Πέμπτη 27 Απρίλη 2000
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 4
ΑΠΟ ΜΕΡΑ ΣΕ ΜΕΡΑ

Η «καραμέλα» της συναίνεσης

Ησυζήτηση στη Βουλή για τις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης ανέδειξε, εκτός των άλλων, σε κεντρικό ζήτημα, αυτό της συναίνεσης, κυρίως μεταξύ των δύο εταίρων του δικομματισμού. Μάλιστα, οι δύο μονομάχοι αντάλλαξαν πυρά για το ποιος πραγματικά θέλει τη συναίνεση και ποιος την εφαρμόζει στην πράξη, ενώ ακολούθησε η σχετική φιλολογία για το αν πραγματικά είναι εφικτή η συναίνεση μεταξύ ΠΑΣΟΚ και ΝΔ. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η συναίνεση μεταξύ των δύο μεγάλων κομμάτων υπάρχει και μάλιστα σε μέγιστο βαθμό. Πρόκειται για συναίνεση, συμφωνία και σύμπλευση πάνω στο «μονόδρομο» του νεοφιλελευθερισμού, της «παγκοσμιοποίησης» και της «νέας τάξης». Δεν υπάρχουν πολιτικές επιλογές, ακόμα και σε δευτερεύοντα θέματα, που να διαφοροποιούνται ή συγκρούονται, παρά μόνο αυτά που αφορούν τη νομή της εξουσίας και τη διαπάλη για την κατάκτησή της.

Το ζήτημα λοιπόν δεν είναι η πολιτική συναίνεση μεταξύ των δύο πυλώνων του δικομματισμού. Αυτό που επιδιώκεται είναι να επιβληθεί και εξασφαλιστεί η ανοχή, αποδοχή και συναίνεση του μεγαλύτερου τμήματος των λαϊκών μαζών στις νεοφιλελεύθερες αναδιαρθρώσεις και «τομές» που βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη, αλλά οι καταστροφικές συνέπειες θα γίνουν περισσότερο οδυνηρές τα επόμενα χρόνια. Επιδιώκεται να εξασφαλιστεί η συναίνεση στο «ρεαλισμό» της υποταγής στη «νέα τάξη». Σ' αυτό αποσκοπεί η εντεινόμενη προπαγάνδα για την «ανάγκη» συναίνεσης μεταξύ ΠΑΣΟΚ και ΝΔ για την εφαρμοζόμενη πολιτική. Η συναίνεση μεταξύ των δύο μεγάλων κομμάτων αποτελεί το πρότυπο και το πλαίσιο μέσα στο οποίο θέλουν να εγκλωβίσουν τη λαϊκή συνείδηση. Σ' αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η ερμηνεία του εκλογικού αποτελέσματος από τις ηγεσίες των δύο κομμάτων, ότι δηλαδή η λαϊκή ετυμηγορία και εντολή είναι να προχωρήσει η συναίνεση για την εφαρμογή της «μοναδικής» και κοινής πολιτικής.

Ησυναίνεση φυσικά δεν είναι καινούριο φαινόμενο. Είναι σύμφυτη και προϋπόθεση της ύπαρξης και λειτουργίας του δικομματισμού. Τα τελευταία χρόνια όμως επιδιώκεται να αποκτήσει χαρακτήρα ανοιχτής συνεννόησης και συνεργασίας και αλληλοϋποστήριξης, σύμφωνα με τα πρότυπα των ΗΠΑ, της Βρετανίας, της Γερμανίας. Η ηγεσία της ΝΔ, εκ του ασφαλούς καθότι στην αντιπολίτευση, προτείνει και αγωνίζεται να αποκτήσει αυτή η συναίνεση θεσμική υπόσταση και να ξεκινήσει από συγκεκριμένους τομείς, όπως σε εξωτερική πολιτική, παιδεία και Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004, όπου η πολιτική που θα εφαρμοστεί βαφτίζεται «εθνική» και πρέπει να ασκηθεί μέσα από αντίστοιχα «εθνικά συμβούλια». Φυσικά, έχει επανειλημμένα διακηρύξει την ετοιμότητά της να στηρίξει τις νεοφιλελεύθερες διαρθρωτικές αλλαγές και τη σύγκρουση της κυβέρνησης με τα συνδικάτα για την επιβολή τους. Από την πλευρά της η κυβέρνηση Σημίτη, όσο και αν εμφανίζεται υπέρμαχος της συναίνεσης, δεν πιστεύει ότι χρειάζεται αυτού του τύπου τη συναίνεση, αφ' ενός γιατί θεωρεί ότι η κυρίαρχη πολιτική δεν αμφισβητείται σοβαρά, αλλά και γιατί ελέγχει τις ηγεσίες των τριτοβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων, που τη βοηθούν να δημιουργεί την εικόνα της κοινωνικής συγκατάθεσης στην πολιτική της. Κυρίως όμως αντιλαμβάνεται ότι η αποκάλυψη της απροσχημάτιστης ταύτισης μεταξύ των δυο κομμάτων θα δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα στο σύστημα και θα αναδείξει πιο έντονα την ανάγκη κάλυψης ενός «αντιπολιτευτικού κενού», θα φέρει στο προσκήνιο την ανάγκη παρέμβασης του λαϊκού παράγοντα.

Το ΚΚΕ, χρόνια τώρα, έχει σταθεί στον αντίποδα της προωθούμενης συναίνεσης, την έχει καταγγείλει και έχει αποκαλύψει το πραγματικό της περιεχόμενο και τους στόχους της. Ακριβώς επειδή δεν «παίζει» σε αυτό το αντιλαϊκό παιχνίδι το χαρακτηρίζουν «περιθωριακό». Προφανώς παρουσιάζουν την επιθυμία τους ως πραγματικότητα.


Παναγιώτης ΚΑΚΑΛΗΣ



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ