Κυριακή 2 Φλεβάρη 2003
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 5
ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Πατριδογνωμόνιο
Τα διόδια του θανάτου

Θυμάμαι σύντροφοι το Φλεβάρη του 2000, μια προεκλογική συγκέντρωση σ' ένα σπίτι στο Μοσχάτο. Η οικοδέσποινα είχε φύγει από το Κόμμα αλλά έμεινε κοντά. Ο σύζυγος με τους κυβερνώντες, και περίπου είκοσι καλεσμένοι, καλοστεκούμενοι αστοί και μικροαστοί που είχαν πρόθυμα μαζευτεί για ν' ακούσουν το... «ούφο». Δε χρησιμοποιώ τυχαία τον όρο. Μου τον απέδωσαν επιτόπου, άλλοι κομψά, άλλοι πιο χοντροκομμένα, δοκιμάζοντας λιγότερο τις πολιτικές μου θέσεις και περισσότερο την αντοχή μου στην ιεροεξεταστική, δημοκρατικότατη βεβαίως, «ανάκριση», του τύπου «τι με χτύπησε κατακούτελα και πορεύομαι με το ΚΚΕ, την ώρα που όλος ο κόσμος - ο κόσμος τους επέμενα εγώ - πάει ανάποδα κι εκσυγχρονίζεται και... γεφυρώνει τις παλιές διαφορές Αριστεράς και Δεξιάς;».

Θυμάμαι ένα μηχανικό κι έναν τραπεζικό υπάλληλο (;) ιδίως, που όσην ώρα εξέθετα τις θέσεις του Κόμματος για τις επικείμενες εκλογές, με κοίταζαν με συνεχές ειρωνικό χαμόγελο, το οποίο εύκολα διαβαζόταν και ως «την κακομοίρα, πάει σαλτάρισε και κυρίως δεν ξέρει πού έμπλεξε». Μετά από τρεις σχεδόν ώρες, σκύβει στ' αυτί μου η πρώην συντρόφισσα, που αισθανόταν και λίγο άσχημα φαίνεται σαν οικοδέσποινα, από το προσωπικό των επιθέσεων, και με ρωτάει εμπιστευτικά: «Καλά βρε παιδάκι μου, εσύ ένας ελεύθερος και πετυχημένος άνθρωπος, με τόσες γνώσεις, γνωριμίες κι ευκαιρίες, δεν ασφυκτιάς με κάτι Παπαρήγες, Κολοζώφ και Γόντικες; Δεν πνίγεσαι εκεί μέσα;». Της απάντησα κοντολογίς πως μετάνιωσα που δεν εκτέθηκα νωρίτερα, ενώ συνέβαινε στην πράξη, ως «προδότης της τάξης μου και συνοδοιπόρος του ΚΚΕ».

Κάποια στιγμή πάνω στην κουβέντα αρχίζω να μιλάω για τα διόδια που θα πληρώνει ο λαός και θα είναι δυσβάσταχτα και σε όλα τα σημεία της πόλης, για τον πόλεμο που έρχεται αμέσως μετά τη βρώμικη επέμβαση στο Κοσσυφοπέδιο. Ο πόλεμος δεν τους συγκίνησε. Θεωρούσαν τελειωμένη υπόθεση την επικράτηση του ευρωπαϊκού κεκτημένου και την επιθυμία των πρώην ανατολικών κρατών να μας μοιάσουν και να απολαύσουν τα αγαθά και τις ανέσεις μας. Αλλά για το θέμα των διοδίων ξεσηκώθηκαν. Επέμεναν ότι χρησιμοποιώ τέτοια επιχειρήματα για λόγους εντυπωσιασμού, ότι κινούμαι στα όρια όχι μόνο της προπαγανδιστικής ακρότητας, αλλά και στα όρια του παραλογισμού. Ο μηχανικός μάλιστα με λοιδόρησε: «Δηλαδή μας λες τώρα ότι θα πληρώνουμε διόδια για να μπούμε και να βγούμε απ' τα σπίτια μας, να πάμε στη δουλιά μας;». Τα είχα πάρει στο κρανίο και του απάντησα αγριεμένη πως άμα του βαστάει να τα ξαναπούμε σε δυο - τρία χρονάκια, «όταν θα πληρώνεις ακόμα και τον αέρα που θα αναπνέεις, είτε γιατί θα φοράς αντιασφυξιογόνα μάσκα από την μπόχα και το φόβο, είτε γιατί θα πρέπει να ενισχύσεις κάποιον "εθνικό" επιχειρηματία που θα εμπορεύεται το οξυγόνο για να πλουτίζει». Εκείνο το βράδυ, σκληρό αλλά και δυναμωτικό για μια πρωτάρα σαν κι μένα στο προεκλογικό κονταροχτύπημα, έχω να το θυμάμαι.

Αυτό το «μοσχάτο σπίτι» με την ευωδιά του μοντέρνου, το τάχαμου ρεαλιστικής προσέγγισης, το φέρνω στο νου κάθε που ακούμε για πλημμύρες του Κηφισού, διόδια για τις νεκροφόρες και τα σχολικά λεωφορεία, τα σχεδόν δύο ευρώ που πρέπει να καταβάλει ο τολμών τη χρήση της Αττικής Οδού ή ο κάθε δυστυχής εργαζόμενος που πάει το δρόμο του και πέφτει σε μια τρύπα. Σε κάθε διολίσθηση προς τη βαρβαρότητα αυτής της νέας, παλιάς τάξης πραγμάτων, είμαι βέβαιη πως εκείνη η εκλεπτυσμένη αριστερίστικη μικροαστική παρεούλα με θυμάται και με βρίζει πατόκορφα. Κι εγώ χαμογελάω κρυφά και πικρά μες το μυαλό και την καρδιά μου, γιατί αν έστω κι ένας απ' αυτούς διαβάζει «Ριζοσπάστη», ίσως παραλάβει τη δικιά μου πρόσκληση να είναι στα Προπύλαια στις 15 αυτού του Φλεβάρη για να φωνάξει «ΟΧΙ στα διόδια του θανάτου»...


Της
Λιάνας ΚΑΝΕΛΛΗ



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ