Κυριακή 18 Απρίλη 2004
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 6
ΑΠΟ ΜΕΡΑ ΣΕ ΜΕΡΑ

ΒΙΒΛΙΟ
Μικρασιάτικη «τοιχογραφία»

Πώς να μην χαρούμε όταν ένας συνάδελφος πολύ αγαπητός και ομόψυχα εκτιμώμενος από όλους τους εργαζόμενους στο «Ρ», ένας συνάδελφος με σπάνια στις μέρες μας ποιότητα, με έμφυτη ευγένεια, σεμνότητα και ευαισθησία, με πολύπλευρη μορφωτική καλλιέργεια, με απαράβατο - σ' όλη τη σαραντάχρονη δημοσιογραφική πορεία του - επαγγελματικό ήθος, συνέπεια και εργατικότητα, με συνειδητά μαχόμενη, πολύπειρη, πολύμορφη, πραγματικά ταλαντούχα δημοσιογραφική πένα, ακόμα και στιχουργικά οιστρηλατημένη, βγάζει το πρώτο λογοτεχνικό βιβλίο του; Αναφερόμαστε στον επί τριάντα χρόνια συντάκτη του «Ριζοσπάστη», τον «Οίστρο» της στήλης «Από μέρα σε μέρα», Τάσο Αυγερινό και τη συλλογή διηγημάτων του «Το καραβάνι των γυμνών», που κυκλοφόρησε από τη «Σύγχρονη Εποχή». Μόνο μια «ψυχούλα» μεγάλη σαν τον Τάσο Αυγερινό, γέννημα - θρέμμα της μικρασιατικής προσφυγιάς στη Νέα Ιωνία Βόλου, και πνέμα του λαού, όπως θα 'λεγε ο Βάρναλης, το οποίο «γεύτηκε» αλλά και δεν παύει να «προσκυνά» με σεβασμό τα πάθη, τους πόθους, τους αγώνες του λαού, μπορούσε να συνθέσει μια δωδεκάπτυχη, σχεδόν τριαντάχρονη διαδρομής «τοιχογραφία» των πολύμορφων - ατομικών και συλλογικών - δραμάτων των 28.000 Μικρασιατών, τους οποίους η «μάνα Ελλάδα» κυριολεκτικά απόριξε στον άγονο Ξηρόκαμπο του Βόλου.

Η γλώσσα του Τ. Αυγερινού είναι πλούσια, γάργαρη, μεστή, κυριολεκτική, ανεπιτήδευτη. Η πλοκή πυκνή, ακριβής, ρεαλιστικά παραστατική, χωρίς μελοδραματισμό και εντυπωσιοθηρία, με το δραματικό της μέτρο, με έγνοια κι αγάπη για τους βασανισμένους Μικρασιάτες, με κοινωνική «ματιά» και οργή για τα αίτια των βασάνων τους, μέσα από τις οδύνες του ξεριζωμού και τον τιτάνιο αγώνα για επιβίωση των Μικρασιατών στο Βόλο, κατορθώνει να αναπαραστήσει όλη τη μικρασιατική φτωχολογιά. Οποιος αναγνώστης έχει ζήσει σε κάποια προσφυγογειτονιά της Αθήνας, διαβάζοντας τα διηγήματα βλέπει «ζωγραφιστά» μπρος στα μάτια τη ζωή και τα μύρια δράματα της προσφυγιάς στα παραγκόσπιτα, τον πόνο για τον ξεριζωμό της, την εξαπάτηση και εγκατάλειψή της από τη «μητροπολιτική πατρίδα», τη ρατσιστική εχθρότητα μικρόνοων ντόπιων, την άγρια εκμετάλλευσή της και τη σκληρή βιοπάλη της, τις παραδόσεις και αξίες της. Θαρρεί να «ζωντανεύουν» νέοι, γέροντες, ορφανεμένα παιδιά. Πλάσματα, που φαντάζονταν την Ελλάδα «μάνα γλυκιά», όταν έρχονταν «τρομαγμένοι και ρακένδυτοι με τα καΐκια, και μητριά κακιά αποδείχτηκε», όπως λέει η χαρακτηριστική, υπέροχη, ακάματη, μικρασιάτισσα μάνα, η κυρα-Αννα στο τελευταίο διήγημα. Γι' αυτό και οι συμπαραστάτες τους, όπως ο γιατρός και ο δάσκαλος δύο διηγημάτων μαρτύρησαν κι εκείνοι.


Αρ. ΕΛΛΗΝΟΥΔΗ



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ