«Κάθε ρίμα του είναι και μια βόμβα για το γκρέμισμα κάποιου παλιού σαπιοθέμελου, κάθε στίχος του κ' από μια σπαθιά στο γιγάντιο είδωλο της ψευτιάς και της κοινωνικής ασχήμιας»
Ο Ναζίμ Χικμέτ σε ηλικία 19 ετών, όταν πηγαίνει για σπουδές στη Μόσχα (Ιδρυμα Πολιτισμού και Τέχνης «Ναζίμ Χικμέτ») |
Γράφαμε το προηγούμενο Σαββατοκύριακο για τον Κωνσταντινουπολίτη προοδευτικό ποιητή, δημοσιογράφο, σκηνοθέτη, ηθοποιό και μεταφραστή Βασίλη Κασαπάκη. Σταθήκαμε στην ποιητική κατάθεσή του και στη μεταφραστική συνομιλία του με το έργο του Τούρκου συμβολιστή ποιητή Αχμέτ Χασίμ.
Σήμερα, θα διερευνήσουμε τη συμβολή του στην πρώιμη γνωριμία του ελληνόφωνου αναγνωστικού κοινού με τον Τούρκο υπερασπιστή των καταφρονημένων Ναζίμ Χικμέτ.
Από τις συνεργασίες του με ελλαδικά περιοδικά, εντοπίσαμε αναφορά στο τεύχος του λογοτεχνικού και ιδεολογικού περιοδικού «Πρωτοπόροι», με τη χρονολογική ένδειξη 11 Νοέμβρη 1931. Ο συντάκτης του κειμένου «Για να γνωρίσουμε τους δικούς μας. Ναζίμ Χικμέτ: Τούρκος επαναστάτης ποιητής» είναι ψευδώνυμος, αφού υπογράφει ως «Αναπληρωτής». Επικαλείται τον 35χρονο Βασίλη Κασαπάκη ως γνώστη του 29χρονου νεοεμφανιζόμενου προλετάριου ποιητή.
Η τουρκική γλώσσα είναι το δεύτερο όργανο επικοινωνίας του, εξ ου και διαβάζει την πρόσληψη του νεωτεριστή ξένου ποιητή εκ των έσω. Ετσι, μ' αυτήν την αρματωσιά, συνεισφέρει με τη μετάφραση του ποιήματος «Ενός λεπτού τεμπελιά με τον ποιητή», ενώ στο διπλό τεύχος που ακολουθεί (Δεκέμβρης 1931 - Γενάρης 1932), αποδίδει στίχους από τα «Προϊστορικά» κι ένα απόσπασμα από τη «Θεωρία της τέχνης».
Δεν θα επεκταθούμε στην πρώτη απόπειρα μετάγγισης του χικμετικού λόγου εντός των ελληνικών συνόρων, όπως αποτυπώθηκε στο κομμουνιστικό έντυπο του Μεσοπολέμου. Αποκλειστικά θα σταθούμε στην κρίσιμη συνάντηση των δύο νέων δημιουργών, όπως θησαυρίζεται στο κείμενο «Η σύγχρονη τουρκική ποίηση. Ενας υπερρεαλιστής: Ο Ναζίμ Χικμέτ».
Η πρώτη συνεργασία του Βασίλη Κασαπάκη με το κομμουνιστικό λογοτεχνικό περιοδικό «Πρωτοπόροι», όπου δημοσιεύει μεταφράσεις ποιημάτων του Τούρκου κομμουνιστή ποιητή (11 Νοέμβρη 1931) |
Ο τόνος της προσωπογραφίας είναι εγκωμιαστικός για τον όχι ακόμη διεθνοποιημένο ποιητή, ο οποίος μεταγγίζει τα πολιτικά και κοινωνικά ταξικά σήματά του στον πρωτοπόρο μεταφραστή.
Μάλιστα, εμφανίζεται ενημερωμένος για τα καλλιτεχνικά δρώμενα στη Σοβιετική Ενωση, καθώς συγκρίνει την περίπτωση του Χικμέτ με αυτή του Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι. Και δεν παραλείπει να θέσει σε κρίση τα αισθητικά αιτήματα του Κώστα Βάρναλη και του Κύπριου Τεύκρου Ανθία, κάτω από τη φουτουριστική μαγιακοφσκική θεματολογία.
Ας δούμε, όμως, πώς μας τον παρουσιάζει, στις πρώτες εισαγωγικές προτάσεις του:
«Σε δυο χρόνια μέσα το ξανθόμαλλο αυτό κεφάλι του ποιητή με τα καταγάλανα ήρεμα μάτια, κατέκτησε το ενδιαφέρο πρώτα και τη συμπάθεια έπειτα μιας μεγάλης μερίδας, της μεγαλείτερης ίσως και της πιο διαλεχτής, του μορφωμένου κόσμου της Πόλης, η φήμη του πέρασε στην αντικρυνή όχθη του Βοσπόρου και ξαπολύθη στα πέρατα της Ανατολής, όπου υπάρχει αναγνώστης που αρέσει να διαβάση κάτι όμορφο και προ παντός καινούργιο.
Γιατί η ποίηση του Χικμέτ είναι καινούργια πέρα για πέρα και πρωτάκουστη στον τόπον αυτό όπου το κοινό είχε συνειθίση να διαβάζη στίχους στους οποίους ο έρωτας, το ρόδο και τ' αηδόνι ήταν τα προσφιλή θέματα γύρω στα οποία η φαντασία του κάθε ποιητή έβρισκε το μέσο να εκδηλωθή και να δημιουργήση. Γι' αυτό και τρίβαν τα μάτια τους όλοι σαν διάβασαν μια μέρα στις σελίδες μιας παράξενης την όψη ποιητικής συλλογής, τους ακόμη πιο παράξενους αυτούς στίχους:
Το εξώφυλλο και η πρώτη σελίδα της προσωπογραφίας του πρωτοπόρου Πολίτη μεταφραστή για την καθάρια φωνή των προλετάριων, στο περιοδικό «Ρυθμός» (τεύχος 4, Φλεβάρης 1931) |
μακρυά μαλλιά σγουρά και λιγδωμένα.
Από ρόδια κι' αηδόνια και φεγγάρια
Είμαστε πια χορτάτοι"
Και λέγει παρακάτω ο ποιητής μ' ένα μεφιστοφελικό σαρκασμό:
"Την πίπα μας γεμίσαμε από σπίθες
της φωτιάς του Προμηθέα,
και ίσοι στο μπόι με του Γαλατά τον πύργο,
καπνίζουμε ατενίζοντας στο άπειρο
κάποιων ματιώνε φλογερών τη θέα"».
Συνεχίζει μ' ένα βιογραφικό, κι αφού το παρέλθουμε, στεκόμαστε στο σημείο εκείνο, όπου ο Βασίλης Κασαπάκης τον εντάσσει στην υπερρεαλιστική σχολή και εξηγεί τους λόγους - το κίνημα έχει εκδηλωθεί, το 1924, στο Παρίσι:
«Αν έπρεπε σώνει και καλά να τον κατατάξουμε κάπου, θα έβρισκε ωρισμένως θέση στη σχολή των υπερρεαλιστών (δεν ξαίρω αν υπάρχουν τέτοιοι, και πού και ποιοι). Μα τέτοια, δίχως άλλο, πρέπει να είναι η στέγη που θα δέχονταν να παραδεχτή για σπίτι του ο Ναζίμ Χικμέτ. Λένε μερικοί πως ακολουθεί τα χνάρια κάποιου μπολσεβίκου ποιητή που αυτοκτόνησε σε τόσο δραματικές συνθήκες στη Ρωσία πριν μερικά χρόνια: Τον Μαγιακόφσκη. Δεν ξαίρω κατά πόσο ακριβώς του μοιάζει στο στυλ και στον τρόπο εκφράσεως. Λένε πως κι' ο Ρώσος αυτός έγραφε συλλογές με παράξενους τίτλους, μεταχειρίζονταν αριθμούς μέσα στους στίχους του και η ποίησή του ήταν αδριά και τραχειά, γραμμένη στη γλώσσα του αλήτη, του γαβριά των δρόμων, του βαγαπόντη, του κλέφτη, του κατάδικου των κατέργων, του αναρχικού τέλος και επαναστάτη. Τέτοιο δείγμα άδικα αναζήτησα στην ελληνική ποίηση. Ο Βάρναλης είνε κοντά του τζέντλεμαν κι' αριστοκράτης, και μόνο ίσως ένας νέος που φανερώθηκε τελευταία, ο Τεύκρος Ανθίας, τον αγγίζει κάπως με την άκρη του νυχιού».
Το εξώφυλλο και η πρώτη σελίδα της προσωπογραφίας του πρωτοπόρου Πολίτη μεταφραστή για την καθάρια φωνή των προλετάριων, στο περιοδικό «Ρυθμός» (τεύχος 4, Φλεβάρης 1931) |
«Κάτοχος της πηγής της γλώσσας (έμεινε κ' εμελέτησε στο Αζερμπαϊνζάν), της αγνής τουρκικής γλώσσας, δουλεύει τους στίχους του με το παρθένο υλικό.
Οι στίχοι είνε πολιτικά άρθρα... ποιητικά. Είνε κριτικές, είνε πολεμικές, είνε κοινωνικές έρευνες... γραμμένες σε μουσικώτατη ποίηση. Κάθε ρίμα του είναι και μια βόμβα για το γκρέμισμα κάποιου παλιού σαπιοθέμελου, κάθε στίχος του κ' από μια σπαθιά στο γιγάντιο είδωλο της ψευτιάς και της κοινωνικής ασχήμιας. Πόνεσε τους ταπεινούς δουλευτάδες, αρχίζοντας πρώτα από τον εαυτό του».
Με ταξικό πρόσημο, η ανάγνωση του κομμουνιστή δημιουργού από τον Πολίτη πρωτοπόρο διανοούμενο, καθώς συμπλέει με τον ιδεολογικό και πολιτικό κόσμο του μεταφραζόμενου αγωνιστή ποιητή:
«Πόνεσε τους αλήτες που ψωμοζητούν και ζητιανεύουν στο κρύο μια δεκάρα από τους μπουρζουάδες, τους άδικα ή δίκαια, μα πάντα ως θύματα ενού κοινωνικού καθεστώτος, φυλακισμένους, τους μεθυσμένους, που ήπιαν το φαρμάκι του καπελιού σε αντίδοτο σε ποιος ξαίρει ποιο άλλο φαρμάκι της βασανισμένης τους ύπαρξης. Μα πιότερο απ' όλα και μαζύ με όλα πόνεσε την Ανατολή, κοντινή και μακρυνή, τον τόπο του σαν Ασιάτης που είνε στην ψυχή, την Ασία του που τη βλέπει να σπαρταρά σαν ένα μεγάλο θύμα στα χέρια ενού μικρού μα πανούργου δήμιου, του ιμπεριαλισμού».
Ο Σοβιετικός πρωτοπόρος ποιητής Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι επηρέασε τον Ναζίμ Χικμέτ, γεγονός που επισημαίνει ο υποψιασμένος για τους νέους αισθητικούς καιρούς Ελληνας γνώστης της τουρκικής γλώσσας |