Στην Αθήνα, που για άλλη μια φορά πνίγηκε από τη νεροποντή, η κυβέρνηση κήρυξε καθεστώς έκτακτης ανάγκης για τον κίνδυνο λειψυδρίας! Το ίδιο ισχύει και για άλλες περιοχές σε όλη τη χώρα, που πλημμυρίζουν κάθε τόσο, αλλά νερό για τις ανάγκες του λαού δεν υπάρχει...
Πρόκειται για μεγάλη αντίφαση, που όμως εξηγείται αν φτάσει κανείς στην καρδιά του προβλήματος: Το αντιλαϊκό κράτος, που λογαριάζει τα αντιπλημμυρικά έργα ως κόστος και το νερό ως εμπόρευμα, φορτώνοντας στον λαό την ευθύνη μόνος του να προστατευτεί από τις πλημμύρες, όπως μόνος του να σωθεί από τη λειψυδρία, κάνοντας οικονομία. Αλλιώς, θα πληρώσει ακόμα πιο ακριβά το νερό.
Οι αναγκαίες αντιπλημμυρικές υποδομές, συνδυασμένες με έργα συλλογής του νερού που θα μπορούσαν να αυξήσουν τα αποθέματα και να καλύψουν τις ανάγκες του πληθυσμού, απορρίπτονται επειδή δεν φέρνουν το προσδοκώμενο κέρδος.
Συνέπεια είναι να χάνονται κάθε χρόνο 86 εκατ. κυβικά μέτρα νερού, ενώ για όλες τις ανάγκες της χώρας αξιοποιείται μόλις το 6% - 8% του βρόχινου νερού. Το 35% - 40% της παροχής νερού χάνεται λόγω διαρροών στα πεπαλαιωμένα δίκτυα, ενώ σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα (12,5%) βρίσκεται και η αξιοποίηση των ωφέλιμων εσωτερικών υδάτινων πόρων.
Τι άλλο φανερώνουν όλα αυτά από την έλλειψη υποδομών και ενός ολοκληρωμένου σχεδίου για τη διαχείριση των υδάτων προς όφελος του λαού; Τέτοιο όμως δεν μπορεί να υπάρξει σε μια οικονομία που λειτουργεί με κριτήριο το κέρδος και από ένα κράτος που είναι θεματοφύλακάς του.
Παρά το γεγονός ότι σήμερα υπάρχουν δοκιμασμένες, επιστημονικά τεκμηριωμένες λύσεις για την εξοικονόμηση, αποθήκευση και ορθολογική χρήση του νερού, η σημερινή και όλες οι κυβερνήσεις δεν τις αξιοποιούν, γιατί δεν εξυπηρετούν τα συμφέροντα των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων.
Η εμπορευματοποίηση του νερού και η αντιλαϊκή πολιτική τιμολόγησης αποτελούν στρατηγική της ΕΕ, όπως αποτυπώνεται και στην Κοινοτική Οδηγία - Πλαίσιο για το Νερό, του 2000, με την οποία εναρμονίστηκε η ελληνική νομοθεσία ήδη από το 2003 και αναθεωρήθηκε το 2023.
Πολιτική τους είναι να περιοριστεί η ζήτηση νερού μέσω της αύξησης της τιμής του και όχι να αυξηθεί η προσφορά, με έργα εμπλουτισμού υδροφορέων και προστασίας δασών. Η πολιτική αυτή στοχεύει στην ενίσχυση της κερδοφορίας του μεγάλου κεφαλαίου, που υπηρέτησαν και υπηρετούν η ΝΔ και οι προηγούμενες κυβερνήσεις ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ.
Τις συνέπειες αυτής της διαχρονικά αντιλαϊκής πολιτικής επικαλείται τώρα η κυβέρνηση για να εκβιάσει τον λαό να περιορίσει την κατανάλωση. Εξαγγέλλει ταυτόχρονα έργα ύψους 2,5 δισ. ευρώ, μεγάλο μέρος των οποίων αφορούν την κοστοβόρα και αναποτελεσματική αφαλάτωση, κατ' απαίτηση των μεγάλων ομίλων.
Διαρρέει μάλιστα πως «κρίσιμη θα είναι και η ανταπόκριση των πολιτών, ώστε να αποφευχθούν φαινόμενα αλόγιστης ή υπερβολικής κατανάλωσης νερού», που σημαίνει περαιτέρω αύξηση της τιμής του στην Αττική, αλλά και στις υπόλοιπες περιοχές, που οι ανατιμήσεις από τις δημοτικές επιχειρήσεις ύδρευσης είναι δεδομένες κάθε χρόνο.
Σήμερα υπάρχουν όλες οι δυνατότητες για να εξασφαλιστεί φτηνό, ποιοτικό νερό για τον λαό. Αυτό προϋποθέτει ολοκληρωμένη διαχείριση, σχεδιασμό και αξιοποίηση όλων των υδάτων, από έναν αποκλειστικά κρατικό φορέα διαχείρισης σε επίπεδο λεκανών απορροής με κρατική ευθύνη για τα έργα υποδομής (ύδρευσης, άρδευσης, αντιπλημμυρικής προστασίας), χωρίς ΣΔΙΤ και συμβάσεις παραχώρησης.
Ενας τέτοιος αναγκαίος σχεδιασμός συγκρούεται παντού με την πολιτική του κέρδους και το κράτος που την υπηρετεί. Γι' αυτό είναι ανάγκη να δυναμώσει η πάλη ενάντια στο νερό - εμπόρευμα, στην προοπτική μιας άλλης κοινωνίας και οικονομίας, όπου το νερό θα είναι πραγματικά κοινωνικό αγαθό.
Ο αγώνας αυτός περνάει σήμερα μέσα από τη διεκδίκηση για άμεση υλοποίηση και ολοκλήρωση των αναγκαίων έργων υποδομής, μεταφοράς και διανομής νερού, μείωση στα τιμολόγια, σταθερή και μόνιμη δουλειά για όλους τους εργαζόμενους στη διαχείριση του νερού, έργα στήριξης των βιοπαλαιστών αγροτών και της παραγωγής τους. Δυναμώνοντας τη σύγκρουση σ' αυτήν την κατεύθυνση, ενισχύεται η προοπτική της πραγματικής διεξόδου για τις σύγχρονες ανάγκες του λαού.