Τετάρτη 26 Απρίλη 2000
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 4
ΑΠΟ ΜΕΡΑ ΣΕ ΜΕΡΑ

Το πραγματικό «ατομικό» συμφέρον

«Συμφωνώ με όλα όσα λέτε, αλλά έχω τρία παιδιά 18 με 25 χρόνων που δεν μπορώ να τα θρέφω άλλο». Η φράση αυτή είναι πραγματική και ειπώθηκε με σχεδόν βουρκωμένα μάτια από 50χρονο αγρότη λίγες μέρες πριν τις εκλογές σε ένα χωριό της Φθιώτιδας. Ηταν η απάντηση - δικαιολογία στην απόφασή του να ψηφίσει ΠΑΣΟΚ, με την προσδοκία ότι ίσως έτσι καταφέρει να βολέψει κάποιο από τα άνεργα παιδιά του - πραγματικά βαρίδια στον ισχνό οικογενειακό προϋπολογισμό. Και ας συμφωνούσε ότι η εφαρμοζόμενη πολιτική είναι αυτή που του δημιουργεί τα προβλήματα. Και ας συμφωνούσε ότι πλέον «δεν πάει άλλο, πρέπει να αντιδράσουμε», γιατί οι «φτωχοί γίνονται φτωχότεροι και οι πλούσιοι πλουσιότεροι».

Το περιστατικό δεν είναι βέβαια μοναδικό. Μία από τις βασικές διαπιστώσεις από τα αποτελέσματα των πρόσφατων εκλογών είναι η εκλογική αναντιστοιχία ανάμεσα στη λαϊκή δυσαρέσκεια και στην επιλογή ψήφου. Διαπίστωση που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί παρά μόνο από όσους έχουν κάθε συμφέρον να την αμφισβητήσουν. Πολλοί είναι οι παράγοντες που συνετέλεσαν σ' αυτό. Ενας από αυτούς είναι η «υπερεκτίμηση» από πολλούς του λεγόμενου προσωπικού συμφέροντος, έναντι του συνολικού, που αλλιώς λέγεται «ο καθένας κοιτάζει το συμφέρον του, ας κοιτάξω κι εγώ το δικό μου». Βέβαια, όταν πρόκειται για κάποιον που πραγματικά κερδίζει από τη συνέχιση της εφαρμοζόμενης αντιλαϊκής πολιτικής, της πολιτικής της ΟΝΕ και της Νέας Τάξης, τότε δε γεννάται θέμα. Μα όμως αυτοί αποτελούν μια μειοψηφία ανάμεσα στους Ελληνες. Είναι η πλουτοκρατία και όσοι είναι άμεσα συνδεδεμένοι με αυτήν.

Τι γίνεται όμως με τους υπόλοιπους; Ποιο είναι, αλήθεια, το πραγματικό συμφέρον του καθενός; Πώς είναι δυνατόν κάποιος να εξαργυρώνει την ψήφο του με ένα πιθανό πρόσκαιρο βόλεμα ως απασχολήσιμου, όταν γνωρίζει ότι η πολιτική της «διατηρησιμότητας στην ΟΝΕ» σημαίνει πλήρη αποδιάρθρωση των εργασιακών και ασφαλιστικών δικαιωμάτων; Πώς είναι δυνατόν κάποιος πατέρας να προσπερνά το ασφαλιστικό λέγοντας «τι θα μου κάνουν εμένα, σε λίγο βγαίνω στη σύνταξη», όταν ο ίδιος έχει παιδιά που θα υποστούν στο μέλλον όλες τις καταστροφικές αλλαγές; Πώς εξηγείται το γεγονός ένας αγρότης να λέει «συνεχίστε την αντιαγροτική πολιτική ξεκληρίσματος», μόνο και μόνο για να έχει - μέσω της «κατάστασης» - πρόσβαση στην ΑΤΕ ή τις τοπικές υπηρεσίες από τις οποίες μπορεί να έχει μικρο-ωφελήματα; Πώς μπορεί να χωρέσει ανθρώπου νους ότι ένας υπάλληλος - για παράδειγμα της Εμπορικής Τράπεζας, που πάει ολοταχώς για ξεπούλημα - χαρίζει την ψήφο του με αντάλλαγμα κάποια εσωυπηρεσιακή «καλή τοποθέτηση»;

Ενας κατάλογος με περιπτώσεις σαν τις παραπάνω μπορεί να είναι αρκετά μακρύς. Κοινή συνισταμένη είναι ΤΟ ΞΕΠΟΥΛΗΜΑ ΤΟΥ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΟΣ του κάθε εργαζόμενου, αγρότη, μικρομεσαίου επαγγελματία, το οποίο ταυτόχρονα είναι και συλλογικό, στο όνομα του κακώς εννοούμενου στενά προσωπικού. Βέβαια θα ήταν λάθος να πει κανείς ότι όσοι λειτουργούν με τέτοια κριτήρια δε γνωρίζουν τι κάνουν. Ομως πίσω από αυτήν τη φαινομενικά αντιφατική πρακτική τους βρίσκεται το πρόβλημα των μειωμένων απαιτήσεων και προσδοκιών που έχουν τα λαϊκά στρώματα και τις οποίες υποχρεώνονται με πολλούς τρόπους να αποδέχονται. Και αυτές οι απαιτήσεις και προσδοκίες οδηγούν με τη σειρά τους στην παγίδα της «προσαρμογής». Της προσαρμογής σε μια εικονική πραγματικότητα, που φροντίζει να δημιουργεί και να καλλιεργεί η άρχουσα τάξη, με πλαστές διαχωριστικές γραμμές και διλήμματα.

Ηκατίσχυση του ατομισμού έναντι της συλλογικότητας και της αλληλεγγύης, όχι μόνο μεταξύ των ανθρώπων αλλά και μεταξύ των γενεών, είναι κάτι που επιθυμεί διακαώς και προωθεί με πολλούς τρόπους η άρχουσα τάξη. Μεγάλο θέμα για τους κομμουνιστές, για κάθε σκεπτόμενο άνθρωπο, είναι να αντισταθούν, να αντιδράσουν σε όλα τα επίπεδα.


Παναγιώτης ΡΑΜΜΟΣ



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ