Απόλυτη διάψευση του απατηλού «αμερικανικού ονείρου» είναι η ζωή των δύο προσώπων στο πικρό, σκληρό, αλλά βαθιά ανθρωπιστικό μονόπρακτο του Λέοναρντ Μέλφι «Χαβιάρι με κέικ», που ανεβάστηκε στο «Τζένη Καρέζη». Δυο νέες ακόμα μοναχικές ψυχές, σμίγουν ένα βράδυ τις μοναξιές τους, σε φτωχογειτονιά μιας μεγαλούπολης. Η Βέλμα - μια φτωχή, αφελής, ευγενική, φοβική, στερημένη τον έρωτα, με φευγάτο από την οικογένεια πατέρα κι αδελφό, με μια ατομίστρια, καταπιεστική, άεργη μάνα, που την αναγκάζει να κάνει δυο δουλιές, είναι σερβιτόρα σε καφέ. Εκεί πιάνει δουλιά και ο εκτός εκδοτικών κυκλωμάτων ποιητής Φράνκι, που ζει σε μια υπόγεια γκαρσονιέρα, όπου τα βράδια παρηγορεί τη μοναξιά και τα διαψευσμένα όνειρά του με πιοτό. Στη δουλιά η Βέλμα μιλά συνεχώς στον Φράνκι, αποζητώντας μια απλή ανθρώπινη επικοινωνία. Μια παγερή νύχτα καρτερά τον Φράνκι σε στάση λεωφορείου. Εκείνος, θαρρώντας ότι θέλει σεξ, την καλεί στην γκαρσονιέρα του, όπου θα αλληλοαποκαλύψουν τις δυστυχίες και την ανάγκη τους να βρουν έναν άνθρωπο που να τους νιώσει και να τους νοιαστεί. Η Βέλμα εξομολογείται ότι «τρελαμένη» από τη σκληρότητα της μάνας της τη σκότωσε. Παντέρημη, έχει ανάγκη ένα «χέρι βοηθείας» κι αυτό γίνεται ο Φράνκι. Το έργο, σε ρεαλιστικής ακρίβειας σκηνοθεσία της Ελένης Σκότη, εύγλωττη μετάφραση του Αντονυ Μπερκ, ρεαλιστικά σκηνικά και σύγχρονα κοστούμια του Κώστα Παππά, ατμοσφαιρική μουσική του «Trio ex tempora» και φωτισμούς του Τάκη Ζερβουλάκου, υπηρετήθηκε από δυο καλές ερμηνείες. Πιο ψαγμένη, λεπτοδουλεμένη στο λόγο, την κίνηση και την έκφραση ήταν της Τζένης Κόλλια. Αμεση, αλλά και με «ευκολίες» ήταν η ερμηνεία του Κώστα Καζανά.
ΘΥΜΕΛΗ
ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ
«Ηλέκτρα» στο ΜΜΑ
«Ηλέκτρα» του Χόφμανσταλ στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών
Αρχές του 19ου αιώνα, επηρεασμένος από τον Φρόιντ και τον εξπρεσιονιστή σκηνοθέτη Μαξ Ράινχαρντ, ο ποιητής και δραματουργός Ούγκο φον Χόφμανσταλ, σεβόμενος τον αριστοτελικό ορισμό περί «ενότητας μύθου, χώρου, χρόνου» και βασιζόμενος στη σοφόκλεια «Ηλέκτρα», έγραψε το ομώνυμο, μονόπρακτο ψυχολογικό δράμα «Ηλέκτρα», που σκηνοθετημένο από τον Ράινχαρντ επέδρασε καθοριστικά στην ερμηνευτική αναβίωση -δραματουργική και αισθητική - του αρχαίου δράματος από το γερμανικό θέατρο και ενέπνευσε την ομώνυμη όπερα του Ρίχαρντ Στράους. Το ξεχασμένο από το ελληνικό θέατρο δράμα του Χόφμανσταλ, ανέβασε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών (ΜΜΑ) -κλείνοντας τον κινηματογραφικό, οπερατικό και θεατρικό κύκλο «Ηλέκτρα» -, με μια παράσταση δυναμικά συμβολιστικού αλλά και λιτού εξπρεσιονισμού ο Θωμάς Μοσχόπουλος. Υψηλής εικαστικής αισθητικής, στυλοβάτες της ενδιαφέρουσας παράστασης ήταν το σκηνικό (ένα αιματοβαμμένο από τους φόνους των Ατρειδών, σαν υπό κατάρρευση, επικλινές σκηνικό) και τα κοστούμια (υπέροχο το κοστούμι της Κλυταιμνήστρας) του ιδιοφυούς Διονύση Φωτόπουλου, οι «ποιητικά» ζοφώδεις φωτισμοί του Λευτέρη Παυλόπουλου, αλλά και συνδημιουργικοί συντελεστές της η γλωσσικής αμεσότητας μετάφραση της Κοραλίας Σωτηριάδου, η ψυχογραφική κινησιολογία της Ελενας Τοπαλίδου, η ανησυχαστική μουσική του Κορνήλιου Σελαμσή και οι συνολικά καλές ερμηνείες. Χαμηλόφωνη, λιτά και δυνατά ψυχογραφική η ερμηνεία της Αννας Μάσχα (μια έντονα διαταραγμένη ψυχικά Ηλέκτρα). Μελαγχολικά «λογική» η Χρυσόθεμις της Μαρίας Σκουλά. Ηρεμα έτοιμος για το φόνο ο Ορέστης του Αργύρη Ξάφη. Εξοχο επίτευγμα υποκριτικής και τεχνικής ήταν η ερμηνεία της Αμαλίας Μουτούση -Κλυταιμνήστρα. Η Α. Μουτούση «γλέντησε» και «κέντησε» κάθε φράση, κάθε λέξη, κάθε συλλαβή της κάθε λέξης, προσδίδοντάς τους μεγάλα φορτία πνευματικότητας, νοήματος, συναισθήματος, βαθιάς χαρακτηρολογικής και ψυχαναλυτικής επεξεργασίας της επίσης διαταραγμένης, «τερατώδους» Κλυταιμνήστρας.
ΘΥΜΕΛΗ
ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ
«Liebestod», από την «Πράξη»
«Liebestod»
Ο θίασος «Πράξη», φιλοξένησε στη Β' Σκηνή του, τη νεανικής φρεσκάδας παράσταση «Liebestod» («Δύσκολος έρωτας») της ομάδας μουσικού θεάτρου «Οπερα». Μια «εύφορη» παράσταση, «πάμφτωχου» σε μέσα θεάτρου κι όμως εξαιρετικά καλαίσθητη στην εικαστική όψη (με σκηνικό από χαρτόκουτα, με τέσσερα απλά σύγχρονα νεανικά κοστούμια και «κοστούμια» από διαφανές πλαστικό για περιτύλιγμα ευαίσθητων αντικειμένων). Ευφάνταστη θεματολογικά (την πικρόγευστου χιούμορ κειμενική σύνθεση υπογράφει η ομάδα). Ευρηματική και παιγνιώδης σκηνοθετικά και υποκριτικά, εν είδει κόμικ. Θέμα του έργου η αιώνια «μαγεία» του έρωτα. Ο κάποτε παντοτινός, δεμένος με όρκο ζωής και θανάτου, έρωτας, σαν του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας. Και ο δύστοκος, ευάλωτος, ταχύτατα φθειρόμενος έρωτας στη σύγχρονη κοινωνία, απαξιούμενος με τον τρόπο ζωής, τα «ελεύθερα» ήθη, τις νέες «αξίες». Ο πόθος του έρωτα θα είναι παντοτινός. Η νίκη του, όμως, γίνεται όλο και σπανιότερη και η ήττα του όλο και συχνότερη, αφήνοντας πίσω του όχι αυτόχειρες όπως ο Ρωμαίος και η Ιουλιέτα, αλλά αλληλοσπαρασσόμενους και νεκροζώντανους τους - λίγο καιρό πριν - φλογερούς εραστές. Αξιοι αναφοράς όλοι οι συντελεστές της παράστασης: Θόδωρος Αμπατζής (σκηνοθεσία), Μαριέλα Νέστορα (χορογραφία), Σταύρος Γασπαράτος - Αλέξανδρος Τσιλφίδης - Θόδωρος Αμπατζής (μουσική), Ελένη Μανωλοπούλου (σκηνικά -κοστούμια), Αλέκος Αθανασίου (φωτισμοί), Στάθης Αθανασίου (βιντεοταινία) και οι ερμηνευτές της: Τζωρτζίνα Δαλιάνη, Κώστας Κορωναίος, Νέστωρ Κοψιδάς, Δανάη Σαριδάκη.
ΘΥΜΕΛΗ
ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ
«Εξιλέωση» στο «Σημείο»
Αποσάθρωση όλων των ανθρώπινων σχέσεων. Οικογενειακών, συζυγικών, ερωτικών, επαγγελματικών, κοινωνικών. Ο λόγος για το μονόπρακτο του Νιλ Λαμπιούτ «Εξιλέωση», που διαδραματίζεται στις ΗΠΑ, αμέσως μετά το - περίεργο και ίσως ανεξήγητο για πάντα - χτύπημα στους δίδυμους πύργους της Ν. Υόρκης. Από την ώρα του χτυπήματος και επί μέρες έξω επικρατεί τρόμος και χάος. Μέσα, όμως, στο σαλόνι ενός διαμερίσματος απέναντι από τους γκρεμισμένους δίδυμους πύργους, δυο εραστές, αδιάφοροι για το θάνατο, τον τρόμο και τις συνέπειες που επέφερε το χτύπημα, κατατρύχονται με τον δικό τους «πόλεμο», με το ποιος και πώς θα βγει νικητής από αυτό τον «πόλεμο». Ο άντρας είναι παντρεμένος, με παιδί και επί χρόνια ερωμένος της προϊσταμένης του σε μια μεγάλη εταιρεία. Η γυναίκα, αξιοποιώντας την εργασιακή εξάρτηση του εραστή της από αυτήν, τον διεκδικεί απόλυτα. Του ζητά να χωρίσει, να ζήσει μαζί της, παρά την ολοφάνερη φθορά της αδιέξοδης σχέσης τους. Εκείνος, ανίκανος για οποιαδήποτε μάχη - με τη γυναίκα ή την ερωμένη του - σκέφτεται την πιο δειλή λύση. Τη φυγή. Να εξαφανιστεί ως «αγνοούμενος» από το χτύπημα των δίδυμων πύργων, σε άλλη χώρα, εγκαταλείποντας παιδί, σύζυγο και ερωμένη. Τίποτα ουσιαστικά δεν αγαπά, τίποτα δεν πιστεύει, τίποτα δεν ελπίζει. Ολα είναι συντρίμμια γύρω του και μέσα του, όπως και για την ερωμένη του, κατ' επέκταση και για την οικογένειά του, είτε μείνει είτε εξαφανιστεί. Η απλή γραφή του έργου ευδοκίμησε με την απλής, άμεσης γλώσσας μετάφραση (Εύα Γεωργουσοπούλου), την απέριττη σκηνογραφική επιμέλεια και τη λιτά ρεαλιστική, λεπτοδουλεμένη σκηνοθετική καθοδήγηση του Νίκου Διαμαντή, με αποτέλεσμα τη λεπτών αποχρώσεων, ψυχογραφική αλήθεια στην ερμηνεία της Ιωάννας Μακρή. Συμπαθής ήταν η υποκριτική προσπάθεια του Αυγουστίνου Ρεμούνδου.