Τετάρτη 9 Φλεβάρη 2011
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ
Ρίτσος, Σκούρτης, Σουρής
«Μια κοινότατη ιστορία ή Ανώνυμη αγία» στο «Θέατρο Τέχνης»

 «Οι νταντάδες»
«Οι νταντάδες»
«(...) διηγήθηκα απλά μιαν ιστορία και το 'βαλα τάμα να φτιάξω για το Εικονοστάσιο Ανωνύμων Αγίων την εικόνα της Ευδοκίας (...) και να κρεμάσω πλάι της μιαν άλλη εικόνα, την ελεούσα θεια-Τριανταφυλλίτσα (...)». Ο Γιάννης Ρίτσος έκανε το «τάμα» του. Στον - υπό τον τίτλο «Λιγοστεύουν οι ερωτήσεις» - 8ο τόμο του 9τομου πεζογραφικού έργου του «Εικονοστάσι Ανωνύμων Αγίων» (εκδόσεις «Κέδρος») περιέλαβε την ιστορία της κυράς Ευδοκίας, που έγραψε στο Καρλόβασι (20 - 26/8/1984), δίνοντάς της τους εξής τίτλους: «Μια κοινότατη ιστορία», «Η Ευδοκία κι ο Μανωλιός», «Συνέχεια της ιστορίας», «Το μαρτύριο κι η θανή της Ευδοκίας» και «Οχι απαραίτητος επίλογος», τον οποίο τελειώνει λέγοντας πως αν έλεγε στον παλιό του σύντροφο Πέτρο την ιστορία της Ευδοκίας «θα 'βγαζε το συμπέρασμα: είναι το ταξικό μίσος του αγρότη Μανωλιού για τους αφεντάδες τοκογλύφους κι όλο το σόι τους. Αν τα 'λεγα στον κ. Κυπαρίσση θ' αποφαινόταν σαρκαστικά: σκέψου, στον τεχνοκρατικό αιώνα μας μια επαρχιακή ηθογραφία και μάλιστα δακρύβρεχτος - τι οπισθοδρόμηση, ύστερα απ' τον υπερρεαλισμό του Ράντζου». Και καταλήγει ο Ρίτσος: «Εγώ δεν βγάζω συμπεράσματα, δεν κατατάσσω σε σχολές, δε ρωτάω πώς, τι, γιατί (είπαμε οι ερωτήσεις λιγοστεύουν)». Παραθέσαμε τα παραπάνω, προκειμένου ο θεατής να κατανοήσει και να απολαύσει πληρέστερα την πολύ αισθαντική και καλαίσθητη θεατρική έκπληξη που του επιφυλάσσει, στο «Υπόγειο» του «Θεάτρου Τέχνης», η παράσταση «Μια κοινότατη ιστορία» ή «Ανώνυμη αγία», σε διασκευή - σκηνοθεσία της Μαριάννας Κάλμπαρη, με αφαιρετικό σκηνικό και κοστούμια του Κωνσταντίνου Ζαμάνη, μουσική επιμέλεια Νέστορα Κοψιδά και υποβλητικούς φωτισμού του Λευτέρη Παυλόπουλου. Ο Ρίτσος γνώριζε καλά ότι η ταξική διαφορά επιδρά - υπόδηλα ή έκδηλα, υποσυνείδητα ή συνειδητά, ανυπότακτα ή υποτακτικά - σε όλες τις ανθρώπινες σχέσεις, ακόμα και στον έρωτα και στο γάμο. Δεν έκλεινε, όμως, τα μάτια και μπροστά στην ακατανίκητη και συχνά καταστροφική δύναμη της ερωτικής και σαρκικής έλξης δύο ανθρώπων διαφορετικών τάξεων. Ακατανίκητος και καταστροφικός είναι για την Ευδοκία - την ευαίσθητη, όμορφη, πλούσια, ορφανεμένη από μάνα και πατέρα, αναστημένη από μια τρυφερή παραμάνα, την «ανώνυμη αγία» θεια-Τριανταφυλλίτσα - ο κρυφός σαρκικός έρωτας για ένα όμορφο, δυνατό, μπρούτο αρσενικό, τον Μανωλιό, τον γιο του επιστάτη τους, που την εκβίασε για να τον παντρευτεί, άρπαξε την περιουσία της, την απάτησε με τη νεαρή υπηρέτρια του σπιτιού και τέλος την εγκατέλειψε. Ενα αληθινό ανθρώπινο δράμα για μια «ανώνυμη αγία», μάρτυρα του έρωτα, που ο Ρίτσος γνώριζε και το ιστόρησε με μοναδική ανθρωπιά, ποιητικό αίσθημα, αλλά και με εντυπωσιακή αφηγηματική και λεκτική (στις ερωτικές στιγμές) τόλμη. Ενα δράμα διασκευασμένο σεβαστικά, σκηνοθετημένο ευφάνταστα και τολμηρά, ερμηνευμένο από καλούς και αρμόζοντες στα πρόσωπα ηθοποιούς. Τους Βίκη Βολιώτη (Ευδοκία), Κρις Ραντάνωφ (Μανωλιός), Θάλεια Γρίβα (υπηρέτρια) και Σοφία Σεϊρλή - εξαιρετική στο διπλό ρόλο της θεια- Τριανταφυλλίτσας και αφηγητή (λάθος, όμως, για το ρόλο είναι και το κοστούμι και το χτένισμά της).

«Οι νταντάδες» στο «Ζίνα»

«Μια κοινότατη ιστορία ή Ανώνυμη αγία»
«Μια κοινότατη ιστορία ή Ανώνυμη αγία»
Πέρασαν σαράντα χρόνια από τότε που ο Κάρολος Κουν «ανακάλυψε» και ανέβασε το έργο «Οι νταντάδες» του νέου τότε συγγραφέα Γιώργου Σκούρτη. Εργο που στην αντίληψη του κοινού λειτούργησε ως συγκαλυμμένη, λόγω της λογοκρισίας, αλληγορία κατά του καθεστώτος της χούντας. Σήμερα, σαράντα χρόνια μετά, αυτό το σημαντικότατο έργο του Σκούρτη, παραμένει και θα παραμένει μια - εν είδει «θεάτρου του παραλόγου» - μια διαχρονική και επίκαιρη υπαινικτική αλληγορία ενάντια σε κάθε καθεστώς που καταπιέζει, εκμεταλλεύεται τις βιοποριστικές ανάγκες και τα όνειρα των ανίσχυρων ανθρώπων, διαφθείρει και εξαγοράζει συνειδήσεις, τις αναγκάζει να το προσκυνούν, παίρνει στην υπηρεσία του ακόμα και «φτωχοδιάβολους», για να επιβάλλει και να διατηρήσει τη «θανατίλα» της εξουσίας του, γεννά και χρηματίζει την προδοσία, με τη μέθοδο του «διαίρει και βασίλευε» συντρίβει ακόμα και ισχυρούς ανθρώπινους δεσμούς και εξοντώνει ανθρώπινες ζωές. Ο Σκούρτης με μεγάλη μαστοριά έπλασε τρία πρόσωπα, με κοινότατα ονόματα - πλην σαφέστατα σύμβολα (που όπως ο ίδιος λέει, θυμίζουν τον Καραγκιόζη, τον Χατζηαβάτη και τον Βεζίρη). Δυο φτωχοδιάβολοι, φίλοι από παιδιά, ο Πέτρος (πιο ατίθασο μυαλό, ολίγον Καραγκιόζης) και ο Παύλος (ανάλογο του Χατζηαβάτη), κουρελήδες, άφραγκοι, πεινασμένοι κι άστεγοι, πρώην τρόφιμοι φυλακής για παραβατικότητα, πέφτουν στο δόκανο ενός αγνώστου, του Σταύρου (Βεζίρης) τους δίνει «στέγη» και «δουλειά» στο «σπίτι» του. Τους προσλαμβάνει ως «νταντάδες» της «συμβίας» του. Κι εκείνοι, ανυποψίαστοι, δέχονται. Μέχρι που διαπιστώνουν ότι τρώνε, πίνουν, πληρώνονται καλά, για να «λιβανίζουν» - κλεισμένοι σε μια αλλιώτικη «φυλακή» από την οποία δεν μπορούν να βγουν - μια αποτρόπαια «μούμια». Την πτωματώδη εξουσία. Ο Πέτρος, μην αντέχοντας αυτή τη «φυλακή» καταφέρνει να διαφύγει, ενώ ο Παύλος, για το χρήμα, αυτοταπεινώνεται, προδίδει το φίλο του και συνεχίζει να σέρνεται στα πόδια της εξουσίας. Το έργο, με ρεαλιστική σκηνοθεσία του Γιάννη Ιορδανίδη, συμβολικό σκηνικό και κοστούμια του Γιώργου Πάτσα, μουσική του Θοδωρή Οικονόμου και φωτισμούς της Μελίνας Μάσχα, «κοσμείται» με τη μοναδική ικανότητα του Θύμιου Καρακατσάνη (Πέτρος) να κινεί στην κόψη του ξυραφιού μια πολυσχιδή ερμηνευτική αμφισημία. Ενα κράμα πικρής ειρωνείας, μελαγχολικού χιούμορ, τραγελαφικής ελαφρότητας και υποδόρειας δραματικότητας. Στο πλάι του πολύ καλές ερμηνείες καταθέτουν ο Τάκης Χρυσικάκος (Σταύρος) και ο Γιώργος Κωνσταντίνου (Παύλος).

«Η δημαρχίνα» από την «Ελεύθερη Εκφραση»

«Η δημαρχίνα»
«Η δημαρχίνα»
Οι περσινές Νομαρχιακές και Τοπικές εκλογές , τα 158 χρόνια από τη γέννηση του αθάνατου Γεωργίου Σουρή, τα δυσώδη σκάνδαλα του καπιταλιστικού συστήματος και το «δυστυχώς επτωχεύσαμε» που οι σημερινοί ...Τρικούπηδες μισοτσαμπουνάνε για να αναγκάσουν το λαό να πεινάει εσαεί για να πλουτίσουν οι σημερινοί δανειστές του, ώθησαν το θίασο «Ελεύθερη έκφραση» να επιστρέψει στον άκρως επίκαιρο σατιρικό λόγο του Σουρή. Λόγος που καυτηρίαζε την πολιτικο-οικονομική, κοινωνικο-ηθική σαπίλα και παράνοια της εποχής του. Ρωμιός, δηλαδή άνθρωπος του λαού και για το λαό, συνεργάτης σημαντικών προοδευτικών περιοδικών («Ραμπαγάς», «Ασμοδαίος», «Μη χάνεσαι», κ.ά.) και ακαταπόνητος αποκλειστικός «γραφιάς» της τετρασέλιδης (έμμετρης) εβδομαδιαίας εφημερίδας «Ο Ρωμηός», δημοτικιστής, ασυμβίβαστη πένα, ο «διαβολολωλός» Σουρής, ως άλλος «Αριστοφάνης», δεν άφησε στο απυρόβλητο κανέναν πανούργο, καιροσκόπο, απατεώνα, αρπαχτικό, διεφθαρμένο, ψευταρά, λαοπλάνο πολιτικό και καμιά κοινωνική και ανθρώπινη ασχήμια. Μια ευφρόσυνη «γεύση» του λόγου του Σουρή, με εύστοχη επιλογή επίκαιρων σατιρικών στιχουργημάτων του (κειμενική επεξεργασία της Ειρήνης Κουτσαύτη) προσφέρει η παράσταση της «Ελεύθερης Εκφρασης». Υπό τον τίτλο «Η δημαρχίνα» παρελαύνουν σχόλια και «προσωπεία», με τα οποία ο Σουρής έσουρε «τα εξ αμάξης» σε συγκαιρινούς του πολιτικούς, δημάρχους, τενεκέδες, κοπρίτες, ψωρίλους, προικοθήρες και λοιπά παράσιτα, πλαισιωμένα με παλιά τραγούδια. Η εύρυθμη σκηνοθεσία της Αγγελικής Κασόλα, το λιτό σκηνικό και τα κοστούμια εποχής της Πένυς Αμπλά, η χορογραφία της Μυρτώς Παπαδοπούλου, οι μελωδίες στο πιάνο (Χρήστος Μπάκης) και οι εκφραστικές υποκριτικές μεταμορφώσεις των Μαίρης Ιγγλέση (Μαριωρή και Δημαρχίνα), Γιάννη Τσιώμου, Τζένης Οικονόμου και Κοσμά Χειλάκη, καθιστούν ευφρόσυνο το σκηνικό αποτέλεσμα.


ΘΥΜΕΛΗ



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ