Αύξηση της χρηματοδότησης και πτυχία με αξία ήταν από τα κομβικά αιτήματα των φοιτητών στη συμμετοχή τους στην απεργία της 9ης Νοέμβρη |
«Μια από τα ίδια», δηλαδή χειρότερα... είναι η χρηματοδότηση που προβλέπει ο κρατικός προϋπολογισμός σε σχέση με πέρσι για την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, δεδομένου ότι υπάρχουν χρόνια προβλήματα που συσσωρεύονται. Πόσο μάλλον αν σκεφτούμε ότι την τελευταία δεκαετία οι συνολικές δαπάνες για την Παιδεία μειώθηκαν κατά 1,8 δισεκατομμύρια και η χρηματοδότηση των ΑΕΙ κατά 70%, ενώ από το ΑΕΠ της χώρας για την Τριτοβάθμια δίνεται μόλις το 0,9% (ΚΑΝΕΠ - ΓΣΕΕ 2020).
Από αυτήν την άποψη όταν για τους προϋπολογισμούς των εποπτευόμενων ιδρυμάτων προβλέπει 182 εκατ., δηλαδή αναγκάζει 24 ΑΕΙ και την ΑΣΠΑΙΤΕ με 427 τμήματα και 430 προγράμματα προπτυχιακών σπουδών, να λειτουργήσουν με αυτά τα χρήματα για έναν χρόνο, είναι τουλάχιστον κοροϊδία να αναφέρει στο κείμενο του προϋπολογισμού πως έχουν «προβλεφθεί οι απαραίτητες πιστώσεις για την απρόσκοπτη λειτουργία» τους. Οι εκατοντάδες χιλιάδες φοιτητές και εργαζόμενοι σε αυτά ξέρουν πολύ καλά ότι τα ιδρύματα λειτουργούν οριακά, με μεγάλες ελλείψεις και προβλήματα.
Για παράδειγμα, δεν λύνει ούτε καν βελτιώνει το πρόβλημα έλλειψης διδασκόντων. Δόθηκαν μόλις 400 νέες θέσεις ΔΕΠ σε όλα τα ΑΕΙ για να καλυφθούν οι αποχωρήσεις, αριθμός που είναι κατά πολύ κάτω από τις ανάγκες. Αρκεί να δούμε ότι οι διδάσκοντες για όλη την Τριτοβάθμια είναι λιγότεροι από 20.000 και μάλιστα μόνο οι μισοί από αυτούς είναι ΔΕΠ (για τους υπόλοιπους δεν διευκρινίζεται το καθεστώς εργασίας τους), ενώ οι προπτυχιακοί φοιτητές στην Ελλάδα είναι περίπου 700.000 και οι μεταπτυχιακοί 100.000, δηλαδή η αναλογία φοιτητών/διδασκόντων είναι 40/1 (έκθεση της ΕΘΑΑΕ).
Την ίδια στιγμή, μόνο εξοργιστικό μπορεί να χαρακτηριστεί το ότι προϋπολογίζονται επιπλέον μόλις 26 εκατ. ευρώ για την αύξηση του φοιτητικού επιδόματος στέγασης, δηλαδή περίπου αύξηση 40 ευρώ τον μήνα για κάθε φοιτητή (!) και μάλιστα σε συνθήκες μεγάλης ακρίβειας και αύξησης των τιμών των ενοικίων, όταν οι ελάχιστες και υποβαθμισμένες φοιτητικές εστίες μετά βίας επαρκούν για το 9% των φοιτητών που σπουδάζουν σε άλλη πόλη και δεκάδες πανεπιστημιακά ιδρύματα της χώρας δεν διαθέτουν καν εστία.
Πάει πολύ η κυβέρνηση να διαφημίζει στην εισηγητική έκθεση του προϋπολογισμού ως «αύξηση του ημερήσιου σιτηρεσίου των φοιτητών των ΑΕΙ» τα επιπλέον χρήματα που θα δώσει σε εργολάβους της σίτισης (αφού όλα τα εστιατόρια είναι σε ιδιωτικές εταιρείες). Πέρα από το ότι αυτό μάλλον γίνεται κατ' απαίτηση των εργολάβων λόγω πληθωρισμού και άρα δεν συνδέεται με βελτίωση της ποιότητας της σίτισης, όπως διαφημίζει η κυβέρνηση. Η ίδια η ανάληψη της σίτισης από εργολάβους μετατρέπει μια κοινωνική παροχή, όπως η δωρεάν σίτιση των φοιτητών, σε μηχανισμό «αναδιανομής» κοινωνικών πόρων προς όφελος των συγκεκριμένων επιχειρηματιών. Επιπλέον, σημαίνει εκ των πραγμάτων ακριβοπληρωμένο φαγητό, αφού μεσολαβεί το κέρδος και η κοινωνική δαπάνη είναι μεγαλύτερη σε σχέση με το να υπήρχαν πανεπιστημιακά εστιατόρια στην ευθύνη του κράτους με μόνιμο προσωπικό. Με παρόμοια ληστρική λογική λειτουργούν μια σειρά από υπηρεσίες στα ΑΕΙ που παραχωρούνται σε εργολάβους, όπως η καθαριότητα και η φύλαξη.
Τα ΑΕΙ έχουν τους ΕΛΚΕ (Ειδικούς Λογαριασμούς Κονδυλίων Ερευνας), που είναι τα «μαύρα ταμεία» της επιχειρηματικής τους λειτουργίας και διαχειρίζονται δεκάδες εκατομμύρια. Τα έσοδα των ΕΛΚΕ είναι συχνά υπερδεκαπλάσια της τακτικής επιχορήγησης, αλλά μόνο ένα μικρό μέρος τους κατευθύνεται προς τις ανάγκες της εκπαιδευτικής διαδικασίας ή της φοιτητικής μέριμνας. Ο κύριος όγκος των εσόδων τους χρησιμοποιείται για να καλύψει τη μισθοδοσία των συμβασιούχων τους και ανάγκες της επιχειρηματικής λειτουργίας του πανεπιστημίου, όπως η συμμετοχή σε εταιρικά σχήματα.
Στη σελίδα 157 της εισηγητικής έκθεσης για τον προϋπολογισμό του 2023 επισημαίνεται ότι στα ΝΠΔΔ (ΑΕΙ, ΑΣΠΑΙΤΕ, βιβλιοθήκες κ.λπ.) και ΝΠΙΔ (ΕΛΚΕ, ΙΝΕΔΙΒΙΜ κ.λπ.), που εποπτεύει το ΥΠΑΙΘ, αναμένεται πλεόνασμα (!) ύψους 58 εκατ. ευρώ και ότι «κύρια πηγή εσόδων των ανωτέρω εποπτευόμενων φορέων αποτελούν οι μεταβιβάσεις από τον κρατικό προϋπολογισμό, καθώς και οι πόροι από χρηματοδοτούμενα προγράμματα από την Ευρωπαϊκή Ενωση». Την ώρα που η κυβέρνηση βάζει στόχο στο κείμενο προϋπολογισμού επιδόσεων για μείωση χρήσης της ηλεκτρικής ενέργειας στην Τριτοβάθμια 10% σε σχέση με το 2019 (το 2020 και το 2021 τα ΑΕΙ ήταν κλειστά) και σε σύνοδο των πρυτάνεων συζητιέται η δυσκολία ανταπόκρισης στις ενεργειακές ανάγκες των ιδρυμάτων λόγω κόστους... Την ώρα που είναι υπό αμφισβήτηση η δωρεάν διανομή των συγγραμμάτων για όλους τους φοιτητές με βάση την ψήφιση του πρόσφατου νόμου - πλαίσιο για τα ΑΕΙ... η κυβέρνηση «κρατά» πόρους γι' αυτά που προφανώς θεωρεί πιο σημαντικά...
Μια εικόνα για το πού πάνε τα λεφτά στα πανεπιστήμια δίνει απαντήσεις. Από το ΤΑΑ (Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας), το ΠΔΕ (Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων) και το ΕΣΠΑ διατίθενται ενδεικτικά:
Ας δούμε τι άλλο χρηματοδοτείται στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, ακολουθώντας πιστά τις κατευθύνσεις της ΕΕ, στις οποίες όλα τα κόμματα, πλην ΚΚΕ, συμφωνούν: Η καταστολή του φοιτητικού κινήματος (50 εκατομμύρια για την πανεπιστημιακή αστυνομία), το κομμάτιασμα της γνώσης (13 εκατ. για απόσπαση παιδαγωγικής επάρκειας από τα πτυχία, πληρώνουμε για να υποβαθμίζονται τα πτυχία των ΑΕΙ!), η απόσπαση γνώσεων από το πτυχίο για να γίνονται εμπόρευμα σε δόσεις μέσα από σεμινάρια (101 εκατ. στα ΚΕΔΙΒΙΜ) και η λειτουργία ΑΕΙ με δίδακτρα, ανοίγοντας τον δρόμο για τη γενίκευσή τους (20 εκατ. για ξενόγλωσσα προπτυχιακά)...
Ολα τα παραπάνω στοιχεία - και άλλα που κατά καιρούς αναδεικνύουν οι δυνάμεις του ΚΚΕ και της ΚΝΕ - επιβεβαιώνουν ότι στα πανεπιστήμια και μέσω αυτών, τα εκατομμύρια «πάνε κι έρχονται», ότι η περιβόητη σύνδεση των ΑΕΙ με την αγορά εργασίας και τις επιχειρήσεις, που είναι προτεραιότητα όλων διαχρονικά των κυβερνήσεων, είναι εδώ και παράγει αποτελέσματα.
Καθώς συσσωρεύονται προβλήματα κι ελλείψεις χρόνων κι ενώ η ανάπτυξη της ίδιας της επιστήμης και οι δυνατότητες της τεχνολογίας θέτουν νέα δεδομένα στην επιστημονική μόρφωση, στα ελληνικά πανεπιστήμια, φοιτητές και εργαζόμενοι αναμετρώνται με στοιχειώδεις ελλείψεις. Με ανεπαρκείς υποδομές, όπως αίθουσες διδασκαλίας, με εργαστήρια που την τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα γίνονται στον πίνακα, με μαθήματα που καταργούνται λόγω έλλειψης διδασκόντων. Με την επέκταση της αποσύνδεσης πτυχίου - επαγγέλματος, την απομάκρυνση όλο και περισσότερο της πρόσβασης στο επάγγελμα με μόνο εφόδιο το πτυχίο για τους αποφοίτους, που αναγκάζονται να κυνηγούν πιστοποιήσεις και μάλιστα επί πληρωμή.
Η επιχειρηματική λειτουργία των ΑΕΙ αποδεικνύεται ότι είναι μια από τις αιτίες των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι φοιτητές και όχι η λύση τους, όπως προσπαθούν να μας πείσουν διαφόρων ειδών «ειδήμονες».
Α) Οι εργολαβίες σε σίτιση, φύλαξη, καθαριότητα, οσονούπω και στη στέγαση, οδηγούν στο να χρυσοπληρώνουμε υπηρεσίες και αγαθά, που θα μπορούσαν να παρέχονται με αποκλειστική ευθύνη του κράτους.
Β) Μέσω στοχευμένων προγραμμάτων στα ΑΕΙ, οι επιχειρήσεις χρηματοδοτούνται αδρά με δημόσιο χρήμα, για να αξιοποιούν υποδομές και ερευνητικό δυναμικό των ΑΕΙ με βάση τις δικές τους ανάγκες, για απόκτηση ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων στη μεταξύ τους κόντρα για μεγιστοποίηση του κέρδους τους.
Γ) Το ίδιο το πανεπιστήμιο λειτουργεί σαν επιχείρηση αφού αντιμετωπίζει ως όφελος το εμπορικό κέρδος και κόστος τις σύγχρονες ανάγκες των φοιτητών, τη δίψα τους και τη διάθεση προσφοράς στη γνώση, αν αυτή δεν χωρά στα καλούπια των ερευνητικών προγραμμάτων που «τρέχουν» για τις ανάγκες των επιχειρήσεων.
Με αφορμή την κατάθεση του κρατικού προϋπολογισμού, το φοιτητικό κίνημα, στο πλάι του εργατικού - λαϊκού, θα αναδείξει ξανά τις δυνατότητες για ουσιαστική αναβάθμιση των σπουδών, κόντρα στις προτεραιότητες της κυβέρνησης. Με γενναία αύξηση της κρατικής χρηματοδότησης, με αξιοποίηση για τις ανάγκες των φοιτητών των χώρων που είναι στην ιδιοκτησία των ΑΕΙ και σήμερα αξιοποιούνται για μπίζνες, να διαμορφωθούν οι όροι για σπουδές στο ύψος των αναγκών και των δυνατοτήτων του 21ου αιώνα.
Οπως ειπώθηκε στην ελπιδοφόρα Πανελλαδική Συνάντηση του ΜΑΣ την προηγούμενη βδομάδα, οι φοιτητές «έχουν μπροστά τους μια ολόκληρη ζωή να κερδίσουν». Οι ανάγκες και τα όνειρά τους για δωρεάν, σύγχρονες, υψηλού επιπέδου σπουδές, για δουλειά και ζωή με δικαιώματα, απαιτούν σύγκρουση με την επιχειρηματική λειτουργία στα πανεπιστήμια, τις κατευθύνσεις της ΕΕ που υλοποιούν οι κυβερνήσεις και στηρίζουν όλα τα κόμματα του συστήματος.