Τετάρτη 15 Ιούλη 2020
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 1
ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Η ΑΠΟΨΗ ΜΑΣ
Καμιά έκπληξη

Η προχτεσινή συνεδρίαση του Συμβουλίου Εξωτερικών Υποθέσεων (ΣΕΥ) για τις σχέσεις της ΕΕ με την Τουρκία είναι αποκαλυπτική και ταυτόχρονα κόλαφος για την κυβέρνηση της ΝΔ και τα άλλα κόμματα, τα οποία, κάθε φορά που οξύνεται η ένταση στα Ελληνοτουρκικά, παρουσιάζουν ως «ασπίδα» τάχα απέναντι στην τουρκική επιθετικότητα τη «διεθνοποίηση» του ζητήματος και την «αλληλεγγύη» των «συμμάχων» ΗΠΑ - ΝΑΤΟ - ΕΕ.

Το ίδιο έγινε και τώρα, με αφορμή τη μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί, για την οποία η ελληνική κυβέρνηση απέσπασε από Ευρωπαίους και Αμερικανούς εταίρους τις γνωστές γλυκανάλατες καταδίκες και τα ευχολόγια για τη στάση της Τουρκίας.

Η ουσία όσων έγιναν στη συνεδρίαση του ΣΕΥ, αποτυπώνεται στις δηλώσεις του ύπατου εκπροσώπου της ΕΕ για θέματα Εξωτερικών Υποθέσεων και Ασφάλειας, ο οποίος περιέγραψε τη μεγάλη εικόνα των μονοπωλιακών και γεωπολιτικών συμφερόντων που ανταγωνίζονται στην περιοχή, όπου δεν χωράνε καλολογίες και εξωραϊσμοί.

Ο Μπορέλ επανέλαβε ότι «αντιμετωπίζουμε την Τουρκία σαν σημαντική χώρα για την ΕΕ, με την οποία θα θέλαμε να ενισχύσουμε τις σχέσεις μας», χαρακτήρισε «διαφιλονικούμενα ύδατα στην Ελλάδα» τις θαλάσσιες ζώνες όπου η Τουρκία εγείρει διεκδικήσεις σε βάρος ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων και δεσμεύτηκε ...«να ψάξει μονοπάτια για την επίτευξη κατανόησης».

Καμία έκπληξη δεν προκαλεί βέβαια η στάση της ΕΕ. Αντίθετα, είναι «μια από τα ίδια» και συμπληρώνει τις παρόμοιες αντιδράσεις των ΗΠΑ μετά την εξέλιξη με την Αγία Σοφία. Μόνο που αυτή η στάση των δυνάμεων του ευρωατλαντισμού όχι μόνο δεν αποτρέπει την κλιμάκωση της τουρκικής επιθετικότητας, αλλά την τροφοδοτεί και την ενθαρρύνει.

Ο λόγος δεν είναι άλλος από το γεγονός ότι οι δυνάμεις αυτές παζαρεύουν ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα για να τραβήξουν την Τουρκία από την αγκαλιά της Ρωσίας και ταυτόχρονα παίζουν το ρόλο του «προξενητή», για να προωθηθεί η λύση της συνεκμετάλλευσης στο Αιγαίο και την Ανατ. Μεσόγειο, προς όφελος των συμφερόντων των ευρωπαϊκών και αμερικανικών μονοπωλίων στην περιοχή.

Με τους στόχους αυτούς ευθυγραμμίζεται και η ελληνική αστική τάξη, η οποία συμμετέχει στα παζάρια για ευρύτερες διευθετήσεις στην περιοχή, κάτω από τις «φτερούγες» των ΑμερικανοΝΑΤΟικών, και αναγνωρίζει την αναγκαιότητα να θωρακιστεί η ΝΑΤΟική συνοχή, με αγκίστρωση της Τουρκίας στη Δύση, απέναντι στον «κίνδυνο» να ενισχυθεί ο ρόλος της Ρωσίας και άλλων ανταγωνιστών του ΝΑΤΟ.

Είναι χαρακτηριστικές οι πρόσφατες δηλώσεις του συμβούλου Εθνικής Ασφάλειας, Αλ. Διακόπουλου, ο οποίος απέκλεισε οποιοδήποτε ενδεχόμενο να ενεργοποιηθούν οι λεγόμενες «ρήτρες αλληλεγγύης» των ΝΑΤΟ και ΕΕ «σε περίπτωση απειλής από την Τουρκία», γιατί κάτι τέτοιο «θα αποκόψει τις σχέσεις της με τη Δύση»!

Είναι φανερό δηλαδή ότι η ελληνική κυβέρνηση, για τα συμφέροντα της αστικής τάξης, προσυπογράφει τις αμερικανοΝΑΤΟικές προτεραιότητες στην περιοχή και ομολογεί τη βαθύτερη εμπλοκή της σε σχέδια και ανταγωνισμούς που βάζουν σε κίνδυνο το λαό και τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας.

Το ίδιο ισχύει με τον ΣΥΡΙΖΑ και τα άλλα αστικά κόμματα, που καλλιεργούν κάλπικες προσδοκίες ότι ο μεγαλύτερος εναγκαλισμός με την ευρωατλαντική πολιτική θα φέρει τη «λύση» στα Ελληνοτουρκικά, ή με όσους σηκώνουν εθνικιστικές κορόνες σε βάρος της Τουρκίας, χωρίς να αμφισβητούν τον αμερικανοΝΑΤΟικό σχεδιασμό στην περιοχή και τον αναβαθμισμένο ρόλο που διεκδικεί σ' αυτόν η ελληνική αστική τάξη.

Αν ένα πράγμα επιβεβαιώνεται από τις εξελίξεις, είναι ότι λύση που να εξασφαλίζει την ειρήνη και την ευημερία για τον ελληνικό και τους άλλους λαούς της περιοχής δεν μπορεί να υπάρξει μέσα στο ευρωατλαντικό πλαίσιο, όπου συγκρούσεις και συμβιβασμοί εναλλάσσονται με κριτήριο τα συμφέροντα και τους ανταγωνισμούς των μονοπωλίων, το συσχετισμό ανάμεσα σε ιμπεριαλιστικά κέντρα και καπιταλιστικά κράτη.

Εκεί πρέπει να στρέψει τη δύναμή του ο λαός, παλεύοντας για απεμπλοκή από τον αμερικανοΝΑΤΟικό σχεδιασμό, αποδέσμευση από ΝΑΤΟ και ΕΕ, ενάντια στην ίδια την εξουσία και τις συμμαχίες του κεφαλαίου.



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ