Κυριακή 26 Αυγούστου 2001
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 6
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

ΤΟ ΑΠΟΛΥΤΟ ΡΟΔΟ
Τις Κυριακές με τον κύριο Κλαούζεβιτς

Τον συνάντησα τυχαία, στο ξενοδοχείο Εσπέρια, επί της οδού Σταδίου. Μου έκανε εντύπωση ότι φορούσε πάντοτε μαύρα και διάλεγε το ίδιο τραπέζι, κάτω από έναν πίνακα που μου θύμιζε τη φράση του Χέρμαν Μπροχ από το «Θάνατο του Βιργίλιου»: «Αποφεύγοντας, αλλά αναζητώντας το θάνατο, αναζητώντας, αλλά αποφεύγοντας το έργο».

Απλωνε τα χειρόγραφά του, μιας τρικυμίας που είχε πάρει το δρόμο για το λιμάνι της Ιστορίας. Από τότε κάθε Κυριακή τον συναντώ στο ίδιο μέρος. Δεν είναι φίλος μου, αλλά σίγουρα έχω έναν σπουδαίο δάσκαλο. Μιλάμε πάντοτε για το βιβλίο που διαβάσαμε πρόσφατα. Προτιμάμε κάθε φορά το βιβλίο αυτό να έχει σχέση με τη μεγάλη του κ. Κλαούζεβιτς αγάπη: τον πόλεμο, τη μάχη και την έκβασή της. Στην ανάλυσή μας δε χρησιμοποιούμε κάποια μέθοδο κριτικής, αλλά το παράδοξο. Δηλαδή, ο καθένας μας φωτογραφίζει τις φράσεις που ξεχώρισε μέσα από το βιβλίο και τις αντιγράφει σε φύλλα χαρτιού. Κατόπιν τοποθετούμε τις σελίδες τη μια δίπλα στην άλλη σαν σε παζλ που κανείς δε γνωρίζει και παρατηρούμε τι θα προκύψει. Αν ο συγγραφέας έχει διαπράξει ύβρι, τότε προκύπτει μια ποινή, διαφορετικά καταλαμβάνει ένα χώρο στην καρδιά μας, η οποία είναι και το σπίτι που αναζητεί κάθε συγγραφέας. Στη συνέχεια το λόγο έχει ο κ. Κλαούζεβιτς που τα μάτια του έχουν δει πολλά.

Αυτή την Κυριακή διαλέξαμε να σχολιάσουμε το βιβλίο του Γρηγόρη Φαράκου: «Ο ΕΛΑΣ και η ΕΞΟΥΣΙΑ - Μια μυστική έκθεση (1946) κι άλλα ντοκουμέντα», που εκδόθηκε από τα Ελληνικά Γράμματα. Ιδού το πάθημα του Γρηγόρη Φαράκου που προσπάθησε να ξαναμπεί στην ιστορία, αλλά δε χώραγε αυτή τη φορά...

Οι αγωνιστές που με μεγάλη ευκολία διάλεξε να μιλήσει, μόλις στάθηκαν όπως πάντα όρθιοι μέσα στο βιβλίο, έσπασαν την απόσταση ασφαλείας που νόμισε ότι είχε ο συγγραφέας, τον τύλιξαν και καθρεφτίστηκαν μέσα του. Ο,τι ειπώθηκε σ' αυτή τη δύσκολη περίοδο της ιστορίας επέστρεφε αμείλικτο έχοντας σχηματίσει την προσωπογραφία του συγγραφέα. Το βάρος του βιβλίου βλέπετε είναι οι πολλοί νεκροί -που ως γνωστόν τα κυβερνούν όλα- και έχουν κάθε δικαίωμα να θυμίσουν στο συγγραφέα μια παροιμία: «Λέει ψέματα σαν αυτόπτης μάρτυς».

Αραγε ο κ. Φαράκος αναγνωρίζει το πρόσωπό του σ' αυτή την επιφάνεια του αίματος;

Γιατί τι άλλο είναι ο εμφύλιος. Ο κ. Φαράκος γίνεται απρεπής απέναντι στους νεκρούς αγωνιστές γιατί προβάλλει στιγμές μικρότητας, διαβολής, καταλαλιάς, για να θρέψει τη Σειρήνα της σημερινής πραγματικότητας, που δυστυχώς γι'αυτόν τον χρησιμοποιεί χωρίς να του προσφέρει όχι τραγούδι αλλά ούτε άχνα. Είναι αγνώμων στους συντρόφους που τον στήριξαν. Βγάζει μάτι η αναπηρία του να καταλάβει πως η αγαπημένη Αριστερά, όταν την πλησιάζουν τα δύσκολα νιώθει πως όλα είναι ένα δράμα δίχως διαχωριστικές γραμμές, δράμα με τα πάθη του, τα λάθη του και πως το ζητούμενο για κάθε αγωνιστή είναι να είναι παρών άσχετα με την έκβαση του δράματος.

Γι' αυτό -τι κρίμα- ο Φαράκος ξεπέφτει σε κοινοτοπίες, που μόνο οι αστοί γνωρίζουν από βαριεστιμάρα για λόγους που θα έπρεπε ο ίδιος να είχε αναλύσει και που είναι προσωπικοί. Οπως για παράδειγμα ότι οι ηγεσίες όλων των πολιτικών παρατάξεων δεν κατάφεραν να αρθούν στο ύψος των περιστάσεων.

Δεν είμαστε εμείς, αλλά ο κ. Φαράκος σκληρός με τον εαυτό του. Βρέθηκε, χάρη στους συντρόφους του, σε μεγάλο ύψος για να δικαιολογήσει κανείς τέτοια πτώση. Εκανε την πτώση αυτή ιδεολόγημα και άρχισε να δείχνει με το δάχτυλο τους άλλους, λες και αυτοί έφταιγαν για το ύψος που του έδωσαν. Πόσο δίκιο είχε ο Μπαλζάκ όταν μίλαγε για την ηθική μοναξιά της κορυφής. Αυτός είναι ο μόνος δρόμος, όσο σκληρός κι αν είναι, που πρέπει να ακολουθούμε σαν την τελευταία πράξη της προσωπικής μας κάθαρσης.

Αυτά είπε ο Κλαούζεβιτς και ξαναγύρισε στην τρικυμία των χειρογράφων του.


Του
Γιώργου ΚΑΚΟΥΛΙΔΗ



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ