Κυριακή 4 Γενάρη 2004
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 4
ΑΠΟ ΜΕΡΑ ΣΕ ΜΕΡΑ

ΒΙΒΛΙΟ
Εργο, άσβηστο «φως»

Με χαρά, η πρώτη στήλη της χρονιάς παρουσιάζει τη νέα έκδοση (πριν λίγες μέρες από τον «Κέδρο») του έργου του Κώστα Βάρναλη «Το φως που καίει», έργο «ορόσημο» και «θεμέλια λίθος» της προοδευτικής ελληνικής λογοτεχνίας στον 20ό αιώνα. Η έκδοση είναι διπλά σημαντική, καθώς τη φιλολογική παρουσίαση, την επιμέλεια και το κριτικό ανθολόγιο υπογράφει ο μελετητής του Βάρναλη, καθηγητής και ποιητής Γιάννης Δάλλας. Το βιβλίο εικονογραφείται: Με το εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης του έργου (από τα «Γράμματα» της Αλεξάνδρειας, το 1922), την οποία ο Βάρναλης υπέγραφε με το ψευδώνυμο «Δήμος Τανάλιας» (για να προφυλάξει από τη λογοκρισία τη διδασκαλική του ιδιότητα - ματαίως όμως - και για να σηματοδοτήσει με το «Τανάλιας» την ιδεολογοαισθητική πολεμική του ενάντια στην αστική τάξη και κουλτούρα). Με τη δεύτερη, αθηναϊκή, διορθωμένη και επώνυμη πλέον, έκδοση (1933). Με χειρόγραφα του Βάρναλη (από την πρώτη και δεύτερη έκδοση). Με την προδημοσίευση (Γενάρης του 1932, φύλλο 2) στο μηνιάτικο περιοδικό «Νέοι Πρωτοπόροι» του ξαναπλασμένου (ενόψει της δεύτερης έκδοσης) ποιήματος «Η Αριστέα και η Μαϊμού», με τίτλο «Χορός της Πριμαντόνας και της Μαϊμούς».

Το «Φως που καίει», μια σύνθεση ποιητικού και πεζού λόγου, άφθαστου λυρισμού και καυστικής σάτιρας, «αποτελεί διπλή αφετηρία επαναπροσανατολισμού στην ποίηση του Βάρναλη: ιδεολογικού (προς τη θεωρία του υλισμού) και μορφολογικού (προς την ιδέα ενός ποιητικού συνθέματος). Αποτελεί λοιπόν απόρροια βαθιάς τομής», τονίζει εξ αρχής ο μελετητής. `Η, όπως έγραφε ο Βάρναλης σε γράμμα του στον εκδότη των «Γραμμάτων»: «... το έργο αυτό θα μπορούσε να ονομασθεί της στρατευμένης τέχνης (...) εκφράζει μ' ενθουσιασμό ορισμένες πίστεις, χτυπά με μίσος τις αντίθετες». Και εξηγώντας το συμβολισμό των βασικών προσώπων του έργου του έγραφε: «Το Α΄ Μέρος είναι ένας διάλογος μεταξύ Προμηθέα, Χριστού και Μώμου, δηλαδή μεταξύ του απόλυτου θεωρητικού πνεύματος, του μυστικιστικού και του ρεαλιστικού (...). Στο Γ΄ Μέρος η Πόρνη είναι η Πατρίδα, Θρησκεία, Πόλεμος, Τέχνη αστική και Λαός είναι η επαναστατική συνείδηση, ο ανθρωπισμός και η αλληλεγγύη». Φυσικό ήταν το έργο να πολεμηθεί από τους θιγόμενους διανοούμενους της αστικής τάξης αλλά και να υμνηθεί από μεγάλα ελεύθερα πνεύματα, όπως ο Ξενόπουλος, ο οποίος το εξήρε ως «τεράστια καλλιτεχνική, ποιητική και φιλολογική αξία», με «μεγάλας και τολμηράς αληθείας», «άθλο της συνθετικής τέχνης, της μεγάλης», ένα έργο «μεγάλον γλωσσικώς όσον και ποιητικώς».


Αρ. ΕΛΛΗΝΟΥΔΗ



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ