EUROKINISSI |
Οι αυξήσεις περνάνε πλέον ακόμα και στα πιο βασικά είδη, όπως το ψωμί, το οποίο ανά περιπτώσεις έχει ανέβει από τα 90 λεπτά, στο 1,20 ευρώ ή ακόμα και στο 1,40, κι ενώ η τιμή στο αλεύρι έχει ανέβει, όπως λένε οι αρτοποιοί, ακόμα και κατά 20 λεπτά το κιλό το τελευταίο διάστημα.
Ακόμα και το... κουλούρι ανά περιπτώσεις εμφανίζεται πάνω από τα 50 λεπτά, στα 60 ή και 70. Πάνω δηλαδή και από την «αύξηση» - κοροϊδία στον κατώτατο μισθό της τάξης των 52 λεπτών τη μέρα, που ανακοίνωσε η κυβέρνηση για το 2022, εφαρμόζοντας τον νόμο Βρούτση - Αχτσιόγλου.
Ενώ οι τιμές του καφέ βρίσκονται στο πιο υψηλό των τελευταίων 4 ετών.
Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι ο εναρμονισμένος πληθωρισμός (Γιούροστατ) στην ελληνική οικονομία απογειώθηκε τον Αύγουστο στο 1,7% από 0,7% τον Ιούλη.
Θυμίζουμε ότι ο εθνικός δείκτης τιμών καταναλωτή της ΕΛΣΤΑΤ για τον Ιούλη, όπου υπάρχουν τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, διαμορφώθηκε σε 1,4%, με τις ανατιμήσεις να προέρχονται κυρίως από τις μεταβολές στις ακόλουθες ομάδες:
Τα αποτελέσματα καταγράφονται και σε πρόσφατη έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ (Ερευνα Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης Νοικοκυριών), η οποία μεταξύ άλλων αποτυπώνει ότι το 46,5% των νοικοκυριών δανείζεται από τράπεζες για να καλύψει καθημερινά έξοδα διαβίωσης, με το μέσο οφειλόμενο ποσό να μην ξεπερνά τα 240 ευρώ.
Παράλληλα, τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ που δημοσιεύτηκαν την περασμένη Παρασκευή για τον γενικό δείκτη τιμών παραγωγού στη Βιομηχανία (μετράει τη μεταβολή των τιμών των βιομηχανικών προϊόντων που παράγονται στο εσωτερικό της χώρας και διατίθενται στην εγχώρια και εξωτερική αγορά) που έχει πάρει την ανηφόρα, δείχνουν και προς νέες μεγάλες ανατιμήσεις που έρχονται το επόμενο διάστημα, μετακυλίοντας τα βάρη στις πλάτες των λαϊκών στρωμάτων.
Τον Ιούλη του 2021 ο δείκτης παρουσίασε αύξηση 13% σε σύγκριση με τον αντίστοιχο του Ιούλη 2020 (+1,1% σε σχέση με τον Ιούνη), έναντι μείωσης 7,9% κατά τη σύγκριση του 2020 με το 2019.
Ο δείκτης για την εγχώρια αγορά, για τα προϊόντα που διακινούνται εντός της Ελλάδας αυξήθηκε κατά 10,3%, ενώ στην εξωτερική αγορά κατά 22%.
Την ίδια ώρα, νέο κύμα πολύ μεγάλων αυξήσεων στους λογαριασμούς του ηλεκτρικού ρεύματος βρίσκεται προ των πυλών. Οι νέες αυτές αυξήσεις, που εκτιμάται πως θα κυμανθούν από 15% έως και 50%, έρχονται ως αποτέλεσμα των σταθερά υψηλών τιμών στη χονδρεμπορική αγορά ρεύματος, που τον Αύγουστο έφτασαν στις υψηλότερες τιμές τους.
Στην Ελλάδα, η τιμή της μεγαβατώρας έχει φτάσει τα 157 ευρώ, τιμή αυξημένη κατά 70% από τον Γενάρη και η υψηλότερη στην ΕΕ. Αξίζει να θυμίσουμε πως όταν άρχιζε τον Νοέμβρη του 2020 η λειτουργία του ευρωενωσιακού μοντέλου λειτουργίας της αγοράς Ενέργειας, του λεγόμενου «target model» που αποτελεί το τελευταίο στάδιο στην εφαρμογή της πολιτικής «απελευθέρωσης» της αγοράς, η κυβέρνηση υποστήριζε προκειμένου να «χρυσώσει το χάπι» της «απολιγνιτοποίησης» πως οι τιμές του ρεύματος θα μειωθούν για τα νοικοκυριά και τις μικρές επιχειρήσεις.
Αν και οι αυξήσεις αυτές επιχειρούνται να παρουσιαστούν ως αποτελέσματα «εξωγενών παραγόντων» στην αγορά του ηλεκτρικού ρεύματος, στην πραγματικότητα είναι αποτελέσματα της αστικής στρατηγικής για την «απελευθέρωση» της αγοράς ηλεκτρικού ρεύματος και της «πράσινης μετάβασης» που υπηρετούν όλα τα κόμματα, για να διασφαλίσουν νέα πεδία εγγυημένης κερδοφορίας στους επιχειρηματικούς ομίλους: Οι πανάκριβες ΑΠΕ που δεν επαρκούν για την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών, οι «πράσινοι» φόροι για τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα (που έχουν εκτοξευτεί κατά 72%), οι ακριβότερες τιμές του εισαγόμενου φυσικού αερίου που έχει οριστεί ως το «μεταβατικό καύσιμο» (από 25ερώ/ MWh τον Μάη σε 48/ MWh σήμερα), έχουν αρχίσει ήδη να μετακυλίονται στα τιμολόγια που καλείται να πληρώσει το λαϊκό νοικοκυριό.
Με επιταχυνόμενους ρυθμούς συνεχίστηκε για τον μήνα Αύγουστο η άνοδος του επίσημου πληθωρισμού και σε επίπεδο Ευρωζώνης, σε μια εξέλιξη που φέρνει ξανά στην επιφάνεια τις αντιπαραθέσεις γύρω από το κατάλληλο μείγμα της νομισματικής πολιτικής που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα με στόχο την ανάκαμψη του κεφαλαίου.
Σύμφωνα με τα προσωρινά στοιχεία της Γιούροστατ, ο εναρμονισμένος δείκτης τιμών καταναλωτή στην Ευρωζώνη έφτασε τον Αύγουστο στο 3% σε ετήσια βάση, από 2,2% τον Ιούλη και 1,9% τον Ιούνη. Πρόκειται για το υψηλότερο επίπεδο της τελευταίας 10ετίας και πάνω από τον στόχο της ΕΚΤ (2%), η οποία για την ώρα θεωρεί το φαινόμενο πρόσκαιρο και συγκυριακό.
Ο εναρμονισμένος δείκτης τιμών καταναλωτή, ο οποίος έχει διαφορετική στάθμιση σε σχέση με τους εθνικούς δείκτες, εμφανίζει τον πληθωρισμό στη Γερμανία στο 3,4%, στη Γαλλία στο 2,4%, στην Ιταλία στο 2,6% κ.ο.κ.
Με φόντο αυτά τα στοιχεία την ερχόμενη βδομάδα συνεδριάζει το Διοικητικό Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας με θέμα τη διαμόρφωση της νομισματικής πολιτικής, όπου θεωρείται βέβαιο ότι θα έρθουν ξανά στην επιφάνεια οι ενστάσεις ισχυρών κεντρικών τραπεζών (π.χ. της γερμανικής) σχετικά με την εφαρμοζόμενη χαλαρή νομισματική πολιτική και για τα ουσιαστικά μηδενικά ή ακόμη και αρνητικά επιτόκια της ΕΚΤ.
Από την πλευρά της, η Τράπεζα της Ελλάδας σε πρόσφατη έκθεσή της έχει επισημάνει ότι «τα ελληνικά ομόλογα θα καταστούν ευάλωτα σε ενδεχόμενες διαταραχές στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, οι οποίες θα μπορούσαν να προκύψουν από μια απότομη αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής στις ανεπτυγμένες οικονομίες ως αποτέλεσμα της ταχύτερης του αναμενομένου αύξησης του πληθωρισμού».
Σε αυτό το φόντο το ελληνικό υπουργείο Οικονομικών και ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους έσπευσαν χτες να ανακοινώσουν νέα έξοδο στις διεθνείς χρηματαγορές με επανεκδόσεις κρατικών ομολόγων 30ετούς και 5ετούς διάρκειας.
Το ακριβώς αντίθετο όμως συμβαίνει: Η ακρίβεια δεν οφείλεται σε «λαθεμένους χειρισμούς» ή σε «τυχαία γεγονότα», που γενικώς «μας υπερβαίνουν», αλλά αποτυπώνει την εξαθλίωση της εργατικής τάξης λόγω της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Οι αιτίες της δηλαδή βρίσκονται στην ίδια τη λειτουργία του εκμεταλλευτικού συστήματος.
Η αύξηση της τιμής των εμπορευμάτων αποτελεί πλευρά της συνολικής αφαίμαξης του λαϊκού εισοδήματος, που υποχώρησε κατά 40% μόνο στην προηγούμενη καπιταλιστική κρίση. Ερχεται να προστεθεί στη φοροληστεία, στο τσάκισμα του κατώτατου μισθού, στην υποχώρηση και καθήλωση του μέσου μισθού, στη δραστική περικοπή συντάξεων, στην εκτεταμένη ανεργία και το πετσόκομμα των επιδομάτων.
Το «άδειο καλάθι» αποτυπώνει την «ψαλίδα» που μεγαλώνει ανάμεσα στις ανάγκες των εργαζομένων που συνεχώς διευρύνονται και στην αδυναμία τους να καλύψουν ακόμα και τις πιο στοιχειώδεις από αυτές. Και αυτό βρίσκεται στο «DNA» του καπιταλισμού. Η ληστρική του φύση, η ίδια η εκμετάλλευση και η απλήρωτη εργασία σηματοδοτούν για τη συντριπτική πλειοψηφία των εργαζομένων ότι το καλάθι των εμπορευμάτων που πραγματικά χρειάζονται για να καλύψουν τις σύγχρονες ανάγκες τους, θα είναι πάντα ακριβό και θα παραμένει μόνο μισογεμάτο.
Η επεκτατική πολιτική και το «κόψιμο χρήματος» από την ΕΚΤ συμβάλλουν προς αυτή την κατεύθυνση, αφού ο όγκος των εμπορευμάτων που παράγονται και πωλούνται δεν αυξάνεται αντίστοιχα με τον όγκο του χρήματος. Ενισχύεται με αυτόν τον τρόπο η τάση που υπάρχει έτσι κι αλλιώς στη φάση αυτή του καπιταλιστικού κύκλου, όπου οι τιμές των προϊόντων παίρνουν γενικά την ανηφόρα.
Αποκαλυπτική είναι και η επίδραση της πολιτικής του «πράσινου Green Deal» στις τεράστιες αυξήσεις. Πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η εκτίναξη των τιμών στην ηλεκτρική ενέργεια ως αποτέλεσμα της πολιτικής της «απελευθέρωσης», του εμπορίου των ρύπων, των μεγάλων αυξήσεων στο φυσικό αέριο, των πανάκριβων ΑΠΕ. Ομως και σε μια σειρά άλλα εμπορεύματα, από τα ηλεκτρικά οχήματα μέχρι την παραγωγή κρέατος, το «πρασίνισμά» τους φορτώνεται στις πλάτες του λαού.
Αντίστοιχα σε μια σειρά προϊόντα, ο «εξαγωγικός προσανατολισμός» ωθεί τις τιμές προς τα πάνω και στην εσωτερική αγορά (π.χ. ελαιόλαδο, γαλακτοκομικά κ.ά.), ενώ οι ιδιωτικοποιήσεις και τα συνεχιζόμενα κύματα εμπορευματοποίησης στην Ενέργεια, στην ύδρευση, στις μεταφορές, σε Υγεία και Παιδεία αυξάνουν δραστικά το κόστος.