Η αύξηση της συμμετοχής των γυναικών στο εργατικό δυναμικό, η προώθηση της «ευελιξίας» στις εργασιακές σχέσεις, οι πολιτικές κατευθύνσεις για τις λεγόμενες υπηρεσίες «φροντίδας», αλλά και το πεδίο της εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ αποτελούν ορισμένους από τους πιο βασικούς άξονες στους οποίους επικεντρώνουν την προσοχή τους ΕΕ και κυβερνήσεις.
Οι στόχοι για την «ανάκαμψη» της ευρωπαϊκής οικονομίας και τα σχέδια και οι εξαγγελίες των κρατών - μελών για την «οικονομική ανάκαμψη» συμπεριλαμβάνουν την «ισότητα» ως έναν από τους άξονές τους. Κομβικό σημείο γύρω από το οποίο περιστρέφονται οι σχετικοί «προβληματισμοί» είναι η ανάγκη μεγαλύτερης συμμετοχής των γυναικών στην αγορά εργασίας.
Η ΕΕ, στο πλαίσιο του ανελέητου ανταγωνισμού με άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα, θέτει διαχρονικά ψηλά τον πήχη συμμετοχής γυναικών στη μισθωτή κυρίως εργασία, που είναι η πηγή της υπεραξίας, δηλαδή του καπιταλιστικού κέρδους, όμως με ταυτόχρονη προώθηση της «ευέλικτης», δηλαδή της μερικής απασχόλησης και της «ευελιξίας» στη διευθέτηση του εργάσιμου χρόνου.
Στην ετήσια έκθεση για την «ισότητα των φύλων», η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στρέφει το βλέμμα της στην υποχώρηση που καταγράφει η συμμετοχή των γυναικών στο εργατικό δυναμικό, στο φόντο των συνθηκών που δημιούργησε η πανδημία. Συγκεκριμένα, το 2020 η γυναικεία απασχόληση (ηλικίες 20 έως 64 ετών) μειώθηκε κατά 0,9 ποσοστιαίες μονάδες σε σύγκριση με το 2019. Η παραπάνω κάμψη καταγράφεται μετά από μια δεκαετία συνεχούς αύξησης των ποσοστών απασχόλησης των γυναικών, που έφτασαν το 66,2% το 2020 έναντι 60,6% το 2010.
Προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος να ανέλθει το ποσοστό απασχόλησης στο 78% του πληθυσμού ηλικίας 20 έως 64 ετών έως το 2030, η Επιτροπή διαπιστώνει πως «η πρόοδος στην ισότητα των φύλων» είναι «υψίστης σημασίας» και η μείωση του χάσματος στα ποσοστά απασχόλησης ανδρών και γυναικών είναι «σημαντική πρόκληση» για την ΕΕ και τις κυβερνήσεις.
Μια γεύση για τα παραπάνω έχουμε ήδη πάρει στη χώρα μας μέσα από το περιεχόμενο του «Εθνικού Σχεδίου Δράσης για την Ισότητα των Φύλων». Μέσα από το Σχέδιο αυτό και τις δράσεις που περιλαμβάνει, η κυβέρνηση επιδιώκει την αύξηση της συμμετοχής των γυναικών στην αγορά εργασίας, προκειμένου «να έχουμε επαρκές εργατικό δυναμικό για την ανάπτυξη που οραματιζόμαστε τα επόμενα χρόνια».
Τόσο η ΕΕ όσοι και οι κυβερνήσεις παρουσιάζουν με επιμονή την «ισότητα» ως προϋπόθεση για τη «βιώσιμη και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη». Πιο συγκεκριμένα, αυτό που τους απασχολεί είναι η ένταξη των γυναικών σε μεγαλύτερα ποσοστά στην αγορά εργασίας και μάλιστα με ολοένα και πιο «ευέλικτες» εργασιακές σχέσεις. Στην κατεύθυνση αυτή, δίπλα στις αρνητικές συνέπειες που συνδέονται με την πανδημία, η ΕΕ βλέπει «ευκαιρίες» για «αλλαγές στις μεθόδους εργασίας» και «διάδοση της ευέλικτης εργασίας».
«Το ποσοστό των απασχολουμένων που εργάζονται από το σπίτι αυξανόταν ήδη αργά αλλά σταθερά, αλλά η πανδημία ενίσχυσε το φαινόμενο, δημιουργώντας αύξηση 6,6 ποσοστιαίων μονάδων σε χρονικό διάστημα ενός έτους», διαπιστώνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Ετσι, το ποσοστό των γυναικών που εργάζονται από το σπίτι, είτε περιστασιακά είτε σε τακτική βάση, έφτασε το 2020 το 21,8% (με το αντίστοιχο ποσοστό στους άνδρες να υπολογίζεται σε 20,4%). Το μοντέλο της τηλεργασίας κάθε άλλο παρά προσωρινό είναι. Οπως ξεκαθαρίζει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, «η εργασία από το σπίτι αναμένεται να παραμείνει, ειδικά σε χώρες με υψηλά επίπεδα ψηφιακής ετοιμότητας».
Δηλαδή, οι ραγδαίες επιστημονικές, τεχνολογικές δυνατότητες μετατρέπονται σε νέα δεσμά εκμετάλλευσης και καταπίεσης των γυναικών στις συνθήκες της «ψηφιακής οικονομίας» και της «πράσινης μετάβασης», που στηρίζονται στην καπιταλιστική κερδοφορία με αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης ανδρών και γυναικών και με νέα βάρη στη λαϊκή οικογένεια. Ως αποτέλεσμα, χάνεται κάθε διάκριση ανάμεσα στον εργάσιμο και μη εργάσιμο χρόνο των γυναικών, αυξάνεται η εντατικοποίηση της εργασίας, όπως επιβεβαιώθηκε και στα δύο χρόνια της πανδημίας.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διαπιστώνει πως οι γυναίκες εξακολουθούν να εγκαταλείπουν την εργασία σε υψηλότερα ποσοστά από τους άνδρες μετά την απόκτηση παιδιών ή λόγω άλλων ευθυνών φροντίδας που επωμίζονται. Συγκεκριμένα, όπως υπολογίζει, το 2020, το 13,8% των γυναικών (έναντι του 1,2% των ανδρών) παρέμεναν «μη ενεργές οικονομικά», επειδή φρόντιζαν παιδιά ή άλλα εξαρτώμενα μέλη της οικογένειας. Δίπλα στην εργασιακή «ευελιξία», που προβάλλεται ως «φάρμακο» για το παραπάνω πρόβλημα, η ΕΕ επεξεργάζεται και μια «ευρωπαϊκή στρατηγική για τη φροντίδα», με σκοπό να ανακοινώσει σχετικό «πακέτο» μέτρων μέσα στο δεύτερο εξάμηνο του 2022.
Ηδη, σε μια σειρά από χώρες κεφάλαια από το λεγόμενο Ταμείο Ανάκαμψης κατευθύνονται στην αύξηση της προσφοράς υπηρεσιών και εγκαταστάσεων «παιδικής μέριμνας» και στην παράταση του ωραρίου λειτουργίας της Προσχολικής Εκπαίδευσης, με σκοπό να βελτιώσουν την «απασχολησιμότητα» των γονιών και ιδιαίτερα των μητέρων. Αυτά τα μέτρα δεν αποτελούν διευκόλυνση της εργαζόμενης μητέρας αλλά συνιστούν διαχρονικές αντιδραστικές προσαρμογές της ΕΕ, των αστικών κυβερνήσεων, των καπιταλιστικών επιχειρήσεων στην επέκταση της μισθωτής γυναικείας εργασίας.
Στην ίδια ακριβώς κατεύθυνση, η κυβέρνηση ετοιμάζεται να νομοθετήσει τη χρηματοδότηση 120 επιχειρήσεων για τη δημιουργία «χώρων φύλαξης» μικρών παιδιών (ηλικίας από 6 μηνών έως 2,5 ετών) εντός των εγκαταστάσεών τους. «Στόχος της δράσης είναι η εναρμόνιση της οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής και η ενδυνάμωση της συμμετοχής των γυναικών στην αγορά εργασίας, μέσω της παροχής συμπληρωματικών υπηρεσιών φροντίδας βρεφών και μικρών παιδιών», αναφέρει το υπουργείο Εργασίας, που έχει εντάξει τις σχετικές διατάξεις σε νομοσχέδιό του και εκτιμά πως «η αύξηση της διαθεσιμότητας υπηρεσιών παιδικής φροντίδας θα μπορούσε να συμβάλει στην αύξηση της απασχόλησης των γυναικών».
Τα μέτρα αυτά δεν στοχεύουν να ελαφρύνουν τις εργαζόμενες μητέρες από τις καθημερινές υποχρεώσεις της ατομικής - οικογενειακής ευθύνης για τη φροντίδα των παιδιών, των ηλικιωμένων, των ΑμεΑ. Με δεδομένες την υποβάθμιση και την εμπορευματοποίηση των υποδομών στήριξης της οικογένειας, δημιουργικής απασχόλησης παιδιών, αφού έχουν «ξηλώσει» τη σταθερή δουλειά και το 8ωρο, τώρα επιδοτούν τις μεγάλες επιχειρήσεις για να δημιουργήσουν χώρους «φύλαξης», αντιμετωπίζοντας τα βρέφη και προνήπια ως «αποσκευές» των εργαζόμενων μητέρων.
Οι διακηρύξεις για την «ανάπτυξη» και την «ισότητα των φύλων» δεν περιορίζονται εντός των συνόρων της ΕΕ και των κρατών - μελών της αλλά επεκτείνονται και στην εξωτερική πολιτική. «Η Ευρωπαϊκή Ενωση, μέσω της εξωτερικής της δράσης, πρέπει να είναι η φωνή ενός πιο ισότιμου κόσμου», σημειώνει σε Εκθεσή του με θέμα το «σχέδιο δράσης για την ισότητα των φύλων» (GAP III), δηλαδή το σχέδιο για την ένταξη της ισότητας των φύλων στην εξωτερική πολιτική, την πολιτική ασφάλειας και την αναπτυξιακή πολιτική της ΕΕ. «Το GAP III αποτελεί σημαντικό μέσο πολιτικής», εξηγεί, καθώς μέσω αυτού η ΕΕ δίνει «κεντρικό ρόλο στη φεμινιστική διπλωματία προάγοντας τις αξίες της ισότητας των φύλων».
Πίσω από το «ενδιαφέρον» της ΕΕ για την «προώθηση της ισότητας» μέσα από την εξωτερική πολιτική και τη διπλωματία της βρίσκονται πολιτικοοικονομικοί στόχοι και σχεδιασμοί, συνυφασμένοι με τα συμφέροντα των επιχειρηματικών ομίλων. Σε μια περίοδο που μαίνεται ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος στην Ουκρανία, μετά τη ρωσική εισβολή, που οξύνεται ο οικονομικός και γεωπολιτικός ανταγωνισμός ανάμεσα σε ΝΑΤΟ - ΗΠΑ - ΕΕ από τη μια και τη Ρωσία και τους συμμάχους της από την άλλη, η ΕΕ ενισχύει τις προσπάθειές της για την ανάπτυξη αυτοτελούς δράσης στα μέτωπα της αντιπαράθεσης αυτής.
Οι οικονομικοί, πολιτικοί, στρατιωτικοί στόχοι και σχεδιασμοί των ευρωενωσιακών επιτελείων επενδύονται με το «περιτύλιγμα» της προώθησης της «ισότητας» ανά τον κόσμο και της «φεμινιστικής» διάστασης της εξωτερικής πολιτικής. Επιδιώκουν δηλαδή την ένταξη περισσότερων γυναικών στα ματωμένα ιμπεριαλιστικά τους σχέδια.
Στην κινούμενη άμμο του ανελέητου καπιταλιστικού ανταγωνισμού και των εύθραυστων συμμαχιών καπιταλιστικών κρατών δυναμώνει η προσπάθεια των αστικών επιτελείων, όχι μόνο στην ΕΕ, να ενσωματώσουν τη σκέψη και τη στάση των εργαζόμενων και άνεργων γυναικών στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς τους. Ομως, η καπιταλιστική εξουσία επιβεβαιώνει τον σκληρό χαρακτήρα της ακόμα και με «άρωμα γυναίκας» στην Ευρωβουλή, στα εθνικά Κοινοβούλια, στις διευθύνσεις επιχειρήσεων, κρατικών μηχανισμών, ενώσεις καπιταλιστών και ιμπεριαλιστικών οργανισμών.
Στο πλαίσιο της ταξικής κοινωνίας, είτε σε συνθήκες ιμπεριαλιστικής «ειρήνης» είτε σε συνθήκες πολέμου, είναι ασυμφιλίωτα τα συμφέροντα των γυναικείων εκπροσώπων της αστικής τάξης από τη μία και των συμφερόντων των γυναικών εργατοϋπαλλήλων, αυτοαπασχολούμενων, άνεργων, αγροτισσών από την άλλη. Είναι μια κοινωνία που στηρίζεται στην ταξική, κοινωνική ανισότητα.
Το «όραμα» της ΕΕ για την «ισότητα» των φύλων, οι επικλήσεις στα δικαιώματα των γυναικών, τα καλέσματα για διαμόρφωση μιας «φεμινιστικής» εξωτερικής πολιτικής και διπλωματίας δεν αποτελούν τίποτα περισσότερο από έναν ακόμα μοχλό για την προώθηση της πολιτικής που ευθύνεται για τη φτώχεια και την εκμετάλλευση, την επιδείνωση των όρων δουλειάς και ζωής, τις πολεμικές συρράξεις, τις προσφυγικές ροές με θύματα χιλιάδες γυναίκες και παιδιά σε μια σειρά από χώρες.