Κυριακή 4 Γενάρη 2004
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 6
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

ΤΟ ΑΠΟΛΥΤΟ ΡΟΔΟ
Ακόμη είναι νύχτα, κύριε Σαχτούρη

1. Είναι νύχτα στο υπόγειο δωματιάκι του ποιητή Νίκου Καρούζου. «Ο Σαχτούρης, φωνάζει ο Νίκος, όταν γεννήθηκε, διάλεξε την τυφλότητα ως τη μόνη αληθινή κατάσταση της όρασης».

2. Είναι νύχτα στο παγωμένο Σάλτσμπουργκ. Ενα κορίτσι με κόκκινο φόρεμα οδηγεί επάνω στον πάγο έναν τυφλό. Τους βλέπω μέσα από το σπίτι του ποιητή Γκέοργκ Τρακλ. Βρίσκομαι στο δωμάτιό του, που είναι και δωμάτιό σας, κύριε Σαχτούρη.

3. Είναι νύχτα. Ο κύριος Σαχτούρης γλίτωσε. Γλίτωσε από την εταιρία που δολοφονούσε ποιητές, της οποίας ιδρυτής ήταν ο Κατσίμπαλης. Αυτός ο πλούσιος φτηνός γέροντας, που απειλούσε με το μπαστούνι του όποιον δεν προσκυνούσε τον πρέσβη Γιώργο Σεφέρη. Οταν ο θάνατος αποφάσισε να πάρει τον Κατσίμπαλη, δεν τον χτύπησε με το δρεπάνι του, αλλά με το μπαστούνι, το μπαστούνι που όλοι έτρεμαν στην εμφάνισή του, το μπαστούνι που δεν τον έσωσε από το θάνατο.

4. Είναι νύχτα και διασχίζουμε τρέχοντας τη Φωκίωνος Νέγρη με τον ακριβό μου, αδελφό Χρήστο Μπράβο. Πρέπει επειγόντως να δει τον ποιητή. Ο Μίλτος Σαχτούρης του ανοίγει την πόρτα. Εγώ περιμένω απ' έξω, στο δρόμο. Ο ποιητής του λέει: «Φύγε, Χρήστο, γιατί το θηρίο είναι εδώ». Υστερα από μερικές ημέρες αφιερώνει στον Χρήστο το ποίημα για τον Ντίλαν Τόμας.

5. Σε μια ασπρόμαυρη βλέπω τον Ντίλαν Τόμας να γελάει μέσα σ' ένα κοιμητήριο. Ιδού ο τρελός λαγός όπως τον ονειρεύτηκε ο Σαχτούρης.

6. Ο Μίλτος Σαχτούρης, φυγάς θεόθεν και αλήτης.

7. Ενα τρελό τρίγωνο προστάτεψε τον ποιητή: ο Θάνος Κωνσταντινίδης, ο Λευτέρης Ξανθόπουλος και ο Γιάννης Δάλλας.

8. Αν αληθεύουν οι πληροφορίες, ο ζωγράφος Φράνσις Μπέικον εγκατέλειψε αυτό το μάταιο κόσμο. Τι κρίμα! Θα έπρεπε να είχαν συναντηθεί ο ζωγράφος και ο ποιητής. Γιατί και οι δύο κατέχουν τον τρόπο να πολλαπλασιάζουν τον τρόμο, κι έτσι να τον καταργούν.

9. Η καρδιά των εκδοτών χτυπά μέσα στην τσέπη τους. Ο σώφρων ποιητής το γνωρίζει. Δεν έχει ψευδαισθήσεις, δεν περιμένει τίποτα.

10. Ο Θεός, ο Θάνατος και ο Εωσφόρος ακόμη ρίχνουν τα ζάρια τους για τον Μίλτο Σαχτούρη. Και τέλος δεν έχει αυτή η παρτίδα.

11. Η Ισικάουα Τακουμπόκου επισκέπτεται τον ποιητή: «Ενας άντρας ήταν πλάι μου στο ακρογιάλι/ με τα μάτια γεμάτα δάκρυα/ και μου 'δειχνε την άμμο/ που έπεφτε μέσα από τα δάχτυλά του».

12. Μακριά από τα χασμουρητά, τις κολακείες και τα καλά λόγια των κριτικών προς τον ποιητή, ο Μίλτος Σαχτούρης ανήκει σε αυτούς που από παιδιά δεν ξέρουν τι να τους κάνουν. Και το παιδί λέει: «Δεν ξέρουν τι να με κάνουν. Παιδί ακόμα έσπρωχνα με δύναμη το κεφάλι μου να βγω στα βρύα και στο κρύο νερό. Τρεις φωνές τάραξαν την έξοδό μου: 1) ο Μαγιακόφσκι πυροβόλησε το κεφάλι μου, 2) ο αέρας παίρνει τα λόγια μου, 3) όλα χάθηκαν. Κύμα θαλάσσης έσπασε μπροστά μου κι άφησε ένα σκυλί με πέντε άστρα στην πλάτη. "Δεν ξέρουν τι να με κάνουν", του λέω, "έχεις τίποτα για μένα;". "Οχι", απαντά, "αμέλησα και θ' αμελώ"».

13. Βρισκόμαστε στο 1579 στο Μιλάνο. Ο Κάρλο Μπορόμεο διαβάζει στον Μίλτο Σαχτούρη το περίφημο «Μεμοριάλε» του. Του μιλάει για την αξιοπρέπεια των φτωχών και των ταπεινών, για την εγκόσμια ματαιοδοξία, για όλα τα πράγματα που δεν είναι παρά μια σκληρή υπόμνηση της θνητότητας. Βρίσκονται στην πόλη που ο ζωγράφος Νούντσιο Γκαλίτι αναπαρέστησε στη συγκινητική αναθηματική του εικόνα, στην οποία - όπως γράφει η Ελεν Λάγκντον στο βιβλίο της για τον Καραβάτζιο - μια επίχρυση άμαξα προχωρά μοναχή κατά μήκος του δρόμου σ' ένα περιβάλλον συγκλονιστικής ερήμωσης.

14. Τελευταία εικόνα: ο Μίλτος Σαχτούρης ρίχνει, κι αυτός με τη σειρά του, τα ζάρια για το θεό, τον Εωσφόρο και το Θάνατο. Τέλος δεν έχει αυτή η παρτίδα.


Του
Γιώργου ΚΑΚΟΥΛΙΔΗ



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ