Σάββατο 25 Νοέμβρη 2006
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 32
ΤΗΛΕ ...ΠΑΘΗ

ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΑ
Με ποιους θα πας;

Τα κάνει κάτι τέτοια ο Νοέμβρης. Σκοτεινιά με ομίχλη, κοσκινισμένο, σαν άχνη, νερό. Κι εμείς να ποτιζόμαστε την υγρασία. Να αναπνέουμε το θολό αέρα του καφενείου. Το φως, έξω στη φύση, όσο παλιόκαιρο κι αν κάνει, το βρίσκουμε. Ποτές δε χαθήκαμε πάνω στη γης. Χανόμαστε μέσα στα λόγια που ακούμε. Κι ας διαπιστώνουμε ότι άλλη μια φορά ψέματα είπαν, θα λήξει, επιτέλους, η εκκρεμότητα και με αυτούς τους 250.000 συμβασιούχους. Ετσι έλεγαν, πριν γίνουν κυβέρνηση. Κουμπάρε, τι γίνεται; Ετρεχες με τη σημαία κι έλεγες θα κάψω με τον πυρσό της ό,τι άθλιο υπάρχει. Δυο παιδιά σου βολόδερναν από σύμβαση σε σύμβαση. Νωρίτερα, ανέμιζες τη σημαία με τον πράσινο ήλιο, που δε λέει να βγει ολάκερος. Και πώς να βγει, που πράσινος ήλιος απ' την ανατολή δεν προβάλλει;

Είμαι θυμωμένος. Προπαντός μ' εκείνους που αλλάζουν κατουρημένες ποδιές και χωρίς να σιχαίνονται τις φιλούν. Ολη τους η έγνοια να βολευτούν. Να τρουπώσουν, που λέει κι ο Βουτσάς. Δε λύνει το πρόβλημα το ρουσφέτι. Καταλαβαίνεις, κουμπάρε;

Νομίζεις ότι μου είναι εύκολο να ξεφτιλίζομαι; Να χαμογελάω σ' αυτούς που θέλω να φτύσω; Νομίζεις ότι δε θέλω να 'μαι περήφανος, ότι δεν ξέρω πως με κοροϊδεύουν; Οτι μου κλέβουν την ψήφο κι ότι απ' το κακό στο χειρότερο πάω; Χαϊβάνι με περνάς; Τι να σου κάνω ο δόλιος. Μπλέξαμε με τις συμβάσεις. Παγιδευτήκαμε. Μεγάλος ο καημός των παιδιών.

Χαϊβάνι δεν είσαι. Λειτουργείς σαν χαϊβάνι. Τα ίδια θα λες για τα εγγόνια σου. Κι αν εσύ δε ζεις, θα τα λένε τα παιδιά σου, όσο κι αν τρουπώσει κάποιος δικός σου, πάντα έξω θα είσαι. Δε σε συγχωρώ, κουμπάρε. Κάνεις κακό και στη βαφτισιμιά σου. Της είπα, μια μέρα, να πιάσουμε κάποιον κι εμείς, για μια δουλιά, και μόνο που δε μ' έδειρε. Δεν είναι αυτά για μας, πατέρα. Οι πολιτικάντηδες εμένα δε θα μ' εκπορνεύσουν. Καταλαβαίνεις τι είπε η βαφτισιμιά σου;

Σιωπήσαμε. Ομίχλη και κοσκινισμένο νερό πασπαλίζει την ψυχή μας. Πολλή πίκρα. Πολύς καημός.

Τεμπέλης δεν είμαι. Τα σπαρτά μου, τα δέντρα μου ξεχωρίζουν. Ολομερής στον κάμπο. Χαΐρι δεν έχω. Αυτό με μαραζώνει. Κάποιος με κλέβει. Το νιώθω, θαρρείς δεν καταλαβαίνω ότι με κοροϊδεύουν; Το ξέρω. Είμαι αδύναμος. Πώς να τα βάλω μαζί τους; Δε βλέπεις που δε γίνεται τίποτε; Θα πλαντάξω.

Μου 'λεγε η βαφτισιμιά σου, τις προάλλες, για τους πολιτισμούς. Ιστορικός σπούδασε, το ξέρεις. Ελεγε ότι εξεγέρσεις είναι η ιστορία της ανθρωπότητας. Οι εξεγερμένοι σαν κι εμάς. Κάθε φορά που έλεγαν ότι πέτυχαν, διαπίστωναν ότι δεν είναι λεύτεροι ότι είναι αναγκασμένοι. Ασε τα πισωγυρίσματα. Οι εξεγέρσεις, όμως, δε σταματάν.

Ψηφίζεις ελεύθερα; Ρωτάω. Δεν ψηφίζεις ελεύθερα, κουμπάρε. Μια εδώ, μια εκεί. Να τρυπώσουν τα παιδιά. Και το αποτέλεσμα; Μηδέν.

Τι ελευθερία και τέτοια, μου λες, ο αναγκασμένος άνθρωπος είναι λεύτερος; Στην ανάγκη υποτάσσεται και η ψήφος και στομώνεται. Με κλέβουν σ' όλα. Το ξέρω και είμαι μέσα μου πολύ θυμωμένος. Να τους σκοτώσω θέλω. Καταλαβαίνεις;

Οι θυμωμένοι άνθρωποι, μου 'λεγε η βαφτισιμιά σου, εξεγείρονται. Ενώνουν το θυμό τους και ξεκινούν. Γκρεμίζουν Βαστίλλες, ανάκτορα. Στήνουν γκιλοτίνες. Παίρνουν το δίκιο τους. Τι να σου πω. Με φοβίζει ο θυμός της. Το νιώθω. Μιλάει φωναχτά για το χτες, έχοντας στο νου της την αυριανή επανάσταση. Δεν έχουμε να χάσουμε τίποτε, μου λέει. Εξω από τις αλυσίδες μας. Τι θα κάνεις εσύ, κουμπάρε; Με ποιους θα πας; Μ' εκείνους ή με μας;


Ιορδάνης Α. ΠΡΟΥΣΑΝΙΔΗΣ



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ