Κυριακή 2 Δεκέμβρη 2001
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 6
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

ΤΟ ΑΠΟΛΥΤΟ ΡΟΔΟ
Ο Δον Κιχώτης έβαλε τις παντόφλες του

Ο ελεύθερος άνθρωπος δε φθονεί, δέχεται πρόθυμα καθετί το μεγάλο και χαίρεται που το μεγάλο μπορεί να υπάρχει. Ο γερο-Χέγκελ το έγραψε αυτό, αν και δε συνάντησε ποτέ τον Λον Κιχώτη. Παρ' όλο που προσκυνώ την κρίση του γερο-στοχαστή, κλονίζομαι - ιδίως από τότε που είδα ότι αυτός που θαύμαζα, ο Δον Κιχώτης, έβαλε τις παντόφλες του.

Τη στιγμή που έγινε αυτό, η Ευρώπη -τουλάχιστον αυτή- γέμισε από παντόφλες που με μανία έψαχναν για Δον Κιχώτες, οι οποίοι, κουρασμένοι πια να μοιράζουν χτυπήματα σε ανεμόμυλους φανταστικούς και μη, δεν μπορούσαν πια να συνεχίσουν τον αγώνα. Το γεγονός ότι ο Δον Κιχώτης πήρε αυτή την απόφαση, να θαφτεί με παντόφλες μέσα στο ένδοξο παρελθόν του, έκανε τους εχθρούς του να γελάνε. Η επιθυμία να θέλει ο Δον να γίνει ανεμόμυλος ήρθε αργότερα, γιατί οι παντόφλες, βλέπετε, ήταν μόνο η αρχή. Και όλη αυτή η μεταστροφή άρχισε να συντελείται λίγο μετά, τη φούσκα του Γαλλικού Μάη.

Αυτό ήταν το θέμα της συζήτησης μεταξύ του Αντρέ Μαλρό και του στρατηγού Ντε Γκολ στο σαλόνι του δεύτερου. «Στρατηγέ μου, ρώτησε ο Μαλρό, ποια είναι η γνώμη σας για τους εχθρούς σας;» Και κείνος, χαϊδεύοντας το γάτο του, απάντησε: «Κατά βάθος, μετά το Μάη, κατάλαβα πως ο μοναδικός μου αντίπαλος είναι ο Τεν Τεν»! (Ο γνωστός ήρωας των παιδικών εικονογραφημένων περιπετειών).

Δεν ξέρω αν είχαν διαβάσει αυτή τη συνομιλία οι Δον Κιχώτες με παντόφλες ή όχι, οι λυσσασμένοι του Παρισιού ή ο Πράσινος πια Καραγκιόζης του Μάη, Κον Μπεντίτ (τον αναφέρω γιατί ο φουκαράς, τη δική του στολή του Δον Κιχώτη δεν την πέταξε, αλλά την πούλησε εν μέσω οδοφραγμάτων). Αλλά και να τα είχαν διαβάσει, ήταν πια αργά - είχαν πνιγεί μες στις παντόφλες,..

Βέβαια, πρέπει να διακρίνουμε αυτούς που ήταν κάποτε Δον Κιχώτες από εκείνους που νόμιζαν ότι είναι. Και πώς νόμιζαν ότι είναι; Μήπως ήταν παιδιά παραμυθιασμένα; Οχι βέβαια, γιατί τα μεγάλωσαν οι δύο χαριτωμένες γεροντοκόρες: η Υστεροβουλία και η Φιλοδοξία. Η πρώτη τα προστάτευε από τις δυσκολίες, κρατώντας όμως την ιδιότητα της φαντασίωσής τους ότι είναι Δον Κιχώτες, και η δεύτερη λειτουργούσε σαν ελατήριο ή, καλύτερα, όπως λέει ο σοφός, σαν «το σκληρό ελατήριο της φιλοδοξίας που υποβαστάζει τον άνθρωπο της δράσης».

Κάπου εκεί κοντά έφτασε και η στιγμή που ο Δον Κιχώτης ένιωσε πως, για να βάλει τις παντόφλες του, πετώντας την πανοπλία, έπρεπε να γίνει ένας άβουλος αριβίστας. Φορώντας ο Δον τις παντόφλες του, πέρασε στο άλλο είδος που αγνοούσε και που σ' εμάς υπάρχει σε αφθονία: από την όχθη της πραγματικότητας ζητωκραύγαζαν τη μεταμόρφωσή του χιλιάδες μικροαστοί. Κανείς δεν πρόσεξε πόσο αδέξια περπατούσε με τις παντόφλες. Οι παντόφλες, το σύμβολο της ευημερίας. Οι παντόφλες, το σύμβολο της δημοκρατίας, Η παντόφλα που θα αντικαταστήσει το σταυρό στη σημαία.

Αυτά σκεφτόμουν μέχρι που συνέβη το αναπάντεχο: έπεσε η βιβλιοθήκη του σπιτιού και παραλίγο να με πλακώσει. Πρώτος έπεσε πάνω μου ο Καρυωτάκης. Και, σαν γνήσιος αναγνώστης, έπιασα να διαβάζω: «Ετσι αν το θέλει ο Θερβάντες, εγώ τους είδα, μέσα στη μίαν ανάλγητη ζωή, του Ονείρου τους ιππότες άναντρα να πεζέψουνε και, με πικρή ν ανάσα, με μάτια ογρά, τις χίμαιρες ν' απαρνηθούν τις πρώτες».


Του Γιώργου ΚΑΚΟΥΛΙΔΗ



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ