Το «Φως που καίει», μια σύνθεση ποιητικού και πεζού λόγου, άφθαστου λυρισμού και καυστικής σάτιρας, «αποτελεί διπλή αφετηρία επαναπροσανατολισμού στην ποίηση του Βάρναλη: ιδεολογικού (προς τη θεωρία του υλισμού) και μορφολογικού (προς την ιδέα ενός ποιητικού συνθέματος). Αποτελεί λοιπόν απόρροια βαθιάς τομής», τονίζει εξ αρχής ο μελετητής. `Η, όπως έγραφε ο Βάρναλης σε γράμμα του στον εκδότη των «Γραμμάτων»: «... το έργο αυτό θα μπορούσε να ονομασθεί της στρατευμένης τέχνης (...) εκφράζει μ' ενθουσιασμό ορισμένες πίστεις, χτυπά με μίσος τις αντίθετες». Και εξηγώντας το συμβολισμό των βασικών προσώπων του έργου του έγραφε: «Το Α΄ Μέρος είναι ένας διάλογος μεταξύ Προμηθέα, Χριστού και Μώμου, δηλαδή μεταξύ του απόλυτου θεωρητικού πνεύματος, του μυστικιστικού και του ρεαλιστικού (...). Στο Γ΄ Μέρος η Πόρνη είναι η Πατρίδα, Θρησκεία, Πόλεμος, Τέχνη αστική και Λαός είναι η επαναστατική συνείδηση, ο ανθρωπισμός και η αλληλεγγύη». Φυσικό ήταν το έργο να πολεμηθεί από τους θιγόμενους διανοούμενους της αστικής τάξης αλλά και να υμνηθεί από μεγάλα ελεύθερα πνεύματα, όπως ο Ξενόπουλος, ο οποίος το εξήρε ως «τεράστια καλλιτεχνική, ποιητική και φιλολογική αξία», με «μεγάλας και τολμηράς αληθείας», «άθλο της συνθετικής τέχνης, της μεγάλης», ένα έργο «μεγάλον γλωσσικώς όσον και ποιητικώς».