Με φόντο τη νέα «Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας» που παρουσίασε ο Λευκός Οίκος
2025 The Associated Press. All |
Από την ομιλία του υπουργού Πολέμου των ΗΠΑ σε εκδήλωση του «Φόρουμ Αμυνας» στην Καλιφόρνια |
Σε αυτό το πλαίσιο, ο Αμερικανός υπουργός Πολέμου Πιτ Χέγκσεθ, μιλώντας το Σάββατο σε εκδήλωση του ετήσιου «Φόρουμ Αμυνας» στην κοιλάδα Σίμι της Καλιφόρνια, αναφέρθηκε στους «επικαιροποιημένους» κεντρικούς ιμπεριαλιστικούς στόχους των ΗΠΑ έναντι ανταγωνιστών και «συμμάχων», με πυρήνα το σύνθημα «Πρώτα η Αμερική».
Πίσω από τα γνωστά περί ...«ειρήνης μέσω της ισχύος», ο Χέγκσεθ έσπευσε να προδιαγράψει την αποφασιστικότητα των ΗΠΑ να υπερασπιστούν διά πυρός και σιδήρου την πρωτοκαθεδρία τους στον διεθνή ανταγωνισμό, σημειώνοντας χαρακτηριστικά: «Μην έχετε καμία αμφιβολία: Ο Πρόεδρος Τραμπ είναι αποφασισμένος να διατηρήσει και να επιταχύνει τον ισχυρότερο στρατό που έχει δει ποτέ ο κόσμος. Τον ισχυρότερο, τον πιο θανατηφόρο και αμερικανικής κατασκευής... Το Οπλοστάσιο της Ελευθερίας».
Για την επίτευξη των στόχων των ΗΠΑ, ο υπουργός Πολέμου εστίασε στο εξής τετράπτυχο: «Υπεράσπιση της αμερικανικής πατρίδας» και του ημισφαιρίου της. Αποτροπή της Κίνας «μέσω της ισχύος και όχι μέσω της βίας». Αύξηση της κατανομής των βαρών ανάμεσα στις ΗΠΑ και στους «συμμάχους και εταίρους» τους. Και τροφοδότηση της αμερικανικής «αμυντικής βιομηχανικής βάσης».
Σε ό,τι αφορά τον πρώτο άξονα, στο όνομα της αντιμετώπισης της «παράνομης μετανάστευσης» και της «ναρκο-τρομοκρατίας σε όλο το δυτικό ημισφαίριο» παρουσίασε ως «πρώτη γραμμή άμυνας» την τεράστια στρατιωτική κινητοποίηση στην Καραϊβική και τις απειλές νέων επεμβάσεων στη Λατινική Αμερική, επιβεβαιώνοντας τη μεγάλη σημασία της ευρύτερης περιοχής για τον συνολικότερο διεθνή ιμπεριαλιστικό ανταγωνισμό.
Σχετικά με την Κίνα ο Χέγκσεθ επιχείρησε να εξωραΐσει τον σφοδρό ιμπεριαλιστικό ανταγωνισμό, λέγοντας ότι χάρη στην ηγεσία του Τραμπ «οι σχέσεις γίνονται ισχυρότερες» μετά από πολλά χρόνια, καθώς επιδιώκονται «σταθερή ειρήνη, δίκαιο εμπόριο και σχέσεις σεβασμού». Πρόσθεσε ότι σχεδιάζεται το άνοιγμα απευθείας διαύλων επικοινωνίας του Πενταγώνου με τον κινεζικό στρατό, «με στόχο την αποκλιμάκωση», ενώ έκανε λόγο για «έναν ευέλικτο ρεαλισμό, μια προσέγγιση που δεν επιδιώκει την κυριαρχία αλλά μια ισορροπία ισχύος, που θα μας καταστήσει ικανούς, όλους μας, όλες τις χώρες, να απολαύσουν αξιοπρεπή ειρήνη στον Ινδο-Ειρηνικό, όπου το εμπόριο ρέει απρόσκοπτα και δίκαια, όπου όλοι μπορούμε να ευημερήσουμε και να γίνονται όλα τα συμφέροντα σεβαστά».
Στην πραγματικότητα, βέβαια, οι κινήσεις και των δύο αντίπαλων στρατοπέδων συσσωρεύουν κι άλλη καύσιμη ύλη, με τις ΗΠΑ να ενισχύουν μεταξύ άλλων στρατιωτικές συμφωνίες με εταίρους τους στην περιοχή, να συνεχίζουν τη στρατιωτική ενίσχυση της Ταϊβάν κ.ο.κ.
Στη συνέχεια ο Χέγκσεθ αναφέρθηκε στις τεταμένες σχέσεις των ΗΠΑ με Ευρωπαίους και άλλους «συμμάχους» τους, επισημαίνοντας πως οι ΗΠΑ επιδιώκουν «μοίρασμα βαρών» και καλώντας τους «συμμάχους» να αναλάβουν δράση προκειμένου να κάνουν το καθήκον τους «για τη συλλογική μας άμυνα».
Αναφερόμενος δε στη συμφωνία στο ΝΑΤΟ για στρατιωτικές δαπάνες στο 5% του ΑΕΠ των κρατών - μελών, τόνισε: «Σε λίγα χρόνια, χάρη στην οραματική ηγεσία του Προέδρου Τραμπ, θα φροντίσουμε ώστε οι σύμμαχοί μας - στους οποίους περιλαμβάνονται μερικές από τις πλουσιότερες και πιο παραγωγικές χώρες στον κόσμο - να διαθέτουν για άλλη μια φορά αξιόπιστες στρατιωτικές δυνάμεις και περισσότερες ανανεωμένες από το κράτος αμυντικές βιομηχανίες».
Για τον δε τέταρτο άξονα ο Χέγκσεθ έκανε σαφές ότι αφορά την αποφασιστική ενίσχυση της πολεμικής παραγωγής και την προσαρμογή της στις σύγχρονες ανάγκες της προπαρασκευής για γενικευμένες συγκρούσεις.
«Ο σκοπός μας είναι απλός, εάν όχι μνημειώδης: Να μετατρέψουμε ολόκληρο το σύστημα απόκτησης για να επιταχύνουμε την ανάπτυξη δυνατοτήτων και να επικεντρωθούμε στα αποτελέσματα», τόνισε και πρότεινε αλλαγές στο σύστημα παραγωγής και πώλησης πυρομαχικών, όπλων και στρατιωτικών συστημάτων, ώστε να ανατροφοδοτείται από μια μεγαλύτερη ενίσχυση του δικτύου πώλησης μεταξύ «συμμαχικών» και «εταιρικών» χωρών.
Ζήτησε δε «απομάκρυνση από την τρέχουσα αμυντική βιομηχανική βάση χαμηλού ανταγωνισμού, που κυριαρχείται από κύριους εργολάβους, σε ένα μέλλον που τροφοδοτείται από δυναμικό χώρο πωλητών που επιταχύνει την παραγωγή, συνδυάζοντας τις επενδύσεις με εμπορικό ρυθμό, με τη μοναδική αμερικανική ικανότητα να κλιμακώνεται, και να κλιμακώνεται γρήγορα».
Η «Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας» της κυβέρνησης Τραμπ εντείνει ενδοαστικές αντιθέσεις και στο εσωτερικό των ΗΠΑ, παράλληλα με τις αντιθέσεις με Ευρωπαίους «συμμάχους».
Σε αυτό το πλαίσιο, νομοθετική ρύθμιση που προωθείται στο Κογκρέσο των ΗΠΑ από βουλευτές των Δημοκρατικών και των Ρεπουμπλικάνων και αναμένεται να τεθεί σε ψηφοφορία τις επόμενες μέρες επιχειρεί να επιβάλει περιορισμούς στη μείωση των αμερικανικών στρατευμάτων στην Ευρώπη, στον αντίποδα των κινήσεων της κυβέρνησης Τραμπ για μείωση των αμερικανικών «δεσμεύσεων» στη Γηραιά Ηπειρο.
Το προωθούμενο νομοσχέδιο μεταξύ άλλων απαγορεύει στο Πεντάγωνο να μειώσει τον αριθμό των στρατευμάτων που είναι μόνιμα εγκατεστημένα ή αναπτύσσονται στην Ευρώπη κάτω από τους 76.000 στρατιώτες για περισσότερο από 45 μέρες, εκτός αν ο υπουργός Πολέμου και ο επικεφαλής της Διοίκησης των ΗΠΑ στην Ευρώπη πιστοποιήσουν στο Κογκρέσο ότι κάτι τέτοιο εξυπηρετεί τα εθνικά συμφέροντα ασφάλειας των ΗΠΑ και ότι έχουν συμβουλευτεί τους συμμάχους του ΝΑΤΟ. Θα πρέπει επίσης να παρέχουν αξιολογήσεις για τον αντίκτυπο αυτής της απόφασης.
Την ίδια ώρα, συνεχίζονται οι αντιδράσεις στην Ευρώπη για τη «Στρατηγική Εθνικής Ασφαλείας» που δημοσίευσε την Παρασκευή η Ουάσιγκτον.
Σε αυτήν, σε άμεση σύνδεση με τη γραμμή της κυβέρνησης Τραμπ για «επιμερισμό των βαρών» με τους Ευρωπαίους του ΝΑΤΟ, επισημαίνεται μεταξύ άλλων η «αναπροσαρμογή» της αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας ανά τον κόσμο, «για την αντιμετώπιση επειγουσών απειλών στην ήπειρό μας και την απόσυρση από θέατρα, η σημασία των οποίων για την αμερικανική εθνική ασφάλεια έχει μειωθεί τα τελευταία χρόνια ή δεκαετίες».
Γίνεται υπαινιγμός για την ανάγκη πολιτικών αλλαγών στην Ευρώπη ώστε να «επανεγκατασταθούν οι συνθήκες στρατηγικής σταθερότητας στην ευρασιατική ήπειρο και να περιοριστεί ο κίνδυνος σύγκρουσης μεταξύ Ρωσίας και ευρωπαϊκών κρατών».
Εξάλλου στην αναθεωρημένη Στρατηγική η Ρωσία δεν χαρακτηρίζεται πλέον «άμεση απειλή», όπως συνέβαινε από το 2014 μετά την προσάρτηση της Κριμαίας, και υπάρχει προτροπή για περιορισμένη συνεργασία σε ζητήματα «στρατηγικής σταθερότητας».
«Αυτό το θεωρούμε θετικό βήμα», σχολίασε ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου, Ντμ. Πεσκόφ.
Επιπλέον η νέα Στρατηγική αναφέρει ότι οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι «έχουν μη ρεαλιστικές προσδοκίες για τον πόλεμο» με τη Ρωσία στην Ουκρανία.
Το ίδιο έγγραφο καταδεικνύει ωστόσο ότι οι ΗΠΑ θα συνεχίσουν να εμπλέκονται στην Ευρώπη: «Οχι μόνο δεν μπορούμε να "ξεγράψουμε" την Ευρώπη, αλλά κάτι τέτοιο θα ήταν και αυτοκαταστροφικό».
«Η πορεία της αμερικανικής πολιτικής ήταν σαφής ήδη πριν από την ανάληψη της εξουσίας από τον Τραμπ. Αυτό που έκανε ο ίδιος, είναι να επιταχύνει μια διαδρομή δίχως επιστροφή», δήλωσε ο Ιταλός υπουργός Αμυνας, Γκ. Κροζέτο, προσθέτοντας χαρακτηριστικά: «Οι ΗΠΑ έχουν έναν όλο και σκληρότερο ανταγωνισμό με την Κίνα και κάθε πράξη, κάθε απόφασή τους πρέπει να ερμηνεύεται στα πλαίσια αυτού του σκηνικού. Ο Τραμπ κατέστησε σαφές, απλώς, ότι στον ανταγωνισμό αυτόν η ΕΕ του χρειάζεται λίγο ή και καθόλου».
«Κάθε πράξη, κάθε απόφαση θα συνδέεται με έναν και μόνο στόχο: Την ενίσχυση των ΗΠΑ στον ανταγωνισμό με την Κίνα», συμπλήρωσε.
Για μια «αναπόφευκτη ιστορική διαδικασία» έκανε λόγο η Ιταλίδα πρωθυπουργός Τζ. Μελόνι και η Ευρώπη «αν θέλει να είναι σημαντική, πρέπει να καταφέρει να υπερασπίσει μόνη της τον εαυτό της, δεν μπορεί να εξαρτάται από τους άλλους. Οι Αμερικανοί αποφασίζουν, σήμερα, να υπερασπίσουν τα συμφέροντά τους, διότι διαθέτουν την αναγκαία δύναμη. Πρέπει να κάνει το ίδιο και η Ευρώπη».
Οι ΗΠΑ παραμένουν «ο μεγαλύτερος σύμμαχος» της ΕΕ παρά τις «επικρίσεις και τις διαφωνίες», ήταν το σχόλιο της επικεφαλής της Εξωτερικής Πολιτικής της ΕΕ, Κ. Κάλας.
Τελεσίγραφο έως το 2027 έδωσαν οι ΗΠΑ στην Ευρώπη, προκειμένου να αναλάβει το μεγαλύτερο μέρος των συμβατικών «αμυντικών» δυνατοτήτων του ΝΑΤΟ - από πληροφορίες έως πυραύλους - προθεσμία που Ευρωπαίοι αξιωματούχοι θεωρούν μη ρεαλιστική.
Το συγκεκριμένο μήνυμα μεταφέρθηκε, σύμφωνα με το Reuters, στη διάρκεια συνάντησης, στην Ουάσιγκτον αυτήν την εβδομάδα, μεταξύ του προσωπικού του Πενταγώνου που επιβλέπει την πολιτική του ΝΑΤΟ και αρκετών ευρωπαϊκών αντιπροσωπειών.
Στη συνάντηση, αξιωματούχοι του Πενταγώνου κατέδειξαν ότι η Ουάσιγκτον δεν είναι ικανοποιημένη με τα βήματα που έχει κάνει η Ευρώπη για την ενίσχυση των «αμυντικών» της δυνατοτήτων μετά το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία.
Οι Αμερικανοί αξιωματούχοι δήλωσαν στους ομολόγους τους ότι εάν η Ευρώπη δεν τηρήσει την προθεσμία του 2027, οι ΗΠΑ ενδέχεται να σταματήσουν να συμμετέχουν σε ορισμένους μηχανισμούς συντονισμού άμυνας του ΝΑΤΟ, όπως δήλωσαν οι πηγές.
Με στρατιωτική επέμβαση της Νιγηρίας και της ECOWAS
Η στρατιωτική επέμβαση της Νιγηρίας και στρατιωτικής δύναμης της Οικονομικής Κοινότητας χωρών Δυτικής Αφρικής (ECOWAS) απέτρεψε την Κυριακή στο Μπενίν την ευόδωση της απόπειρας πραξικοπήματος.
Την απόπειρα πραγματοποίησε ομάδα στρατιωτικών της λεγόμενης «Στρατιωτικής Επιτροπής για τη Μεταρρύθμιση», με επικεφαλής τον υποστράτηγο Πασκάλ Τιγκρί, η οποία κατέλαβε το κτίριο της κρατικής τηλεόρασης ανακοινώνοντας τη διάλυση της κυβέρνησης του Προέδρου Πατρίς Ταλόν.
Η είδηση της απόπειρας πραξικοπήματος νωρίς το πρωί της Κυριακής προκάλεσε τα άμεσα αντανακλαστικά της κυβέρνησης του Μπενίν, αλλά και της ECOWAS, καθώς και της γειτονικής Νιγηρίας.
Οπως έγινε γνωστό, νιγηριανά πολεμικά αεροσκάφη βομβάρδισαν το Κοτονού του νοτίου Μπενίν και αναπτύχθηκαν νιγηριανά στρατεύματα στο έδαφος του κρατιδίου, έπειτα από αίτημα της κυβέρνησης της χώρας.
Σε ανακοίνωση της κυβέρνησης του Νιγηριανού Προέδρου Μπόλα Τινούμπου επισημαίνεται πως δόθηκε εντολή στα μαχητικά αεροσκάφη να αναλάβουν δράση στο Μπενίν για να βοηθήσουν την κυβέρνηση και να διωχθούν οι πραξικοπηματίες από το κτίριο της κρατικής τηλεόρασης.
Από την δε ECOWAS αποφασίστηκε η άμεση ανάπτυξη περιφερειακής στρατιωτικής δύναμης «σταθεροποίησης» που απαρτίζεται από στρατιώτες της Νιγηρίας, της Σιέρα Λεόνε, της Ακτής Ελεφαντοστού και της Γκάνα.
Ακολούθως, ο Πρόεδρος του Μπενίν δήλωσε πως αποκαταστάθηκε η δημόσια τάξη και τερματίστηκε η απόπειρα πραξικοπήματος, τονίζοντας πως το γεγονός αυτό «δεν θα μείνει ατιμώρητο».
Οι επίδοξοι πραξικοπηματίες είχαν επικαλεστεί ως αιτία για την κίνησή τους την έκρυθμη κατάσταση που επικρατεί στο βόρειο Μπενίν λόγω των εντεινόμενων επιθέσεων τζιχαντιστών.
Την απόπειρα πραξικοπήματος καταδίκασε με ανακοίνωσή της η Αφρικανική Ενωση.
Πριν δύο βδομάδες είχε πραγματοποιηθεί ένα ακόμα πραξικόπημα στη Δυτική Αφρική, στη Γουινέα - Μπισάου, καθώς η περιοχή βρίσκεται στο επίκεντρο σφοδρών ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών.