Κυριακή 26 Αυγούστου 2001
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 18
ΡΕΠΟΡΤΑΖ

Η ΑΛΛΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ
Η διαταγή της Αουρόρα

Το σκηνικό ήταν έτοιμο. Το προαύλιο της εκκλησίας, το καμπαναριό, η άσπρη πλάκα των δωρητών και η άλλη άσπρη πλάκα των θεμελιωτών (δεσπότης, έπαρχος, δήμαρχος - παρουσία του υπουργού κλπ.).

Στη μια άκρη της πλατείας το καφενείο του χωριού και οι απαραίτητες άσπρες πλαστικές καρέκλες, ασορτί βέβαια, με τα μπλε πλαστικά τραπεζάκια ( νησί, βλέπεις, ο χώρος). Στην άλλη άκρη η ταβέρνα. Πήχτρα ο κόσμος. Και τα παιδάκια να παίζουν φωνάζοντας, κυνηγώντας το ένα το άλλο ανάμεσα στα τραπέζια. Ολα, δηλαδή, «τέλεια» και «ολοκληρωμένα». Οι μπίρες να ανοίγουν η μία μετά την άλλη, οι μουσακάδες να σπάνε μύτες, τα παγωτά και τα ούζα να δίνουν μάχες.

Κι όπως γίνεται με όλες τις μεγάλες θεατρικές παραστάσεις, όπου υπάρχουν οι πρώτοι και οι δεύτεροι ρόλοι, αλλά για να φαίνεται πλούσιο το έργο, υπάρχουν και τα βουβά πρόσωπα (το μπούγιο), έτσι κι εδώ. Στο προαύλιο του Σωτήρος, μέσα σ' αυτό το πανδαιμόνιο φωνών και θορύβων, τα βουβά πρόσωπα, πιστά στις απαιτήσεις της παράστασης, δηλώνουν «παρών» στις ανάγκες του έργου. Καθισμένα στα πάνω σκαλιά της εκκλησίας, βουβά κι ακίνητα, παρακολουθούν τα δρώμενα. Και είναι οι ματιές χωρίς «αισθήματα». Αδειες, παρότι μπροστά τους τα γεγονότα τρέχουν με γρήγορους ρυθμούς και μεγάλες εναλλαγές. Παρότι τα πιρούνια και τα μαχαίρια δένουν αρμονικά με το ανοιγόκλειμα των στομάτων, με τους χτύπους των δοντιών και τα γρατζουνίσματα του τραγουδιού που ακούγεται βραχνιασμένα απ' τα κρεμασμένα στις μουριές μικρόφωνα.

Οι εντολές που είχαν τα βουβά πρόσωπα απ' τον αόρατο, δαιμονικό σκηνοθέτη, ήταν να μείνουν ανέκφραστα, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες. Κι εκείνα πειθάρχησαν. Ηταν τόσο ανέκφραστα, που φάνταζαν ψεύτικα, σαν να ήταν ζωγραφισμένα στον τοίχο της εκκλησίας, εικόνες μιας θλιβερής κοινωνικής τοιχογραφίας.

Κι όπως γίνεται πάντα στις μεγάλες παραστάσεις, που «ξαφνικά» ξεκόβει ο πρώτος απείθαρχος από το πλήθος και τραβάει ίσα στον εχθρό και τον μαχαιρώνει, έτσι και στο προαύλιο του Σωτήρος. Η Αουρόρα, απροειδοποίητα, ξεκολλάει απ' το σκηνικό των βουβών προσώπων, των Αλβανών μεταναστών του χωριού, που κάθε βράδυ πιάνουν τα πάνω σκαλιά στο προαύλιο της εκκλησίας και παρακολουθούν τα δρώμενα στην πλατεία, και με αποφασιστικά βήματα έρχεται καταπάνω μας.

Το σοκ είναι μεγάλο! Είναι η πρώτη φορά, που το σκηνικό ζωντανεύει. Που ξεκολλάει από τον τοίχο και βγαίνει μπροστά. Που απαιτεί συμμετοχή. Που θέλει να μιλήσει.

Δυο τρεις από τα βουβά πρόσωπα προσπαθούν να τη σταματήσουν, άλλοι τόσοι όμως, τους εμποδίζουν να την εμποδίσουν. Και η Αουρόρα τα δυόμισι θαυμάσια χρόνια της, αρχοντικά, τελετουργικά κατεβαίνει τα τέσσερα σκαλιά της εκκλησίας. Εκεί γυρίζει και κοιτάζει πίσω της. Το βουβό πλήθος καμιά κίνηση. Η Αουρόρα αντλώντας δύναμη απ' τον εαυτό της, φορτωμένη ευθύνες απ' το βουβό πλήθος, γυρίζει προς τα μαχαίρια και τα πιρούνια που βγάζουν φωτιές. Βλέπει τα παιδάκια που τρέχουν φωνάζοντας. Βάζει σημάδι τη μια άκρη της πλατείας. Τραβάει κατά κει. Υστερα βάζει σημάδι τη δεύτερη, την τρίτη, την τέταρτη γωνία. Κι όταν τελειώσει με τις ευθείες αρχίζει με τις τεθλασμένες. Χώνεται ανάμεσα στα τραπέζια. Κοιτάζει τα πρόσωπα, τα παπούτσια, τα στόματα.Κι αφού χορτάσει περιήγηση τραβάει για το κέντρο της σκηνής. Εκεί που τα παιδιά χαστουκίζουν το ένα το άλλο, δαγκώνουν το ένα το άλλο, φιλάνε το ένα το άλλο...

Σταθερή, λοιπόν, η Αουρόρα αποφασισμένη να διεκδικήσει κεντρικό ρόλο στα γεγονότα, φτάνει κοντά στα παιδιά. Χωρίς πολλές κινήσεις και πολλά τρεχαλητά -δεν της το επιτρέπουν τα χρόνια της- αρχίζει κι αυτή το παιχνίδι. Επιβάλλει την παρουσία της.

Ομως και σ' αυτό το χαράκωμα δε στέκεται για πολύ η Αουρόρα. Θέλει σε όλα τα μήκη και σε όλα τα πλάτη ν' αφήσει τη μυρωδιά της. Πλησιάζει στο τραπέζι μου. Προσπαθώ να τη βοηθήσω, να σκαρφαλώσει στην καρέκλα. Αρνείται. Θέλει να το κάνει μόνη της. Με κόπο, βέβαια, αλλά σίγουρη ανεβαίνει. Προσπαθώ να τη φιλέψω. Αρνείται. Με κοιτάζει ίσα στα μάτια. Δε μ' αφήνει να διακρίνω το βάθος των ματιών της, εκεί που κρύβει τα μυστικά της.

Και ξαφνικά, μόνη της πάλι, χωρίς ούτε μια κουβέντα, κατεβαίνει απ' την καρέκλα. Γυρίζει προς την πλατεία. Θα μπορούσε κάποιος να το πάρει σαν υπόκλιση, ίσως, όμως και σαν ικανοποίηση για το κατόρθωμα. Οπως και να 'χει, ρίχνει μια τελευταία ματιά στην πλατεία και γυρίζει πίσω στη θέση της. Ομως φτάνοντας εκεί, δεν κάθεται, όπως θα περίμενε ο καθένας. Στέκεται απέναντι στους «δικούς» της και με τη στάση της είναι σαν να τους διατάζει να περπατήσουν τα βήματα, που περπάτησε αυτή.

Το βουβό πλήθος αρχίζει να αναδεύεται. Ν' αποχτάει ζωή. Πρώτη αυτή κι από κοντά οι ομοεθνείς της κατεβαίνουν στην πλατεία και περνώντας ανάμεσα απ' τους ανθρώπους και τους ήχους, βγαίνουν από το σκηνικό, παίρνοντας μαζί τους τη χαρά της πρώτης επαφής, την ικανοποίηση της πρώτης νίκης.


Του
Νίκου ΑΝΤΩΝΑΚΟΥ



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ