Η «Εθνική Στρατηγική Ασφαλείας των ΗΠΑ», που δημοσιοποιήθηκε την περασμένη βδομάδα, προαναγγέλλει όξυνση των ανταγωνισμών και κλιμάκωση των πολέμων σε όλα τα μήκη και πλάτη του κόσμου, αλληλοτροφοδοτώντας τη σύγκρουση με την Κίνα για την πρωτοκαθεδρία στο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα.
Οπως αναφέρει το κείμενο, «θέλουμε να αναπτύξουμε τον πιο ισχυρό, θανατηφόρο και τεχνολογικά προηγμένο στρατό στον κόσμο, ώστε να προστατεύουμε τα θεμελιώδη, ζωτικά εθνικά συμφέροντα των ΗΠΑ», όπως και «να ανακόψουμε και να αντιστρέψουμε τη συνεχιζόμενη ζημιά που προκαλούν ξένοι παράγοντες στην αμερικανική οικονομία».
Στους στόχους περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων η διατήρηση ή κατάκτηση της παγκόσμιας υπεροχής στο πυρηνικό οπλοστάσιο, στην οικονομία, στη βιομηχανική βάση, στον ενεργειακό τομέα, στην επιστήμη, στην τεχνολογία και στην «απαράμιλλη ήπια ισχύ» που προωθεί τα συμφέροντα των ΗΠΑ σε όλο τον κόσμο.
Προτεραιότητα παραμένει η περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού, με επίκεντρο τη Νότια Κινεζική Θάλασσα, γύρω από την Ταϊβάν. Στόχος είναι η «διατήρηση της στρατιωτικής υπεροχής» απέναντι στην Κίνα, για «να διαφυλάξουμε την ελευθερία της ναυσιπλοΐας σε όλες τις κρίσιμες θαλάσσιες οδούς, εξασφαλίζοντας ασφαλείς και αξιόπιστες αλυσίδες εφοδιασμού και πρόσβαση σε κρίσιμα υλικά».
Στο κείμενο επιβεβαιώνεται η αναβάθμιση της Κίνας ως απειλής για την παγκόσμια πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ: «Αυτό που άρχισε ως σχέση μεταξύ μιας ώριμης, πλούσιας οικονομίας και μίας από τις φτωχότερες χώρες του κόσμου έχει μετατραπεί σε σχέση μεταξύ σχεδόν ομότιμων χωρών».
Μάλιστα, καθώς η Κίνα συνεχίζει να εξοπλίζεται με καταιγιστικούς ρυθμούς, η «Εθνική Στρατηγική» επισημαίνει ότι «ο αμερικανικός στρατός δεν μπορεί και δεν είναι υποχρεωμένος να το κάνει μόνος του», τονίζοντας πως οι σύμμαχοι των ΗΠΑ στην περιοχή πρέπει να αναλάβουν αναβαθμισμένο ρόλο.
Η αναφορά αυτή στέλνει μήνυμα σε κράτη που διατηρούν οικονομικές ή άλλες σχέσεις με την Κίνα (και τη Ρωσία) να αποκοπούν από το υπό διαμόρφωση ευρασιατικό στρατόπεδο, αναλαμβάνοντας ενεργότερο ρόλο στην υπεράσπιση των αμερικανικών συμφερόντων στην περιοχή.
Σχετικά με τη Ρωσία σημειώνεται ότι οι ΗΠΑ πρέπει «να επανεγκαθιδρύσουν τη στρατηγική σταθερότητα» μαζί της, γεγονός που μεγαλώνει τους κλυδωνισμούς στο ευρωατλαντικό στρατόπεδο, κυρίως σε ό,τι αφορά την εξέλιξη της ιμπεριαλιστικής σύγκρουσης στην Ουκρανία. Αν και με αντιφάσεις, στρατηγική της κυβέρνησης Τραμπ είναι η υπονόμευση της στρατηγικής σχέσης Ρωσίας - Κίνας.
Η Ευρώπη παραμένει «στρατηγικά και πολιτισμικά ζωτική» για τις ΗΠΑ, αλλά «είναι αμφίβολο αν ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες θα διαθέτουν στο μέλλον οικονομίες και στρατούς αρκετά ισχυρούς ώστε να παραμείνουν αξιόπιστοι σύμμαχοι». Με τη νέα στρατηγική οι ΗΠΑ αυξάνουν τις πιέσεις στους Ευρωπαίους συμμάχους να αναλάβουν εκείνοι το βάρος της «άμυνάς» τους, και σ' αυτήν την κατεύθυνση να αποδεχτούν τον συμβιβασμό με τη Ρωσία.
Για τη Μέση Ανατολή, τα ζωτικά συμφέροντα των ΗΠΑ ταυτίζονται με την αποτροπή «οποιασδήποτε εχθρικής δύναμης να κυριαρχήσει στις προμήθειες πετρελαίου και φυσικού αερίου και στα σημεία μέσω των οποίων διέρχονται».
Τέλος, ειδική αναφορά κάνει η «Εθνική Στρατηγική» στην αμερικανική ήπειρο, για ένα δυτικό ημισφαίριο όπου θα κυριαρχούν απόλυτα οι ΗΠΑ, «ελεύθερο από εχθρική ξένη εισβολή ή απόκτηση κρίσιμων περιουσιακών στοιχείων (...) με συνεχή πρόσβασή μας σε καίριες στρατηγικές τοποθεσίες». Πρόκειται για ευθεία απειλή σε χώρες της Λατινικής Αμερικής και της Καραϊβικής, που διατηρούν σχέσεις με την Κίνα.
Θυμίζουμε ότι η Κοινότητα Χωρών της Λατινικής Αμερικής και της Καραϊβικής (CELAC), που συνασπίζει 33 χώρες, έχει στενούς δεσμούς με την Κίνα, ενώ για χώρες όπως η Βραζιλία, το Περού και η Χιλή η Κίνα είναι ο πρώτος εμπορικός εταίρος, πάνω από τις ΗΠΑ.
Εξηγείται έτσι σε μεγάλο βαθμό η κλιμακούμενη επιθετικότητα των ΗΠΑ σε βάρος χωρών της περιοχής, με πιο πρόσφατη τη Βενεζουέλα.
Η επικαιροποιημένη «Εθνική Στρατηγική Ασφαλείας των ΗΠΑ» είναι συνέχεια όλων των προηγούμενων και ταυτόχρονα καταλύτης στους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς, που γεννούν νέους κινδύνους για τους λαούς, αναδεικνύουν όμως ταυτόχρονα την αναγκαιότητα του δρόμου για την ανατροπή του καπιταλισμού που σάπισε.
Οπως σημειώνεται στις Θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ για το 22ο Συνέδριο, «οι ΗΠΑ, που διατηρούν ακόμα την πρωτοκαθεδρία, προσπαθούν να ανακόψουν την τάση αλλαγής συσχετισμού προς όφελος της Κίνας (...) Η πολιτική των ΗΠΑ οξύνει τις αντιθέσεις μέσα στο ευρωατλαντικό στρατόπεδο και οδηγεί σε επιδείνωση των σχέσεων των ΗΠΑ με την ΕΕ, τον Καναδά, την Αυστραλία. Οξύνει τις ενδοαστικές αντιθέσεις και στο εσωτερικό των ΗΠΑ, που αντανακλώνται και στις διεργασίες στο αστικό πολιτικό σύστημα (...) Η όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων μπορεί να διευρύνει υπάρχουσες ρωγμές στον ευρωατλαντικό άξονα τα επόμενα χρόνια (...) σε αυτές τις συνθήκες, όλο και λιγότερο μετράνε για τα αστικά κράτη τα διπλωματικά μέσα και παίρνουν προτεραιότητα οι εμπορικοί - οικονομικοί πόλεμοι καθώς και η πολεμική προετοιμασία».