ένα διάλειμμα, πέντε χρόνια: φυλακή. Μια ρετσινιά για προκηρύξεις που δεν είχε μοιράσει. Τα πέντε χρόνια είχαν μια ποικιλία. Τα σαράντα δεν είχαν καμία. Μια κατάδικη σαράντα χρόνια. Εδώ, εδώ ήταν η φυλακή. Οχτώ ώρες, όρθια μπρος σ' έναν πάγκο, σε μια αίθουσα, στον τρίτο όροφο, σ' ένα εργοστάσιο φωτιστικών, σ' ένα προάστιο, σε μια υπόδουλη πάντα πολιτεία, σε μια ανελεύθερη πάντα πατρίδα, σε μια πολυδυστυχισμένη γη. Οχι. Δεν ένιωθε καμιά «υπερηφάνεια», καμιά ικανοποίηση μαζοχιστική. Είχε ξεπεράσει την αυταπάτη, τη φυσιολογική ελπίδα. Ο πατέρας τής έκλεψε χρόνια, οι εργοδότες τής κλέψαν κι εκείνοι χρόνια όταν ήταν ακόμη παιδί.

Τα όρια της υπομονής είχαν ένα στόχο. Την ημέρα της αργοπορημένης σύνταξης, της απραγίας, της απομόνωσης σε μια παραλία, σ' έναν κολπίσκο με βότσαλα, σ' ένα κόκκινο σπιτάκι με πράσινα παραθυράκια. Πιο πίσω, μικροί λόφοι. Ενα γεφυράκι πάνω απόνα γάργαρο ποταμάκι. Ο στόχος. Το μακρόπνοο πλάνο στο τέλος. Εστω για πέντε μόνο χρόνια. Εστω για ένα. Κι άλλες εκπτώσεις: Εστω για ένα καλοκαίρι. Ξαπλωμένη στα βότσαλα, κοντά στη θάλασσα σαν απέραντη λίμνη, με το δεξί χέρι μες στο νερό. Το χέρι μες στο νερό. Οχτώ ώρες την ημέρα. Δεκαοχτώ ώρες την ημέρα. Είκοσι οχτώ ώρες ...την ημέρα. Σαρανταοχτώ ώρες ...την ημέρα. Το χέρι με τη μαβιά παλάμη, τις πινελιές σκουριάς, την κοκκινόμαυρη γραμμή των νυχιών, τον πρησμένο αντίχειρα, μες στο νερό, μες στο νερό, μες στο νερό.

Κι όσο προχωρά η τελευταία μέρα, η τελευταία μέρα, η τελευταία μέρα, το σύρμα γίνεται αιχμηρό, το μέταλλο δεν παίρνει ν' αστράφτει, το χέρι μουδιάζει, μυρμηγκιάζει (είναι λευκό και μαλακό σαν αστερίας στο νερό), η δύναμη υποχωρεί αργά - αργά. Κάτω απ' το γεφυράκι στο ποταμάκι πρέπει να 'ναι και μια βαρκούλα μ' άσπρα πανιά. Και πάνω στο ξύλινο γεφυράκι θα στέκονται παιδιά. Οταν κλείνει για μια στιγμή τα μάτια, έχει πιο ζωντανό το όραμα μιας παραλίας με βότσαλα. Θα μπορούσε να δουλεύει πάντα με μάτια κλειστά, αν δεν ήταν οι άλλοι μπροστά. Μια γαλάζια θάλασσα... Από αύριο... Από αύριο...

Μα ο χρόνος πάει, σταμάτησε, σταμάτησε σήμερα. Μήπως κάτι συμβεί και δεν έρθει το αύριο; Μήπως είναι επικίνδυνη τόση ευτυχία; Το σπιτάκι το 'χει κρατήσει μυστικό απ' όλους εδώ. Κι έτσι έχει πιο μεγάλη γοητεία. Λεν μερικοί: «Τι θα κάνεις από αύριο; Θα βαρεθείς». Και άλλοι: «Ελα. Γλιτώνεις πια». Κι άλλοι: «Ποιος τη χάρη σου. Δε θα ξυπνάς χαράματα».

Χαράματα. Τρία ξυπνητήρια που χτυπούσαν με διαφορά πέντε λεπτών. Ορθοστασία σε μια στάση. Καυτερός ήλιος. Δυνατός αέρας. Βροχή. Ορθοστασία σχεδόν πάντα στο λεωφορείο. Δρόμος δυο χιλιόμετρα μέσα στη σκόνη ως την πύλη. Τικ - τακ, τικ - τακ: καρτέλα. Ορθοστασία οχτώ ώρες. Συχνά υπερωρία. Δρόμος δυο χιλιόμετρα μέσα στη σκόνη (χωματόδρομος) ως τη στάση. Καυτερός ήλιος. Βροχή. Δυνατός αέρας. Ορθοστασία σχεδόν πάντα στο λεωφορείο. Και πάλι τρία ξυπνητήρια. Χαράματα.

Είναι σχεδόν βέβαιη ότι σήμερα κάτι άλλαξε. Το μέταλλο είναι θαμπό, το σύρμα δε γίνεται σκόνη, το χέρι σα να παράλυσε. Ο χρόνος έμεινε στάσιμος. Ποτέ δεν άργησε τόσο να χτυπήσει η σειρήνα. Ποτέ το ηλιακό φως δεν ήταν τόσο στάσιμο στην αίθουσα. Υστερα από δυο σύρματα - σκόνη ο ήλιος έπεφτε αριστερά. Τώρα αν κι αργούσαν να σκουριάσουν, να γίνουν μολυβιά σκόνη τα σύρματα, ο ήλιος έκαιγε σταθερά δεξιά.

Ξάφνου ο δεξής δείχτης διπλώθηκε. Ενα νεύρο από ψηλά, πάνω απ' τον αγκώνα, τον τραβούσε με βία. Το χέρι έκλεισε. Ο ώμος, σα μαγνήτης, τράβηξε τη χούφτα ως το λαιμό. Ο πόνος έγινε αβάσταχτος. Ηταν μια πρωτοφανής κράμπα. Με τ' αριστερό χέρι της άρπαξε τη δεξιά χούφτα, τραβώντας την με δύναμη προς τα κάτω. Ολο το χέρι έμεινε διπλωμένο στα δυο, με τη χούφτα ως το λαιμό. Οι άλλες γύρω έτριβαν, έτριβαν τα μπρούντζα με μανία σχεδόν. Ανάπνεαν πότε τη μολυβιά σκόνη, πότε τη σκόνη που ήταν σκουριασμένη απ' τον ιδρώτα. Οχι. Δεν μπορούσε να μείνει με το χέρι διπλωμένο στα δυο, τα νεύρα που κόντυναν και την τραβούσαν. Ηθελε να φωνάξει: «Πετάξτε τα μέταλλα. Να ποιο είναι το τέλος», μα ξανάρθε το όραμα μιας παραλίας με βότσαλα που αρχίζει από αύριο κι έμπηξε μια φωνή: «Βοηθάτε να ξεδιπλώσω το χέρι μου». Αν ήταν στο νερό, σίγουρα, θα ξετέντωνε, θ' άνοιγε. Δυο εργάτριες με τα γυμνασμένα τους χέρια έπιασαν το μπράτσο κι άρχισαν μασάζ. Και ξάφνου, σα να λύθηκε το σχοινί που συγκρατούσε μια αιωρούμενη σκάλα, το χέρι ξεδιπλώθηκε κι έπεσε με γδούπο στον πάγκο. Σαν απέραντη λίμνη, η θάλασσα γαλάζια, πράσινη, ασημένια γέμισε την αίθουσα και τα μέταλλα κύλησαν στο βυθό. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ. Ολες αυτές οι γυναίκες κάποτε θα φτάσουν στην παραλία με βότσαλα, στο σπιτάκι με τα πράσινα παραθυράκια. Μα ίσως τους κάνει κακό να δουν τόσο ξένη ευτυχία. Ο ήλιος είχε αποφασίσει να μείνει δεξιά. Μα η σειρήνα, επιτέλους, χτύπησε.

Τώρα δε βιαζόταν. Ο χρόνος ως αύριο είχε μικρύνει απότομα. Και να που η κακή προαίσθηση ήταν ένα κακό προσωρινό για να νιώσει κανείς αργότερα πιο πολύ την ευτυχία. Τα τρία ξυπνητήρια δε θα χτυπούσαν. Το κόκκινο σπιτάκι περίμενε στην ακρογιαλιά. Κάτω απ' το γεφύρι πρέπει να 'χει μια βαρκούλα μ' άσπρα πανιά. Ο δρόμος ως τη στάση δεν ήταν πια δυο χιλιόμετρα μέσα στη σκόνη. Υπήρχαν χιλιόμετρα κι υπήρχε σκόνη. Μα είναι βότσαλα σε μια παραλία. Προχωρά μέσα σε μια οπτασία. Η βροχή, μες στην καρδιά του καλοκαιριού, χτυπά αλύπητα ανθρώπους, αδέσποτα ζώα, σπίτια και πράγματα.

Στέκεται πάλι στη στάση. Στην τελευταία στάση της ζωής της. Καθόλου δε βιάζεται. Πίσω έκλεισε για πάντα η μεγάλη πύλη. Αφαιρέθηκε σήμερα η δική της καρτέλα. Τώρα βλέπει τους λόφους. Μεγαθήρια - ξενοδοχεία. Μικροκαταστήματα, παρκάκια. Ενα γεφυράκι με παιδιά. Αργησε τόσο να φύγει, που βρίσκεται μόνη στη στάση. Κοιτάζει τη δεξιά της παλάμη. Σαν να ξεθώριασαν οι πινελιές σκουριάς. Σα να μοιάζει με τ' άλλο της χέρι.

Δεν ήταν ζήτημα ούτε λεπτού. Ετρεχαν και τα δυο πλάι - πλάι, σα δαιμονισμένα, σαν τρελά. Μπρος στη στάση, τράκαραν δυνατά στα πλάγια. Τόνα όρμησε πα στο πεζοδρόμι και την τίναξε ανάσκελα ως τον τοίχο. Η τελευταία αίσθηση ήταν: σα να γέμισε το κρανίο με θάλασσα γαλάζια, σα μια ρουφήχτρα να τραβούσε το δεξί της χέρι ως το βυθό.

Από το «Ανθρωποι, ζώα και πράγματα» (Ιωλκός 1976)


Της
Ελένης ΒΟΪΣΚΟΥ


ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ Της Ελένης Βοΐσκου

Η Ελένη Βοΐσκου εργάστηκε και ως εκπαιδευτικός για πολλά χρόνια στο Κάιρο, όπου γεννήθηκε, και στην Αθήνα όπου ζει από το 1960. Αγωνιστική δράση, με επιπτώσεις, στην Αίγυπτο και στην Ελλάδα.

Βιβλία της: «Αλάσκα», «Κόσμοι που δε χάθηκαν», «Το τέλος της εισαγωγής», «Αρες, μάρες, κουκουνάρες», «Σαίξπηρ και Νόρμα», «Ο παλμός της ζωής μας», «μικρά και μεγάλα συμβάντα», «Ανοίξτε τις πόρτες», «θεατρικά», «Εννέα ιστορίες», «Ανθρωποι, ζώα και πράγματα», «Εφιάλτες και όνειρα», «Verites», «Είσαι και συ μες το βιβλίο», «Γιατί χαμογελάς Φωτεινή;», «Και αύριο Νίκος Νικολαΐδης - ένας σταθμός στη λογοτεχνία μας», «Αλλα πέντε θεατρικά», «Οπου δε δείχνει το βέλος», «Ισως και σεις τους γνωρίσατε».

Διηγήματά της μεταφράστηκαν στα γερμανικά, στα ρωσικά, στα πολωνέζικα, στα αραβικά, στα αγγλικά.

Σχεδόν όλες οι εκδόσεις βιβλίων της είναι εξαντλημένες. Το μυθιστόρημα «Εφιάλτες και όνειρα» κυκλοφορεί πάλι από τη «Σύγχρονη Εποχή».

Το διήγημα «Νίτσα και Μάχη» περιλαμβάνεται στη συλλογή «Είσαι και συ μες το βιβλίο» («Κέδρος» 1980).



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ