Κυριακή 8 Ιούλη 2012
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΙΣΤΟΡΙΑ
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "Ο Β.Ι. ΛΕΝΙΝ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΚΛΟΓΕΣ ΚΑΙ ΤΟΝ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΣΜΟ"
Ο Β.Ι. ΛΕΝΙΝ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΚΛΟΓΕΣ ΚΑΙ ΤΟΝ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΣΜΟ

«Το ΚΚΕ έδωσε την μάχη κόντρα στο ρεύμα της φοβίας και μοιρολατρίας, των ποικιλώνυμων απειλών (από την έξωση από την ευρωζώνη ως την ακυβερνησία), και της αυταπάτης που συστηματικά καλλιέργησε ο ΣΥΡΙΖΑ. Ανέδειξε στον λαό τον χαρακτήρα της κρίσης και των προϋποθέσεων για διέξοδο υπέρ των εργαζομένων, τις προϋποθέσεις για να συμμετέχει το ΚΚΕ στην διακυβέρνηση, που συνδέονται με την αποδέσμευση, την μονομερή διαγραφή του χρέους, την κοινωνικοποίηση, δηλαδή την διακυβέρνηση της εργατικής λαϊκής εξουσίας. Εδωσε την μάχη αυτή παίρνοντας υπόψη τον κίνδυνο του εκλογικού κόστους.

Η παραμικρή όμως υποχώρηση του Κόμματος στην πίεση για συμμετοχή σε κυβέρνηση διαχείρισης της κρίσης θα οδηγούσε στον αφοπλισμό και στην υποχώρηση-ήττα του εργατικού κινήματος, στη ματαίωση της προσπάθειας για την συγκρότηση ισχυρής κοινωνικοπολιτικής συμμαχίας που συγκρούεται με την πολιτική γραμμή των μονοπωλίων, των ιμπεριαλιστικών ενώσεων της ΕΕ, του ΝΑΤΟ. Θα ακύρωνε κάθε προσπάθεια για συσπείρωση στην πάλη για τα καθημερινά προβλήματα που οξύνονται όλο και πιο πολύ, στην προοπτική της εργατικής λαϊκής εξουσίας.

Το ΚΚΕ θα βρισκόταν σε μια πρακτική ακύρωσης της συνέπειας και σταθερότητας λόγων και έργων, καθώς από το Κόμμα ζητούνταν επιζήμιες, καθοριστικά λαθεμένες υποχωρήσεις τόσο από το πρόγραμμά του όσο και από τα άμεσα καθήκοντα πάλης» (Από την Απόφαση της ΚΕ του ΚΚΕ, «Πρώτη τοποθέτηση για το εκλογικό αποτέλεσμα της 17ης Ιουνίου 2012», «Ριζοσπάστης», 19/6/2012).

Το ζήτημα «συμμετοχή του ΚΚΕ σε κυβέρνηση» είναι στρατηγικό ζήτημα. Ετσι, σε συνθήκες που το αστικό κράτος είναι κυρίαρχο, η συμμετοχή του επαναστατικού Κόμματος της εργατικής τάξης στην κυβέρνηση σημαίνει συμμετοχή στη διαχείριση των υποθέσεων του κεφαλαίου. Στην επεξεργασία και άσκηση πολιτικής στην κοινωνία του κεφαλαίου. Ολοι όσοι προεκλογικά, αλλά και μετά τις εκλογές έβαζαν αυτό το ζήτημα, της ανάδειξης δηλαδή μιας «αριστερής» κυβέρνησης και το κάλεσμα της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων για την ανάδειξη μιας τέτοιας κυβέρνησης, στο ερώτημα σε όφελος ποιας τάξης θα λειτουργεί και θα δρα αυτή η κυβέρνηση, απαντούσαν: Θα πάρει μέτρα ανακούφισης του λαού από τις συνέπειες της κρίσης. Αλλά εδώ προκύπτει επίσης το ερώτημα: Μπορεί μια κυβέρνηση στον καπιταλισμό να το διαχειρίζεται σε όφελος του λαού; Πολύ περισσότερο, σε συνθήκες βαθιάς οικονομικής καπιταλιστικής κρίσης, που καταστρέφει παραγωγικές δυνάμεις, καταστρέφει δηλαδή και εργατική δύναμη, με την ανεργία, τη φτώχεια, την εξαθλίωση να απλώνονται με γεωμετρική πρόοδο, και ταυτόχρονα το κεφάλαιο να πασχίζει να σωθεί από την καταστροφική δύναμη της κρίσης; Δηλαδή, τη στιγμή που πασχίζουν οι καπιταλιστές, οι μεγάλοι επιχειρηματικοί όμιλοι να διατηρήσουν πάση θυσία τις επιχειρήσεις τους - και σ' αυτό συμβάλλει και η αντεργατική αντιλαϊκή πολιτική που μειώνει μισθούς, διευκολύνει τις απολύσεις, επιβάλλει ελαστικές εργασιακές σχέσεις, όπως π.χ. η εκ περιτροπής εργασία, έτσι που σε συνθήκες μειωμένης κερδοφορίας να μπορούν να πάρουν μέτρα αντισταθμίσματος της χασούρας των κερδών τους από την πάμφθηνη εργατική δύναμη, καταναλώνοντας δηλαδή ολοένα και μικρότερο μέρος του κεφαλαίου για πληρωμή των εργατών...

Επομένως, και σ' αυτό το ζήτημα εκφράζεται η οξύτατα ανειρήνευτη ταξική αντίθεση καπιταλιστών - εργατικής τάξης. Αλλωστε, μια κυβέρνηση, με δεδομένη την ιδιοκτησία των καπιταλιστών, είναι υποχρεωμένη να εφαρμόζει πολιτική ενίσχυσης της κερδοφορίας τους αφού νόμος κίνησης της καπιταλιστικής κοινωνίας είναι ο νόμος του κέρδους. Πολιτική κόντρα σ' αυτό το νόμο σημαίνει καταστροφή του κεφαλαίου. Επομένως, μια κυβέρνηση, ακόμη και με συμμετοχή του Κομμουνιστικού Κόμματος, σε αστικές συνθήκες, αντικειμενικά δεν μπορεί να εφαρμόσει πολιτική κόντρα στους νόμους που κινούν αυτή την κοινωνία, κόντρα στο νόμο του κέρδους. Να γιατί λέμε ότι η συμμετοχή του ΚΚΕ σε κυβέρνηση είναι στρατηγικό ζήτημα. Στην προκειμένη περίπτωση, συμμετοχή του ΚΚΕ σε κυβέρνηση και με το κράτος και την οικονομία στα χέρια των αστών σημαίνει ότι το ΚΚΕ αλλάζει στρατηγική και γίνεται κόμμα αστικής διαχείρισης, άρα απεμπολεί τον ταξικό πολιτικό αγώνα για να πάρει η εργατική τάξη την εξουσία, και υποτάσσει την ίδια την εργατική τάξη στους καπιταλιστές, και το κίνημά της σε μέσο διαιώνισης του καπιταλισμού. Γιατί μέσω αστικοκοινοβουλευτικών εκλογών ανατροπή του καπιταλισμού δε γίνεται. Με μια τέτοια ενέργεια θα καλλιεργούσε όμως αυτήν την αυταπάτη. Οχι συγκέντρωση των δυνάμεων για ρήξη - ανατροπή, αλλά εκλογές για ανάδειξη κυβέρνησης που θα διαχειρίζεται την καπιταλιστική κοινωνία για να εφαρμόζει τάχα πολιτική υπέρ της εργατικής τάξης, του λαού!..

Υπάρχουν δυνάμεις που αυτοαποκαλούνται αριστερές όπως η ΚΟΕ, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και άλλες που έβαζαν το στόχο ανατροπής των αντιλαϊκών κυβερνήσεων με ένα πρόγραμμα που δε θα είναι πρόγραμμα εργατικής εξουσίας, αλλά μιας κυβέρνησης η οποία θα εφαρμόσει πρόγραμμα ανακούφισης του λαού, και μάλιστα τη θεωρούσαν ως εφαλτήριο για την εργατική εξουσία ή μεταβατικό στάδιο συγκέντρωσης των δυνάμεων για τη σοσιαλιστική επανάσταση. Βεβαίως, στην πορεία η ΚΟΕ την εγκατέλειψε, γιατί αφομοιώνεται στο ΣΥΡΙΖΑ, η δε ΑΝΤΑΡΣΥΑ εγκατάλειψε φραστικά την κυβέρνηση, χωρίς να εγκαταλείψει την ουσία της. Για παράδειγμα, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ στην επιστολή της προς το ΚΚΕ και το ΣΥΡΙΖΑ για συνεργασία των αριστερών δυνάμεων, που δημοσίευσε το ΠΡΙΝ στις 11 Μάρτη 2012, έβαζε το ζήτημα ως εξής: «Οι πολιτικοί "άξονες" για την κοινή αριστερή και αγωνιστική δράση που προτείνει σε ΚΚΕ, ΣΥΡΙΖΑ, στην ανατρεπτική Αριστερά και σε όλα τα αγωνιζόμενα ρεύματα και δυνάμεις, είναι οι παρακάτω: Ανατροπή των μνημονίων, των κυβερνήσεων του κεφαλαίου, της ΕΕ και του ΔΝΤ. Παύση πληρωμών προς τους πιστωτές, μη αναγνώριση και διαγραφή του χρέους. Εθνικοποίηση - κρατικοποίηση όλων των τραπεζών και των μεγάλων, στρατηγικής σημασίας επιχειρήσεων, χωρίς αποζημίωση, με εργατικό και λαϊκό έλεγχο. Εξοδος από το ευρώ, την ΟΝΕ και την ΕΕ. Ριζική μείωση του χρόνου εργασίας, σταθερή εργασία με αυξήσεις σε μισθούς, συντάξεις, εισόδημα εργαζομένων και λαού σε βάρος των κερδών του κεφαλαίου» προτείνοντας τη συγκρότηση «ενός αγωνιστικού μετώπου ρήξης και ανατροπής της αντιδραστικής επίθεσης του κεφαλαίου, της ΕΕ, του ΔΝΤ και των κυβερνήσεών τους».

Ουσιαστικά, χωρίς να το λέει, πρότεινε μια κυβέρνηση διαχείρισης σε αστικά πλαίσια, μιλώντας ταυτόχρονα για «ρήξη και ανατροπή της αντιδραστικής επίθεσης του κεφαλαίου» αλλά αυτή η ρήξη έφτανε μέχρι την αναδιανομή «σε βάρος των κερδών του κεφαλαίου» και όχι κατάργησή τους. Αρα άφηνε άθικτη την ιδιοκτησία του κεφαλαίου. Ετσι όμως καλείς την εργατική τάξη, το λαό, με την ψήφο, να αναδείξουν μια κυβέρνηση που θα θεωρούν ότι είναι φιλολαϊκή, με την αυταπάτη ότι θα μπορεί να εφαρμόζει πολιτική ενάντια στα κέρδη του κεφαλαίου, άρα υπονόμευσής του, αλλά αντικειμενικά δε θα μπορεί να το κάνει, άρα δε θα μπορεί να είναι φιλολαϊκή.

Προβάλλουν την άποψη ότι μια τέτοια κυβέρνηση, με το παραπάνω πλαίσιο ως πρόγραμμα θα είναι σε όφελος της εργατικής τάξης, των άλλων φτωχών λαϊκών στρωμάτων, γιατί θα παλεύει να το εφαρμόσει, αλλά στην ανειρήνευτη ταξική αντίθεση «καπιταλιστές - εργατική τάξη», «μονοπώλια - λαός», η λύση υπέρ της μιας ή της άλλης τάξης σημαίνει σύγκρουση. Αρα απαιτεί ανάλογο συσχετισμό δυνάμεων. Που σημαίνει ότι αυτός ο συσχετισμός δυνάμεων έχει διαμορφωθεί μέσα από την ανάπτυξη της ταξικής πάλης υπέρ της εργατικής τάξης και του κόμματός της. Αρα θα έχει ήδη εκφραστεί μέσα από την ανάπτυξη της ταξικής πάλης στο εργατικό κίνημα. Δηλαδή, οργανωμένη εργατική τάξη, σχεδόν καθολικά, συμμαχία με τα πρωτοπόρα τμήματα των φτωχών λαϊκών στρωμάτων, όργανα πάλης της συμμαχίας, ανάπτυξη αγώνων με όρους μαζών σε αντιμονοπωλιακή αντικαπιταλιστική κατεύθυνση, διαμορφωμένη δηλαδή συνείδηση και έκφραση στην πράξη, ανατρεπτική.

Υπάρχουν σήμερα στην Ελλάδα έστω ενδείξεις ότι το εργατικό κίνημα, η ταξική πάλη αναδεικνύει μία τέτοια πραγματικότητα; «Είναι φανερό ότι οι αγώνες που αναπτύχθηκαν δεν μπόρεσαν να δώσουν μεγαλύτερο βάθος και σταθερότητα στο ριζοσπαστισμό, καθώς δεν απέκτησαν τη μαζικότητα και κυρίως την οργάνωση και τον πολιτικό προσανατολισμό που απαιτούν οι συνθήκες. Αν και το λαϊκό κίνημα στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια είχε σημαντική άνοδο και κινητοποιήσεις πανευρωπαϊκής απήχησης, δεν είχε ούτε τον προσανατολισμό ούτε τη μαζικότητα - οργανωτικότητα, ώστε άμεσα να απειλεί την αστική εξουσία του κεφαλαίου», εκτιμά η ΚΕ του ΚΚΕ στην Απόφαση για το εκλογικό αποτέλεσμα του Ιούνη. Και σ' αυτό δεν υπάρχει άλλη εκτίμηση.

Ορισμένοι «αριστεροί» μιλούν για την αναγκαιότητα προβολής του ζητήματος της κυβέρνησης σε αστικές συνθήκες και της κατάκτησής της ως μια «στιγμή» στη μεταβατική διαδικασία για την επανάσταση, για την εργατική εξουσία. Αυτή η τακτική είναι η ίδια που παρουσιάσαμε πιο πάνω με παράδειγμα την ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Και είναι λογική που υποτάσσει τη στρατηγική στην εξυπηρέτηση ενός στόχου, συγκέντρωσης δυνάμεων στη γραμμή του ΚΚΕ λένε κάποιοι, αλλά τελικά οδηγεί στο ρεφορμισμό, αφού αντικειμενικά στο όνομα μιας εκλογικής αναμέτρησης καλείς την εργατική τάξη να επιλέξει κυβέρνηση αστικής διαχείρισης, δηλαδή συγκέντρωση δυνάμεων σε κυβέρνηση στα πλαίσια του καπιταλισμού. Αυτό απαντά και στην άποψη που λέει ότι ναι μεν η εποχή είναι εποχή του ιμπεριαλισμού, του ανώτατου σταδίου του καπιταλισμού, ναι μεν δεν υπάρχει ενδιάμεσος κοινωνικο-οικονομικός σχηματισμός, αλλά άλλο το αντικειμενικό στοιχείο με βάση το χαρακτήρα της εποχής, άλλο η πολιτική που θα ωριμάζει τον υποκειμενικό παράγοντα, δηλαδή τη συνείδηση της εργατικής τάξης και των συμμάχων της για την ανατροπή του καπιταλισμού. Και εδώ το ζήτημα της κυβέρνησης, λένε, είναι κρίκος. Αλλά είναι κρίκος ενίσχυσης του κυβερνητισμού και των αυταπατών ότι με κοινοβουλευτική διαδικασία μπορεί να γίνονται ρήξεις μέσα στον καπιταλισμό και μέσω αυτής της διαδικασίας στην πορεία να αφαιρεθεί η ιδιοκτησία και η εξουσία από τα μονοπώλια. Αντικειμενικά αυτός ο κρίκος είναι κρίκος υποβιβασμού της ταξικής συνείδησης και κατά συνέπεια ταξικής πάλης στο μέτρο και στο επίπεδο διατήρησης του συστήματος.

Αυτά τα ζητήματα δεν είναι καινούρια. Εχουν μπει μπροστά στο Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα, στα Κομμουνιστικά Κόμματα, από τότε που η ίδρυση και ανάπτυξή τους σε κάθε καπιταλιστική χώρα έθεσε ανοιχτά το ζήτημα της επαναστατικής κατάκτησης της εξουσίας από την εργατική τάξη, έχοντας λύσει το ζήτημα «μεταρρύθμιση ή επανάσταση», υπέρ της επανάστασης.

Σήμερα στο ένθετο Ιστορία παρουσιάζουμε τέσσερα κείμενα του Β.Ι.Λένιν με τίτλο «Ο Β.Ι. ΛΕΝΙΝ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΚΛΟΓΕΣ ΚΑΙ ΤΟΝ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΣΜΟ». Περιλαμβάνονται τα εξής κείμενα με χρονολογική σειρά:

  • Το άρθρο στην εφημερίδα «Εχο» με ημερομηνία 28 Ιούνη 1906 με τίτλο: «Ξανά για το ζήτημα της κυβέρνησης από τη Δούμα». Το άρθρο κάνει κριτική στην υιοθέτηση από τους οπορτουνιστές του συνθήματος κυβέρνηση από τη Δούμα που προέβαλαν τότε οι αστοί καντέτοι. (Β.Ι. Λένιν, Απαντα τ. 13 σελ. 263-267).
  • Το κείμενο με τίτλο «Πρόλογος στη Ρωσική μετάφραση της μπροσούρας του Β. Λίμπκνεχτ «Κανένας συμβιβασμός, καμιά εκλογική συμφωνία!», με ημερομηνία Δεκέμβρης του 1906. Πρόκειται για κείμενο που αναδεικνύει τους κίνδυνους για το εργατικό κίνημα που εμπεριέχουν οι συμμαχίες με αστικά κόμματα και εκπροσώπους της αστικής ιδεολογίας και πολιτικής. (Β.Ι. Λένιν, Απαντα τ. 14 σελ. 223-229).
  • Απόσπασμα από το άρθρο με τίτλο: «Οι εκλογές για την Συντακτική Συνέλευση και η δικτατορία του προλεταριάτου», που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Κομμουνιστική Διεθνής», τεύχη 7-8, το Δεκέμβρη του 1919. Το άρθρο αναφέρεται στις εκλογές για την Συντακτική Συνέλευση (δηλαδή για το σώμα που θα προχωρούσε στη συγκρότηση αστικού συντάγματος) που είχαν προκηρυχθεί πριν από την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 και πραγματοποιήθηκαν το Νοέμβρη του 1917. Σε αυτές τις εκλογές οι μπολσεβίκοι απέσπασαν το 25% ενώ οι μενσεβίκοι και οι εσέροι το 62%. Η Συντακτική Συνέλευση διαλύθηκε από τους μπολσεβίκους το Γενάρη του 1918 ως όργανο που δεν εξέφραζε τον πραγματικό συσχετισμό δυνάμεων εφόσον είχε εδραιωθεί η εξουσία των Σοβιέτ. Στο άρθρο αναδεικνύονται μια σειρά ζητήματα που αφορούν το ζήτημα της έννοιας της πλειοψηφίας, του ρόλου του αστικού κοινοβουλίου κ.λπ. (Β.Ι. Λένιν, Απαντα τ. 40 σελ. 1-24).
  • Απόσπασμα από τις Θέσεις που ενέκρινε το 2ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς (6-25 Ιουλίου 1919) και στη διαμόρφωση των οποίων είχε πρωταγωνιστικό ρόλο ο Λένιν. Πρόκειται για το μέρος των Θέσεων που έχει τίτλο: «Τα Κομμουνιστικά Κόμματα και ο κοινοβουλευτισμός». Στο κείμενο αυτό δίνονται αναλυτικά οδηγίες για το πώς θα πρέπει να αναπτύξουν τα ΚΚ την κοινοβουλευτική τους τακτική έτσι ώστε να υπηρετούν πράγματι το στρατηγικό τους στόχο, ξεπερνώντας τις κοινοβουλευτικές αυταπάτες των παλιών σοσιαλδημοκρατικών εργατικών κομμάτων της Β' Διεθνούς. (Περιέχεται στην έκδοση «Η Κομμουνιστική Διεθνής», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 110-123).
ΤΑ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΑ ΚΟΜΜΑΤΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΣΜΟΣ
1. Η νέα εποχή και ο νέος κοινοβουλευτισμός

Στην αρχή (στην εποχή της Πρώτης Διεθνούς), η στάση των σοσιαλιστικών κομμάτων σχετικά με τον κοινοβουλευτισμό συνίστατο στο να χρησιμοποιούν τα αστικά κοινοβούλια για την προπαγάνδα. Τη συμμετοχή στο κοινοβουλευτικό έργο την έβλεπαν από την άποψη της ανάπτυξης της συνείδησης της τάξης, δηλαδή του ξυπνήματος της εχθρότητας των προλεταριακών τάξεων εναντίον των τάξεων που κατέχουν την εξουσία. Ο τρόπος αυτός της αντιμετώπισης των τάξεων υπάρχει όχι υπό την επίδραση μιας θεωρίας, αλλά υπό την επίδραση της πολιτικής προόδου. Χάρη στην αδιάκοπη αύξηση των παραγωγικών δυνάμεων και στην επέκταση του επιπέδου της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, ο καπιταλισμός στερεώθηκε παρά πολύ, το ίδιο έγινε και για τα κοινοβουλευτικά κράτη.

Απ' αυτό προέρχονται η προσαρμογή της κοινοβουλευτικής τακτικής των σοσιαλιστικών κομμάτων προς τη νομοθετική δράση των αστικών Κοινοβουλίων, η διαρκώς αυξάνουσα σημασία του αγώνα για την εισαγωγή μεταρρυθμίσεων μέσα στο περιθώριο του καπιταλισμού, η επικράτηση του λεγόμενου «μίνιμουμ» προγράμματος των σοσιαλιστικών κομμάτων και η χρησιμοποίηση ενός «μάξιμουμ» προγράμματος που απέβλεπε σ' έναν απομακρυσμένο «τελικό σκοπό». Πάνω σ' αυτή τη βάση αναπτύχθηκαν έπειτα τα συμπτώματα του κοινοβουλευτικού ανταγωνισμού, της διαφθοράς, της φανερής ή κρυφής προδοσίας των πιο στοιχειωδών συμφερόντων της εργατικής τάξης.

Η Τρίτη Διεθνής εξετάζει τον κοινοβουλευτισμό όχι από την άποψη μιας νέας θεωρίας, αλλά σχετικά με τη μεταβολή που πρέπει να γίνει στο ρόλο του κοινοβουλευτισμού. Στην προηγούμενη εποχή, το κοινοβούλιο, ως πράκτορας του αναπτυσσόμενου καπιταλισμού, έπαιξε, οπωσδήποτε, σπουδαίο ιστορικό ρόλο, σημείωσε μια πρόοδο. Αλλά στους σημερινούς όρους του αχαλίνωτου ιμπεριαλισμού, το Κοινοβούλιο έγινε όργανο ψευτιάς, κατεργαριάς, βίας και εκνευριστικής φλυαρίας. Αν έχουμε υπόψη μας τους εξοπλισμούς, τις κλεψιές, τις βίες, τις καταστροφές, τις ληστείες που προκάλεσε ο ιμπεριαλισμός, οι κοινοβουλευτικές μεταρρυθμίσεις του σημερινού συστήματος δεν έχουν καμιά σταθερότητα και λογική βάση κι έχουν χάσει κάθε πρακτική σημασία.

Οπως ολόκληρη η αστική κοινωνία, έτσι κι ο κοινοβουλευτισμός έχασε όλη του τη σταθερότητα. Η ξαφνική μετάβαση από την οργανική στην κριτική περίοδο δημιουργεί καινούρια βάση για την τακτική του προλεταριάτου όσον αφορά τον κοινοβουλευτισμό. Ετσι, το ρωσικό εργατικό Κόμμα (οι μπολσεβίκοι) είχε ήδη από πριν καθορίσει τις βάσεις του επαναστατικού κοινοβουλευτισμού, γιατί από το 1905, η Ρωσία είχε χάσει την πολιτική και την κοινωνική της ισορροπία και είχε μπει σε μια περίοδο καταιγίδων και ανατροπών.

Οταν μερικοί σοσιαλιστές, αρνούμενοι τον κομμουνισμό, επιμένουν ότι για τις χώρες τους δεν έφτασε ακόμη η στιγμή της κοινωνικής επανάστασης και δε θέλουν, προς το παρόν, να χωριστούν από τους οπορτουνιστές κοινοβουλευτικούς, ξεκινάνε από μια συνειδητή ή ασυνείδητη εκτίμηση της σημερινής εποχής, που τη θεωρούν ως περίοδο σχετικής στερεότητας της ιμπεριαλιστικής κοινωνίας και γι' αυτό το λόγο υποθέτουν ότι ο συνασπισμός με τον Τουράτι και με τον Λονγκέ θα μπορούσε να 'χει κάποια πρακτικά αποτελέσματα στον αγώνα τους για τις μεταρρυθμίσεις.

Μόλις φανεί, ο κομμουνισμός πρέπει ν' αρχίσει να εξηγεί θεωρητικώς το χαρακτήρα της εποχής του (ζενίθ του καπιταλισμού, τάσεις του ιμπεριαλισμού ν' αρνείται τον εαυτό του και να καταστρέφεται μόνος του, ακράτητη αύξηση της έντασης του εμφύλιου πολέμου κλπ.). Οι πολιτικές μορφές, σχηματισμοί και καταστάσεις μπορεί να διαφέρουν στις διάφορες χώρες, αλλά, στο βάθος, η κατάσταση των πραγμάτων είναι παντού η ίδια. Εμείς πρέπει να προετοιμάσουμε αμέσως τους πολιτικούς και τεχνικούς όρους της επανάστασης που θα κάνει το προλεταριάτο για να καταστρέψει την αστική εξουσία και για να δημιουργήσει την προλεταριακή εξουσία.

Σήμερα, για τους κομμουνιστές, το Κοινοβούλιο δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να είναι θέατρο ενός αγώνα για τις μεταρρυθμίσεις, για την καλυτέρευση της κατάστασης της εργατικής τάξης, όπως έγινε μερικές φορές στην προηγούμενη εποχή. Το κέντρο του βάρους της σημερινής πολιτικής ζωής έχει ξεπεράσει οριστικά τα κοινοβουλευτικά όρια. Εξάλλου, η αστική τάξη είναι υποχρεωμένη, όχι μόνο από τις σχέσεις που έχει με την εργαζόμενη τάξη, αλλά και με τα ίδια τα στοιχεία της, να περνάει όλες τις επιχειρήσεις κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο από το Κοινοβούλιο, όπου διάφορες συμμορίες τσακώνονται για την εξουσία, ξεσκεπάζοντας έτσι τη δύναμή τους, προδίδοντας τις αδυναμίες τους, σκοντάφτοντας κλπ.

Επομένως, το άμεσο ιστορικό καθήκον της εργατικής τάξης είναι ν' αρπάξει τους οργανισμούς αυτούς απ' τα χέρια των τάξεων που διοικούνε, να τους τσακίσει, να τους καταστρέψει και στη θέση τους να δημιουργήσει όργανα της προλεταριακής εξουσίας. Το επαναστατικό επιτελείο της εργατικής τάξης ενδιαφέρεται επίσης να έχει τους φωστήρες του μέσα στα αστικά κοινοβουλευτικά σώματα, για να ευκολύνει το καταστρεπτικό του έργο.

Ετσι θα δουν όλοι την ουσιώδη διαφορά που υπάρχει μεταξύ της τακτικής των κομμουνιστών, που μπαίνουν στο Κοινοβούλιο με σκοπό επαναστατικό και της τακτικής του κοινοβουλευτικού σοσιαλιστή. Ο κοινοβουλευτικός σοσιαλιστής αναγνωρίζει τη σχετική σταθερότητα του σημερινού συστήματος. Εργάζεται για να πετύχει με κάθε θυσία μεταρρυθμίσεις, ενδιαφέρεται οι κατακτήσεις των μαζών να περαστούν στο λογαριασμό του σοσιαλιστικού κοινοβουλευτισμού και να θεωρηθούν ως υπηρεσίες που αυτός προσέφερε (Τουράτι, Λονγκέ και Σία). Ο παλιός κοινοβουλευτισμός αντικαταστάθηκε από τον καινούριο, που είναι όργανο προορισμένο να καταστρέψει γενικώς τον κοινοβουλευτισμό. Τα αντιφατικά στοιχεία της παλιάς κοινοβουλευτικής τακτικής σπρώχνουν μερικά επαναστατικά στοιχεία στο στρατόπεδο εκείνων που είναι αντίπαλοι του κοινοβουλευτισμού (Βιομηχανικοί Εργάτες του Κόσμου, επαναστάτες συνδικαλιστές, Κομμουνιστικό Εργατικό Κόμμα της Γερμανίας).

Οι θέσεις, που δέχτηκε για το ζήτημα αυτό το Β' Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς, είναι οι ακόλουθες:

2. Ο κομμουνισμός, ο αγώνας για τη δικτατορία του προλεταριάτου και η χρησιμοποίηση του αστικού κοινοβουλίου

1. Ο κοινοβουλευτισμός, ως κυβερνητικό σύστημα, είναι δημοκρατική μορφή της κυριαρχίας της αστικής τάξης. Σε μια ορισμένη στιγμή της ανάπτυξής του έχει ανάγκη από μια ψευτολαϊκή αντιπροσωπεία, που, μολονότι παρουσιάζεται σαν οργάνωση της κοινωνικής θέλησης ανεξαρτήτως τάξεων, στην πραγματικότητα δεν είναι παρά μηχανή καταναγκασμού και καταπίεσης στα χέρια του κυρίαρχου κεφαλαίου.

2. Ο κοινοβουλευτισμός είναι ορισμένη μορφή του κυβερνητικού συστήματος. Γι' αυτό ποτέ δεν ταιριάζει στην κομμουνιστική κοινωνία, που δεν ξέρει ούτε τάξεις ούτε πάλη τάξεων ούτε κανένα είδος κυβερνητικής εξουσίας.

3. Ο κοινοβουλευτισμός δεν μπορεί να 'ναι ούτε η μορφή της κυβέρνησης του προλεταριακού κράτους στη μεταβατική περίοδο που πάει από τη δικτατορία της αστικής τάξης στη δικτατορία του προλεταριάτου. Στο πιο οξύ σημείο της πάλης των τάξεων, όταν η πάλη αυτή μεταβάλλεται σε εμφύλιο πόλεμο, το προλεταριάτο πρέπει κατ' ανάγκη να δημιουργήσει την κυβερνητική του οργάνωση ως οργάνωση «μάχης», στην οποία δε θ' αφήσει να χωθεί κανένας αντιπρόσωπος των παλιών κυρίαρχων τάξεων, κάθε δήθεν λαϊκή θέληση, κατά τη διάρκεια αυτής της φάσης, είναι βλαβερή για το προλεταριάτο, το προλεταριάτο δεν έχει ανάγκη από τον κοινοβουλευτικό χωρισμό των εξουσιών, που μπορεί να είναι ολέθριος. Η σοβιετική δημοκρατία είναι η μορφή της δικτατορίας του προλεταριάτου.

4. Τα αστικά κοινοβούλια, που αποτελούν ένα από τα κυριότερα ελατήρια της κυβερνητικής μηχανής της αστικής τάξης, δεν μπορούν να κατακτηθούν, όπως γενικά το αστικό κράτος δεν μπορεί να κατακτηθεί από το προλεταριάτο. Το καθήκον του προλεταριάτου είναι να σπάσει και να καταστρέψει την αστική κυβερνητική μηχανή, στην οποία περιλαμβάνονται και τα κοινοβουλευτικά σώματα, είτε είναι δημοκρατικά είτε συνταγματικά μοναρχικά.

5. Το ίδιο θα γίνει και για τους δημοτικούς και κοινοτικούς οργανισμούς που δεν είναι σωστό να τους θεωρούμε αντίθετους θεωρητικώς προς τα κυβερνητικά όργανα. Πράγματι, ο μηχανισμός τους είναι απαράλλακτος με τον κυβερνητικό μηχανισμό της αστικής τάξης και οι οργανισμοί αυτοί πρέπει να καταστραφούν από το προλεταριάτο και ν' αντικατασταθούν από τα τοπικά Σοβιέτ αντιπροσώπων εργατών.

6. Ο κομμουνισμός, λοιπόν, αρνείται κάθε μέλλον στον κοινοβουλευτισμό, δεν τον δέχεται ως μορφή της δικτατορίας της τάξης του προλεταριάτου, δεν παραδέχεται πως είναι δυνατό να κατακτηθούν τα Κοινοβούλια, έχει ως σκοπό την κατάργηση του κοινοβουλευτισμού. Γι' αυτό δεν μπορεί να υπάρξει ζήτημα χρησιμοποίησης των αστικών κυβερνητικών οργανισμών παρά μόνο με το σκοπό της καταστροφής τους. Μ' αυτή, και μόνο μ' αυτή την έννοια μπορεί να τεθεί το ζήτημα.

7. Κάθε αγώνας τάξεων είναι αγώνας πολιτικός, γιατί στο τέλος είναι αγώνας για την εξουσία. Κάθε απεργία που απλώνεται σε μια ολόκληρη χώρα, γίνεται απειλή για την αστική κυβέρνηση, και γι' αυτό ακριβώς αποκτάει πολιτικό χαρακτήρα. Η προσπάθεια για την ανατροπή της αστικής τάξης και το τσάκισμα του κράτους με κάθε μέσο είναι υποστήριξη πολιτικού αγώνα. Η δημιουργία ενός κυβερνητικού μηχανισμού καταναγκασμού «τάξης» εναντίον της ανυπότακτης αστικής τάξης, οποιοσδήποτε και αν είναι ο μηχανισμός αυτός, είναι κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας.

8. Ο πολιτικός, λοιπόν, αγώνας δε συνοψίζεται καθόλου στο ζήτημα της στάσης μας έναντι του κοινοβουλευτισμού. Περιλαμβάνει ολόκληρο τον αγώνα της τάξης του προλεταριάτου, εφόσον ο αγώνας αυτός παύει να είναι τοπικός και μερικός, και τείνει στην ανατροπή του καπιταλιστικού καθεστώτος.

9. Η βασική μέθοδος της πάλης του προλεταριάτου εναντίον της αστικής τάξης, δηλαδή εναντίον της κυβερνητικής της εξουσίας, είναι πρώτα πρώτα η μέθοδος της δράσης κατά μάζες. Η δράση αυτή οργανώνεται και διευθύνεται από τις οργανώσεις των μαζών του προλεταριάτου (Σωματεία, Κόμματα, Σοβιέτ) υπό τη γενική οδηγία του στέρεα ενωμένου, πειθαρχικού και συγκεντρωτικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Ο εμφύλιος πόλεμος είναι πόλεμος. Στον πόλεμο αυτό, το προλεταριάτο πρέπει να 'χει ένα σώμα πολιτικών αξιωματικών, ένα καλό πολιτικό επιτελείο, που διευθύνει όλες τις επιχειρήσεις σ' όλους τους κλάδους της δράσης.

10. Ο αγώνας των μαζών αντιπροσωπεύει ολόκληρο σύστημα ενεργειών, που αναπτύσσονται, ζωογονούνται από την ίδια τη μορφή τους και οδηγούν λογικά στην επανάσταση κατά του καπιταλιστικού κράτους. Στον αγώνα αυτό των μαζών, που μοιραίως μεταβάλλεται σε εμφύλιο πόλεμο, το Κόμμα που διευθύνει το προλεταριάτο πρέπει, κατά γενικό κανόνα, να ενισχύει πίσω του όλες τις νόμιμες θέσεις, να τις κάνει στέρεα στηρίγματα της επαναστατικής του δράσης και να τις υποτάσσει στο κύριο σχέδιο της εκστρατείας, δηλαδή στον αγώνα των μαζών.

11. Ενα τέτοιο στέρεο στήριγμα είναι το βήμα του αστικού Κοινοβουλίου. Δεν πρέπει να προβάλλουμε εναντίον της συμμετοχής στην κοινοβουλευτική δράση την αστική ιδιότητα του κυβερνητικού οργανισμού. Το Κομμουνιστικό Κόμμα μπαίνει μέσα στη Βουλή, όχι να κάνει δράση οργανωτική, αλλά να υποσκάψει από μέσα την κυβερνητική μηχανή και την ίδια τη Βουλή. (Παραδείγματα: η δράση του Λίμπκνεχτ στη Γερμανία, των μπολσεβίκων στην τσαρική Δούμα, στη «Δημοκρατική Συνέλευση», στο «προκοινοβούλιο του Κερένσκι» και, τέλος, στη «Συντακτική Εθνοσυνέλευση» καθώς και στους δήμους).

12. Η κοινοβουλευτική αυτή δράση, που κυρίως συνίσταται στη χρησιμοποίηση του κοινοβουλευτικού βήματος για το σκοπό της επαναστατικής προπαγάνδας για την καταγγελία των στρατηγημάτων του αντιπάλου, για την πολιτική συγκέντρωση των μαζών κλπ., πρέπει να υποτάσσεται τελείως στους σκοπούς και στα έργα του ομαδικού αγώνα που γίνεται έξω από το Κοινοβούλιο.

13. Αν οι κομμουνιστές πάρουν την πλειοψηφία στους κοινοτικούς οργανισμούς, πρέπει: α) να αντιπολιτεύονται την κεντρική αστική εξουσία, β) να κάνουν ό,τι μπορούν για να εξυπηρετούν το φτωχότερο μέρος του πληθυσμού (οικονομικά μέτρα, εισαγωγή ή προσπάθεια εισαγωγής οπλισμένης εργατικής εθνοφρουράς κλπ.), γ) να δείχνουν σε κάθε ευκαιρία τα εμπόδια που βάζει το αστικό κράτος για τις ριζικές μεταρρυθμίσεις, δ) πάνω σ' αυτή τη βάση να αναπτύξουν επαναστατική προπαγάνδα όσο το δυνατό έντονη, χωρίς να φοβηθούν τη σύγκρουση με την κυβερνητική εξουσία, ε) ν' αντικαταστήσουν, σ' ορισμένες περιπτώσεις, τα κοινοτικά όργανα με τοπικά εργατικά Σοβιέτ. Ολη, λοιπόν, η δράση των κομμουνιστών πρέπει ν' αποτελεί μέρος του γενικού έργου της καταστροφής του καπιταλιστικού συστήματος.

14. Και η προεκλογική δράση πρέπει να γίνεται όχι με το πνεύμα της επιτυχίας όσο το δυνατό περισσότερων βουλευτικών θέσεων, αλλά με το πνεύμα της κινητοποίησης των μαζών με τα συνθήματα της προλεταριακής επανάστασης. Η προεκλογική δράση δεν πρέπει να γίνεται μόνο από τους κορυφαίους του Κόμματος, αλλά από το σύνολο των μελών του Κόμματος. Κάθε κίνημα των μαζών πρέπει να χρησιμοποιείται (απεργίες, διαδηλώσεις, ταραχές μέσα στους στρατιώτες και τους ναύτες κλπ.). Ολες οι προλεταριακές οργανώσεις πρέπει να σπρώχνονται σε μια ζωηρή δράση.

15. Υπό τέτοιους όρους, η κοινοβουλευτική δράση βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με τη σιχαμένη κοινοβουλευτική δράση που κάνουν τα σοσιαλιστικά κόμματα όλων των χωρών, των οποίων οι βουλευτές μπαίνουν στη Βουλή για να υποστηρίζουν ένα «δημοκρατικό» Σύνταγμα, ή το πολύ πολύ για να το «κατακτήσουν». Το Κομμουνιστικό Κόμμα δεν μπορεί να δεχτεί παρά μόνο την επαναστατική χρησιμοποίηση του κοινοβουλευτισμού, όπως μας την έδειξαν ο Καρλ Λίμπκνεχτ και οι μπολσεβίκοι.

16. Ο καταρχήν, λοιπόν, αντικοινοβουλευτισμός, δηλαδή η απόλυτη και κατηγορηματική άρνηση της συμμετοχής στις εκλογές και στην επαναστατική κοινοβουλευτική δράση, είναι παιδιακίστικη και απλοϊκή αντίληψη, που δεν μπορεί να αντισταθεί στην κριτική. Προέρχεται από μια βαθιά αποστροφή για τους κοινοβουλευτικούς πολιτευόμενους, αποστροφή που δημιουργείται γιατί υποθέτουν ότι δεν μπορεί να υπάρξει επαναστατικός κοινοβουλευτισμός. Εκτός τούτου, η γνώμη αυτή βασίζεται πάνω σε μια εντελώς εσφαλμένη αντίληψη για το ρόλο του Κόμματος, που στην περίπτωση αυτή δε θεωρείται ως η συγκεντρωτική εργατική πρωτοπορία στον αγώνα, αλλά ως μια αποκεντρωτική οργάνωση αποτελούμενη από επαναστατικά τμήματα που δε συνδέονται καλά μεταξύ τους.

17. Εξάλλου, η ανάγκη της πραγματικής συμμετοχής στις κοινοβουλευτικές συνελεύσεις δεν προέρχεται καθόλου από την καταρχήν αναγνώριση της επαναστατικής δράσης στο Κοινοβούλιο. Στο ζήτημα αυτό, όλα εξαρτώνται από ένα σωρό ειδικούς όρους. Σε μια ορισμένη στιγμή μπορεί να είναι ανάγκη να φύγουν οι κομμουνιστές από τη Βουλή. Αυτό κάνανε οι μπολσεβίκοι όταν άφησαν το προκοινοβούλιο του Κερένσκι, για να το καταστρέψουν, για να του αφαιρέσουν κάθε δύναμη και να του αντιτάξουν πιο ζωηρά το Σοβιέτ της Πετρούπολης μια μέρα πριν τεθούν επικεφαλής της επανάστασης, το ίδιο κάνανε στη Συντακτική Εθνοσυνέλευση την ημέρα της διάλυσής της, φεύγοντας απ' αυτή και πηγαίνοντας στο Τρίτο Συνέδριο των Σοβιέτ. Σ' άλλες περιπτώσεις, μπορεί να 'ναι ανάγκη να μποϊκοταριστούν οι εκλογές ή να γίνει αμέσως επίθεση εναντίον της αστικής κοινοβουλευτικής κλίκας ή να λάβουμε μέρος στις εκλογές, αλλά να μην πάμε στη Βουλή κλπ.

18. Ετσι, μολονότι αναγνωρίζει κατά γενικό κανόνα την ανάγκη της συμμετοχής στις εκλογές, τόσο για τη Βουλή όσο και για τα όργανα της τοπικής εξουσίας, καθώς και την ανάγκη να κάνει κομμουνιστική δράση μέσα σ' αυτά τα σώματα, το Κομμουνιστικό Κόμμα πρέπει να παίρνει το ζήτημα αυτό συγκεκριμένα και να λαβαίνει υπόψη του τους ιδιαιτέρους όρους κάθε στιγμής. Το μποϊκοτάζ των εκλογών ή της Βουλής καθώς και η αποχώρηση από τη Βουλή είναι μέσα στα οποία μπορεί να 'ναι χρήσιμο να καταφύγουμε, προπάντων όταν βρισκόμαστε μπροστά σ' ένα σύνολο όρων που μας επιτρέπουν ν' αρχίσουμε αμέσως τον ένοπλο αγώνα για την κατάκτηση της εξουσίας.

19. Είναι απαραίτητο να έχουμε σταθερά υπόψη μας τη μικρή σχετική σημασία του ζητήματος αυτού. Αν το κέντρο του βάρους βρίσκεται στον αγώνα για την κυβερνητική εξουσία που γίνεται έξω από το Κοινοβούλιο, είναι φανερό ότι η προλεταριακή δικτατορία και ο αγώνας των μαζών για την πραγματοποίηση της δικτατορίας αυτής δεν έχουν τίποτα να κάνουν με το ιδιαίτερο ζήτημα της χρησιμοποίησης του κοινοβουλευτισμού.

20. Γι' αυτό η Κομμουνιστική Διεθνής βεβαιώνει με τον κατηγορηματικότερο τρόπο ότι θεωρεί έγκλημα προς το εργατικό κίνημα κάθε σχίσμα ή απόπειρα σχίσματος μέσα στα κομμουνιστικά κόμματα που ακολουθούν αυτό το δρόμο. Το Συνέδριο κάνει έκκληση σ' όλους εκείνους που παραδέχονται τον αγώνα των μαζών υπέρ της δικτατορίας του συγκεντρωτικά οργανωμένου επαναστατικού προλεταριάτου, που θα χρησιμοποιήσει όλη του την επιρροή μέσα σ' όλες τις οργανώσεις της εργατικής τάξης, για να πραγματοποιήσει την τέλεια ενότητα των κομμουνιστικών στοιχείων, παρ' όλες τις ασυμφωνίες που μπορούν να υπάρξουν για το ζήτημα του κοινοβουλευτισμού.

3. Για την επαναστατική κοινοβουλευτική τακτική

Είναι ανάγκη:

1. Το Κομμουνιστικό Κόμμα στο σύνολό του και η Κεντρική του Επιτροπή να εξασφαλιστούν γενικώς στην προεκλογική περίοδο για την ειλικρίνεια και την αξία του υποψηφίου. Η Κεντρική Επιτροπή πρέπει να 'ναι υπεύθυνη για όλες τις πράξεις της κοινοβουλευτικής ομάδας. Πρέπει να έχει το αναμφισβήτητο δικαίωμα να απομακρύνει οποιονδήποτε υποψήφιο υποδεικνυόμενο από οποιαδήποτε οργάνωση, αν νομίζει ότι ο υποψήφιος αυτός δε θα μπορούσε να εκπληρώσει την κομμουνιστική του εντολή.

Τα κομμουνιστικά κόμματα πρέπει ν' αφήσουν τη συνήθεια να εκλέγουν για βουλευτές προπάντων εκείνους που αντιπροσωπεύουν ελεύθερα επαγγέλματα, δηλαδή δικηγόρους κλπ. Κατά κανόνα πρέπει να παίρνουν τους υποψήφιους μέσα από τους εργάτες, χωρίς να φοβούνται την κομμουνιστική τους απειρία.

Τα Κομμουνιστικά Κόμματα πρέπει να διώχνουν με αλύπητη περιφρόνηση τα συμφεροντολογικά στοιχεία που γλιστράνε μέσα στο Κόμμα την παραμονή των εκλογών, μόνο και μόνο για να μπούνε στη Βουλή. Οι Κεντρικές Επιτροπές πρέπει να εγκρίνουν τις υποψηφιότητες εκείνων μόνο που το παρελθόν τους δίνει αναμφισβήτητες αποδείξεις για την αφοσίωσή τους προς την εργατική τάξη.

2. Μόλις τελειώσουν οι εκλογές, η οργάνωση της κοινοβουλευτικής ομάδας πρέπει να βρεθεί τελείως στα χέρια της Κεντρικής Επιτροπής του Κόμματος, αδιάφορο αν η Κεντρική Επιτροπή είναι νόμιμη ή παράνομη. Η εκλογή των μελών της διοίκησης της κοινοβουλευτικής ομάδας πρέπει να επικυρώνεται από την Κεντρική Επιτροπή. Η Κεντρική Επιτροπή του Κόμματος πρέπει να 'χει μέσα στην κοινοβουλευτική ομάδα αντιπρόσωπο με δικαίωμα ψήφου. Για όλα τα σπουδαία πολιτικά ζητήματα, η κοινοβουλευτική ομάδα πρέπει να ζητάει προηγουμένως οδηγίες από την Κεντρική Επιτροπή.

Η Κεντρική Επιτροπή έχει το δικαίωμα και την υποχρέωση να ορίζει ή να αλλάζει τους ρήτορες που πρόκειται να μιλήσουν στα σπουδαία ζητήματα. Οι ρήτορες υποβάλλουν στην έγκρισή της τις βάσεις πάνω στις οποίες θα μιλήσουν ή και ολόκληρο το κείμενο του λόγου τους.

Κάθε υποψήφιος του κομμουνιστικού συνδυασμού πρέπει να είναι υποχρεωμένος να παραιτείται μόλις το ζητήσει η Κεντρική Επιτροπή, για να μπορεί το Κόμμα να τον αντικαταστήσει σε κάθε στιγμή.

3. Στις χώρες όπου τα μεταρρυθμιστικά, μισομεταρρυθμιστικά ή απλώς συμφεροντολογικά στοιχεία έχουν χωθεί μέσα στην κομμουνιστική κοινοβουλευτική ομάδα (όπως έχει γίνει σε κάμποσες χώρες), οι Κεντρικές Επιτροπές των Κομμουνιστικών Κομμάτων πρέπει να τα διώξουν χωρίς έλεος. Μια μικρή, αλλά αληθινά κομμουνιστική κοινοβουλευτική ομάδα εξυπηρετεί τα συμφέροντα της εργατικής τάξης καλύτερα από μια ομάδα μεγάλη, αλλά χωρίς σταθερές κομμουνιστικές αρχές.

4. Κάθε κομμουνιστής βουλευτής πρέπει, κατά την απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής, να συνδυάζει την παράνομη με τη νόμιμη δράση. Στις χώρες όπου οι κομμουνιστές βουλευτές έχουν ακόμα, σύμφωνα με τους αστικούς νόμους, τη βουλευτική ασυλία, πρέπει να χρησιμοποιούν την ασυλία αυτή για την παράνομη οργάνωση και δράση του Κόμματος.

5. Οι παραμικρότερες πράξεις των κομμουνιστών βουλευτών μέσα στη Βουλή πρέπει να υποτάσσονται στη μη κοινοβουλευτική εργασία του Κόμματος. Νομοσχέδια καθαρά επιδεικτικά και καμωμένα όχι για να γίνουν δεκτά από την αστική τάξη, αλλά για προπαγάνδα και δημιουργία κίνησης, μπορούν να υποβάλλονται σύμφωνα με οδηγίες της Κεντρικής Επιτροπής.

6. Στις διαδηλώσεις που οργανώνουν οι εργάτες στους δρόμους και σε οποιαδήποτε άλλη επαναστατική εκδήλωση, οι βουλευτές έχουν υποχρέωση να βρίσκονται επικεφαλής των εργατικών μαζών και να τις οδηγούνε.

7. Οι κομμουνιστές βουλευτές πρέπει με κάθε μέσο να βρίσκονται σε επαφή (υπό τον έλεγχο του Κόμματος) με τους εργάτες, τους χωρικούς και κάθε είδους εργαζόμενους ανθρώπους, ποτέ δεν πρέπει να ενεργούν σαν τους σοσιαλιστές βουλευτές που φροντίζουν να βρίσκονται σε ρουσφετολογικές σχέσεις με τους εκλογείς τους. Πρέπει πάντα να βρίσκονται στη διάθεση των κομμουνιστικών οργάνων για το έργο της προπαγάνδας στη χώρα.

8. Κάθε κομμουνιστής βουλευτής πρέπει να καταλάβει καλά ότι δεν είναι νομοθέτης που πρέπει να συνεννοηθεί με άλλους νομοθέτες, αλλά προπαγανδιστής του Κόμματος. Ο κομμουνιστής βουλευτής είναι υπεύθυνος όχι μπροστά στην ανώνυμη μάζα των εκλογέων, αλλά μπροστά στο Κομμουνιστικό Κόμμα, νόμιμο ή παράνομο.

9. Οι κομμουνιστές βουλευτές πρέπει μέσα στη Βουλή να μιλάνε σε γλώσσα που να την καταλαβαίνει κάθε εργάτης, κάθε τσοπάνης, κάθε πλύστρα, ώστε το Κόμμα να μπορεί να τυπώνει τους λόγους του σε φυλλάδια και να τα σκορπάει και στις πιο μακρινές γωνιές του τόπου.

10. Οι απλοί κομμουνιστές εργάτες πρέπει δίχως φόβο ν' ανεβαίνουν στο βήμα των αστικών Κοινοβουλίων, χωρίς ποτέ να παραχωρούν τη θέση τους σε καλύτερους κοινοβουλευτικούς ρήτορες - και αν ακόμη οι εργάτες αυτοί βρίσκονται στην αρχή του κοινοβουλευτικού τους σταδίου. Εν ανάγκη, οι εργάτες βουλευτές διαβάζουν απλώς τους λόγους τους, που προορίζονται να δημοσιευτούν από τον Τύπο ή σε χωριστά φυλλάδια.

11. Οι κομμουνιστές βουλευτές πρέπει να χρησιμοποιούν το κοινοβουλευτικό βήμα για να ξεσκεπάζουν όχι μόνο την αστική τάξη και τους επίσημους υπηρέτες της, αλλά τους σοσιαλπατριώτες, τους μεταρρυθμιστές πολιτευόμενους του κέντρου και, εν γένει, κάθε αντίπαλο του κομμουνισμού και για να κάνουν πλατιά προπαγάνδα των ιδεών της Τρίτης Διεθνούς.

12. Οι κομμουνιστές βουλευτές, ακόμα και όταν είναι πολύ λίγοι, πρέπει να προκαλούν την αστική κοινωνία και να μην ξεχνάνε ποτέ ότι άξιος του ονόματος κομμουνιστής είναι μονάχα εκείνος, που όχι με λόγια, αλλά με έργα, δείχνει πως είναι θανάσιμος εχθρός της αστικής κοινωνίας και των σοσιαλπατριωτών υπηρετών της.

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΣΤΗ ΡΩΣΙΚΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΗΣ ΜΠΡΟΣΟΥΡΑΣ ΤΟΥ Β. ΛΙΜΠΚΝΕΧΤ «ΚΑΝΕΝΑ ΣΥΜΒΙΒΑΣΜΟ, ΚΑΜΙΑ ΕΚΛΟΓΙΚΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ!»

Η μπροσούρα του Λίμπκνεχτ, που προσφέρεται σε μετάφραση στο Ρώσο αναγνώστη, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον σήμερα, στις παραμονές των εκλογών για τη δεύτερη Δούμα, τώρα που το ζήτημα των εκλογικών συμφωνιών ενδιαφέρει ζωηρά και το εργατικό κόμμα και την κοινή γνώμη της φιλελεύθερης αστικής τάξης.

Δε θα σταθούμε εδώ στη σημασία από γενική άποψη της μπροσούρας του Λίμπκνεχτ. Ο αναγνώστης πρέπει να συμβουλευτεί το έργο του Φρ. Μέρινγκ για την ιστορία της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας και μια σειρά άλλα έργα των Γερμανών συντρόφων μας, για να καταλάβει καλά τη σημασία αυτή και να κατανοήσει σωστά ορισμένα σημεία της μπροσούρας, που σηκώνουν παρερμηνεία, αν παρθούν έξω από τις τοτινές συνθήκες, αν δεν παρθεί υπόψη το πότε και πώς ειπώθηκαν.

Σημασία έχει για μας να σημειώσουμε εδώ τον τρόπο σκέψης του Λίμπκνεχτ. Σημασία έχει να δείξουμε, με τι τρόπο ο Λίμπκνεχτ αντιμετώπιζε το ζήτημα των συμφωνιών, για να βοηθήσουμε το Ρώσο αναγνώστη να φτάσει μόνος του στη λύση του ζητήματος που μας ενδιαφέρει, του ζητήματος των συνασπισμών με τους καντέτους.

Ο Λίμπκνεχτ δεν αρνιέται καθόλου ότι οι συμφωνίες με τα αστικά - αντιπολιτευόμενα κόμματα είναι «ωφέλιμες» και από την άποψη των «κοινοβουλευτικών πληρεξουσίων» και από την άποψη της προσέλκυσης «συμμάχου» (δήθεν συμμάχου) ενάντια στον κοινό εχθρό, την αντίδραση. Μα εδώ ακριβώς φανερώνεται ο αληθινά πολιτικός νους και ο δοκιμασμένος σοσιαλδημοκρατισμός του παλαίμαχου των Γερμανών σοσιαλιστών, ότι δηλαδή δεν περιορίζεται στις σκέψεις αυτές. Εξετάζει και το εξής: Μήπως ο «σύμμαχος» είναι κρυφός εχθρός, οπότε είναι πολύ επικίνδυνο να τον αφήσουμε να μπει στις γραμμές μας; Παλεύει πραγματικά και πώς παλεύει ο σύμμαχος αυτός ενάντια στον κοινό εχθρό; Μήπως η ωφέλεια από τις συμφωνίες, από την άποψη της αύξησης του αριθμού των κοινοβουλευτικών πληρεξουσίων, φέρνει ζημιά στα μονιμότερα και σπουδαιότερα καθήκοντα του προλεταριακού κόμματος;

Ας πάρουμε έστω αυτά τα τρία ζητήματα που ανάφερα τώρα κι ας δούμε, αν καταλαβαίνει τη σημασία τους ένας τέτοιος, λόγου χάρη, υπερασπιστής των συμφωνιών των Ρώσων σοσιαλδημοκρατών με τους καντέτους σαν τον Πλεχάνοφ. Θα δούμε ότι ο Πλεχάνοφ βάζει το ζήτημα των συμφωνιών σε απίστευτα στενή βάση. Οι καντέτοι θέλουν να παλέψουν ενάντια στην αντίδραση, άρα... συμφωνία με τους καντέτους! Πέρα απ' αυτό ο Πλεχάνοφ δεν πηγαίνει. Την παραπέρα εξέταση του ζητήματος τη θεωρεί δογματισμό. Δεν είναι παράξενο ότι ένας σοσιαλδημοκράτης, που τόσο ξέχασε τις απαιτήσεις της σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής, βρέθηκε γείτονας και συνεργάτης με τους αποστάτες της σοσιαλδημοκρατίας όπως είναι οι κ.κ. Προκοπόβιτς και οι άλλοι δημοσιολόγοι της «Τοβάριστς». Δεν είναι παράξενο που ακόμη και οι ομοϊδεάτες αυτού του σοσιαλδημοκράτη σε ζητήματα αρχών, οι μενσεβίκοι, ή σιωπούν συγχυσμένοι, μη τολμώντας να βροντοφωνάξουν αυτό που σκέπτονται για τον Πλεχάνοφ, και αποδοκιμάζοντάς τον στις συγκεντρώσεις των εργατών, ή τον ειρωνεύονται ανοιχτά, όπως οι μπουντιστές στη «Volkszeitung» και στο «Νάσα Τριμπούνα».

Ο Λίμπκνεχτ μάς διδάσκει ότι ο σοσιαλδημοκράτης πρέπει να ξέρει να αποκαλύπτει και όχι να κρύβει τις επικίνδυνες πλευρές κάθε συμμάχου που προέρχεται από την αστική τάξη. Σ' εμάς, όμως, οι μενσεβίκοι φωνάζουν ότι δεν πρέπει να παλεύουμε ενάντια στους καντέτους, αλλά ενάντια στο μαυροεκατονταρχίτικο κίνδυνο! Πόσο ωφέλιμο θα ήταν για τους ανθρώπους αυτούς, αν καλοσκέπτονταν τα λόγια του Λίμπκνεχτ: «Τα ανόητα και σκληρά μέτρα βίας των αστυνομικών πολιτικών, οι διώξεις που προβλέπει ο νόμος ενάντια στους σοσιαλιστές, ο δρακόντειος νόμος, ο νόμος που στρέφεται ενάντια στα κόμματα που κηρύσσουν την ανατροπή, μπορούν να προκαλούν μέσα μας ένα αίσθημα αποστροφής και οίκτου, τον εχθρό όμως, που μας άπλώνει το χέρι του για εκλογική συμφωνία και χώνεται ανάμεσά μας σαν φίλος και αδελφός, αυτόν τον εχθρό και μόνο αυτόν πρέπει να φοβόμαστε».

Οπως βλέπετε, και ο Λίμπκνεχτ έχει υπόψη του τα μέτρα βίας των αστυνομικών, τους μαυροεκατονταρχίτικους νόμους. Κι όμως λέει θαρρετά στους εργάτες: Οχι αυτόν τον εχθρό, αλλά την εκλογική συμφωνία με τον ψευτοφίλο πρέπει να φοβόμαστε. Γιατί ο Λίμπκνεχτ σκεπτόταν έτσι; Γιατί θεωρούσε πάντα ότι η δύναμη των αγωνιστών είναι πραγματική δύναμη, μόνο όταν είναι δύναμη συνειδητών εργατικών μαζών. Και τη συνείδηση των μαζών δεν τη διαφθείρουν η βία και οι δρακόντειοι νόμοι, τη διαφθείρουν οι ψευτοφίλοι των εργατών, οι φιλελεύθεροι αστοί που αποτραβούν τις μάζες από τον πραγματικό αγώνα με κούφιες φράσεις για αγώνα. Οι μενσεβίκοι μας και ο Πλεχάνοφ δεν καταλαβαίνουν ότι η πάλη ενάντια στους καντέτους είναι πάλη για την απαλλαγή της συνείδησης των εργατικών μαζών από τις απατηλές καντέτικες ιδέες και προλήψεις σχετικά με την ένωση της λαϊκής ελευθερίας με την παλιά εξουσία.

Ο Λίμπκνεχτ υπογράμμιζε τόσο έντονα το μεγάλο αυτό κίνδυνο από τους ψευτοφίλους σε σύγκριση με τους ανοιχτούς εχθρούς, ώστε έλεγε: «Η ψήφιση ενός νέου νόμου ενάντια στους σοσιαλιστές θα ήταν μικρότερο κακό, απ' ό,τι η συγκάλυψη της ταξικής αντίθεσης και των κομματικών συνόρων, εξαιτίας των εκλογικών συμφωνιών».

Μεταφράστε τη φράση αυτή του Λίμπκνεχτ στη γλώσσα της ρωσικής πολιτικής στα τέλη του 1906: «Η μαυροεκατονταρχίτικη Δούμα θα ήταν μικρότερο κακό απ' ό,τι η συγκάλυψη της ταξικής αντίθεσης και των κομματικών συνόρων, εξαιτίας των εκλογικών συμφωνιών με τους καντέτους». Τι άγριες κραυγές θα ξεσήκωναν ενάντια στον Λίμπκνεχτ για μια τέτοια φράση οι δημοσιολόγοι της «Τοβάριστς» και των παρόμοιων εφημερίδων, που μεταπήδησαν από το σοσιαλισμό στους φιλελεύθερους! Πόσες φορές ακούσαμε στις εργατικές συγκεντρώσεις και από τις σελίδες των μενσεβίκικων εκδόσεων τέτοιες ακριβώς «επικρίσεις» ενάντια στους μπολσεβίκους και παρόμοιες σκέψεις, σαν τις επικρίσεις που έτυχε να υποστεί και ο Λίμπκνεχτ! Αλλά οι μπολσεβίκοι φοβούνται τις κραυγές αυτές και τις επικρίσεις αυτές τόσο λίγο, όσο λίγο τις φοβόταν και ο Λίμπκνεχτ. Μόνο κακοί σοσιαλδημοκράτες μπορούν να μιλούν περιφρονητικά για τη ζημιά που προξενούν στις εργατικές μάζες οι φιλελεύθεροι προδότες της λαϊκής ελευθερίας, που με τις εκλογικές συμφωνίες θέλουν να πλευρίσουν τις μάζες αυτές.

Με την ευκαιρία, λίγα λόγια για την προδοσία αυτή του φιλελευθερισμού. Οι οπορτουνιστές μας, μαζί και ο Πλεχάνοφ, φωνάζουν: Είναι αδιακρισία να μιλά κανείς ακόμη και τώρα για προδοσία του φιλελευθερισμού. Ο Πλεχάνοφ έγραψε μάλιστα ολόκληρη μπροσούρα, για να διδάξει στους αδιάκριτους σοσιαλιστές - εργάτες ευγενική συμπεριφορά προς τους καντέτους. Ως ποιο βαθμό στερούνται πρωτοτυπίας οι σκέψεις του Πλεχάνοφ, ως ποιο βαθμό έχουν ξεφτίσει λόγω της πολυχρησίας από τους Γερμανούς ακόμη φιλελεύθερους αστούς οι πλεχανοφικές φράσεις, το δείχνει σαφέστερα από καθετί άλλο η μπροσούρα του Λίμπκνεχτ. Αποδείχνεται ότι ο Πλεχάνοφ «είχε σαν ατού» ενάντια στους επαναστάτες σοσιαλδημοκράτες το ίδιο εκείνο παιδικό παραμύθι για το λύκο και το βοσκό, με το οποίο οι Γερμανοί οπορτουνιστές δοκίμαζαν να τρομάξουν τον Λίμπκνεχτ: Εσείς, λέει, θα συνηθίσετε τους πάντες ν' ακούνε τις φωνές σας, «λύκος! λύκος!», έτσι, που σαν έρθει ο λύκος, να μη σας πιστέψει κανείς. Ο Λίμπκνεχτ απάντησε εύστοχα στους πολυάριθμους Γερμανούς ομοϊδεάτες του τωρινού Πλεχάνοφ: «Οπως και να 'χει το πράγμα, οι προσεκτικοί άνθρωποι περιφρουρούν τα συμφέροντα του κόμματος, όχι χειρότερα απ' ό,τι οι είρωνες».

Ας πάρουμε το δεύτερο ζήτημα που σημειώσαμε: Παλεύει άραγε πραγματικά η φιλελεύθερη τάξη, δηλαδή οι καντέτοι, ενάντια στο μαυροεκατονταρχίτικο κίνδυνο και πώς παλεύει; Ο Πλεχάνοφ δεν ξέρει ούτε να τοποθετήσει το ζήτημα αυτό, ούτε να το λύσει με μια προσεκτική εξέταση της πολιτικής των καντέτων στην επαναστατική Ρωσία. Από τη «γενική έννοια» της αστικής επανάστασης ο Πλεχάνοφ, παραβιάζοντας το άλφα-βήτα του μαρξισμού, βγάζει τη συγκεκριμένη στάση των Ρώσων σοσιαλδημοκρατών απέναντι στους καντέτους, αντί να βγάζει τη γενική έννοια των αμοιβαίων σχέσεων της αστικής τάξης, του προλεταριάτου και της αγροτιάς στη σύγχρονη Ρωσία από τη μελέτη των πραγματικών ιδιομορφιών της ρωσικής επανάστασης.

Ο Λίμπκνεχτ μάς διδάσκει να κρίνουμε διαφορετικά. Οταν γινόταν λόγος για την πάλη της φιλελεύθερης αστικής τάξης ενάντια στην αντίδραση, απαντούσε, εξετάζοντας το πώς αυτή πάλευε. Και έδειχνε - στην μπροσούρα που παρουσιάζουμε και σε πολλά άλλα άρθρα - ότι οι Γερμανοί φιλελεύθεροι (ακριβώς όπως οι δικοί μας οι καντέτοι) «προδίδουν την ελευθερία», ότι προσεγγίζουν τους «γιούνκερ (τσιφλικάδες) και τον κλήρο», ότι δεν μπόρεσαν να σταθούν επαναστάτες σε μια επαναστατική εποχή.

«Από τη στιγμή - λέει ο Λίμπκνεχτ - που το προλεταριάτο αρχίζει να εμφανίζεται ως τάξη, η οποία έχει ξεχωρίσει από την αστική τάξη και είναι εχθρική προς αυτήν εξαιτίας των συμφερόντων της, από τότε η αστική τάξη παύει να είναι δημοκρατική».

Και όμως, οι οπορτουνιστές μας, χλευάζοντας την αλήθεια, αποκαλούν τους καντέτους (ακόμη και στις αποφάσεις των κομματικών σοσιαλδημοκρατικών συνδιασκέψεων) δημοκράτες, παρόλο που οι καντέτοι αρνούνται στο πρόγραμμά τους το δημοκρατισμό, αναγνωρίζουν την Ανω Βουλή κτλ., παρόλο που πρότειναν στην Κρατική Δούμα τους δρακόντειους νόμους κατά των συγκεντρώσεων και καταπολέμησαν το σχηματισμό, χωρίς την άδεια των αρχών, τοπικών επιτροπών γης με βάση την καθολική, άμεση, ίση και μυστική ψηφοφορία.

Ο Λίμπκνεχτ επέκρινε πολύ δικαιολογημένα τη χρησιμοποίηση της λέξης επανάσταση, χωρίς να δίνεται σ' αυτή το αληθινό της περιεχόμενο. Οταν ο ίδιος μιλούσε για επανάσταση, πίστευε πραγματικά σ' αυτήν, εξέταζε πραγματικά όλα τα ζητήματα και όλα τα μέτρα τακτικής όχι μόνο από την άποψη των συμφερόντων της στιγμής, μα και από την άποψη των θεμελιακών συμφερόντων όλης της επανάστασης. Ο Λίμπκνεχτ, όπως και οι Ρώσοι επαναστάτες σοσιαλδημοκράτες, έτυχε να δοκιμάσει τα δύσκολα περάσματα από την άμεση επαναστατική πάλη στο άθλιο, απαίσιο, αισχρό μαυροεκατονταρχίτικο σύνταγμα. Ο Λίμπκνεχτ ήξερε να προσαρμόζεται στα δύσκολα αυτά περάσματα, ήξερε να δουλεύει για το προλεταριάτο σε κάθε λογής συνθήκες, ακόμη και στις χειρότερες. Μα στις περιπτώσεις αυτές δεν πανηγύριζε, επειδή περνούσε από την πάλη ενάντια στο αισχρό σύνταγμα στη δουλειά μέσα στις συνθήκες του συντάγματος αυτού, δεν ειρωνευόταν εκείνους που έκαναν το παν για να μην επιτρέψουν να δει το φως ένα τέτοιο «σύνταγμα». Ο Λίμπκνεχτ δε θεωρούσε «σύνεση» το να δώσει το γρηγορότερο μια κλοτσιά στην επανάσταση που πέφτει (έστω και αν πέφτει προσωρινά), για να προσαρμοστεί το συντομότερο σ' ένα κουτσοσύνταγμα. Οχι, ο παλαίμαχος της επανάστασης θεωρούσε «σύνεση» ενός αρχηγού του προλεταριάτου το να περάσει τελευταίος απ' όλους τους μικρόψυχους και δειλούς αστούς στην πολιτική της «προσαρμογής» σε εκείνο που γεννιέται από τις προσωρινές ήττες της επανάστασης. «Η πρακτική πολιτική - λέει ο Λίμπκνεχτ - μας υποχρέωνε να προσαρμοζόμαστε στους θεσμούς της κοινωνίας στην οποία ζούμε: Μα κάθε νέο βήμα στο δρόμο της προσαρμογής στο σημερινό κοινωνικό καθεστώς το κάναμε με κόπο και γινόταν μόνο με μεγάλη σύνεση. Αυτό προκαλούσε αρκετές ειρωνείες από διάφορες πλευρές. Εκείνος όμως που φοβάται να βαδίσει σ' αυτήν την κατωφέρεια, είναι πάντως πιο σίγουρος σύντροφος από εκείνον που ειρωνεύεται τη σύνεσή μας».

Μην ξεχνάτε τα χρυσά αυτά λόγια, σύντροφοι εργάτες, που μποϊκοτάρατε τη Δούμα του Βίτε. Να θυμάστε πιο συχνά τα λόγια αυτά, όταν οι αξιοθρήνητοι σχολαστικοί θα ειρωνεύονται μπροστά σας την αποχή από τη Δούμα, ξεχνώντας ότι κάτω από τη σημαία της αποχής από τη Δούμα του Μπουλίγκιν άναψε το πρώτο (και μέχρι τώρα το μοναδικό, αλλά είμαστε βέβαιοι όχι και το τελευταίο) λαϊκό κίνημα ενάντια σε παρόμοιους θεσμούς. Ας υπερηφανεύονται οι προδότες καντέτοι ότι αυτοί νωρίτερα απ' όλους συγκατατέθηκαν να συρθούν με την κοιλιά και να προσκυνήσουν τους νόμους της αντεπανάστασης. Το συνειδητό προλεταριάτο θα είναι υπερήφανο που περισσότερο απ' όλους υπεράσπιζε τις θέσεις του, κρατώντας ψηλά τη σημαία και βάδιζε σε ανοιχτή μάχη, θα είναι υπερήφανο που έπεφτε μονάχα κάτω από τα βαριά χτυπήματα στη μάχη, που περισσότερο απ' όλους προσπαθούσε και καλούσε το λαό να ξεσηκωθεί ακόμη μια φορά, να ριχτεί μαζικά και να πνίξει τον εχθρό!

* * *

Τέλος, ας περάσουμε στο τρίτο και τελευταίο από τα ζητήματα που σημειώσαμε. Δε ζημιώνουν άραγε οι εκλογικές συμφωνίες αυτό που μας είναι ιδιαίτερα πολύτιμο: Την «καθαρότητα των αρχών» του σοσιαλδημοκρατισμού; Αλίμονο! Στο ερώτημα αυτό η ρωσική πολιτική πραγματικότητα έδωσε ήδη την απάντησή της, απάντηση με γεγονότα, που κάνουν τους συνειδητούς εργάτες να κοκκινίζουν από ντροπή.

Οι μενσεβίκοι διαβεβαίωναν στις αποφάσεις τους, ορκίζονταν σε θεούς και δαίμονες στις συνελεύσεις, ότι κάνουν συμφωνίες μόνο σε τεχνικά ζητήματα, ότι συνεχίζουν την ιδεολογική πάλη ενάντια στους καντέτους, ότι με κανέναν τρόπο, σε καμιά περίπτωση δε θα υποχωρήσουν ούτε και στο ελάχιστο από τη σοσιαλδημοκρατική θέση τους, από τα καθαρά προλεταριακά συνθήματά τους.

Και τι έγινε; Δεν είναι κανείς άλλος παρά ο Πλεχάνοφ εκείνος που πήγε στον προθάλαμο των καντέτικων εφημερίδων, για να προσφέρει στο λαό το «μέσο» σύνθημα, ούτε καντέτικο, ούτε σοσιαλδημοκρατικό, που όλους ευχαριστεί και κανέναν δεν αδικεί: «Κυρίαρχη Δούμα». Δεν έχει σημασία ότι το σύνθημα αυτό εξαπατά ανοιχτά το λαό, του ρίχνει στάχτη στα μάτια, φτάνει μόνο να επιτευχθεί συμφωνία με τους φιλελεύθερους τσιφλικάδες! Οι καντέτοι όμως έδιωξαν περιφρονητικά τον Πλεχάνοφ, οι σοσιαλδημοκράτες του γύρισαν τις πλάτες, άλλοι σαστισμένοι και άλλοι με αγανάκτηση. Εμεινε τώρα μόνος και χύνει το δηλητήριό του, βρίζοντας τους μπολσεβίκους για «μπλανκισμό», τους δημοσιολόγους της «Τοβάριστς» για «έλλειψη σεμνότητας», τους μενσεβίκους για έλλειψη διπλωματικότητας, βρίζοντας τους πάντες εκτός από τον εαυτό του! Τον καημένο τον Πλεχάνοφ, πόσο σκληρά δικαιώθηκαν στο πρόσωπό του τα καθαρά και ξάστερα, τα περήφανα και κοφτά λόγια του Λίμπκνεχτ για τη ζημιά που προξενούν στα ζητήματα αρχών οι συμφωνίες!

Κι ο «σύντροφος» Βασίλιεφ (που αγνάντευε κι αυτός την επανάσταση από την ελβετική κουζίνα) πρότεινε στην «Τοβάριστς» (17 του Δεκέμβρη), επικαλούμενος απευθείας τον Πλεχάνοφ, να διαλυθεί απλούστατα το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα και προσωρινά - μόνο προσωρινά! - να συγχωνευθεί με τους φιλελεύθερους. Ναι, δεν τόνιζε άδικα ο Λίμπκνεχτ ότι και στο δικό τους κόμμα είναι ζήτημα αν ήθελε κανείς την παρέκκλιση «από τις κομματικές αρχές». Το ζήτημα δεν είναι τι θέλει κανείς, αλλά πού οδηγεί το κόμμα η δύναμη των πραγμάτων από μια λαθεμένη ενέργεια. Κι ο Πλεχάνοφ είχε τις πιο καλές προθέσεις: Μονιασμένοι και αγαπημένοι με τους καντέτους ενάντια στο μαυροεκατονταρχίτικο κίνδυνο, μα βγήκε μόνο αίσχος και ντροπή για τη σοσιαλδημοκρατία.

Σύντροφοι εργάτες, διαβάζετε πιο προσεκτικά την μπροσούρα του Βίλχελμ Λίμπκνεχτ και ελέγχετε αυστηρότερα εκείνους που σας συνιστούν τις καταστροφικές για το προλεταριάτο και για την υπόθεση της ελευθερίας συμφωνίες με τους καντέτους!

Δεκέμβρης του 1906

Ν. Λένιν

Δημοσιεύτηκε το 1907 στην μπροσούρα που εκδόθηκε στην Πετρούπολη από το εκδοτικό «Νόβαγια ντούμα»

Δημοσιεύεται σύμφωνα με το κείμενο της μπροσούρας

ΞΑΝΑ ΓΙΑ TO ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΑΠΟ ΤΗ ΔΟΥΜΑ

«Είμαστε υποχρεωμένοι να διαλέγουμε» - μ' αυτό το συλλογισμό προσπαθούσαν και προσπαθούν πάντα να δικαιολογηθούν οι οπορτουνιστές. Είναι αδύνατο να πετύχεις μονομιάς κάτι το μεγάλο. Πρέπει ν' αγωνίζεσαι για το μικρό μα κατορθωτό. Πώς όμως θα καθορίσεις αν ένα πράγμα είναι κατορθωτό; Με το αν συμφωνούν τα περισσότερα πολιτικά κόμματα ή οι περισσότερο «έγκυροι» πολιτικοί. Οσο περισσότεροι πολιτικοί παράγοντες συμφωνούν για μια κάποια μικρή βελτίωση, τόσο ευκολότερα μπορούμε να την πετύχουμε, τόσο πιο κατορθωτή είναι αυτή. Δεν πρέπει να είσαι ουτοπιστής, επιδιώκοντας το μεγάλο. Πρέπει να είσαι ρεαλιστής πολιτικός, να ξέρεις να συντάσσεσαι μ' εκείνους που διεκδικούν το μικρό, και αυτό το μικρό θα διευκολύνει την πάλη για το μεγάλο. Εμείς βλέπουμε το μικρό σαν τον πιο σίγουρο σταθμό στην πάλη για το μεγάλο.

Ετσι σκέπτονται όλοι οι οπορτουνιστές, όλοι οι ρεφορμιστές, σε διάκριση από τους επαναστάτες. Ετσι ακριβώς σκέπτονται οι σοσιαλδημοκράτες της δεξιάς πτέρυγας για το σχηματισμό κυβέρνησης από τη Δούμα. Το αίτημα συντακτική συνέλευση είναι μεγάλο αίτημα. Αυτό δεν μπορούμε να το πετύχουμε τώρα. Το αίτημα αυτό κάθε άλλο παρά όλοι το υποστηρίζουν συνειδητά1. Αντίθετα υπέρ του σχηματισμού κυβέρνησης από τη Δούμα τάσσεται όλη η Κρατική Δούμα, άρα η τεράστια πλειοψηφία των πολιτικών παραγόντων - άρα «όλος ο λαός». Είμαστε υποχρεωμένοι να διαλέγουμε ανάμεσα στο σημερινό κακό και στην πιο μικρή θεραπεία του, γιατί την «πιο μικρή» θεραπεία τη θέλουν οι πιο πολλοί απ' αυτούς που είναι γενικά δυσαρεστημένοι από το σημερινό κακό. Και αφού θα 'χουμε πετύχει το μικρό θα διευκολύνουμε την πάλη μας για το μεγάλο.

Το ξαναλέμε: Αυτός είναι ο βασικός, ο τυπικός συλλογισμός όλων των οπορτουνιστών σε όλο τον κόσμο. Τι συμπέρασμα βγαίνει κατ' ανάγκην από το συλλογισμό αυτό; Το συμπέρασμα ότι δε χρειάζεται κανένα επαναστατικό πρόγραμμα, κανένα επαναστατικό κόμμα, καμιά επαναστατική τακτική. Χρειάζονται μεταρρυθμίσεις και μόνο μεταρρυθμίσεις. Δε χρειάζεται επαναστατική σοσιαλδημοκρατία. Χρειάζεται ένα κόμμα δημοκρατικών και σοσιαλιστικών μεταρρυθμίσεων. Κι αλήθεια: Δεν είναι μήπως φανερό πως θα υπάρχουν πάντα στον κόσμο άνθρωποι που θα θεωρούν ότι αυτό που υπάρχει δεν είναι ικανοποιητικό; Φυσικά θα υπάρχουν πάντα. Δεν είναι επίσης φανερό πως την πιο μικρή βελτίωση αυτής της μη ικανοποιητικής κατάστασης θα τη θέλουν πάντα οι πιο πολλοί από τους δυσαρεστημένους; Φυσικά, πάντα οι πιο πολλοί. Συνεπώς δουλειά δική μας, δουλειά των πρωτοπόρων και «συνειδητών» ανθρώπων είναι να υποστηρίζουμε πάντα τις πιο μικρές διεκδικήσεις για τη θεραπεία του κακού. Αυτή είναι η πιο σίγουρη, η πιο πρακτική δουλειά, ενώ όλες οι άλλες συζητήσεις για κάποιες «θεμελιακές» διεκδικήσεις κτλ. δεν είναι παρά λόγια «ουτοπιστών», «επαναστατικές κενολογίες». Είμαστε υποχρεωμένοι να διαλέγουμε και πάντα πρέπει να διαλέγουμε ανάμεσα στο υπάρχον κακό και στο μετριοπαθέστερο από τα συνηθισμένα σχέδια θεραπείας του.

Ετσι ακριβώς σκέπτονταν οι Γερμανοί οπορτουνιστές σοσιαλδημοκράτες. Υπάρχει, έλεγαν, το σοσιαλφιλελεύθερο ρεύμα που ζητάει την κατάργηση των έκτακτων νόμων εναντίον των σοσιαλιστών, τον περιορισμό της διάρκειας της εργάσιμης μέρας, την ασφάλιση από τις αρρώστιες κτλ. Τα αιτήματα αυτά τα υποστηρίζει και μια αρκετά μεγάλη μερίδα της αστικής τάξης. Μην την απωθείτε με άστοχες ενέργειες, δώστε της το χέρι, υποστηρίξτε την. Τότε θα είστε ρεαλιστές πολιτικοί, θα προσφέρετε ένα μικρό μεν, αλλά πραγματικό όφελος στην εργατική τάξη και από την τακτική σας δεν έχουν να χάσουν παρά μόνο τα κούφια λόγια για «επανάσταση». Ετσι κι αλλιώς επανάσταση δεν πρόκειται να κάνετε τώρα. Είμαστε υποχρεωμένοι να διαλέγουμε ανάμεσα στην αντίδραση και στη μεταρρύθμιση, ανάμεσα στην πολιτική του Βίσμαρκ και στην πολιτική της «κοινωνικής αυτοκρατορίας».

Παρόμοια με τους μπερνσταϊνικούς σκέπτονταν και οι Γάλλοι μινιστεριαλιστές σοσιαλιστές. Είμαστε υποχρεωμένοι να διαλέγουμε ανάμεσα στην αντίδραση και στους αστούς ριζοσπάστες που υπόσχονται μια σειρά από πρακτικά εφαρμόσιμες μεταρρυθμίσεις. Είμαστε υποχρεωμένοι να υποστηρίζουμε αυτούς τους ριζοσπάστες, να υποστηρίζουμε τις κυβερνήσεις τους. Οσον αφορά τα λεγόμενα για κοινωνική επανάσταση, δεν είναι παρά αερολογίες των «μπλανκιστών», των «αναρχικών», των «ουτοπιστών» κλπ.

Ποιο είναι το βασικό λάθος όλων αυτών των οπορτουνιστικών συλλογισμών; Οτι στους συλλογισμούς αυτούς αντικαθίσταται ουσιαστικά η σοσιαλιστική θεωρία της ταξικής πάλης, σαν μοναδικού πραγματικού κινητήρα της ιστορίας, με την αστική θεωρία της «αλληλέγγυας», της «κοινωνικής» προόδου. Σύμφωνα με τη θεωρία του σοσιαλισμού, δηλαδή του μαρξισμού (για μη μαρξιστικό σοσιαλισμό δεν μπορεί κανείς να μιλάει τώρα στα σοβαρά), πραγματικός κινητήρας της ιστορίας είναι η επαναστατική πάλη των τάξεων. Οι μεταρρυθμίσεις είναι το δευτερεύον αποτέλεσμα της πάλης αυτής, δευτερεύον γιατί οι μεταρρυθμίσεις αυτές εκφράζουν τις αποτυχημένες απόπειρες να εξασθενήσει, να αμβλυνθεί αυτή η πάλη κτλ. Σύμφωνα με τη θεωρία των αστών φιλοσόφων, κινητήρας της προόδου είναι η αλληλεγγύη όλων των στοιχείων της κοινωνίας, που ένιωσαν την «ατέλεια» του ενός ή του άλλου θεσμού. Η πρώτη θεωρία είναι υλιστική, η δεύτερη ιδεαλιστική. Η πρώτη είναι επαναστατική, η δεύτερη ρεφορμιστική. Η πρώτη θεμελιώνει την τακτική του προλεταριάτου στις σύγχρονες καπιταλιστικές χώρες, η δεύτερη την τακτική της αστικής τάξης.

Από τη δεύτερη θεωρία απορρέει η τακτική των αστών προοδευτικών της αράδας: Υποστήριζε παντού και πάντα «ό,τι είναι το καλύτερο». Διάλεγε ανάμεσα στην αντίδραση και στην άκρα δεξιά των δυνάμεων που αντιπολιτεύονται την αντίδραση αυτή. Από την πρώτη θεωρία απορρέει η αυτοτελής επαναστατική τακτική της πρωτοπόρας τάξης. Εμείς σε καμιά περίπτωση δεν πρόκειται να περιορίσουμε τα καθήκοντά μας στην υποστήριξη των πιο διαδομένων συνθημάτων της ρεφορμιστικής αστικής τάξης. Εφαρμόζουμε αυτοτελή πολιτική, προβάλλοντας συνθήματα μόνο για κείνες τις μεταρρυθμίσεις που συμφέρουν αναντίρρητα στην επαναστατική πάλη, που ανεβάζουν αναντίρρητα την αυτοτέλεια, τη συνειδητότητα και τη μαχητική ικανότητα του προλεταριάτου. Μόνο με μια τέτοια τακτική εξουδετερώνουμε τις μεταρρυθμίσεις από τα πάνω, που είναι πάντα μεσοβέζικες, πάντα υποκριτικές και συνοδεύονται πάντα με αστικές ή αστυνομικές παγίδες.

Και δεν είναι μόνο αυτό. Μονάχα με μια τέτοια τακτική προωθούμε πραγματικά το έργο των σοβαρών μεταρρυθμίσεων. Αυτό φαίνεται παράδοξο, μα το παράδοξο αυτό το επιβεβαιώνει ολόκληρη η ιστορία της διεθνούς σοσιαλδημοκρατίας: Η τακτική των ρεφορμιστών εξασφαλίζει κατά το χειρότερο τρόπο την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων και το πραγματοποιήσιμο αυτών των μεταρρυθμίσεων. Η τακτική της επαναστατικής ταξικής πάλης εξασφαλίζει κατά τον καλύτερο τρόπο και το ένα και το άλλο. Στην πραγματικότητα τις μεταρρυθμίσεις τις επιβάλλει ίσα ίσα η επαναστατική ταξική πάλη, η αυτοτέλειά της, η μαζική της δύναμη, ο πεισματικός χαρακτήρας της. Μόνο στο βαθμό που η πάλη αυτή είναι ισχυρή είναι πραγματοποιήσιμες και οι μεταρρυθμίσεις, που πάντα είναι απατηλές, διπρόσωπες, διαποτισμένες από ζουμπατοφικό πνεύμα. Συγχωνεύοντας τα συνθήματά μας με τα συνθήματα της ρεφορμιστικής αστικής τάξης εξασθενίζουμε το έργο της επανάστασης και, επομένως, και το έργο των μεταρρυθμίσεων, γιατί εξασθενίζουμε έτσι την αυτοτέλεια, τη σταθερότητα και τη δύναμη των επαναστατικών τάξεων.

Μπορεί να βρεθεί αναγνώστης που ίσως πει: Προς τι να επαναλαμβάνουμε αυτό το άλφα - βήτα της διεθνούς επαναστατικής σοσιαλδημοκρατίας; Επειδή το ξεχνούν η «Γκόλος Τρουντά» και πολλοί σύντροφοι μενσεβίκοι.

Ο σχηματισμός κυβέρνησης από τη Δούμα ή καντέτικης κυβέρνησης είναι μια τέτοια απατηλή, διπρόσωπη, ζουμπατοφική μεταρρύθμιση. Το να ξεχνάς την πραγματική της σημασία, σαν απόπειρας συναλλαγής των καντέτων με την απολυταρχία, σημαίνει ότι αντικαθιστάς το μαρξισμό με τη φιλελεύθερη - αστική φιλοσοφία της προόδου. Υποστηρίζοντας μια τέτοια μεταρρύθμιση, συγκαταλέγοντάς την στα συνθήματά μας, εξασθενίζουμε έτσι και την καθαρότητα της επαναστατικής συνείδησης του προλεταριάτου, και την αυτοτέλειά του, και την μαχητική του ικανότητα. Υποστηρίζοντας ολοκληρωτικά τα παλιά επαναστατικά συνθήματά μας, δυναμώνουμε έτσι την πραγματική πάλη, δυναμώνουμε συνεπώς και την πιθανότητα της μεταρρύθμισης και τη δυνατότητα να χρησιμοποιηθεί αυτή προς όφελος της επανάστασης και όχι της αντίδρασης. Καθετί το ψεύτικο και υποκριτικό στη μεταρρύθμιση αυτή το πετάμε στους καντέτους. Καθετί το θετικό που μπορεί να περιέχει το αξιοποιούμε εμείς οι ίδιοι. Μόνο με μια τέτοια τακτική θα μπορέσουμε να επωφεληθούμε από τις τρικλοποδιές που βάζουν ο ένας στον άλλον οι κ. κ. Τρέποφ και Ναμπόκοφ για να ρίξουμε και τους δυο αξιότιμους αυτούς ακροβάτες στο λάκκο. Μόνο με μια τέτοια τακτική η ιστορία θα πει για μας, όπως είπε ο Βίσμαρκ για τους Γερμανούς σοσιαλδημοκράτες: «Αν δεν υπήρχαν οι σοσιαλδημοκράτες δε θα υπήρχε κοινωνική μεταρρύθμιση». Αν δεν υπήρχε επαναστατικό προλεταριάτο δε θα υπήρχε η 17 του Οχτώβρη. Αν δεν υπήρχε ο Δεκέμβρης δε θα σταματούσαν όλες οι προσπάθειες ματαίωσης της σύγκλησης της Δούμας. Μα θα 'ρθει κι ένας άλλος Δεκέμβρης που θα καθορίσει τις παραπέρα τύχες της επανάστασης.

Επίλογος. Το άρθρο αυτό είχε γραφτεί πια όταν διαβάσαμε το κύριο άρθρο στο 6ο φύλλο της «Γκόλος Τρουντά». Οι σύντροφοι διορθώνουν το λάθος τους. Θέλουν, προτού η κυβέρνηση από τη Δούμα πάρει στα χέρια της τα χαρτοφυλάκια, να απαιτήσει και να επιτύχει και την κατάργηση σε όλη τη χώρα του στρατιωτικού νόμου και των κάθε λογής έκτακτων μέτρων, και γενική αμνηστία, και αποκατάσταση όλων των ελευθεριών. Πολύ καλά, σύντροφοι! Ζητήστε από την ΚΕ να περιλάβει αυτούς τους όρους στην απόφασή της σχετικά με την κυβέρνηση από τη Δούμα. Δοκιμάστε να το κάνετε αυτό σεις οι ίδιοι και τότε θα δείτε ότι προτού υποστηρίξετε κυβέρνηση από τη Δούμα ή καντέτικη Κυβέρνηση πρέπει να απαιτήσετε και να πετύχετε η Δούμα ή οι καντέτοι να μπουν στον επαναστατικό δρόμο. Προτού υποστηρίξετε τους καντέτους πρέπει να απαιτήσετε και να πετύχετε να πάψουν οι καντέτοι να είναι καντέτοι.

«Εχο», άρ. φύλλου 6,

28 του Ιούνη 1906

Δημοσιεύεται σύμφωνα με το κείμενο της εφημερίδας «Εχο».

Σημειώσεις:

1. Το αίτημα αυτό το υποστηρίζει το πιο μικρό μέρος της Δούμας.

«ΟΙ ΕΚΛΟΓΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΗ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ ΚΑΙ Η ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΑΤΟΥ

Η αντιπαραβολή των εκλογών για τη Συντακτική Συνέλευση του Νοέμβρη 1917 και της ανάπτυξης της προλεταριακής επανάστασης στη Ρωσία από τον Οχτώβρη του 1917 ως το Δεκέμβρη του 1919 μας δίνει τη δυνατότητα να βγάλουμε συμπεράσματα σχετικά με τον αστικό κοινοβουλευτισμό και την προλεταριακή επανάσταση κάθε καπιταλιστικής χώρας. Θα προσπαθήσουμε να εκθέσουμε σύντομα ή, τουλάχιστο, να σημειώσουμε τα κυριότερα από τα συμπεράσματα αυτά.

1. Το καθολικό εκλογικό δικαίωμα αποτελεί δείκτη της ωριμότητας των διαφόρων τάξεων στην κατανόηση των καθηκόντων τους. Δείχνει πώς σκέπτονται οι διάφορες τάξεις να λύσουν τα προβλήματά τους. Η ίδια η επίλυση των προβλημάτων αυτών δεν κατορθώνεται με τις ψηφοφορίες, αλλά με όλες τις μορφές της ταξικής πάλης μέχρι και τον εμφύλιο πόλεμο.

2. Οι σοσιαλιστές και οι σοσιαλδημοκράτες της II Διεθνούς ακολουθούν την άποψη της χυδαίας μικροαστικής δημοκρατίας, συμμεριζόμενοι την πρόληψή της ότι τάχα η ψηφοφορία μπορεί να λύσει τα θεμελιακά ζητήματα της πάλης των τάξεων.

3. Η συμμετοχή στον αστικό κοινοβουλευτισμό είναι απαραίτητη στο κόμμα του επαναστατικού προλεταριάτου για τη διαφώτιση των μαζών, που κατορθώνεται με τις εκλογές και την πάλη των κομμάτων στη Βουλή. Να περιορίζει όμως κανείς την πάλη των τάξεων στην πάλη μέσα στη Βουλή ή να θεωρεί την πάλη μέσα στη Βουλή σαν την ανώτατη, την αποφασιστική, στην οποία υποτάσσονται οι άλλες μορφές πάλης, σημαίνει να περνά στην πραγματικότητα με το μέρος της αστικής τάξης ενάντια στο προλεταριάτο.

4. Ενα τέτοιο πέρασμα με το μέρος της αστικής τάξης κάνουν στην πραγματικότητα οι εκπρόσωποι και οι οπαδοί της II Διεθνούς και όλοι οι ηγέτες της λεγόμενης «ανεξάρτητης» γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας, όταν, αναγνωρίζοντας στα λόγια τη δικτατορία του προλεταριάτου, υποβάλλουν στην πράξη με την προπαγάνδα τους στο προλεταριάτο την ιδέα ότι πρέπει πρώτα να κερδίσει την επίσημη έκφραση της θέλησης της πλειοψηφίας του πληθυσμού στις συνθήκες του καπιταλισμού (δηλ. την πλειοψηφία των ψήφων στην αστική Βουλή) για να γίνει μετά το πέρασμα της πολιτικής εξουσίας στο προλεταριάτο.

Ολες οι κραυγές των Γερμανών «ανεξάρτητων» σοσιαλδημοκρατών και των άλλων ηγετών του σάπιου σοσιαλισμού ενάντια στη «δικτατορία της μειοψηφίας» και τα παρόμοια, κραυγές που έχουν αυτήν την αφετηρία, δείχνουν απλώς την ανικανότητα αυτών των ηγετών να καταλάβουν τη δικτατορία της αστικής τάξης, που στην πραγματικότητα κυριαρχεί ακόμη και στις πιο δημοκρατικές αστικές δημοκρατίες, και την ανικανότητα να καταλάβουν τους όρους της συντριβής της με την ταξική πάλη του προλεταριάτου.

5. Η ανικανότητα αυτή βρίσκεται κυρίως στα παρακάτω: ξεχνούν πως τα αστικά κόμματα κυριαρχούν σε τεράστιο βαθμό χάρη στο ότι εξαπατούν τις μάζες του πληθυσμού, χάρη στην καταπίεση του κεφαλαίου. Σ' αυτό προστίθεται ακόμη η αυταπάτη σχετικά με την ουσία του καπιταλισμού, αυταπάτη που είναι χαρακτηριστική κυρίως για τα μικροαστικά κόμματα, που συνήθως θέλουν να αντικαταστήσουν την ταξική πάλη με λίγο ή πολύ καλυμμένες μορφές συμφιλίωσης των τάξεων.

«Ας εκδηλωθεί πρώτα η πλειοψηφία του πληθυσμού σε συνθήκες διατήρησης της ατομικής ιδιοκτησίας, δηλ. σε συνθήκες διατήρησης της εξουσίας και καταπίεσης του κεφαλαίου, υπέρ του κόμματος του προλεταριάτου - μόνο τότε το κόμμα αυτό μπορεί και πρέπει να πάρει την εξουσία» - έτσι λένε οι μικροαστοί δημοκράτες, οι πραγματικοί υπηρέτες της αστικής τάξης, που αυτοκαλούνται «σοσιαλιστές».

«Ας ανατρέψει πρώτα το επαναστατικό προλεταριάτο την αστική τάξη, ας τσακίσει το ζυγό του κεφαλαίου, ας συντρίψει τον αστικό κρατικό μηχανισμό - τότε το προλεταριάτο που κέρδισε τη νίκη θα μπορέσει να κατακτήσει γρήγορα τη συμπάθεια και την υποστήριξη της πλειοψηφίας των εργαζόμενων μη προλεταριακών μαζών, ικανοποιώντας τα αιτήματά τους σε βάρος των εκμεταλλευτών» - λέμε εμείς. Το αντίθετο θα είναι στην ιστορία μια σπάνια εξαίρεση (αλλά και σε μια τέτοια εξαίρεση η αστική τάξη μπορεί να καταφύγει στον εμφύλιο πόλεμο, όπως έδειξε το παράδειγμα της Φινλανδίας).

6. Είτε με άλλα λόγια: «Πρώτα θα αναλάβουμε την υποχρέωση να αναγνωρίσουμε την αρχή της ισότητας ή της συνεπούς δημοκρατίας σε συνθήκες διατήρησης της ατομικής ιδιοκτησίας και του ζυγού του κεφαλαίου (δηλ. της ουσιαστικής ανισότητας σε συνθήκες τυπικής ισότητας) και πάνω σ' αυτή τη βάση θα επιδιώκουμε την απόφαση της πλειοψηφίας» - έτσι λέει η αστική τάξη και τα φερέφωνά της, οι μικροαστοί δημοκράτες, που αυτοκαλούνται σοσιαλιστές και σοσιαλδημοκράτες.

«Πρώτα η ταξική πάλη του προλεταριάτου γκρεμίζει, κατακτώντας την κρατική εξουσία, τα βάθρα και τις βάσεις της ουσιαστικής ανισότητας, κι έπειτα το προλεταριάτο που νίκησε τους εκμεταλλευτές παίρνει με το μέρος του όλες τις εργαζόμενες μάζες και τις οδηγεί προς την εξάλειψη των τάξεων, δηλ. προς τη μοναδικά - σοσιαλιστική ισότητα που δεν είναι απάτη» - λέμε εμείς.

7. Σε όλες τις καπιταλιστικές χώρες, παράλληλα με το προλεταριάτο ή με το τμήμα εκείνο του προλεταριάτου που κατανόησε τα επαναστατικά του καθήκοντα και είναι ικανό να παλέψει για την πραγματοποίησή τους, υπάρχουν πολυάριθμα μη συνειδητά προλεταριακά, μισοπρολεταριακά, μισομικροαστικά στρώματα των εργαζόμενων μαζών, που ακολουθούν την αστική τάξη και την αστική δημοκρατία (καθώς και τους σοσιαλιστές της II Διεθνούς), εξαπατημένα απ' αυτή, μην πιστεύοντας στις δυνάμεις τους ή στις δυνάμεις του προλεταριάτου, μην κατανοώντας τη δυνατότητα ικανοποίησης των ζωτικών αναγκών τους σε βάρος της απαλλοτρίωσης των εκμεταλλευτών.

Τα στρώματα αυτά των εργαζομένων και εκμεταλλευομένων προμηθεύουν στην πρωτοπορία του προλεταριάτου συμμάχους, που μαζί μ' αυτά το προλεταριάτο αποκτά τη σταθερή πλειοψηφία του πληθυσμού. Το προλεταριάτο όμως μπορεί να κατακτήσει αυτούς τους συμμάχους μόνο με τη βοήθεια ενός οργάνου, όπως είναι η κρατική εξουσία, δηλ. μόνο ύστερα από την ανατροπή της αστικής τάξης και τη συντριβή του κρατικού μηχανισμού της.

8. Η δύναμη του προλεταριάτου σε οποιαδήποτε καπιταλιστική χώρα είναι ασύγκριτα μεγαλύτερη απ' ό,τι το ποσοστό του προλεταριάτου στο σύνολο του πληθυσμού. Αυτό συμβαίνει, γιατί το προλεταριάτο κυριαρχεί οικονομικά στα κέντρα και στα νευραλγικά σημεία ολόκληρου του οικονομικού συστήματος του καπιταλισμού, και γιατί το προλεταριάτο, οικονομικά και πολιτικά, εκφράζει τα πραγματικά συμφέροντα της τεράστιας πλειοψηφίας των εργαζομένων στον καπιταλισμό.

Γι' αυτό το προλεταριάτο, ακόμη και όταν αποτελεί τη μειοψηφία του πληθυσμού (ή όταν η συνειδητή και η πραγματικά επαναστατική πρωτοπορία του προλεταριάτου αποτελεί τη μειοψηφία του πληθυσμού), είναι ικανό και να ανατρέψει την αστική τάξη και να τραβήξει ύστερα με το μέρος του πολλούς συμμάχους μέσα από τις μάζες εκείνες των μισοπρολεταρίων και των μικροαστών που ποτέ δεν θα ταχθούν προκαταβολικά υπέρ της κυριαρχίας του προλεταριάτου, δεν θα κατανοήσουν τους όρους και τα καθήκοντα αυτής της κυριαρχίας και μόνο από την παραπέρα πείρα τους θα πειστούν για το αναπόφευκτο, την ορθότητα, το νομοτελειακό χαρακτήρα της προλεταριακής δικτατορίας.

9. Τέλος, σε κάθε καπιταλιστική χώρα υπάρχουν πάντα πολύ πλατιά στρώματα μικροαστών, που αναπόφευκτα ταλαντεύονται ανάμεσα στο κεφάλαιο και στην εργασία. Το προλεταριάτο για να νικήσει πρέπει, πρώτο, να διαλέξει σωστά τη στιγμή της αποφασιστικής επίθεσης ενάντια στην αστική τάξη, παίρνοντας υπόψη, ανάμεσα στ' άλλα, τη διάσπαση που υπάρχει ανάμεσα στην αστική τάξη και στους μικροαστούς συμμάχους της ή την αστάθεια της συμμαχίας τους κ.τ.λ. Το προλεταριάτο, δεύτερο, πρέπει ύστερα από τη νίκη του να εκμεταλλευτεί αυτές τις ταλαντεύσεις της μικροαστικής τάξης έτσι που να την ουδετεροποιήσει, να την εμποδίσει να πάει με το μέρος των εκμεταλλευτών, να ξέρει να κρατηθεί ορισμένο διάστημα παρά τις ταλαντεύσεις της και τα λοιπά και τα παρόμοια.

10. Ενας από τους απαραίτητους όρους προετοιμασίας του προλεταριάτου για τη νίκη του είναι η μακρόχρονη και επίμονη, αμείλικτη πάλη ενάντια στον οπορτουνισμό, στο ρεφορμισμό, στο σοσιαλσοβινισμό και στις παρόμοιες αστικές επιδράσεις και ρεύματα που είναι αναπόφευκτα, εφόσον το προλεταριάτο δρα μέσα σε καπιταλιστικό περιβάλλον. Δίχως αυτή την πάλη, δίχως την προκαταρκτική πλήρη νίκη κατά του οπορτουνισμού μέσα στο εργατικό κίνημα, δεν μπορεί ούτε λόγος να γίνει για δικτατορία του προλεταριάτου. Ο μπολσεβικισμός δεν θα νικούσε την αστική τάξη στα 1917 - 1919, αν δεν είχε μάθει προηγούμενα στα 1903 - 1917 να νικά και να διώχνει αμείλικτα από το κόμμα της προλεταριακής πρωτοπορίας τους μενσεβίκους, δηλ. τους οπορτουνιστές, τους ρεφορμιστές, τους σοσιαλσοβινιστές.

Και αποτελεί τώρα πολύ επικίνδυνη αυταπάτη - και κάποτε καθαρή εξαπάτηση των εργατών - η αναγνώριση στα λόγια της δικτατορίας του προλεταριάτου από τους ηγέτες των Γερμανών «ανεξάρτητων» ή των Γάλλων λονγκετιστών κτλ., που στην πραγματικότητα συνεχίζουν την παλιά, τη συνηθισμένη πολιτική των παραχωρήσεων και των μικροπαραχωρήσεων στον οπορτουνισμό, του συμβιβασμού μ' αυτόν, της δουλοπρέπειας απέναντι στις προκαταλήψεις της αστικής δημοκρατίας (της «συνεπούς δημοκρατίας» ή της «καθαρής δημοκρατίας» όπως λένε), του αστικού κοινοβουλευτισμού και τα λοιπά.

16. XII. 1919.

Δημοσιεύτηκε το Δεκέμβρη του 1919 στο περιοδικό «Κομμουνιστίτσεσκι Ιντερνατσιονάλ», τεύχ. 7 - 8

Υπογραφή: Ν. Λένιν

Δημοσιεύεται σύμφωνα με το χειρόγραφο, που παραβλήθηκε με το κείμενο του περιοδικού.

Απ' τ' Αγραφα στο Γράμμο
  • Η τελευταία ομάδα του ΔΣΕ που βγήκε στην Αλβανία στις 10 Μάη 1950
  • Αφιερωμένο στο αντιιμπεριαλιστικό διήμερο της ΚΝΕ

Το κείμενο είναι αδημοσίευτο, αποτελεί το τελευταίο κεφάλαιο από τον υπό έκδοση Γ' τόμο «Αναμνήσεις ενός αντάρτη» του Γιώργη Μωραΐτη.

Στη Σαμαρίνα

Τώρα το λόγο έχει πάλι ο Τάκης Ψημμένος. Κι εγώ απλώς θα τον συμπληρώνω. «Βαδίζαμε μέρες πολλές. Τμήματα του αντιπάλου δεν συναντούμε στο διάβα μας κι αυτό μας δημιουργεί αίσθηση σιγουριάς. Γι' αυτό, όταν ένα απόγευμα φθάσαμε έξω απ' τη, Σαμαρίνα, στην τοποθεσία Λιβάδια της Βασιλίτσας, αφού σταμάτησε η βροχή. Δε διστάζουμε "ν' ακροβολιστούμε" και να μαζέψουμε σαλιγκάρια που αφθονούν. Το βράδυ μένουμε σ' ένα υπόγειο σπιτιού στο εγκαταλειμμένο χωριό της Σαμαρίνας και τα μαγειρεύουμε»1.

Στη Σαμαρίνα κι εγώ πατούσα για πρώτη φορά. Την είχα ακουστά. Στην κατοχή, στο χωριό. Οταν το '42 ήρθαν οι «Λεγεωνάριοι» συνεργάτες των Ιταλών, με αρχηγούς τον Ραποτίκα και τον Διαμάντη. Κι έσπασαν, τους πολεμιστές του '40-'41 της Αλβανίας, στο ξύλο, για να παραδώσουν όπλα. Μ' εκείνο το περιβόητο «έχς δεν έχς»!... Και ύστερα, αρχές '43. Οταν πρωτόρθαν οι αντάρτες, με τον Καραλίβανο. Κι ακούσαμε το περίφημο τραγούδι: «Παιδιά της Σαμαρίνας. Γειά σας παιδιά μ' καημένα. Γιατ' είστε λερωμένα; Είμαστε από τον πόλεμο». Κι ανατριχιάζαμε2.


Καλά τα σαλιγκάρια, που σκάρισαν γιατ' ήταν απόβρεχο. Τα μάσαμε και τα φάγαμε για ορεκτικό. Οχι γιατί πεινάγαμε, αφού είχαμε ακόμα κρέας μοσχάρι. Από τα λιβάδια κάναμε καλή παρατήρηση. Σε όλα «τα πέριξ» καμιά κίνηση, τίποτα το ύποπτο. Αν και σε πολλές μεριές στο δρόμο υπήρχαν νωπά τα αποτυπώματα απ' τα πέταλα μουλαριών κι απ' τις αρβύλες φαντάρων. Απόδειξη πως στρατός με μεταγωγικά υπήρχε στην περιοχή και περνοδιάβαινε από κει. Ερημιά, πάντως, και στο χωριό. Με το σούρουπο μπήκαμε μέσα. Φτάσαμε στο κέντρο. Και πιο μέσα απ' την πλατεία πιάσαμε ένα απ' τα καλά σπίτια. «Αρχοντικό» θα πω... Μπήκαμε στο ισόγειο. (Οχι υπόγειο).

Πιάσαμε 2-3 δωμάτια. Φάγαμε και το κόψαμε στον ύπνο. (Ολοι μηδενός εξαιρουμένου). Αν υπήρχε ή αν ερχόταν στρατός, θα πηγαίναμε σφαχτοί!

Τι είχε συμβεί; Τα τσουγκρίσαμε. Ηρθε η ώρα για ύπνο. Κανένας δεν ήθελε να βγει σκοπιά. Είπα στον ένα. Επιασα τον άλλον. Ακόμα και τα στελέχη. Αρνήθηκαν. Κάτι πρωτοφανές. Αγανάκτησα κι εγώ. Εβρισα την τύχη μου. Τους λέω: «Σάμπως η δική μου ζωή αξίζει περισσότερο;.. Και το 'κοψα στον ύπνο. Απ' το κακό μου δεν κοιμήθηκα.

Στον «Γκρέκο»

Το πρωί πήραμε τον ανήφορο. Ξεκούραστοι, χορτάτοι και κεφάτοι. Ανεβήκαμε ολόραχα. Στον «Γκρέκο». Τον περίφημο. Οπου και η βρύση. Εδώ πρέπει να ήταν παλιά τα Ελληνικά σύνορα. Βλέπουμε κάτω την ποταμιά του Σαραντάπορου. Κι απέναντι πελώρια την οροσειρά του Γράμμου. Νιώθουμε περηφάνια. Γιατί εδώ, στον τρίχρονο ένοπλο αγώνα του ΔΣΕ, δόθηκαν οι πιο μεγάλες μάχες. Και γράφτηκαν αθάνατες σελίδες δόξας και ηρωισμού. Αλλά προσφέρθηκαν, για τα μεγάλα μας Ιδανικά, και οι πιο τρανές και ακριβές θυσίες. Συγκινούμαστε. Τα σκεφτόμαστε. Παίρνουμε δύναμη. Και προχωρούμε.


Οταν φτάσαμε στον «Γκρέκο», ακούμε κάτω δεξιά, φωνές, κακό, φασαρία. Η Φούρκα είχε κόσμο και Μάυδες. Είχε και στρατό. Επομένως είπα: «Από δω και πέρα, στην κίνησή μας, πρέπει να είμαστε προσεκτικοί. Οχι ξεροκεφαλιές και απειθαρχίες. Ούτε ύπνο χωρίς σκοπιά». Ακόμα δε μου πέρασε της νύχτας το γινάτι. Κανένας δεν έβγαλε κιχ. Κατηφορίζουμε στο σύραχο. Ανάμεσα από μικρά δέντρα, θάμνους αλλά και γυμνό τόπο. Ο καιρός πότε ήλιο, πότε αραιή συννεφιά. Κατεύθυνση μας προς Κάντσισκο. Ανάμεσα από τα φοβερά και πολύνεκρα οχυρά Ταμπούρι και Προφήτ' Ηλία. Ευτυχώς, έχουμε τον Ζήση Μανίκα, που έκανε στη Σχολή Αξιωματικών του Γενικού Αρχηγείου και ξέρει τα μέρη. Οι άλλοι περνάμε από δω για πρώτη φορά.

Σαν πλησιάσαμε στο δρόμο, απάνω στη ράχη, από το Κεράσοβο προς τη Φούρκα «τα...χρειαστήκαμε». Από κάτω, σε μικρή απόσταση, έτυχε να' ρχεται ένα απόσπασμα Ιππικού. Πρέπει να ήτανε Ουλαμός. Καμιά 25αριά καβαλαραίοι με τ' άλογά τους, όπως τους μετρήσαμε, όταν πέρναγαν από μπροστά μας. Παραλίγο θα τρακάραμε. Καθώς ανηφόριζαν, αθόρυβα, ράθυμα, χωρίς να μιλάνε. Μόλις πλησίαζαν ακούστηκε λίγος ξερόβηχας κι ένα χλιμίντρισμα. Μας οσμίστηκαν; Είπαμε. Κι αμέσως πέσαμε κάτω. Καλυφθήκαμε ανάμεσα σε θάμνους. Είχε πέσει και μια αντάρα απάνω μας. Λες και την είχαμε παραγγελιά ή την έστειλε ο «καλός θεός». Ημασταν, για άλλη μια φορά, τυχεροί!... Λίγα μέτρα παρέκει είχα το Χρήστο. (Αυτόν με το «σύνδρομο» του πιθανού πνιγμού στον Πετριλιώτη και της εγκατάλειψης στην Μπουκοβίτσα). Πιο «θρήσκος» από μένα, που ήμουν και «παπά αγγόνι». Τον έπιασε το μάτι μου. Πρέπει πολύ να φοβήθηκε. Εκανε το σταυρό του!...

Από αριστερά: Κεχρινιώτης Νίκος (Αννίβας), Κυρίτσης Χρήστος, Ηλιόπουλος Θανάσης (Σάκης), Ψημμένος Δημήτρης (Τάκης), Μωραΐτης Γιώργης, Δημάνης Γιώργος, Παχής Κώστας και ο Μανίκας Ζήσης
Από αριστερά: Κεχρινιώτης Νίκος (Αννίβας), Κυρίτσης Χρήστος, Ηλιόπουλος Θανάσης (Σάκης), Ψημμένος Δημήτρης (Τάκης), Μωραΐτης Γιώργης, Δημάνης Γιώργος, Παχής Κώστας και ο Μανίκας Ζήσης
Σηκωθήκαμε. Σκυφτά περάσαμε το δρόμο. Βαδίζοντας γρήγορα προς τα κάτω. Περνώντας τον αυχένα, ανάμεσα στα δυο μεγάλα φυσικά οχυρά. Χωθήκαμε κάτω, στο απέραντο παρθένο με οξιές δάσος. Πιάσαμε λημέρι σ' ένα ακρινό εξωτικό σημείο. Οπου «σαρμάκο» -κρυμμένοι από εχθρό και κόσμο- μείναμε ως το βράδυ. Κρέας να φάμε είχαμε εφεδρεία. Νερό δίπλα ήταν το ρεματάκι. Η μέρα ζεστή, χορτάσαμε ύπνο. Το περιβάλλον μαγεία. Πουλιά μιλιούνια μέσα στο δάσος. Πετούσαν, τσίριζαν, κελαϊδούσαν, ερωτεύονταν. Τώρα που δεν είχαμε πόλεμο! Τ' απομεσήμερο, παραδόξως, είδαμε κι ένα σμήνος όρνια, να πετούν από πάνω μας. Από συνήθεια. Σα να έψαχναν για πτώματα ή να πέρασαν εμάς για ψοφίμια! Αυτό κι αν ήταν κατάρα και γρουσουζιά. «Κακός οιωνός»!

Στο Κάντσισκο

Κάτω προς το ποτάμι ήταν το Κάντσισκο! Χωριό, τρία χρόνια στη φωτιά του Εμφυλίου Πολέμου, κι όμως έμεινε άτρωτο. Ολημερίς το ακούγαμε και το νιώθαμε, δεν ήτανε μακριά. Αν και το είχαμε πάρει αψήφιστα, σα να μη ξέραμε πως είμαστε μέσα στην «πολεμική ζώνη». Καταλάβαμε, στα σπίτια είχε λίγο κόσμο, αλλά πολύ στρατό. Στο κέντρο και στο ύψωμα ήτανε βάση. Τη μέρα ακούγαμε κουβενταρία, θορύβους, φωνές. Ακόμα και μηχανάκι από γεννήτριες ρεύματος που γέμιζαν μπαταρίες ασυρμάτου (Εμ, τι ειδικοί ήμασταν ο Τάκης κι εγώ, ως ασυρματιστές). Εκείνο που δεν είχαμε καταλάβει μέχρι που νύχτωσε ήταν τούτο. Το μηχανάκι συνέχισε να δουλεύει όλη τη νύχτα για να τροφοδοτεί τη βάση με ηλεκτρικό ρεύμα. Ελαμπε το κέντρο. Ενώ στις άκρες και στις γειτονιές επικρατούσε σκοτάδι.

Οταν νύχτωνε, φορτωμένοι με τα πράματα και τα όπλα μας, κινάμε για το χωριό. Ηταν υποχρεωτική η διάβαση να πάμε για το ποτάμι. Πήγαμε από την κάτω μεριά, όπως προχωράει το ρέμα. Με μεγάλη προσοχή κι αυστηρά μέτρα ασφάλειας. Εν γνώσει μας ότι μπαίνουμε, αν όχι «στο στόμα» πάντως στου «λύκου» τη φωλιά. Ο Ζήσης μας οδήγησε καλά, ήξερε λίγο πολύ τον τόπο. Παρ' όλο που ακριβώς από δω, ήταν αμφίβολο αν πέρασε άλλη φορά. Πριν πλησιάσουμε στα ακρινά σπίτια, πέφτουμε απάνω στο μύλο του χωριού. Δε λειτουργούσε. Είχε κάνει τη δουλειά του. «Μετά φόβου Θεού» χαλάμε την κλειδαριά, σαν κλέφτες και μπαίνουμε μέσα. Μερικοί αντιδρούσαν. Ελεγαν θα πιαστούμε κ.λπ. Κοιτάμε μέσα και βλέπουμε 8 μεγάλα σακιά γεμάτα αλεύρι από στάρι. Πρέπει να ήταν για τον στρατό. Πολύ κόσμο δεν είχε το χωριό. Τι τύχη! Λες και μας είχαν μετρήσει. Στον καθένα μας από ένα. Τι να το κάναμε; Αν ήταν σ' άλλους καιρούς... Λέω: «Γρήγορα και χωρίς να χάνουμε χρόνο. Ν' ανοίξουμε όλα τα σακιά. Να πάρει ο καθένας από καναδυό χούφτες αλεύρι και να τα δέσουμε όπως ήτανε! Ετσι κι έγινε. Κάποιοι τσίγκλιζαν να φύγουμε γρήγορα. Η κλειδαριά ήταν από τις συνηθισμένες. Τη βάλαμε στη θέση της. Το πρωί ο μυλωνάς θα την είδε που ήταν ανοιγμένη.

Ολα καλά ως εδώ. Κανένα πρόβλημα. Προσεχτικά προχωράμε προς το σύραχο στην άκρη στο χωριό. Βρίσκουμε ένα εικόνισμα. Μας έδωσε ο Αγιος το λαδάκι του! Εδώ απ' τη μια μεριά ο δρόμος κατέβαινε προς το ποτάμι, τον Σαραντάπορο. Ενώ απ' την άλλη ανέβαινε προς το ύψωμα, όπου και το εκκλησάκι τ' Αϊ - Γιώργη. Εκείνοι που πίεζαν πριν να φύγουμε απ' το μύλο, τώρα πρότειναν να πάμε απάνω στο εκκλησάκι να πάρουμε λάδι... Στο ύψωμα, όμως, σίγουρα, υπήρχε φυλάκιο.

Στη Γέφυρα

Τραβάμε για το ποτάμι. Το μεγάλο πρόβλημα, που μας βασάνιζε κι από πριν, ήταν πώς θα το περάσουμε. Πέρασμα σε κάποιο σημείο απλωτό, που να μην είναι πολλά κι όχι ορμητικά τα νερά, δεν ξέραμε. Επομένως δεν έμενε παρά η γέφυρα. Κι αν αυτή ήταν αφρούρητη. Το είχαμε πολυκουβεντιάσει και όλη τη μέρα. Και τώρα, μη έχοντας άλλη λύση, πάμε για εκεί. Στην τύχη! Και «ό,τι βρέξει ας κατεβάσει». Εχω δίπλα μου τον Ζήση Μανίκα και παραπίσω το Νίκο Κεχρινιώτη. Κρίσιμη στιγμή, και τα στελέχη μπροστά στις ευθύνες τους. Αξιοι και οι δύο. Τους συμβουλεύομαι πάντα. Ο Αννίβας λίγο ιδιότροπος. Αλλά με ικανότητες και παλικάρι. Κατηφορίζουμε προς τη γέφυρα. Πάω μπροστά. Οι άλλοι με αποστάσεις 10 μέτρων ν' ακολουθούνε. Ο σύντροφος ο Ζήσης ήθελε να έχει αυτός την «πρωτιά». Ούτε λογάριαζε τη ζωή του. Δεν τον άφησα: «Εσύ, του λέω, θα μείνεις τελευταίος. Αφού περάσουν οι άλλοι. Ακριβώς επειδή είσαι και σε θέλει η ομάδα οδηγό».

Στη γέφυρα δεν υπήρχε φρουρά. Κάναμε παρατήρηση. Αφουγκραστήκαμε λίγα λεπτά. Τα μέτρα όμως ήταν μέτρα. Τα τηρήσαμε αυστηρά. Πέρασα άνετα και αργά, με κανονικό βάδισμα, πρώτος, στην πέρα μεριά. Χαζεύοντας λίγο και με τα νερά του ποταμού που κυλούσαν με θόρυβο. Με τις κανονικές αποστάσεις ήρθε ο δεύτερος, ο τρίτος και ύστερα οι άλλοι. Οταν βρεθήκαμε πέρα ανασάναμε με ανακούφιση. Εφυγε ένα μεγάλο βάρος από πάνω μας. Και πήραμε νέα δύναμη. Βαδίσαμε καμιά 200αριά μέτρα στην πλαγιά. Ανεβήκαμε λίγο ανήφορο. Και κάναμε στάση σ' ένα εξοχικό καλύβι. Ευκαιρία, λέμε, να ξεκουραστούμε αλλά και κάτι να φάμε. Βγάλαμε δυο κουβέρτες -στο άψε-σβήσε- και σκεπάσαμε το καλύβι. Ανάψαμε φωτιά. Ενας πήγε με τα παγούρια στο ρεματάκι να φέρει νερό. Σε μια κατσαρόλα που την κουβαλούσαμε βράσαμε με το καινούριο αλεύρι κουρκούτι. Ρίξαμε μέσα και το λαδάκι. Και μοσκοφάγαμε. Συμπληρώνοντας βέβαια το χυλό και με ένα κομματάκι κρέας απ' ό,τι μας είχε περισσέψει.

Βρισκόμασταν ανάμεσα στα χωριά Ζέρμα και Λυκόβρυση. Κι αυτό ήταν το πρώτο μας συσσίτιο στο Γράμμο.

Προς το Γράμμο

Πριν προχωρήσω, θεωρώ σωστό να βάλω εδώ και την αφήγηση του Τάκη Ψημμένου. Εστω κι αν είναι συνοπτική. «Από τη Σαμαρίνα -γράφει- με το ξημέρωμα ξεκινάμε. Η αντάρα μας καλύπτει, κι έτσι, όταν στο δρόμο συναντούμε στρατιωτικές φάλαγγες μεταγωγικών, παραμερίζουμε λίγο, ώσπου να περάσουν. (Σημ. Πρόκειται για το απόσπασμα Ιππικού από Κεράσοβο προς Φούρκα Γ.Μ.). Μέχρι εδώ γνωρίζουμε καλά το μέρος, το πρόβλημα είναι απ' το ποτάμι Σαραντάπορο και προς τα πάνω. Πώς θα προσανατολιστούμε και προς τα πού θα προχωρήσουμε. Θα χρειαστεί να πάμε "ψηλαφιστά"». (Σημ. Εννοεί στο Γράμμο. Γ.Μ.). Και συνεχίζει: «Δίχως κανένα απρόοπτο, περνάμε απ' τη "Βρύση του Γκρέκου" -τις ανατολικές πλαγιές του θρυλικού υψώματος Κλέφτη- το ύψωμα Ταμπούρι, κοντά στη Φούρκα. Σε συνέχεια ακολουθώντας μια ρεματιά, περνάμε έξω από το Κάντσισκο, που είναι γεμάτο στρατό, τη γέφυρα του Σαραντάπορου. Κι ανηφορίζουμε τα μεσάνυχτα στις πλαγιές του χιλιοτραγουδισμένου Γράμμου στα δάση της Ζέρμας. Από τούτο το σημείο θα χρειαστεί να περάσουν τέσσερα μερόνυχτα ώσπου να φθάσουμε στα σύνορα. Βαδίζουμε πολύ σιγά και προσεκτικά, γιατί δεν γνωρίζουμε το μέρος. Κάπου κάπου ομάδες MAY και στρατού πυροβολούν, μάλλον άσκοπα. Σε κάθε μας βήμα συναντάμε ίχνη που δείχνουν πως εδώ διεξήχθηκαν μεγάλες μάχες. Πολλά απ' τα πολυβόλα του ΔΣΕ είναι ανέπαφα και σ' ορισμένα υπάρχουν ακόμα κιβώτια με σφαίρες»3.

Συνεχίζω και συμπληρώνω εγώ, με όσα θυμάμαι. Αφήνουμε το καλύβι, πάνω απ' τον Σαραντάπορο. Αφού το ξεσκεπάσαμε απ' τις δύο κουβέρτες και σβήσαμε τη φωτιά. Ανεβαίνουμε πέρα δίπλα την καλυμμένη με θάμνους απότομη πλαγιά. Είναι τόσο πυκνή η βλάστηση, που δύσκολα σχίζουμε να περάσουμε. Για δρόμο και μονοπάτια δε γίνεται λόγος. Είναι μεγάλη η διαδρομή, δεν μπορούμε να την υπολογίσουμε. Κουραζόμαστε, κόβονται τα ποδάρια μας, αλλά προχωράμε. Για να πάρουμε μια ανάσα κάνουμε συχνά στάσεις. Δε βιαζόμαστε. Σχεδόν έφεξε όταν φθάσαμε απάνω. Ανασάναμε. Και νιώσαμε ικανοποίηση.

Είχαμε βγει σε ίσιωμα. Σε ομαλό τόπο, αλλού με δέντρα -έλατα, οξιές, βαλανιδιές- κι αλλού λιβάδια με ένα μπόι χορτάρι. Ημασταν στα ηρωικά, απ' τον πόλεμο, Πατώματα. Και πάνω τους, υψωνόταν η μακρόστενη βραχώδης και γυμνή οροσειρά, που στο γλυκοχάραμα της μέρας έδειχνε να σμίγει με τ' αστέρια. Ηταν η περίφημη Κάτω Αρένα.

Εδώ, στην άκρη απ' τα Πατώματα στήσαμε το λημέρι μας. Οπου θα μείνουμε δυο μέρες. Είμαστε σαν επισκέπτες και σαν τουρίστες. Να γνωρίσουμε το Γράμμο και να τον θαυμάσουμε. Από δω παίρνουμε δύναμη για τον αγώνα μας, για την ιστορία και αντλούμε αισιοδοξία. Εστω κι αν ακόμα η ζωή μας δεν είναι καθόλου σίγουρη. Και κανείς δεν ξέρει τελικά αν θα βγούμε έξω ζωντανοί. Νιώθουμε όμως εδώ, την παραμονή μας, έστω για λίγο, και σαν καθήκον. Για προσκύνημα και φόρο τιμής στους πεσόντες ήρωες και ηρωίδες.

«Εδώ κι εκεί -γράφει ο Τάκης- συναντούμε διάσπαρτους τάφους από συναγωνιστές και συναγωνίστριες μας, που έπεσαν στις μάχες. Αλλά και τάφους του αντιπάλου. Διατηρούνται ακόμα με τους σταυρούς. Δίπλα και λίγα μαραμένα λουλούδια. Στους περισσότερους τάφους είναι γραμμένα και τα ονόματά τους, χωριό καταγωγής, ημερομηνία που έπεσαν. Μας κυριεύει δέος. Μέσα μου κάνω τη φευγαλέα σκέψη: "Ας είναι οι τελευταίοι"... Εμείς πρέπει να συνεχίσουμε την πορεία μας. Δεν ξέρουμε ακόμα τι μπορεί να μας συμβεί ως τα σύνορα. Στο λημέρι βρήκαμε κι ένα σωρό αντάρτικες κονσέρβες κρέατος του μισού κιλού. Ολες είναι τρυπημένες με λόγχη. Βρίσκουμε μια απείραχτη. Τη μαγειρέψαμε με κουρκούτι. Ηταν ένα απ' τα νοστιμότερα φαγητά, χωρίς υπερβολή, στη διάρκεια του αντάρτικου»4.

Εξόν απ' την κονσέρβα, ας θυμίσω κι εγώ, εκεί σ' αυτό το λημέρι κι έναν άλλο σωρό. Με ιματισμό. Υπήρχαν χιτώνια, παντελόνια, πουκάμισα. Για μας που ήμασταν κουρελήδες. Και αυτά που φορούσαμε είχαν λιώσει απάνω μας. Ασε που πόσο ξεσκισμένα ήτανε, που δεν προλαβαίναμε να τα μπαλώσουμε. Τούτα, από τις Λαϊκές Δημοκρατίες, ήταν καινούρια. Αλλά πολύ βρεγμένα, όλο το χειμώνα από τις βροχές και τα χιόνια. Διαλέξαμε, τα πλύναμε, τα στεγνώσαμε και τα φορέσαμε. Και γίναμε ξανά κανονικοί στρατιώτες. Το κακό, δε βρήκαμε άρβυλα. Αυτά που φορούσαμε είχανε λιώσει.

Στα χαρακώματα

Αναχωρώντας την τρίτη μέρα, προς Ντένισκο (Αετομηλίτσα) «επιθεωρήσαμε» τα Οχυρά: Δεν μας έκανε καρδιά να μη τα δούμε, να τα καμαρώσουμε. Εστω κι αν διατρέχαμε τον κίνδυνο να πατήσουμε καμιά νάρκη. Που ο τόπος ήταν γεμάτος. Και να γίνουμε μπουρλότο! Κάπου στα 300 μέτρα σταματάμε σ' ένα πυροβολείο. Στις «δόξες» του, έβλεπε κάτω, προς Σαραντάπορο. Βαρούσε όλη την ποταμιά κι έκανε θραύση! Αυτά μπορούσαμε να τα φανταστούμε. Την πιο μεγάλη εντύπωση μας έκανε τούτο. Κατέβηκα κάτω και μέτρησα. Ηταν φτιαγμένο, στο βάθος, της απόκρημνης πλαγιάς, με 8 σειρές κορμούς από έλατα. Που το έκαναν άτρωτο. Ούτε εχθρικό πυροβολικό, ούτε αεροπορία, μπορούσε να το χαλάσει. Τέτοια πυροβολεία ήτανε αράδα σ' όλη την οχύρωση μέχρι πέρα. Μπήκαν όλοι και τα είδαν. Και ο μεγάλος θαυμασμός μας. Πόσοι άνθρωποι απ' όλα τα γύρω χωριά πόσο δούλεψαν. Σκάβοντας τον τόπο, κόβοντας κορμούς και κουβαλώντας τους. Για να τα στήσουν αυτά. Και πόσοι θυσίασαν τη ζωή τους μαζί με τους αντάρτες και τις αντάρτισσες του Δημοκρατικού Στρατού. Για να γραφτεί αυτό το μεγάλο, το αθάνατο Επος. Που λέγεται Γράμμος!

Επισκεφθήκαμε και μια χωμένη τοποθεσία σε πυκνό δάσος, που ήταν η Επιμελητεία. Είδαμε τους φούρνους που έψηναν ψωμί. Είδαμε πιο μέσα καταυλισμούς με οχυρά και πρόχειρα κρεβάτια. Πρέπει να ήταν αναρρωτήρια ή νοσοκομείο για αρρώστους και λαβωμένους. Τι να πρωτοδείς, να φανταστείς και να πρωτοθαυμάσεις. Δυστυχώς, στα χάλια που ήμασταν, ούτε μπορούσες να πεις «να είχαμε μια φωτογραφική μηχανή» να τ' απαθανατίσουμε... Πάμε στο δρόμο μας, με βαριές σκέψεις στο κεφάλι μας και αφάνταστη συγκίνηση στην ψυχή μας. Και δεν μπορούμε να κρύψουμε ότι θέλαμε να ήμασταν κι εμείς μαχητές του Γράμμου. Σ' εκείνη την πρωτοφανή με τη φοβερή και 10 φορές πιο οργανωμένη και δυνατή πολεμική μηχανή του αντιπάλου. Ολο το «Δόγμα Τρούμαν» με τον Βαν Φλιτ και τους ντόπιους λακέδες, είχε πέσει απάνω μας να μας συντρίψει. Και ηττηθήκαμε. Ναι... Αλλά δε μας νίκησε. Ο Γράμμος ήταν και μένει πάντα δικός μας. Το' λεγε και το τραγούδι μας.

«Οσα σίδερα οι ξένοι κι αν ρίξουν. Νικητής θα 'ναι πάντα ο Λαός». Το θυμάμαι. Και είναι σα να το ακούω και τώρα.

Το ναρκοπέδιο

Απόγευμα 9 Μάη 1950. Επέτειος της Μεγάλης Αντιφασιστικής Νίκης. Κι ο νους μας πάει στον Μεγάλο. Στον Στάλιν... Κόντευε να νυχτώσει. Είμαστε ακριβώς απέναντι από την Αετομιλίτσα. Δεν σκοπεύουμε να μπούμε μέσα. Στο χωριό ερημιά, ούτε κόσμος, ούτε στρατός. Ακολουθάμε τη ρεματιά. Βαδίζουμε στο δρόμο που οδηγεί στον αυχένα. Ανάμεσα στον ορεινό όγκο της Απάνω Αρένας και την ψηλότερη κορφή του Γράμμου. Εχει συννεφιάσει, μαύρισε ο ορίζοντας, είναι έτοιμος να βρέξει. Κι όπως είναι εδώ ο τόπος άδεντρος, δε θα βρούμε πού ν' απαγκιάσουμε. Κανένας μας δεν ξαναπέρασε από δω. Αλλά προχωράμε. Η κατεύθυνσή μας είναι σωστή. Οπως είχαμε κατά νου, απ' το χάρτη, μπροστά μας σε ευθεία γραμμή πρέπει να 'ναι τα σύνορα. Αγνωστο όμως το τι παρεμβάλλεται ανάμεσα.

Σα να μη μας έφτανε η αγωνία απ' όλα αυτά, μας ήρθε κι άλλο κακό. Κι έβαλε άξαφνα στόχο εμένα προσωπικά. Ποιος άλλος. Ο διάολος!... Κι αν δεν ήταν ο Ζήσης να με σώσει «αιωνία η μνήμη μου».

Οπως βάδιζα, από συνήθεια και καθήκον, πρώτος. Κι όσο πλησιάζαμε στον αυχένα. Παραμέρισα απ' το δρόμο, απ' το φόβο μη τον έχουν ναρκοθετημένο. Προχωρούσα παραδίπλα, προσεχτικά. Και παραλίγο να «την πατήσω». Οι νάρκες είχαν τοποθετηθεί έξω από το δρόμο. Ο Ζήσης που ερχότανε πίσω μου, ειδικός, του Μηχανικού, κι έμπειρο μάτι. Μέσα στο χορταράκι είδε το συρματάκι κι ορμάει. Καθώς ήμουν να κάνω το βηματάκι. Με πιάνει απ' τις πλάτες και με τραβάει πίσω. «Κοίτα, δείχνει. Εδώ τις βάλανε». Με γλίτωσε.

Οι Πυραμίδες

Προχωρήσαμε, στη συνέχεια, απάνω στο δρόμο. Βγήκαμε στον αυχένα. Και πήραμε τον κατήφορο. Ο δρόμος πήγαινε απ' την πίσω μεριά της Αρένας. Εβγαινε, όπως μάθαμε αργότερα στο Πευκόφυτο. Ητανε λάθος κατεύθυνση. Καταλάβαμε και σταματήσαμε. Πιο σωστά, μας σταμάτησε η ραγδαία βροχή. Κράτησε λίγα λεπτά. Μας έκανε μουσκίδι. Αυτό μας έλειπε. Και σταμάτησε. Δεν μας έμενε τίποτα άλλο. Αράξαμε εκεί, σε μια μεγάλη πατουλιά στρωτού θάμνου, σαν κρεβάτι... Και βρεγμένοι - ξεβρεγμένοι πλαγιάσαμε ως το πρωί.

Οταν βγήκε ο ήλιος, προσεχτικά σκαρίσαμε. Φοβηθήκαμε μην ήμαστε μέσα σε εχθρικό χώρο. Ημασταν στη «νεκρή ζώνη». Δεν υπήρχε ψυχή. Ούτε εχθρός ούτε κίνδυνος. Με αραιές αποστάσεις σκαρίσαμε. Αράξαμε σ' ένα σημείο σίγουρο κι ασφαλές. Στην άκρη σε κάτι βραχάκια, και τρία δεντράκια δίπλα σε ένα μικρό ρεματάκι. Από γάζες, βαμπάκια, και άλλα κατάλοιπα, καταλάβαμε πως εκεί ήταν δικό μας νοσοκομείο. Καθίσαμε λούφα ως το απόγευμα. Υστερα με αραιές αποστάσεις πήραμε τον ανήφορο. Βγήκαμε στην κορυφογραμμή. Εκεί ήταν τα σύνορα. Είδαμε τη μια πυραμίδα, στη δεξιά μεριά. Υστερα είδαμε και την άλλη, απ' την αριστερή μεριά. Ηταν στο 2520 μ. του Γράμμου. Η τύχη μας χαμογέλασε. Καθίσαμε μια ώρα. Κατηφορίσαμε ύστερα. Και μπήκαμε στην Αλβανία. Ηταν στις 10 Μάη 1950.

Σημειώσεις:

1. Τ. Ψημμένου, «Αντάρτες στ' Αγραφα», σελ. 410.

2. Γιώργη Μωραΐτη, «Αναμνήσεις ενός Αντάρτη», τομ. Β'.

3. Τ. Ψημμένου, «Αντάρτες στ' Αγραφα», σελ. 410-411.

4. Τ. Ψημμένου, «Αντάρτες στ' Αγραφα», σελ. 411.



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ