Κυριακή 9 Γενάρη 2011
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
Ο ταξικός χαρακτήρας του νομικού και πολιτικού εποικοδομήματος

Τέταρτο μέρος

Οσες φορές έπεσε το εργατικό κίνημα στο λάθος ότι μπορεί η εργατική τάξη να πάρει την εξουσία μέσω των αστικών θεσμών, εξασφαλίζοντας την κοινοβουλευτική πλειοψηφία ή σε συμβιβασμό με αυτούς τους θεσμούς, το αποτέλεσμα ήταν είτε να ενσωματωθεί στη στήριξη της κυριαρχίας των μονοπωλίων είτε να ηττηθεί θρηνώντας και εκατόμβες θυμάτων (π.χ. στη Χιλή το 1973 κ.α.).

Οταν η όξυνση της ταξικής πάλης διαμορφώσει έστω και την παραμικρή πιθανότητα να κινδυνεύσουν οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, τότε οι υποστηρικτές της κεφαλαιοκρατικής δημοκρατίας περνούν σε μορφές ανοιχτής τρομοκρατικής βίας απέναντι στο εργατικό κίνημα, όπως έχει αποδειχθεί τόσο από την πείρα της Ελλάδας όσο και από τη διεθνή πείρα. Βέβαια επιδιώκουν να μη φτάσουν μέχρι εκεί. Γι' αυτό το λόγο ακόμα και σε συνθήκες «ειρηνικής εξέλιξης» παίρνονται μια σειρά μέτρα, είτε τεχνητά (π.χ. εκλογικοί νόμοι) είτε ιδεολογικής τρομοκρατίας, χειραγώγησης και αλλοτρίωσης της συνείδησης, φτάνοντας ακόμη και στην απαγόρευση της δράσης των κομμουνιστικών κομμάτων (βλέπε απαγορεύσεις κομμουνιστικών κομμάτων και της κομμουνιστικής ιδεολογίας, συμβόλων κλπ. σε μια σειρά κράτη-μέλη της ΕΕ). Παράλληλα χρησιμοποιούνται σταθερά μέθοδοι προεκλογικής εξαπάτησης των εκλογέων ή αποξένωσης και αποχής τους από την εκλογική διαδικασία.

Τη λαϊκή κυριαρχία, τη λαϊκή εντολή, τη λαϊκή θέληση, την επικαλούνται μόνον όταν ο λαός αποδέχεται τα ισχύοντα. Οταν αποφασίσει τα αντίθετα, τότε η λαϊκή θέληση καρατομείται.

Το σοσιαλιστικό πολιτικό σύστημα

Η σοσιαλιστική εξουσία, η δικτατορία του προλεταριάτου έχει κατά κόρον συκοφαντηθεί ως αντιδημοκρατικό και ανελεύθερο πολιτικό καθεστώς με κριτήριο ότι καταργείται ο κοινοβουλευτισμός και η Συνταγματική αστική νομιμότητα.

Η πραγματικότητα βεβαίως είναι ότι η πολιτική κυριαρχία της εργατικής τάξης σε συνεργασία με τους συμμάχους της στηρίζεται σε νέους θεσμούς οργάνωσης της οικονομίας, των κοινωνικών υπηρεσιών, τήρησης των νέων νόμων και κυρίως στην κινητοποίηση των εργαζομένων για τη διαμόρφωση, οργάνωση, περιφρούρηση των νέων κομμουνιστικών κοινωνικών σχέσεων. Ετσι γεννιέται η πραγματική λαϊκή δημοκρατία και λαϊκή εξουσία με τους νόμους και το Σύνταγμά της.

Στη βάση της κοινωνικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής και με δεδομένο ότι η νέα κοινωνία οικοδομείται από τη συνειδητή δράση των εργαζόμενων μαζών υπό τον καθοδηγητικό ρόλο του ΚΚ διαμορφώνεται και η δυνατότητα και η ανάγκη για την κινητοποίηση των μαζών των εργαζομένων στη συμμετοχή και τον έλεγχο της εξουσίας: «Τα Σοβιέτ είναι η άμεση οργάνωση των ίδιων των εργαζόμενων και των εκμεταλλευόμενων μαζών, που τους κάνει πιο εύκολη τη δυνατότητα να οργανώνουν οι ίδιες το κράτος και να το κυβερνούν με κάθε δυνατό τρόπο [...].

Η προλεταριακή δημοκρατία είναι ένα εκατομμύριο φορές πιο δημοκρατική από κάθε αστική δημοκρατία [...] όπου ο μέσος εργάτης της μάζας, ο μέσος εργάτης γης της μάζας ή γενικά ο μισοπρολετάριος του χωριού απολαβαίνει [...] τέτοια ελευθερία να [...] αναδείχνει στη διακυβέρνηση του κράτους και στην "οργάνωση" του κράτους ανθρώπους ακριβώς από τη δική του τάξη, όπως συμβαίνει στη Σοβιετική Ενωση»8.

Για αυτόν ακριβώς το λόγο, ένα σώμα με αποκλειστικά νομοθετικό ρόλο, αποτελούμενο από μόνιμους για το χρονικό διάστημα της θητείας εκλεγμένους επαγγελματίες βουλευτές, όπως είναι το αστικό κοινοβούλιο ή τα διάφορα περιφερειακά και δημοτικά συμβούλια, όχι μόνο είναι άχρηστο αλλά και αντιφάσκει στον χαρακτήρα και το περιεχόμενο της λαϊκής εξουσίας.

«Η λαϊκή εξουσία θα στηριχθεί σε λαϊκούς θεσμούς που θα γεννήσει η πάλη και η πρωτοβουλία του εργατικού λαϊκού κινήματος, θα αναδειχθούν, κατά συνέπεια, νέοι θεσμοί.

Βάση της λαϊκής εξουσίας θα είναι οι παραγωγικές μονάδες, οι τόποι εργασίας, στους οποίους θα ασκείται και ο εργατικός και κοινωνικός έλεγχος της διεύθυνσης. Mέσα από τις παραγωγικές κοινότητες, θα εκλέγονται και θα ανακαλούνται όταν πρέπει οι εκπρόσωποι των εργαζομένων στα όργανα εξουσίας.

Οι συνεταιρισμένοι μικροί εμπορευματοπαραγωγοί και αγρότες κατοχυρώνονται ως σύμμαχοι της εργατικής τάξης, εκλέγουν τους αντιπροσώπους τους από τα κάτω προς τα πάνω με αντίστοιχα σώματα.

Οι νέοι και οι νέες που δεν βρίσκονται στην εργασία, δηλαδή σπουδαστές, φοιτητές, θα εκλέγουν τους αντιπροσώπους μέσα από τις εκπαιδευτικές μονάδες, ενώ θα αξιοποιούνται με ειδικό τρόπο οι μαζικές οργανώσεις και ειδικές υπηρεσίες, ώστε να αντιπροσωπεύονται οι μη εργαζόμενοι για ειδικούς λόγους και οι συνταξιούχοι.

Η λαϊκή εξουσία θεσμοθετεί και παίρνει πρακτικά μέτρα ώστε να εξασφαλίζεται η άσκηση του εργατικού και γενικότερα κοινωνικού ελέγχου, η ανεμπόδιστη άσκηση κριτικής σε αποφάσεις και χειρισμούς που εμποδίζουν την ανάπτυξη και ενίσχυση της λαϊκής οικονομίας. Είναι ζωτική ανάγκη να καταγγέλλονται πάσης φύσεως και προέλευσης αυθαιρεσίες γραφειοκρατίας ή άλλα αρνητικά φαινόμενα.

Εκλέγεται από τα κάτω προς τα πάνω το ανώτατο όργανο εξουσίας με μη μόνιμους και ανακλητούς εκπροσώπους, που δεν πρέπει να ξεκόβονται από την παραγωγή. Οπου χρειάζεται γίνεται απόσπαση κατά τη διάρκεια της θητείας τους ανάλογα με τις συγκεκριμένες ανάγκες. Οι αντιπρόσωποι, όπως λένε σήμερα, "βουλευτές" δεν έχουν κανένα ιδιαίτερο οικονομικό προνόμιο από τη συμμετοχή τους στα όργανα εξουσίας. Από το ανώτατο όργανο ορίζονται η κυβέρνηση, οι επικεφαλής των διαφόρων εκτελεστικής αρμοδιότητας τομέων (υπουργεία, διευθύνσεις, επιτροπές κλπ.).

Διαμορφώνεται αντίστοιχο σύνταγμα, εργατικό δίκαιο και οικογενειακό δίκαιο που κατοχυρώνει τις νέες σχέσεις. Tο Δικαστικό Σώμα συγκροτείται από αιρετούς και ανακλητούς λαϊκούς δικαστές, καθώς και από μόνιμο δικαστικό προσωπικό, υπόλογους στους θεσμούς της εργατικής εξουσίας»9.

Η πείρα της ΕΣΣΔ - παρά το γεγονός ότι με το Σύνταγμα του 1936 αντικαταστάθηκε η εκλογική παραγωγική μονάδα από την εδαφική - αναδεικνύει σημαντικά στοιχεία για τη θεσμική κατοχύρωση της συμμετοχής και του ελέγχου των εργαζομένων στα όργανα εξουσίας. Από τις πρώτες αποφάσεις που πάρθηκαν αμέσως μετά την επικράτηση των μπολσεβίκων τον Οκτώβρη του 1917, ήταν αυτή που αφορούσε το δικαίωμα της ανάκλησης των αιρετών αντιπροσώπων στα Σοβιέτ: «Οποιοδήποτε αιρετό όργανο ή σώμα αντιπροσώπων μπορεί να θεωρείται αληθινά δημοκρατικό και ότι πραγματικά αντιπροσωπεύει την θέληση του λαού μόνο υπό τον όρο της ανάκλησης των εκλεγμένων από τους εκλογείς τους»10 καθώς και αυτές που αφορούσαν την ελάττωση των αμοιβών των δημόσιων λειτουργών και των ανώτατων δημοσίων υπαλλήλων11.

Το άρθρο 92 του Σοβιετικού Συντάγματος του 1977 καθόριζε τα όργανα του λαϊκού ελέγχου: «Τα Σοβιέτ των βουλευτών του λαού συγκροτούν όργανα λαϊκού ελέγχου που συνδυάζουν τον κρατικό έλεγχο με τον κοινωνικό έλεγχο από μέρους των εργαζομένων στα εργοστάσια, στα κολχόζ, στα ιδρύματα και στις οργανώσεις.

Τα όργανα του λαϊκού ελέγχου ελέγχουν την εκπλήρωση των κρατικών σχεδίων και προγραμμάτων, καταπολεμούν τις παραβιάσεις της κρατικής πειθαρχίας, τις εκδηλώσεις τοπικισμού, αντιμετώπισης των ζητημάτων στο στενό πνεύμα των συμφερόντων κάθε υπηρεσίας, έλλειψης νοικοκυροσύνης και σπατάλης, κωλυσιεργίας και γραφειοκρατίας, συντελούν στη βελτίωση του έργου του κρατικού μηχανισμού».

Στο άρθρο 104 κατοχυρωνόταν η μη επαγγελματική ιδιότητα του αντιπρόσωπου του Σοβιέτ και ο αποκλεισμός κάθε ιδιαίτερου υλικού προνόμιου: «Ο βουλευτής ασκεί το λειτούργημά του χωρίς να αποσπάται από την παραγωγική ή την υπηρεσιακή του απασχόληση.

Κατά τη διάρκεια των συνόδων του Σοβιέτ, καθώς και για την εκπλήρωση των βουλευτικών αρμοδιοτήτων σε άλλες περιπτώσεις, προβλεπόμενες από το νόμο, ο αντιπρόσωπος απαλλάσσεται από την εκπλήρωση των παραγωγικών ή υπηρεσιακών υποχρεώσεων, ενώ αμείβεται με το μέσο όρο των αποδοχών του στον τόπο της μόνιμης εργασίας του».

Επίσης το άρθρο 107 προσδιόριζε την υποχρέωση του βουλευτή στη λογοδοσία και τη δυνατότητα ανάκλησής του: «Ο βουλευτής έχει την υποχρέωση να λογοδοτεί για το έργο του και το έργο του Σοβιέτ μπροστά στους εκλογείς, καθώς και μπροστά στις κοινωνικές οργανώσεις που τον πρότειναν για υποψήφιο βουλευτή.

Ο βουλευτής που δεν δικαίωσε την εμπιστοσύνη των εκλογέων μπορεί να ανακληθεί οποιαδήποτε στιγμή με την απόφαση της πλειοψηφίας των εκλογέων, σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζει ο νόμος».

Είναι επίσης σημαντικό να αναφερθούμε σε ορισμένα αριθμητικά στοιχεία για τη λειτουργία αυτών των θεσμών, που δείχνουν την εικόνα μιας πρωτόγνωρης συμμετοχής των μαζών στην πολιτική δράση.

Σύμφωνα με στοιχεία του 1977, τα τοπικά όργανα εξουσίας (δηλαδή τα Σοβιέτ των αντιπροσώπων) ήταν πάνω από 50.000 σε όλη τη χώρα. Σε αυτά ήταν εκλεγμένοι πάνω από 2.200.000 αντιπρόσωποι, δηλαδή περίπου το 1% του συνολικού πληθυσμού της Σοβιετικής Ενωσης.

Υπολογίζεται ότι μέσα σε 41 χρόνια, από το Σύνταγμα του 1936, πάνω από 25 εκατομμύρια άνθρωποι πήραν μέρος στα Σοβιέτ. Επίσης υπολογίζεται ότι στα όργανα λαϊκού ελέγχου που υπήρχαν στις παραγωγικές μονάδες, τις υπηρεσίες και τα κολχόζ και εκλέγονταν κάθε 2 χρόνια από τις συνελεύσεις των εργαζομένων, έπαιρναν μέρος περίπου 9,2 εκατομμύρια εργαζόμενοι.

Σημαντικές επίσης είναι οι αναφορές στο ρόλο και τα δικαιώματα των συνδικάτων των εργαζομένων, στον έλεγχο που είχαν δικαίωμα να ασκούν στην Επιτροπή Κρατικού Σχεδίου της ΕΣΣΔ, το δικαίωμα νομοθετικής πρωτοβουλίας κλπ.

Η απόφαση του 18ου Συνεδρίου του ΚΚΕ έχει θέσει ως στόχο την κριτική μελέτη της πείρας από τη λειτουργία του σοσιαλιστικού εποικοδομήματος, των νομικών και πολιτικών θεσμών στην ΕΣΣΔ, το ρόλο των μαζικών οργανώσεων. Η παράθεση των παραπάνω στοιχείων δε στοχεύει στον εξωραϊσμό της κατάστασης, στην αποσιώπηση προβλημάτων, αδυναμιών, ιδεολογικών και πολιτικών παρεκκλίσεων και λαθών του ΚΚΣΕ που τελικά ήταν καθοριστικά στην ενίσχυση των αντεπαναστατικών δυνάμεων. Η παράθεση κάποιων στοιχείων αναδεικνύει σημαντικές και πρωτόγνωρες καταχτήσεις για την εργατική τάξη, που επέδρασαν σε πρωτοφανείς καταχτήσεις και για την εργατική τάξη των καπιταλιστικών κρατών της Δυτικής Ευρώπης, που σήμερα δέχονται ανελέητη επίθεση κατάργησής τους.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

(άρθρο των Λίνας Κροκίδη και Κύριλλου Παπασταύρου / ΚΟΜΕΠ Νο 4, 2010) Η Λίνα Κροκίδη είναι υπεύθυνη του Τμήματος της ΚΕ του ΚΚΕ για τις Δημοκρατικές Ελευθερίες, τη Δικαιοσύνη και τα Δικαιώματα των Μεταναστών. Ο Κύριλλος Παπασταύρου είναι μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ και υπεύθυνος της Ιδεολογικής Επιτροπής)

Σημειώσεις

8. Β. Ι. Λένιν: «Η προλεταριακή επανάσταση και ο αποστάτης Κάουτσκι», «Απαντα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 37, σελ. 257-258.

9. Απόφαση του 18ου Συνεδρίου του ΚΚΕ: «Εκτιμήσεις και συμπεράσματα από τη σοσιαλιστική οικοδόμηση στον 20ό αιώνα, με επίκεντρο την ΕΣΣΔ», έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ, σελ. 97-99.

10. Β. Ι. Λένιν: «Σχέδιο διατάγματος για το δικαίωμα της ανάκλησης», «Απαντα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 35, σελ. 106.

11. Β. Ι. Λένιν: «Για τους μισθούς των ανώτατων δημοσίων και ιδιωτικών υπαλλήλων», «Απαντα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 35 σελ. 105.



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ