Σάββατο 8 Ιούνη 2019 - Κυριακή 9 Ιούνη 2019
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΕΚΛΟΓΕΣ 2019
Οι αντιλαϊκές προτεραιότητες από τις 8 Ιούλη

Με βάση τις παρατηρήσεις και τις κατευθύνσεις που καταγράφει η έκθεση της Κομισιόν, το κυβερνητικό πρόγραμμα της επόμενης μέρας των εκλογών περιλαμβάνει τις εξής αντιλαϊκές προτεραιότητες:

  • Πλειστηριασμοί στη λαϊκή κατοικία: Δίνεται το σύνθημα για ταχύτερους ρυθμούς στη δήμευση λαϊκών κατοικιών από τράπεζες και επιχειρηματικούς ομίλους, καθώς οι πλειστηριασμοί προχωρούν «με κάπως επιβραδυνόμενο ρυθμό», βάζοντας σε κίνδυνο τους στόχους για τη διαχείριση των «κόκκινων» δανείων. Η έκθεση σημειώνει μεν την πρόοδο της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, εγγράφει όμως υποθήκες για τους επόμενους, αναφέροντας ότι «απαιτούνται περαιτέρω σημαντικές προσπάθειες» για τους πλειστηριασμούς ακινήτων και την καλύτερη λειτουργία της δευτερογενούς αγοράς «κόκκινων» δανείων.
  • Φόροι και χαράτσια: Χτυπάει καμπανάκι για ...υπεραπόδοση των εισπρακτικών μηχανισμών και του φοροκυνηγητού στο λαό, καθώς διαπιστώνεται ότι η συγκέντρωση των «ληξιπρόθεσμων οφειλών» κινήθηκε κάτω από το στόχο στο 1ο τρίμηνο του 2019, συγκεκριμένα στα 923 εκατ. ευρώ, έναντι πρόβλεψης για 970 εκατ. Παράλληλα, ζητείται η επιτάχυνση της «επικαιροποίησης» των αντικειμενικών αξιών ακινήτων, που με τη σειρά τους αποτελούν τη βάση υπολογισμού για τα νέα χαράτσια του ΕΝΦΙΑ.
  • Αναδρομικά: Η Κομισιόν διαμηνύει και πάλι ότι «αν υπάρξουν δικαστικές αποφάσεις που ανατρέπουν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις - κλειδιά, οι οποίες είχαν συμφωνηθεί στη διάρκεια του προγράμματος, οι δημοσιονομικές επιπτώσεις τέτοιων αποφάσεων θα πρέπει να αντιμετωπιστούν σε μεγάλο βαθμό με δράσεις στον ίδιο τομέα πολιτικής». Δηλαδή με νέες περικοπές στην ίδια «πηγή», που σημαίνει ότι «μονά ζυγά» βγαίνουν χαμένοι εργαζόμενοι και συνταξιούχοι.
  • Επιδόματα αναπηρίας: Καταγράφονται «καθυστερήσεις», άρα και «συστάσεις» για την «αναμόρφωση» του συστήματος, με βάση τους παραπέρα «κόφτες» που έχει συμφωνήσει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Οπως επισημαίνεται, τα νέα κριτήρια για τον προσδιορισμό της αναπηρίας «βάσει λειτουργικής αξιολόγησης» δεν έχουν ακόμη καθοριστεί. Χιλιάδες ανάπηροι, που σήμερα φυτοζωούν, θα χάσουν και τα ελάχιστα, με το κριτήριο της λειτουργικότητας.
  • Ιδιωτικοποιήσεις: Με διαφορετικές ταχύτητες στην πρόοδο που έχει σημειωθεί μέχρι σήμερα, προκρίνονται η Εγνατία ΑΕ, η ΔΕΠΑ, τα περιφερειακά λιμάνια Αλεξανδρούπολης και Καβάλας, ο διεθνής αερολιμένας της Αθήνας, η ΕΥΔΑΠ, τα ΕΛΠΕ και η Μαρίνα Αλίμου.
  • «Δημοσιονομικά κενά»: Αφορούν τις προβλέψεις για ποσά που ενδέχεται να «λείψουν» από την κάλυψη των πρωτογενών πλεονασμάτων, όπως καθορίζονται από τους συμφωνημένους στόχους και θα πρέπει να καλυφθούν με νέα αντιλαϊκά μέτρα. Τοποθετούνται στο εύρος 1,1% - 1,4% του ΑΕΠ για το 2019 (2,3 δισ. έως 2,9 δισ. ευρώ) και στο εύρος 1,2% - 1,5% του ΑΕΠ το 2020 (2,3 δισ. έως 2,9 δισ. ευρώ στον κρατικό προϋπολογισμό του επόμενου έτους). Η αντιλαϊκή σούμα δηλαδή ξεκινά από τα 4,6 δισ. και φτάνει μέχρι 5,8 δισ. ευρώ, τα οποία η επόμενη κυβέρνηση θα φορτώσει στις πλάτες του λαού.
ΕΚΘΕΣΗ «ΕΝΙΣΧΥΜΕΝΗΣ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ» ΤΗΣ ΚΟΜΙΣΙΟΝ
Αποκαλυπτήρια του κυβερνητικού προγράμματος της επομένης των εκλογών

Eurokinissi

Το ...κυβερνητικό πρόγραμμα της επόμενης μέρας των εκλογών, με οποιαδήποτε κυβέρνηση, ανακοίνωσε η Κομισιόν, δημοσιοποιώντας την Τετάρτη την 3η έκθεση «ενισχυμένης εποπτείας» για την ελληνική οικονομία.

Στην έκθεση περιγράφονται οι αντιλαϊκές «εκκρεμότητες» και κατευθύνσεις που θα κληθεί να διευθετήσει η επόμενη κυβέρνηση, συνεχίζοντας και επιταχύνοντας το έργο της σημερινής.

Αυτό είναι το πραγματικό συμπέρασμα που πρέπει να κρατήσει ο λαός από τη δημοσιοποίηση της έκθεσης, πίσω από τον κάλπικο καβγά που έστησαν ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ, μοιράζοντας ταυτόχρονα διαβεβαιώσεις στους «θεσμούς» και στο κεφάλαιο ότι δεσμεύονται μέχρι κεραίας στην υλοποίηση όσων υποδεικνύει η έκθεση και βέβαια στην επίτευξη όλων των αντιλαϊκών δημοσιονομικών στόχων.

Στην έκθεση, όπως και σε όλες τις προηγούμενες «μεταμνημονιακές» εκθέσεις, περιγράφονται αναλυτικά οι αντιλαϊκές επιδόσεις, αλλά και τα σημεία στα οποία «υστερεί» η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ στην υλοποίηση όσων έχει δεσμευτεί, στο όνομα της «δημοσιονομικής σταθερότητας» και της ανάπτυξης της οικονομίας.

Ενα πράγμα που επιβεβαιώνεται, επομένως, από την έκθεση της Κομισιόν, είναι ότι τα μνημόνια και η εποπτεία κάθε άλλο παρά τελείωσαν μετά τον Αύγουστο του 2018, παρά την προσπάθεια της κυβέρνησης να παρουσιάσει ως το μεγαλύτερο επίτευγμα της θητείας της την «έξοδο της χώρας από τα μνημόνια» και το «τέλος της εποπτείας».

Εκκρεμότητες και συστάσεις

Κατά τ' άλλα, η έκθεση, όπως και όλες οι προηγούμενες, χωρίζεται χονδρικά σε δύο μέρη: Στο πρώτο γίνεται ανασκόπηση των «μεταρρυθμίσεων» για τις οποίες έχει δεσμευτεί η κυβέρνηση στις συμφωνίες της με τους «θεσμούς».

Εκεί περιέχονται και οι συστάσεις για τα σημεία όπου υπάρχουν «παρατηρήσεις» και «καθυστερήσεις».

Στο δεύτερο μέρος γίνεται μια ανασκόπηση των μέτρων που η κυβέρνηση παρουσίασε ως «μέτρα ελάφρυνσης» τον περασμένο Μάη και εκφράζεται προβληματισμός για το κατά πόσο θα πιαστούν οι στόχοι των πρωτογενών πλεονασμάτων τα επόμενα χρόνια, λόγω της «επιβάρυνσης» που προκαλείται στα δημοσιονομικά.

Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ προσπάθησε αρχικά να υποβιβάσει τις «ανησυχίες» της Κομισιόν, διαβεβαιώνοντας όμως ότι βρέξει - χιονίσει θα υπερκαλυφθεί ο στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος για το 2019.

Η δήλωση αυτή ισοδυναμεί με δέσμευση ότι όλα τα μέτρα φοροληστείας του λαού και οι περικοπές που περιέχονται στον προϋπολογισμό που «τρέχει», αλλά και όσα ακόμα χρειαστούν, θα εφαρμοστούν μέχρι κεραίας.

Ανάλογη ήταν όμως και η αντίδραση της ΝΔ, που απάντησε στις ανησυχίες της Κομισιόν για «μεταρρυθμιστική κόπωση» με εγγυήσεις ότι «έχουμε ατζέντα αύξησης των ρυθμών ανάπτυξης από την οποία δεν θα κάνουμε πίσω», διεκδικώντας την «ψήφο εμπιστοσύνης των αγορών», ως η επόμενη «μεταρρυθμιστική κυβέρνηση».

Διασκεδάζοντας την εξόφθαλμη ταύτιση

Να λοιπόν πώς έχουν τα πράγματα μετά τη δημοσιοποίηση της έκθεσης: Ο μεν ΣΥΡΙΖΑ διαβεβαίωσε ότι όλα θα γίνουν όπως προβλέπουν οι συμφωνίες με τους «θεσμούς» και οι συστάσεις της Κομισιόν, για να επιτευχθούν τα ματωμένα πλεονάσματα.

Η δε ΝΔ πλειοδότησε ότι ως η επόμενη κυβέρνηση θα ανταποκριθεί και με το παραπάνω στις αντιλαϊκές μεταρρυθμίσεις, εκεί που «βάλτωσε» ο ΣΥΡΙΖΑ.

Η ταύτιση βγάζει μάτι! Κι αυτήν την αποκαλυπτική ταύτιση ήρθε να διασκεδάσει την επόμενη μέρα ο πρωθυπουργός, με τη δήλωσή του ότι το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών «άνοιξε την όρεξη στο παλιό πολιτικό κατεστημένο στην Ελλάδα και σε ακραίους συντηρητικούς κύκλους στις Βρυξέλλες» για να εμποδίσουν την κυβέρνηση να στηρίξει τάχα «όλους όσοι έβαλαν πλάτη για να βγούμε από τα μνημόνια».

Στο διά ταύτα, έθεσε το ψευτοδίλημμα των εκλογών, ότι αν δεν παραμείνει κυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ, «θα ξαναγυρίσουμε στις πολιτικές των μνημονίων και της λιτότητας».

Ανατρέχοντας κανείς στις προηγούμενες δύο «μεταμνημονιακές» εκθέσεις της Κομισιόν, διαπιστώνει πόσο κάλπικος είναι ο καβγάς των δύο και πόσο πρόστυχη είναι η προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ να «σπρώξει» το ψευτοδίλημμά του, παίζοντας με την αγωνία χιλιάδων εργαζομένων, συνταξιούχων, αυτοαπασχολούμενων, που φυτοζωούν και αγωνιούν για το εισόδημα και τη δουλειά τους, εξαιτίας της αντιλαϊκής πολιτικής που και ο ίδιος συνέχισε και κλιμάκωσε.

Ποια μύγα τους τσίμπησε;

Τόσο στην πρώτη (Νοέμβρης 2018), όσο και στη δεύτερη έκθεση (Φλεβάρης 2019), η Κομισιόν κατέγραφε «πρόοδο» στην εφαρμογή συγκεκριμένων «μεταμνημονιακών» δεσμεύσεων, αλλά και καθυστερήσεις, ενώ με διάφορες αφορμές εξέφραζε «ανησυχίες» για παρεμβάσεις που ο ΣΥΡΙΖΑ παρουσίαζε ως «μέτρα ελάφρυνσης» τάχα του λαού.

Δηλαδή, σε όλες αυτές τις εκθέσεις, το περιεχόμενο και οι συστάσεις τους επαναλαμβάνονταν πάνω - κάτω. Η αντίδραση της κυβέρνησης ήταν επίσης πάντα η ίδια: Πανηγύρια για την αναγνώριση των επιτευγμάτων της στην υλοποίηση των αντιλαϊκών στόχων, διαβεβαιώσεις για επιτάχυνση της αντιλαϊκής πολιτικής εκεί που υπάρχουν καθυστερήσεις.

Με άλλα λόγια, οι εκθέσεις της Κομισιόν, όπως προηγουμένως οι μνημονιακές εκθέσεις της τρόικας, λειτουργούσαν πάντα ως «υπενθύμιση» των δεσμεύσεων για ένταση της αντιλαϊκής επίθεσης, στη βάση των συμφωνημένων με την κυβέρνηση, αλλά και ως υπενθύμιση στο λαό, να μην περιμένει το παραμικρό που δεν χωράει στους δημοσιονομικούς στόχους, περιορίζοντας τις απαιτήσεις του στα ελάχιστα.

Βεβαίως τους στόχους αυτούς η κυβέρνηση όχι μόνο δεν τους αμφισβητούσε, αλλά μετά από κάθε «αξιολόγηση» αύξανε και τους ρυθμούς υλοποίησής τους, έχοντας τη ΝΔ να πλειοδοτεί ως αντιπολίτευση σε αγριάδα και να ζητάει από την κυβέρνηση ακόμα μεγαλύτερη συνέπεια και στοχοπροσήλωση.

Η ΝΔ υπερθεμάτιζε σε αντιλαϊκά μέτρα και ψήφιζε μαζί με την κυβέρνηση αβέρτα τα προνόμια για τη στήριξη του κεφαλαίου, στα «αναπτυξιακά» νομοσχέδια που κατατίθεντο στη Βουλή, ενώ χαρακτήριζε «παροχές» τα ψίχουλα που υποσχόταν η κυβέρνηση και προειδοποιούσε για κίνδυνο δημοσιονομικού εκτροχιασμού.

Την ίδια ώρα, ο ΣΥΡΙΖΑ πουλούσε παραμύθια στο λαό ότι έχει κάτι να περιμένει από την υπεραπόδοση των θυσιών του, ακόμα κι αν «διαμαρτύρεται» η Κομισιόν, μιας και το ...τέλος της εποπτείας επέτρεπε μια πιο «αυτόνομη» διαχείριση του δημοσιονομικού χώρου από την κυβέρνηση.

Επομένως, ποια μύγα τσίμπησε τώρα την κυβέρνηση και τον Τσίπρα και έβγαλαν τα ...εξάσφαιρα για να πυροβολήσουν τους «ακραίους συντηρητικούς κύκλους της ΕΕ», τα εύσημα των οποίων προς τον ΣΥΡΙΖΑ διαφήμιζαν όλο το προηγούμενο διάστημα;

Είναι καθαρό ότι μέχρι πριν από λίγο καιρό ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ τσακώνονταν για τα «μάτια» του κεφαλαίου, των επιχειρηματικών ομίλων, των επιτελείων της ΕΕ. Σήμερα μπροστά στις εθνικές εκλογές και με δεδομένο το προβάδισμα της ΝΔ, γίνεται προσπάθεια να στηθεί μια αντιπαράθεση γύρω από το ποιος έχει το λιγότερο αντιλαϊκό σχέδιο.

Ο «καβγάς» του ΣΥΡΙΖΑ με τους «συντηρητικούς κύκλους της ΕΕ» είναι στημένος, για να «δουλέψουν» τα προεκλογικά ψευτοδιλήμματα και να πολωθεί το κλίμα με τη ΝΔ, πάνω στις γνωστές κάλπικες διαχωριστικές γραμμές.

Υπηρετούν το ίδιο αντιλαϊκό σχέδιο

Η πραγματικότητα όμως είναι μία: ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ υπηρετούν το ίδιο αντιλαϊκό σχέδιο. Ο πρώτος το εφάρμοσε με συνέπεια έως τώρα και η δεύτερη ανυπομονεί να πάρει τη σκυτάλη μετά τις εκλογές στις 7 Ιούλη.

Αυτό το σχέδιο, που στον πυρήνα του έχει έναν και μόνο στόχο το πώς θα μεγαλώσουν τα κέρδη των επιχειρηματικών ομίλων, πως θα διευρυνθούν οι μπίζνες τους, πως θα τα βγάλουν πέρα με τους ανταγωνιστές τους περιγράφεται στην έκθεση της Κομισιόν και οδηγεί το λαό από το κακό στο χειρότερο.

Αυτό το σχέδιο έφερε τα τρία μνημόνια και τις «μεταμνημονιακές» συμφωνίες του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό το σχέδιο προβλέπει θυσίες δίχως τέλος για το λαό, με ορίζοντα το 2060. Αυτό το σχέδιο προβλέπει σκληρή λιτότητα για το λαό και ψίχουλα από το τραπέζι της καπιταλιστικής κερδοφορίας, ανάλογα με την υπεραπόδοση των θυσιών του λαού. Αυτό το σχέδιο δεσμεύονται ότι θα συνεχίσουν να υπηρετούν ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ την επόμενη μέρα, ανεξάρτητα από τις διαφορές που προβάλλει ο καθένας.

Σ' αυτό το σχέδιο, στο σχέδιο του κεφαλαίου, της ΕΕ και των κομμάτων τους, ο λαός πρέπει να απαντήσει αποφασιστικά, να αντιτάξει το δικό του σχέδιο, που στον πυρήνα του έχει τον αγώνα για τις σύγχρονες ανάγκες του. Κι αυτό μπορεί να γίνει μόνο με ένα πιο δυνατό ΚΚΕ στη Βουλή και στους αγώνες. Για να σπάσει ο φαύλος κύκλος «κρίση- θυσίες - ανάπτυξη - θυσίες», να δημιουργηθούν προϋποθέσεις αντεπίθεσης.


Κ. Μ.

ΝΕΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
«Ανυπομονεί» να παραλάβει την αντιλαϊκή σκυτάλη

«Ανυπομονησία» επικρατεί στα επιτελεία της ΝΔ για την παραλαβή της αντιλαϊκής σκυτάλης από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, με την Πειραιώς να διακηρύσσει σε όλους τους τόνους προς τη μεριά του κεφαλαίου ότι είναι αποφασισμένη να αναλάβει τις αντιλαϊκές εκκρεμότητες της επόμενης μέρας σε ό,τι αφορά τόσο την καπιταλιστική οικονομία όσο και τη «γεωστρατηγική αναβάθμιση» της αστικής τάξης, μέσα από την εμπλοκή στα σχέδια των ΗΠΑ - ΝΑΤΟ στην περιοχή.

Αυτό είναι άλλωστε και το περιεχόμενο της «πολιτικής αλλαγής» που υπόσχεται η ΝΔ: Δέσμευση ότι ως κυβέρνηση θα προωθήσει ταχύτερα και πιο αποφασιστικά τις αντιλαϊκές «εκκρεμότητες» που αφήνει ο ΣΥΡΙΖΑ και τις οποίες «υπενθύμισε» την περασμένη Τετάρτη η Κομισιόν στην έκθεσή της για τη «μεταμνημονιακή» εποπτεία.

Φυσικά, από το πρόγραμμα της ΝΔ δεν λείπει και η πλευρά της παραπέρα εμπλοκής στα σχέδια των ΗΠΑ - ΝΑΤΟ στην περιοχή για τα συμφέροντα της αστικής τάξης, εκεί όπου ομολογουμένως η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ έχει βάλει πολύ ψηλά τον πήχη. Δεν περνά απαρατήρητη εξάλλου η συνάντηση Μητσοτάκη - Πάιατ την Πέμπτη, εκεί όπου ο πρόεδρος της ΝΔ «επανέλαβε τη στήριξή του στην περαιτέρω ενδυνάμωση του στρατηγικού διαλόγου μεταξύ των δύο χωρών», δίνοντας μία ακόμα διαβεβαίωση ότι η σκυτάλη της εμπλοκής θα βρεθεί και επί κυβέρνησης ΝΔ σε «σίγουρα χέρια».

Με «ψήφο εμπιστοσύνης» από τις αγορές

Ταυτόχρονα, η ΝΔ αξιοποιεί τώρα ως «βαρύ χαρτί» αυτό που μέχρι χτες αξιοποιούσε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, λέγοντας ότι «εγγύηση επιτυχίας» για την πολιτική της αποτελεί η στήριξη που απολαμβάνει το πρόγραμμά της από οικονομικούς κύκλους, επενδυτικούς οίκους και τις αγορές, στις οποίες φέρεται να επικράτησε «έκρηξη αισιοδοξίας» με τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών.

Ετσι, τις προηγούμενες μέρες τα στελέχη της προέβαλαν αντιδράσεις όπως του επενδυτικού κολοσσού «Goldman Sachs», ο οποίος έγραψε πως «η νέα κυβέρνηση είναι λιγότερο πιθανό να αναιρέσει ορισμένες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που έχουν αναληφθεί στο παρελθόν (σ.σ. από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ). Ως εκ τούτου, ο κίνδυνος υψηλότερου κόστους εργασίας, λιγότερης ευελιξίας στην αγορά εργασίας και διάβρωσης της ανταγωνιστικότητας των μισθών θα μειωνόταν κάτω από μια κυβέρνηση υπό τη ΝΔ».

Επικαλέστηκαν ακόμα τις «χαρές» της «JP Morgan», η οποία ανέφερε πως «μια κυβέρνηση υπό την ηγεσία της ΝΔ θα μπορούσε να αποδειχθεί θετικό για τις αγορές αποτέλεσμα, καθώς διαθέτει μια ατζέντα που είναι πιο φιλική προς τις επιχειρήσεις», και αναλύσεις όπως αυτή της διεθνούς συμβουλευτικής εταιρείας «Eurasia Group», όπου επισημαίνεται πως η ΝΔ - όπως και ο ΣΥΡΙΖΑ - δεν αναμένεται να θέσει σε αμφισβήτηση τη συμφωνία με τους δανειστές και θα ακολουθήσει πολιτική «συμβατή με τους στόχους που έχουν τεθεί στην ΕΕ».

«Διέξοδος» για το λαό...

Η ΝΔ είναι κόμμα που ιστορικά έχει πρωτοστατήσει στις αντιλαϊκές αντεργατικές αναδιαρθρώσεις, στην εφαρμογή της αντιλαϊκής πολιτικής. Η θητεία όμως του ΣΥΡΙΖΑ, που αποδείχτηκε άξιος συνεχιστής των προηγούμενων αντιλαϊκών κυβερνήσεων, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα και τη χειραγώγηση ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων, που τον είχαν εμπιστευτεί ότι μπορεί να φέρει μια φιλολαϊκή διακυβέρνηση, της προκάλεσε αμηχανία και την ανάγκη με κάθε τρόπο να επιβεβαιώσει και να πλειοδοτήσει στην υλοποίηση των αντιλαϊκών στόχων.

Το αφήγημα του Κυρ. Μητσοτάκη δεν είναι καινούργιο. Αντιπαραθέτει παρεμβάσεις που διευκολύνουν την «ανάπτυξη», τις «επενδύσεις», «τη δράση των επιχειρήσεων» ως λύση για την άνοδο του βιοτικού επιπέδου όλου του λαού.

Το σχήμα έχει ως εξής: «Η ανάπτυξη είναι που θα φέρει δουλειές και όσο πιο μεγάλη θα είναι η ανάπτυξη, τόσο πιο καλοπληρωμένες και με δικαιώματα θα είναι οι δουλειές». Τη λογική αυτή την αντιπαραθέτει στον ΣΥΡΙΖΑ, που τον κατηγορεί για «παροχές» και «ξαναμοίρασμα της φτώχειας», ξεχνώντας ότι μαζί με τον ΣΥΡΙΖΑ και άλλα αστικά κόμματα ψήφιζαν στη Βουλή το μεγαλύτερο μέρος των αντιλαϊκών μέτρων και των προνομίων προς τους επιχειρηματικούς ομίλους.

Ποιος δεν θυμάται τη ΝΔ να ψηφίζει, για παράδειγμα, τη μείωση της φορολογίας στα διανεμόμενα κέρδη από το 15% στο 10%; Ποιος δεν την θυμάται να ψηφίζει τον νόμο του ΣΥΡΙΖΑ ενάντια στην απεργία ή την ενεργοποίηση του δικού της νόμου για τον κατώτερο μισθό, τον οποίο η ίδια ψήφισε ως μέτρο «θωράκισης της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων» και η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ έθεσε σε εφαρμογή με την ίδια ακριβώς επιχειρηματολογία;

Φτάνει, μάλιστα, η ΝΔ να πλειοδοτεί στους «ρυθμούς ανάπτυξης», βάζοντας στόχους που δεν φαίνεται να ανταποκρίνονται στην κίνηση της οικονομίας, με χαρακτηριστικό αυτό που είπε ο Κυρ. Μητσοτάκης την Πέμπτη από το βήμα του συνεδρίου του ΣΕΤΕ ότι «η οικονομία δεν πάει πουθενά με ρυθμούς ανάπτυξης του 2%. Χρειάζεται ρυθμούς ανάπτυξης του 3% - 4% (...) Και αυτή η ανάπτυξη δεν θα έρθει μέσα από την κατανάλωση. Θα έρθει μέσα από επενδύσεις».

...ο ίδιος αδιέξοδος δρόμος

Για την προσέλκυση «επενδύσεων» η ΝΔ προτάσσει ως βασικά στοιχεία την επιτάχυνση των «μεταρρυθμίσεων» από εκεί που τις αφήνει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, τις παραπέρα περικοπές δαπανών, την ταχύτερη προώθηση των «εμβληματικών» ιδιωτικοποιήσεων και της πολιτικής της «απελευθέρωσης» σε μια σειρά από κλάδους, όπως η Ενέργεια, και πάνω απ' όλα «την πάση θυσία μείωση της φορολογίας» για τους επιχειρηματικούς ομίλους, που όπως λένε θα στείλει «σαφές μήνυμα» στους επενδυτές.

Αυτό όμως που δεν λέει η ΝΔ, όπως βέβαια δεν λέει και ο ΣΥΡΙΖΑ, είναι ότι η αύξηση των κερδών των επιχειρηματικών ομίλων, η ενίσχυση της ικανότητάς τους να τα βγάζουν πέρα με τους ανταγωνιστές τους, η δυνατότητα να κάνουν «δουλειές», να στήνουν νέες επιχειρήσεις και σε νέους τομείς (αυτά εννοούν όταν μιλάνε για ανάπτυξη), έχει ως προϋποθέσεις μια σειρά από αντιλαϊκά και αντεργατικά μέτρα. Μέτρα που διευκολύνουν το ξεζούμισμα των μισθωτών, των εργαζομένων και σε αυτά περιλαμβάνεται όλο το αντεργατικό πακέτο που έχει εφαρμοστεί τα προηγούμενα χρόνια και άλλα που βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη για το άμεσο μέλλον.

Προϋποθέτει, λοιπόν, αρνητικές αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις, δουλειές χωρίς δικαιώματα. Προϋποθέτει συμπίεση των εισοδημάτων και των δικαιωμάτων, φτάνοντας σήμερα να μιλάμε για γενιά των 300 ευρώ κ.λπ. Αλλά και μέτρα που παίρνουν από τους εργαζόμενους και δίνουν στους επιχειρηματικούς ομίλους μέσα από προνόμια, φοροαπαλλαγές, εισφοροαπαλλαγές κ.ά.

Δηλαδή, όλα αυτά που ήδη ζουν οι εργαζόμενοι και ιδιαίτερα οι νεότεροι ηλικιακά. Αυτά έκανε τα προηγούμενα χρόνια και ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος διαφημίζει σήμερα ότι οι άμεσες ξένες επενδύσεις έσπασαν ρεκόρ επί της διακυβέρνησής του, φτάνοντας - όπως ισχυρίζεται - στο υψηλότερο επίπεδο της τελευταίας 11ετίας.

Επίσης, δεν λένε ότι όπως έχει αποδείξει και η πανευρωπαϊκή εμπειρία, οι «επενδύσεις» και η «ανάπτυξή» τους δεν συνοδεύονται από δραστική μείωση της ανεργίας, που θα παραμένει σε υψηλά επίπεδα, αλλά από μεθόδους ανακύκλωσής της, με τη γενίκευση των μορφών εκ περιτροπής και ελαστικής εργασίας. Δεν σημαίνουν σταθερές θέσεις δουλειάς και σταθερό χρόνο εργασίας και πολύ περισσότερο δεν σημαίνουν αυξήσεις στους μισθούς, όταν η τάση είναι να συμπιέζεται προς τα κάτω ο μέσος μισθός.

Αρα οι θέσεις που λένε «θυσίες για την ανάπτυξη έτσι ώστε να μεγαλώσει η πίτα και να την μοιράσω πιο δίκαια (ΣΥΡΙΖΑ) ή θυσίες για την ανάπτυξη και τις επενδύσεις ώστε η αγορά να προσφέρει περισσότερες και καλύτερες δουλειές (ΝΔ)» συγκλίνουν στο ένα και το αυτό: Στις θυσίες διαρκείας για το λαό.

Καβάλα στη συντηρητικοποίηση...

Η ΝΔ δεν διστάζει να διακηρύξει τους αντιλαϊκούς της στόχους, πολύ περισσότερο από τον ΣΥΡΙΖΑ, κάτι που ο δεύτερος αξιοποιεί για να σηκώσει τον μπαμπούλα του «άγριου νεοφιλελευθερισμού που έρχεται».

Τη δυνατότητα για κάτι τέτοιο της την έχει δώσει ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ, που με τη στάση του απογοήτευσε, ενίσχυσε συντηρητικές τάσεις στον λαό, την άποψη ότι δεν υπάρχει εναλλακτική από το σημερινό σύστημα, ότι δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι έξω από την ΕΕ και το ΝΑΤΟ. Την ενίσχυση της άποψης ότι ταυτίζονται τα συμφέροντα εργοδοσίας και εργαζομένων, το γεγονός ότι λέρωσε στη συνείδηση ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων τις αξίες του λαϊκού κινήματος, της προόδου, της αριστεράς.

Ετσι, σήμερα η ΝΔ μπορεί να μιλάει ανοιχτά και χωρίς να φοβάται για το εκλογικό της ποσοστό, για σκληρά μέτρα, με τη «σκληρή αλλά αναγκαία γλώσσα της αλήθειας», παρά το «σεμνό και ταπεινό» προεκλογικό ύφος των στελεχών της.

Να μιλάει ανοιχτά για νέες περικοπές ύψους 2 δισ. ευρώ από τις κρατικές δαπάνες, αφού πρώτα «παρουσιαστούν στους δανειστές και εξεταστούν από μηδενική βάση», όπως τονίζουν στελέχη της, ενώ ο συντονιστής του στρατηγικού σχεδιασμού, Τάκης Θεοδωρικάκος, «ψαλιδίζοντας» ακόμα παραπέρα τις όποιες λαϊκές προσδοκίες, ξεκαθάριζε μέσα στη βδομάδα πως «δεσμευόμαστε για πολλά χρόνια ακόμα για λιτότητα, γιατί αυτό έχει υπογράψει ο κ. Τσίπρας».

Στην ίδια λογική και η αποστροφή του αντιπροέδρου της Βουλής Νικήτα Κακλαμάνη, ο οποίος, δείχνοντας ότι η αντιπαράθεση ΣΥΡΙΖΑ - ΝΔ γίνεται στον «πάτο του βαρελιού» σε ό,τι αφορά τον λαό και τις ανάγκες του, έλεγε πως είναι η πρώτη φορά που «υπόσχεται στον λαό η κυβέρνηση ότι θα κάνει περισσότερα από ό,τι η αντιπολίτευση. Εχει γίνει αναστροφή του πράγματος».

Αυτοδυναμία και συναίνεση για τη «σταθερότητα» του κεφαλαίου

Το μεγάλο στοίχημα που θέτουν τα επιτελεία του κεφαλαίου για την κυβέρνηση της ΝΔ, αν αναλάβει την αντιλαϊκή σκυτάλη από τον ΣΥΡΙΖΑ, είναι το πόσο αποτελεσματικά αυτή θα μπορέσει να λάβει γρήγορες αποφάσεις, που θα δικαιώσουν τις «θετικές προσδοκίες» των επενδυτών.

Σ' αυτό το κλίμα, ο Κυρ. Μητσοτάκης δηλώνει ότι θα επιδιώξει μια «ισχυρή και αποτελεσματική» κυβέρνηση, που όμως θα επιδιώξει τις μεγαλύτερες δυνατές «συγκλίσεις» με τα υπόλοιπα αστικά κόμματα, ακόμα και αν κατακτήσει την αυτοδυναμία.

Γνωρίζοντας, δηλαδή, πως η αντιλαϊκή ατζέντα που θα διαχειριστεί η όποια επόμενη κυβέρνηση είναι βαριά, ζητάει με όπλο την αυτοδυναμία, από θέση ισχύος, να διαμορφώνει και τις απαραίτητες συναινέσεις και συγκλίσεις με τις υπόλοιπες αστικές πολιτικές δυνάμεις, με δεδομένη πάντα τη συμφωνία τους στα βασικά ζητούμενα του κεφαλαίου.

Γι' αυτό και στελέχη της ΝΔ, όπως ο βουλευτής Κ. Αχ. Καραμανλής, υποστήριζαν μέσα στη βδομάδα ότι «η ΝΔ ήταν πάντα το κόμμα της συναίνεσης και της συνεννόησης», ενώ ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του κόμματος Ν. Δένδιας ζητούσε «καθαρή εντολή», παρουσιάζοντας την αυτοδυναμία που ζητάει η ΝΔ ως τάχα «μη φαλκίδευση της εντολής του λαού μέσα από υποχρεωτικές παραχωρήσεις» σε ένα ενδεχόμενο κυβέρνησης συνεργασίας, την ώρα που διευκρίνιζε πως «αυτό δεν σημαίνει μη συνεργασίες την επόμενη μέρα»...


Δ. Μ.

ΣΥΡΙΖΑ
Επιστράτευση «αυτοκριτικής», κάλπικων διλημμάτων και εκβιασμών

INTIME NEWS

Εξωραϊσμός της κυβερνητικής θητείας με δόσεις «αυτοκριτικής», εκφοβισμός του λαού με τον «μπαμπούλα» πότε της «δεξιάς» και πότε του ΔΝΤ, αναπαραγωγή των κάλπικων διλημμάτων και τονωτικές ενέσεις με ισχυρισμούς ότι «το ματς γυρίζει»...

Τα παραπάνω περιλαμβάνονται στο μενού της κυβερνητικής προπαγάνδας, με στόχο να κλείσει όσο γίνεται η «ψαλίδα» της διαφοράς με τη ΝΔ στις εθνικές εκλογές της 7ης Ιούλη, κρατώντας εγκλωβισμένες λαϊκές δυνάμεις στη λογική του υποτιθέμενου «μικρότερου κακού».

Και όλα αυτά, «πακέτο» με τις απαραίτητες διαβεβαιώσεις στο κεφάλαιο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα παραμείνει διαθέσιμος ως ο «άλλος πόλος» της κυβερνητικής εναλλαγής, όποτε κριθεί σκόπιμο για να συνεχίσει τη βρώμικη δουλειά από εκεί που θα την αφήσει η ΝΔ, ή ακόμα και μαζί με τη ΝΔ, αν αυτό απαιτήσουν κάποιες «εξαιρετικά κρίσιμες συνθήκες».

Ας δούμε όμως πιο συγκεκριμένα βασικές τοποθετήσεις της κυβέρνησης των τελευταίων ημερών.

«Αυτοκριτική» δικαίωσης της βάρβαρης πολιτικής

Απ' το βράδυ ακόμα των ευρωεκλογών, όταν διαφάνηκε το εύρος της ήττας του ΣΥΡΙΖΑ, τα στελέχη του συμπεριφέρονταν σαν να τους «χρωστούσε» ο λαός, λέγοντας π.χ. ότι «δεν έγινε αντιληπτή η προσφορά της κυβέρνησης».

Με την υποτιθέμενη «αυτοκριτική» και τα λόγια ότι τάχα «πήρε το μήνυμα», πασπαλισμένη από ατάκες όπως ότι «δεν προλάβαμε να εξηγήσουμε στο λαό το έργο μας», η κυβέρνηση στην πραγματικότητα υπερασπίζεται όλη την αντιλαϊκή πολιτική της τα προηγούμενα χρόνια, πολιτική η οποία έδωσε «συγχωροχάρτι» και «αέρα στα πανιά» των ΝΔ - ΠΑΣΟΚ.

Αλλωστε, αυτήν τη λογική του «μονόδρομου» και του «ρεαλισμού» της υποταγής, που φούσκωσε παραπέρα το κύμα της συντηρητικοποίησης, υπερασπίζονται τα κυβερνητικά στελέχη και όταν λένε, όπως ο Αλ. Τσίπρας, ότι τα τρία πρώτα χρόνια «κυβερνάγαμε με τα χέρια δεμένα πίσω από την πλάτη».

Ενα επιχείρημα» που απογείωσε η αναπ. υπουργός Κοινωνικής Πολιτικής, Θ. Φωτίου, λέγοντας ότι «εμείς στην πραγματικότητα κυβερνάμε εννέα μήνες», αλλά και όταν λένε ότι «ο λαός δεν πρόλαβε να γευτεί τα οφέλη» της πολιτικής τους, επιμένοντας δηλαδή στο ψέμα ότι η πολιτική προς όφελος του κεφαλαίου μπορεί τάχα να έχει και «οφέλη» για το λαό.

Αυτό εννοούν - όπως και την αποφασιστικότητά τους να συνεχίσουν στην ίδια πορεία όποτε το επιτάξουν τα συμφέροντα του κεφαλαίου - όταν λένε ότι ανάμεσα σε αυτά που δεν «εξήγησαν στο λαό» είναι ότι «καταφέραμε να βγάλουμε πλεονάσματα», δηλαδή να κάνουν «κανονικότητα» το μάτωμα του λαού, και ότι «πετύχαμε την αναβάθμιση του ρόλου και του κύρους της χώρας στο διεθνές και ευρωπαϊκό στερέωμα», εννοώντας τη βαθιά εμπλοκή στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς που κάνουν την Ελλάδα «μεντεσέ» στα επικίνδυνα γεωπολιτικά παιχνίδια των ΗΠΑ - ΝΑΤΟ.

Χαρακτηριστικά, εξάλλου, της κάλπικης «αυτοκριτικής» είναι και τα όσα είπε την Πέμπτη ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και υπουργός Οικονομικών, Γ. Δραγασάκης, ότι μπορεί να μην «μπορέσαμε πάντα να υπερασπιστούμε τη διαφορετικότητά μας» και «κάναμε κι εμείς πράγματα για τα οποία ένας κόσμος έλεγε "μα κι εσείς τα ίδια κάνετε"», διευκρινίζοντας όμως αμέσως μετά πως «το έργο το οποίο κάναμε μπορώ να το υπερασπιστώ σε ό,τι αφορά τη γενική του κατεύθυνση».

Μπορεί λοιπόν - όπως λένε - να έκανε επιμέρους «λάθη» η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ στα χρόνια που εφάρμοσε και ενίσχυσε την αντιλαϊκή πολιτική των προηγούμενων, λόγω «αδυναμιών και απειρίας», αλλά η γενική κατεύθυνση στήριξης του κεφαλαίου ήταν σωστή.

Μπαμπούλας «δεξιάς» και ΔΝΤ

Τα παραπάνω φυσικά πλαισιώνονται και από τα απαραίτητα ψεύτικα και εκβιαστικά διλήμματα, όπως το αν η χώρα «θα συνεχίσει μια θετική πορεία προς τα μπρος με ένα ισορροπημένο μείγμα ελαφρύνσεων, αλλά και κοινωνικής στήριξης, ή αν θα βρεθεί μπροστά σε πολύ επικίνδυνες ατραπούς σε ό,τι αφορά την κοινωνική σταθερότητα, σε ό,τι αφορά και τη δημοσιονομική πορεία της», όπως είπε ο πρωθυπουργός, ανασύροντας ξανά τα σκιάχτρα της «δεξιάς» και του ΔΝΤ.

Ειδικά η επίκληση του πρωθυπουργού στην «κοινωνική σταθερότητα», που ο ίδιος έδειξε ότι μπορεί να εξασφαλίσει, κάτι που το επισήμανε στη συνέντευξή του, είναι υπενθύμιση στο κεφάλαιο ότι έκανε τη βρώμικη δουλειά του, τσακίζοντας και ταυτόχρονα χειραγωγώντας το λαό, τις δίκαιες αντιδράσεις, κάτι που δυσκολεύονται να κάνουν η ΝΔ ή το ΠΑΣΟΚ με τον ίδιο τρόπο.

Αυτή την ικανότητά του ο ΣΥΡΙΖΑ «πουλάει» στην αστική τάξη σαν το μεγάλο του ατού σε σχέση με τη ΝΔ, έστω κι αν φθάρηκε τα προηγούμενα χρόνια υπό το βάρος της αντιλαϊκής πολιτικής που εφάρμοσε.

Ο ΣΥΡΙΖΑ για άλλη μια φορά προσπαθεί να κάνει το μαύρο άσπρο. Σηκώνει το επιχείρημα ότι ο λαός κινδυνεύει να «γυρίσει πίσω στα μνημόνια», όταν αυτά δεν έφυγαν ποτέ από εδώ και, όπως φαίνεται και στην έκθεση της Κομισιόν με το νέο αντιλαϊκό μενού, συνεχίζονται μαζί με την εποπτεία, και στη λεγόμενη «μεταμνημονιακή εποχή». Ανοίγει ψευτο-κόντρα με τους «ακραίους συντηρητικούς κύκλους της ΕΕ», την ίδια ώρα που δεσμεύεται στη συνέχιση και υλοποίηση των αντιλαϊκών στόχων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η τροπολογία που έφερε για την κατάργηση της μείωσης του αφορολόγητου. Μαζί με αυτήν κατάργησε και μια σειρά από μέτρα που έδιναν ανάσα στο λαό (π.χ. μείωση του ΦΠΑ, μείωση του ΕΝΦΙΑ) πολύ απλά γιατί δεν χωράνε όλα στον δημοσιονομικό κορσέ. Μιλάει για βήματα στην αποκατάσταση αδικιών, όταν στην πραγματικότητα καλεί τον λαό να διαλέξει τι θα χάσει. Λέει ότι κινδυνεύουν οι εργασιακές σχέσεις που οι ίδιοι έχουν χαντακώσει. Η πραγματικότητα λοιπόν είναι αμείλικτη. Αυτό που θα παραλάβει η ΝΔ από τον ΣΥΡΙΖΑ είναι η αντιλαϊκή σκυτάλη, η συνέχιση του ίδιου αντιλαϊκού δρόμου.

Το έργο το έχουμε βεβαίως ξαναδεί, τα ίδια έκανε και το ΠΑΣΟΚ τις δεκαετίες του 1990 και του 2000. Και μάλιστα, όπως κάνει και ο ΣΥΡΙΖΑ σήμερα, κατηγορούσε το ΚΚΕ ότι με τη στάση του παίζει το παιχνίδι της δεξιάς. Παλιό και φθαρμένο επιχείρημα, για να κρύψουν ότι είναι δύο πόλοι του ίδιου αντιλαϊκού σχεδίου και γι' αυτό άλλωστε οι συγκλίσεις μεταξύ τους, που έχουν ήδη πετύχει σε ψηφοφορίες στη Βουλή, αφήνουν ανοιχτή την πιθανότητα ακόμα και μελλοντικής κυβέρνησης συνεργασίας. Οπως άλλωστε συνέβη και με το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ.

Οι «δύο πόλοι» του ίδιου σχεδίου

Αυτόν τον δρόμο ο Αλ. Τσίπρας διαμηνύει ότι θα συνεχίσει να υπηρετεί, απ' όποια θέση, παραμένοντας διαθέσιμος από όποιο πόστο αναλάβει μετά τις εκλογές.

Αυτό εννοούν τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, όταν λένε ότι στοιχείο της «κανονικότητας» που αποτύπωσαν οι πρόσφατες ευρωεκλογές, είναι η «εμπέδωση» του διπολισμού, με τον ίδιο «κυρίαρχο» στο ρόλο του ενός από τους δυο πόλους.

Με τον πρωθυπουργό στην πρόσφατη συνέντευξή του στην ΕΡΤ να λέει ότι «σε συνθήκες ομαλές και κανονικότητας, οι δυο βασικοί πόλοι αριστεράς και δεξιάς δεν είναι μαζί», αλλιώς - προσθέτουμε εμείς - πώς θα κρατούν εγκλωβισμένο τον λαό σε δήθεν «αντίθετα σχέδια»;

Και αμέσως μετά να διευκρινίζει πως «προφανώς, οι δύο πόλοι του πολιτικού συστήματος και στην απλή αναλογική δεν μπορούν να είναι σε πλαίσιο συνεργασίας, παρά μονάχα κάτω από πολύ ακραίες συνθήκες, που αυτό ορίζει η ανάγκη της χώρας, αν υπάρχει κάποιο μεγάλο εθνικό θέμα». Αποκαλύπτοντας δηλαδή ότι τελικά ακόμα και ένα σενάριο «μεγάλου συνασπισμού» σαν αυτό που συζητούσαν το 2015, δεν είναι δα και τόσο απίθανο, αν αυτό απαιτήσουν οι ανάγκες του κεφαλαίου.

Τα αστικά κόμματα έτσι κι αλλιώς σκουντουφλάνε το ένα στο άλλο, όπως φάνηκε περίτρανα και το τελευταίο εξάμηνο με τις μετεγγραφές ανάμεσα σε όλες τις κοινοβουλευτικές ομάδες, έχοντας κοινό παρονομαστή την αντιλαϊκή στρατηγική της ΕΕ και τις δεσμεύσεις που έχουν αναληφθεί με γνώμονα τι συμφέρει το εγχώριο κεφάλαιο και πώς θα διασφαλιστεί η ανάκαμψη της κερδοφορίας του...


Β.

ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ
Κόντρες και διεργασίες με κοινή συνισταμένη την αντιλαϊκή «σταθερότητα»

Σε αναβρασμό βρίσκεται το ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ, μετά την κόντρα ανάμεσα στην πρόεδρό του, Φώφη Γεννηματά, και τον Ευάγγελο Βενιζέλο, με αφορμή την ανακοίνωση από την πρώτη ότι επικεφαλής του ψηφοδελτίου Επικρατείας θα είναι ο Γιώργος Καμίνης.

Η εξέλιξη αυτή πυροδότησε σοβαρές εσωκομματικές εξελίξεις και διεργασίες, που «πατούν» στο έδαφος της αναζήτησης ενός πολιτικού μετεκλογικού ...προορισμού για το ΚΙΝΑΛ, στην κατεύθυνση του να παίξει το ρόλο του καταλύτη για τη «σταθερότητα» στο αστικό πολιτικό σύστημα και το ρόλο του εγγυητή στην απρόσκοπτη υλοποίηση της αντιλαϊκής πολιτικής, όπως άλλωστε κάνει επί δεκαετίες.

Η αντιπαράθεση αφορά το εάν θα γίνει συνεργασία με τη ΝΔ μετά τις εκλογές σε περίπτωση που δεν υπάρξει αυτοδύναμη κυβέρνηση, ή εάν με τη μια ή την άλλη μορφή θα «συγκολληθεί» στον - κατά προτίμηση αποδυναμωμένο - ΣΥΡΙΖΑ, στο πλαίσιο της δημιουργίας ενός σοσιαλδημοκρατικού πόλου - εγγυητή στην αντιλαϊκή εναλλαγή στη διακυβέρνηση.

Ανεξάρτητα από «προτιμήσεις» των στελεχών του ΚΙΝΑΛ και το έντονο σχετικό παρασκήνιο, το βασικό ζητούμενο με τη μια ή την άλλη μορφή είναι λοιπόν το πώς θα εξασφαλιστούν οι «συναινέσεις» για την επόμενη μέρα.

Αυτό είναι το στίγμα και η κατεύθυνση του ρόλου που διεκδικεί να παίξει το ΠΑΣΟΚ στο αστικό πολιτικό σύστημα, βλέποντας μάλιστα ως «ευκαιρία» την εκλογική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ και τη διαφαινόμενη ανάδειξη της ΝΔ ξανά σε κυβέρνηση.

Ο λαός όμως έχει πείρα και δεν πρέπει να ξεγελαστεί. Το ΠΑΣΟΚ το δοκίμασε και ως «σοσιαλιστικό», και ως «εκσυγχρονιστικό», και ως αυτοδύναμη κυβέρνηση, και ως συνιστώσα σε κυβερνήσεις συνεργασίας, και ως «Ελιά», και ως ΔΗΣΥ, και ως ΚΙΝΑΛ.

Δεν πρέπει να διαφεύγει πως βασικός κορμός του προγράμματος του ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ, όπως άλλωστε και του ΣΥΡΙΖΑ, είναι το «νέο κοινωνικό συμβόλαιο», που στον πυρήνα του έχει μέτρα για τη θωράκιση της ανταγωνιστικότητας και της κερδοφορίας του κεφαλαίου, σε συνδυασμό με μέτρα αποτελεσματικότερης και πιο στοχευμένης διαχείρισης της φτώχειας, που μεγαλώνει για το λαό.

Οι εργαζόμενοι, οι αυτοαπασχολούμενοι, οι μισθωτοί επιστήμονες, οι αγρότες, οι νεολαίοι που απεγκλωβίζονται από τον ΣΥΡΙΖΑ, δεν πρέπει να γυρίσουν πίσω, δεν πρέπει να κάνουν βήμα προς τα πίσω. Να κάνουν βήμα προς τα μπρος, να απεγκλωβιστούν απ' τα σοσιαλδημοκρατικά αδιέξοδα, από τις επιλογές ανάμεσα σε δυνάμεις χρήσιμες για το σύστημα, τους επιχειρηματικούς ομίλους. Να έρθουν σε επαφή με τις θέσεις του ΚΚΕ, την πρότασή του. Να κάνουν μία επιλογή που θα μετρήσει την επόμενη μέρα για τον λαό.

Διαρκής η συμπίεση των μισθών

Ακόμα και τα επίσημα στοιχεία δείχνουν πόσο προκλητικοί είναι οι κυβερνητικοί ισχυρισμοί για «αξιοπρεπείς θέσεις εργασίας» με «αύξηση μισθών». Η συρρίκνωση των μισθών είναι διαρκής και σταθερή όλη την τελευταία δεκαετία, ανεξάρτητα από ποιο κόμμα ήταν στην κυβέρνηση.

Ο μέσος μεικτός μισθός της συνολικής απασχόλησης, από 1.264 ευρώ μεικτά που ήταν το 2011, κατακρημνίστηκε στα 933 ευρώ το 2017 (μείωση 331 ευρώ ή 26%). Τον Νοέμβρη του 2014, λίγο πριν αναλάβει την κυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ, ο μέσος μεικτός μισθός ανερχόταν στα 1.008,9 ευρώ, για να φτάσει τον Νοέμβρη του 2018 στα 916,03 ευρώ μεικτά...

Τον ίδιο μήνα του 2018, με μερική απασχόληση εργάζονταν 649.786 μισθωτοί (29,5% του συνόλου) και η μέση μηνιαία αμοιβή για αυτούς τους εκατοντάδες χιλιάδες απασχολούμενους ήταν μόλις 384,22 ευρώ μεικτά! Τον αντίστοιχο μήνα του 2014, με μερική απασχόληση εργάζονταν 468.637 μισθωτοί...

Οι μύθοι του ΣΥΡΙΖΑ και η πραγματικότητα για μισθούς - Συμβάσεις

Στο συνολικότερο παραμύθι που εντείνει προεκλογικά η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, το παραμύθι της τάχα φιλολαϊκής διακυβέρνησης που «έδωσε μάχες» και υλοποίησε «θετικά μέτρα» για να «αντιστρέψει τον κοινωνικό όλεθρο που παρέλαβε», της διακυβέρνησης που έκανε «όσα θετικά πρόλαβε» και που τώρα «κινδυνεύουν» με τον ερχομό της ΝΔ, κεντρική θέση καταλαμβάνει η εξειδίκευση της απάτης για τα Εργασιακά.

«Το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ μιλάει για δημιουργία αξιοπρεπών θέσεων εργασίας με αύξηση μισθών... ενίσχυση του κοινωνικού κράτους και υποστήριξη των νέων», υποστηρίζει χαρακτηριστικά σε συνεντεύξεις της η υπουργός Εργασίας, Εφη Αχτσιόγλου, επιχειρώντας - όπως και τα υπόλοιπα κυβερνητικά στελέχη - να φιλοτεχνήσει το δήθεν φιλεργατικό πρόσωπο της κυβέρνησης, η οποία «ενίσχυσε τη θέση των εργαζομένων» και αντιμάχεται υποτίθεται τη «νεοφιλελεύθερη πολιτική» της ΝΔ που απειλεί να μας γυρίσει «πίσω στα μνημόνια».

Η πραγματικότητα βέβαια και στα Εργασιακά, τα όσα βιώνουν οι εργαζόμενοι και οι οικογένειές τους, έρχονται να γκρεμίσουν και αυτό το παραμύθι, επιβεβαιώνουν το γεγονός ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ συνέχισε και βάθυνε την αντεργατική επίθεση των κυβερνήσεων ΝΔ και ΠΑΣΟΚ.

Σε μια αντιλαϊκή σκυταλοδρομία, σε 4,5 χρόνια διακυβέρνησης από τον Γενάρη του 2015 μέχρι σήμερα, ο ΣΥΡΙΖΑ υπηρέτησε τους ίδιους αντεργατικούς στόχους, ενίσχυσε το οπλοστάσιο της εργοδοσίας για την εδραίωση της εργασιακής ζούγκλας και την ένταση της εκμετάλλευσης, προετοίμασε παντού το έδαφος για τα νέα χτυπήματα από την επόμενη κυβέρνηση. Οχι μόνο δεν «ενίσχυσε τη θέση των εργαζομένων», αλλά διατήρησε άθικτο όλο το αντεργατικό πλαίσιο των ΝΔ - ΠΑΣΟΚ και πάνω σε αυτό υπέγραψε μαζί τους το 3ο μνημόνιο, οι συνέπειες του οποίου όχι μόνο δεν «τελείωσαν», αλλά ξεδιπλώνονται κάθε μέρα που περνά στις ζωές των εργαζομένων, των ανέργων, των συνταξιούχων.

Φωτίζοντας μια κομβική πλευρά αυτής της συνέχειας της αντεργατικής επίθεσης, για την οποία η κυβερνητική προπαγάνδα επιχειρεί να κάνει το άσπρο μαύρο, ο «Ριζοσπάστης» αναδεικνύει σήμερα χαρακτηριστικές πλευρές της αντεργατικής κλιμάκωσης σε ό,τι αφορά τους μισθούς και τις Συλλογικές Συμβάσεις.

Διαρκής ενίσχυση του οπλοστασίου για το χτύπημα των μισθών

Διαψεύδοντας τα παραμύθια περί «αύξησης των μισθών» που πολλές φορές αναμασούν τα κυβερνητικά στελέχη, ακόμα και τα επίσημα στοιχεία επιβεβαιώνουν ότι η διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, σε συνέχεια των κυβερνήσεων ΝΔ - ΠΑΣΟΚ, έδωσε όλα τα όπλα στην εργοδοσία για να συνεχίσει την επίθεσή της στους μισθούς των εργαζομένων.

  • Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ που δεσμευόταν ότι ο πρώτος νόμος που θα έφερνε στη Βουλή θα ήταν η επαναφορά του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ, διατήρησε επί 4 ολόκληρα χρόνια τα ψίχουλα του κατώτατου μισθού των 586 ευρώ μεικτά, όπως και το αίσχος του «υποκατώτατου» των 511 ευρώ μεικτά για τους νέους κάτω των 25 χρόνων, δίνοντας τη δυνατότητα στην εργοδοσία, όχι μόνο να εκμεταλλεύεται τους εν λόγω άθλιους κατώτατους μισθούς, αλλά και να τους αξιοποιήσει ως μοχλό για να συμπιέσει παραπέρα συνολικά τους μισθούς των εργαζομένων.
  • Τον Φλεβάρη του 2019, τέσσερα χρόνια μετά την ανάληψη της διακυβέρνησης και... σε «μεταμνημονιακό» περιβάλλον, βάζοντας μπροστά το «καρότο» μερικών δεκάδων ευρώ στον κατώτατο μισθό (διαμορφώθηκε στα 650 ευρώ μεικτά, δηλαδή 100 ευρώ λιγότερα από όσο ήταν έως το 2012), η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ έβαλε σε εφαρμογή έναν από τους πιο εμβληματικούς μνημονιακούς νόμους: Τον νόμο 4172/2013 για τον καθορισμό του κατώτατου μισθού, γνωστό μέχρι τότε ως νόμο Βρούτση, τον οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ αποκαλούσε «νόμο - δολοφόνο» και έλεγε ότι θα τον καταργούσε, για να τον κάνει τελικά... νόμο Βρούτση - Αχτσιόγλου και με τη βούλα! Με την εφαρμογή του, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ κατάργησε μόνιμα τις συλλογικές διαπραγματεύσεις για τον κατώτατο μισθό, ο καθορισμός του οποίου θα γίνεται με Υπουργική Απόφαση και με κριτήριο την «ανταγωνιστικότητα» και την «παραγωγικότητα», δηλαδή με βάση τα συμφέροντα του κεφαλαίου. Με βάση ακριβώς αυτό το κριτήριο, τις «αντοχές» της «ανταγωνιστικότητας» και των καπιταλιστικών κερδών, η κυβέρνηση απορρίπτει σταθερά την απαίτηση εκατοντάδων συνδικάτων και τις τροπολογίες του ΚΚΕ για την επαναφορά του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ. Δεν είναι τυχαίο ότι την ίδια ώρα που ο ΣΥΡΙΖΑ πασχίζει να συντηρήσει τις κάλπικες διαχωριστικές γραμμές με τη ΝΔ, κατά την ψήφιση της ενεργοποίησης του εν λόγω νόμου στη Βουλή, ο βουλευτής της ΝΔ και υπουργός Εργασίας της προηγούμενης κυβέρνησης (ΝΔ - ΠΑΣΟΚ) Γ. Βρούτσης, παίρνοντας τον λόγο, εξέφρασε «θερμές ευχαριστίες στην κοινοβουλευτική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ, στην παρούσα υπουργό, κυρία Αχτσιόγλου», επειδή, όπως είπε, του «έκαναν την τιμή να χειροκροτήσουν ένθερμα και να υποστηρίξουν τον ν. 4172/2013 περί κατώτατου μισθού»! Μιλάμε για τέτοια... σύγκρουση σχεδίων! Αλήθεια, γιατί δεν μας λένε τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ που σπέρνουν κάλπικους εκβιασμούς: Με ποιον νόμο και ποια κριτήρια θα καθορίσει η επόμενη κυβέρνηση τον κατώτατο μισθό για το 2020; Η απάντηση βέβαια είναι γνωστή. Θα τον καθορίσει με βάση τον νόμο «Βρούτση - Αχτσιόγλου»! Αυτή είναι η κληρονομιά που αφήνει πίσω του ο ΣΥΡΙΖΑ σε ένα κορυφαίο για την εργατική τάξη ζήτημα...
  • Ακόμα και η κατάργηση του αίσχους του «υποκατώτατου» μισθού - μετά από 4 χρόνια που η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ τον εφάρμοσε στο ακέραιο - συνοδεύτηκε από ένα ακόμα δώρο προς το κεφάλαιο, με την επιδότηση των εργοδοτικών ασφαλιστικών εισφορών για τους νέους εργαζόμενους από τον κρατικό προϋπολογισμό. Η κυβέρνηση δηλαδή διασφάλισε ότι δεν θα επιβαρυνθεί ούτε στο ελάχιστο η μεγαλοεργοδοσία, απαλλάσσοντάς την από εισφορές που θα έπρεπε να πληρώνει και «ταΐζοντάς» την με κρατικό χρήμα από τα ματωμένα πλεονάσματα και τη φοροληστεία σε βάρος των εργαζομένων και του λαού! Επιπλέον, με τον τρόπο αυτό η κυβέρνηση διασφαλίζει ότι η εργοδοσία θα συνεχίσει να βρίσκει φτηνή εργατική δύναμη, διατηρώντας παράλληλα τη δυνατότητα να αντικαθιστά συνεχώς «ακριβούς» εργαζόμενους μεγαλύτερης ηλικίας με νέους και φτηνότερους, συμπιέζοντας τελικά τους μισθούς για το σύνολο των εργαζομένων.
Η απάτη περί «επαναφοράς των συλλογικών διαπραγματεύσεων»

Την ίδια ώρα που η κυβέρνηση προχώρησε στη μόνιμη κατάργηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων για τον κατώτατο μισθό, ισχυρίζεται ότι μετά τον Αύγουστο του 2018 «επανέφερε τις συλλογικές διαπραγματεύσεις» για τις κλαδικές Συλλογικές Συμβάσεις καθώς και τη δυνατότητα στο υπουργείο Εργασίας να τις κηρύσσει υποχρεωτικές στον αντίστοιχο κλάδο.

Πρόκειται, βέβαια, για ένα ακόμα προπαγανδιστικό τρικ, χωρίς αντίκρισμα για τους εργαζόμενους.

Καταρχάς, η συντριπτική πλειοψηφία των εργαζομένων, σχεδόν το 90%, συνεχίζει να εργάζεται χωρίς να καλύπτεται από καμία Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, αφού τίποτα δεν υποχρεώνει τις εργοδοτικές ενώσεις ακόμα και να προσέλθουν σε διαπραγματεύσεις με τα συνδικάτα για την υπογραφή ΣΣΕ.

Η πολυδιαφημισμένη «υποχρεωτικότητα», για την οποία μιλάει η κυβέρνηση, αφορά σε συμβάσεις ή διαιτητικές αποφάσεις μετρημένες στα δάχτυλα των δύο χεριών, ενώ ακόμα και σε αυτούς τους λίγους κλάδους που μία σύμβαση κηρύσσεται υποχρεωτική (π.χ. στα ξενοδοχεία), η συνεχής γενίκευση της «ευελιξίας» αφήνει ξεκρέμαστο ένα πολύ μεγάλο και ολοένα αυξανόμενο τμήμα των εργαζομένων. Το διαμορφωμένο αντεργατικό πλαίσιο διασφαλίζει στη μεγαλοεργοδοσία τη δυνατότητα να παρακάμπτει Συμβάσεις, να εντείνει την εκμετάλλευση, διατηρώντας εργαζόμενους πολλών ταχυτήτων ακόμα και μέσα στην ίδια επιχείρηση.

Πολύ περισσότερο, με ένα ακόμα δώρο της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ προς το κεφάλαιο, η επέκταση μιας Συλλογικής Σύμβασης σε όλο τον κλάδο επαφίεται πλέον αποκλειστικά στην... «καλή θέληση» των εργοδοτικών οργανώσεων: Με εγκύκλιό της, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ τούς έδωσε τη δυνατότητα να μπλοκάρουν όλη τη διαδικασία για την υποχρεωτικότητα μιας κλαδικής ΣΣΕ, απλά και μόνο με το να μη δώσουν το μητρώο μελών τους για να πιστοποιηθεί αν η Σύμβαση καλύπτει το 50%+1 των εργαζομένων...

Η πρώτη εφαρμογή του εν λόγω... «βέτο» αφορά στην κλαδική ΣΣΕ στη Ναυπηγοεπισκευή που υπογράφηκε τον Νοέμβρη του 2017, κάτω από την πίεση απεργιών και πολύμορφων κινητοποιήσεων: Η κυβέρνηση αρνείται να κηρύξει τη Σύμβαση υποχρεωτική για όλο τον κλάδο, επικαλούμενη το γεγονός ότι η εργοδοτική ένωση δεν παραδίδει το αρχείο των μελών της.

Αντιλαϊκή σκυταλοδρομία

Το δίπολο που επιχειρούν να στήσουν προεκλογικά ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ είναι πέρα για πέρα κάλπικο. Η αποδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων, η τεράστια περικοπή των μισθών, η υπονόμευση των Συλλογικών Συμβάσεων, η εκτίναξη της «ευελιξίας», όλη η εργασιακή ζούγκλα φέρει ατόφια τη σφραγίδα των κυβερνήσεων του ΣΥΡΙΖΑ, της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ.

Πρόσθετα σε όσα καταγράφονται παραπάνω για τους μισθούς και τις Συλλογικές Συμβάσεις, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ προώθησε επίσης πλήθος άλλων χτυπημάτων στα εργατικά δικαιώματα, τα οποία θα παρουσιαστούν σε επόμενα φύλλα του «Ριζοσπάστη», όπως το χτύπημα του απεργιακού δικαιώματος, η απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων, το χτύπημα στην κυριακάτικη αργία, η γενίκευση της «διευθέτησης» του χρόνου εργασίας, η διευκόλυνση των «δουλεμπορικών» γραφείων κ.ά.

Πάνω εκεί έρχεται να πατήσει τώρα η ΝΔ, που ετοιμάζεται να πιάσει το νήμα από εκεί που το αφήνει ο ΣΥΡΙΖΑ, έχοντας ψηφίσει μαζί του όλη την προηγούμενη τετραετία μια σειρά εμβληματικούς «αναπτυξιακούς» νόμους, που χτυπάνε στην καρδιά τα εργατικά δικαιώματα και αυγατίζουν τα προνόμια για το κεφάλαιο...

Επομένως, το πραγματικό δίλημμα για τους εργαζόμενους δεν μπορεί να είναι ποιος θα συνεχίσει να εφαρμόζει από κυβερνητικές θέσεις τον εργασιακό μεσαίωνα, αλλά πώς θα ορθώσουμε ισχυρό ανάχωμα σε αυτήν την αντιλαϊκή σκυταλοδρομία, πώς ο λαός με ισχυρό ΚΚΕ θα οργανώσει την αντίστασή του από καλύτερες θέσεις, για να εμποδίσει αντιλαϊκά μέτρα, να διεκδικήσει πραγματική ανάκτηση των απωλειών του και τελικά, με τον αγώνα του, να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για μια άλλη πολιτική που θα υπηρετεί τις δικές του ανάγκες.


Ζ.

Με αισιοδοξία, αυτοπεποίθηση και πείσμα

Οι εκλογές της 26ης Μάη ήταν στην ουσία προκριματικές για τις εθνικές εκλογές της 7ης Ιούλη 2019. Ανοιξαν νέα, σοβαρά ζητήματα και ανέδειξαν νέα και μεγάλα καθήκοντα για το ΚΚΕ και για τις δυνάμεις που συμπορεύονται μαζί του.

Οι εκμεταλλευτές του λαού, το κεφάλαιο, οι μονοπωλιακοί όμιλοι, οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις έχουν κάθε λόγο να είναι ικανοποιημένοι από το αποτέλεσμα των εκλογών.

Τα κόμματα που υπηρέτησαν τα συμφέροντά τους και ορκίζονται στη μακροημέρευσή τους βγήκαν ενισχυμένα, παρά τη σημαντική φθορά ορισμένων, όπως του ΣΥΡΙΖΑ και άλλων μικρότερων.

Είναι ικανοποιημένοι γιατί δεν αισθάνονται ακόμα ισχυρή αμφισβήτηση της εξουσίας και δύναμής τους. Και αυτό γιατί το εργατικό και λαϊκό κίνημα δεν έχει ακόμα περάσει σε φάση δυναμικής αντίστασης και αντεπίθεσης. Οι αγώνες που διεξάγονται είναι ακόμα κατά βάση αμυντικοί.

Παρ' όλα αυτά οι κυρίαρχες αυτές δυνάμεις δεν αισθάνονται ούτε ήσυχες ούτε ασφαλείς.

Γιατί η ανάκαμψη των κερδών τους, συνολικά η ανάκαμψη της καπιταλιστικής οικονομίας είναι ακόμα αναιμική, οι δυσκολίες που έχουν να ξεπεράσουν είναι μεγάλες, καθώς και οι αβεβαιότητες.

Η δική τους ανάκαμψη, η κερδοφορία τους προϋποθέτει συνεχείς θυσίες από την εργατική τάξη, τον εργαζόμενο λαό, αύξηση συνολικά της εκμετάλλευσης.

Γιατί δεν μπόρεσαν να συμπιέσουν το ΚΚΕ, που αποτελεί τον μόνο αντίπαλό τους και τον μόνο κίνδυνο για τα συμφέροντά τους.

Γιατί γνωρίζουν ότι πολύς κόσμος πήγε με μισή καρδιά στις κάλπες και ψήφισε τα κόμματά τους.

Γιατί η λαϊκή δυσαρέσκεια παραμένει, γίνονται διεργασίες μέσα στον κόσμο, υπάρχουν έντονες ανησυχίες και προβληματισμοί για τις εξελίξεις, για το πού πάμε.

Γιατί ξέρουν ότι δεν μπορούν να δώσουν τίποτα ουσιαστικό που να ανακουφίζει τα εργατικά και λαϊκά στρώματα.

Τώρα, μπροστά στις νέες εκλογές, έχουν κάθε συμφέρον και θα το επιδιώξουν με κάθε μέσο να σταθεροποιήσουν τα αποτελέσματα των πρόσφατων εκλογών.

Προτιμούν τη ΝΔ, αλλά θέλουν και τον ΣΥΡΙΖΑ να διατηρήσει ένα ικανοποιητικό ποσοστό για να μπορούν να εγκλωβίζουν το λαό στο δικό τους μαντρί.

Σε τελική ανάλυση, δεν ανησυχούν ποιος θα είναι πρώτος ή δεύτερος.

Ταυτόχρονα, παρεμβαίνουν για την ανάδειξη προθύμων για στήριξη κυβερνητικών πλειοψηφιών, όπως το ΚΙΝΑΛ, την αναμόρφωση του ακροδεξιού χώρου κι άλλων αναχωμάτων.

Επομένως, στις εκλογές που έρχονται, όλοι μαζί, για λόγους ταξικούς και στενά εκλογικούς, θα επιδιώξουν να χειραγωγήσουν το λαό και να εμποδίσουν, όσο εξαρτάται από αυτούς, να εκφραστούν η λαϊκή αγανάκτηση, δυσαρέσκεια και οι διεργασίες που συντελούνται σε αγωνιστική κατεύθυνση, στην ενίσχυση του ΚΚΕ.

Η ΝΔ για να αποσπάσει τη μεγαλύτερη δυνατή δύναμη με στόχο την αυτοδυναμία. Ο ΣΥΡΙΖΑ για να διατηρήσει ή να αυξήσει τα ποσοστά του. Το ΚΙΝΑΛ για να παίζει από όσο γίνεται καλύτερες θέσεις το ρόλο της τσόντας σε μελλοντικές κυβερνήσεις.

Είναι ολοφάνερο ότι πρέπει να προετοιμαστούμε καλά για πολύ σκληρό και μεγάλο αγώνα, για να αντισταθούν όσο γίνεται περισσότερος εργατικός, λαϊκός κόσμος, η νεολαία στα εκβιαστικά διλήμματα.

Να συνειδητοποιήσουν ότι παραμένει επιτακτική ανάγκη η μεγαλύτερη δυνατή ενίσχυση του ΚΚΕ, για να μπορέσουν η εργατική τάξη, τα λαϊκά στρώματα να υπερασπιστούν τη ζωή τους, να οργανώσουν την αντίστασή τους, να περάσουν στην αντεπίθεση.

Να αποκρουστούν μαχητικά, ανυποχώρητα τα εκβιαστικά, τρομοκρατικά διλήμματα, που ήδη έχουν τεθεί και θα ενισχυθούν.

Να απορριφθεί ο εκβιασμός

Τι μας λέει ο ΣΥΡΙΖΑ; «Δώστε μας μία ακόμα ευκαιρία. Εχετε δίκιο στην κριτική σας. Βγάλαμε συμπεράσματα, πήραμε το μήνυμα. Να μην έρθει η ΝΔ, γιατί θα είναι πισωγύρισμα, γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι το ίδιο».

Πρέπει αποφασιστικά και χωρίς ταλαντεύσεις να απορριφθεί αυτός ο εκβιασμός.

  • Δεν έχει βγάλει κανένα ουσιαστικό συμπέρασμα. Η αυτοκριτική που επιχειρεί είναι ψεύτικη και υποκριτική, όπως ότι φταίει το ύφος, δεν κατάλαβε ο κόσμος τι ψήφισε, κυβερνάμε μόνο 9 μήνες κ.λπ.
  • Στην αντιλαϊκή πολιτική που εφάρμοσε δεν έκανε λάθος. Εφάρμοσε συνειδητή ταξική πολιτική. Επιλέχτηκε και βοήθησε συνειδητά να ξεπεράσει το σύστημα την κρίση και τα προβλήματά του, φορτώνοντας στο λαό τις συνέπειες, συνεχίζοντας με συνέπεια την πολιτική των προηγούμενων κυβερνήσεων, θωρακίζοντας με πρόσθετα μέτρα την ένταση της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης.

Η ενίσχυση της βαρβαρότητας που έχει επιβληθεί με νέους νόμους, δίπλα στους προηγούμενους (νόμος για την απεργία, υλοποίηση του νόμου Βρούτση που καταργεί την Εθνική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, η επέκταση της κυριακάτικης δουλειάς, ο νόμος Κατρούγκαλου, οι ιδιωτικοποιήσεις, η παραπέρα απελευθέρωση των απολύσεων κ.ά.) δεν είναι λάθος επιλογές, αλλά ικανοποίηση και αξιώσεις του κεφαλαίου και της ΕΕ.

Δεν έχει διαφορετική ταξικά πολιτική από αυτή της ΝΔ, που μέχρι πριν από λίγο καιρό τον αντιμετώπιζε με αμηχανία γιατί της έπαιρνε την μπουκιά από το στόμα.

Προτεραιότητα παραμένει η ενίσχυση της καπιταλιστικής οικονομίας, των κερδών των επιχειρηματικών ομίλων και ό,τι περισσέψει να πηγαίνει για τις εργατικές - λαϊκές ανάγκες, δηλαδή οι πραγματικοί παραγωγοί του πλούτου να μην έχουν πρόσβαση σε αυτόν.

Αναπαράγει σταθερά την απάτη ότι κεφάλαιο και εργατική τάξη έχουν κοινό συμφέρον.

Εχει τεράστιες ευθύνες για τη ζημιά που έχει κάνει στο εργατικό και λαϊκό κίνημα. Για τις μεγάλες αυταπάτες που έσπειρε ότι χωρίς ρήξεις και συγκρούσεις θα έρθουν καλύτερες μέρες και ότι αυτό το βάρβαρο σύστημα μπορεί να διορθωθεί. Για την ανάγκη μειωμένων απαιτήσεων που καλλιέργησε για να βγούμε από την κρίση. Για τους συμβιβασμούς που έσπειρε ότι μέχρι και το ΝΑΤΟ μπορεί να μετεξελιχθεί σε φιλειρηνική δύναμη, ως και οι Αμερικανοί μπορούν να διαδραματίσουν θετικό ρόλο και τελικά για την απογοήτευση που γέννησε.

Εχει κυρίως τεράστιες ευθύνες γιατί αθώωσε τη ΝΔ, της έδωσε δύναμη και γενικότερα συνέβαλε στην ανασύνταξη του αστικού πολιτικού συστήματος και να ξεπεράσει δυσκολίες του.

Συμπέρασμα. Ο ΣΥΡΙΖΑ ούτε μπορεί ούτε θέλει να αντιπαλέψει την αντιλαϊκή πολιτική που θα εφαρμόσει η επόμενη αντιλαϊκή κυβέρνηση, αυτοδύναμη ή συνεργασίας με κορμό τη ΝΔ, ούτε μέσα ούτε έξω από τη Βουλή, και πολύ περισσότερο δεν μπορεί να δώσει τίποτα διαφορετικό και θετικό ως προς την προοπτική.

Είναι εκτεθειμένος με βαριά αντεργατικά και αντιλαϊκά μέτρα, αλλά και δεσμευμένος στις δυνάμεις του κεφαλαίου και των ιμπεριαλιστών «συμμάχων» της ελληνικής αστικής τάξης.

Γι' αυτό δεν πρέπει να είναι πρόβλημα των εργαζομένων, της νεολαίας, προοδευτικών και αριστερών ανθρώπων αν ο ΣΥΡΙΖΑ θα διατηρήσει τα ποσοστά του, αν θα συνεχίζει να διαδραματίζει όποιο ρόλο στην πολιτική ζωή.

Μας λένε ακόμα: Η ΝΔ θα πάρει πίσω τα «θετικά» μέτρα που δήθεν πήρε ο ΣΥΡΙΖΑ. Κρύβουν την αλήθεια και παραπλανούν. Η ΝΔ θα συνεχίσει την αντιλαϊκή πολιτική και τις δεσμεύσεις του ΣΥΡΙΖΑ. Θα πατήσει πάνω στο αντιλαϊκό έργο και βεβαίως θα το επιταχύνει.

Από εδώ προκύπτει και το κεντρικό πολιτικό πρόβλημα: Ποια δύναμη, με ποιο πρόγραμμα, με ποιες θέσεις θα αντιπαλέψει τη συνέχιση της αντιλαϊκής πολιτικής.

Ποια δύναμη μπορεί να μπει μπροστά και ποια δύναμη μπορεί να εκφράσει τα πραγματικά προβλήματα του λαού και τις ανάγκες του.

Μόνο το ΚΚΕ μπορεί να ηγηθεί στην οργάνωση της λαϊκής αντίστασης και αντεπίθεσης.

Αυτό κρίνεται στις 7 Ιούλη από τη σκοπιά των εργατικών - λαϊκών συμφερόντων.

Αυτό που συμβαίνει αυτές τις μέρες στην Τράπεζα Πειραιώς είναι ένα μικρό παράδειγμα που αποδεικνύει πολύ χαρακτηριστικά και την ουσία του πολιτικού ζητήματος και τις αυριανές εξελίξεις.

Η αντίσταση των εργαζομένων στις απολύσεις, που αποφασίστηκαν, γιατί αυτό συμφέρει την τράπεζα, έχει ως μόνο στήριγμά της το ΚΚΕ, το ταξικό κίνημα. Το συμφέρον της τράπεζας και κάθε μονοπωλιακού ομίλου, για να εξασφαλίζει απρόσκοπτα τα συμφέροντά του, δεν θέλει ταξικά σωματεία, δεν θέλει το ΠΑΜΕ, δεν θέλει ενισχυμένο ΚΚΕ. Θέλουν υποταγή, συμβιβασμό και ταξική ειρήνη.

Αυτό κρίνεται σε αυτές τις εκλογές:

Αν θα ενισχυθεί η δύναμη που αντιπαλεύει την κυριαρχία των μονοπωλίων και αμφισβητεί την εξουσία τους, που υπερασπίζεται τα δικαιώματα των εργαζομένων.


Του
Δημήτρη ΓΟΝΤΙΚΑ*
*Ο Δ. Γόντικας είναι μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ

Ο γνωστός μας κ. Βαρουφάκης...

Eurokinissi

Η προβολή που πήρε το κόμμα του κ. Βαρουφάκη ΜΕΡΑ25 λίγο πριν από τις ευρωεκλογές, αλλά ιδιαίτερα μετά, με δεδομένη την παρ' ολίγο εκλογή ευρωβουλευτή, συνοδεύεται με χαρακτηρισμούς «αντισυστημική δύναμη», «αλέκιαστη αριστερά», νέα εναλλακτική δύναμη κ.λπ.

Με αφορμή, λοιπόν, όλη αυτήν την παραφιλολογία και τον εξωραϊσμό που επιχειρείται προφανώς με σκοπό τη στήριξή του ως υποδοχέα δυσαρεστημένων ψήφων από τον ΣΥΡΙΖΑ, ξαναθυμίζουμε τις υπηρεσίες του κ. Βαρουφάκη, ο οποίος δεν μας είναι κάνας άγνωστος αλλά πολύ γνωστός ως υπουργός της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ την περίοδο Γενάρης - Αύγουστος 2015.

«Νονός»...

Ο κ. Βαρουφάκης ως υπουργός Οικονομικών της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ την περίοδο Γενάρης - Αύγουστος του 2015 είναι πρώτα απ' όλα γνωστός για τα βαφτίσια του. Επί ημερών του, η τρόικα (ΕΕ - ΕΚΤ - ΔΝΤ) έγινε «θεσμοί», τα μνημόνια μετονομάστηκαν σε «συμφωνία» και η επέκταση των μνημονίων «παράταση της δανειακής σύμβασης» κ.ά. Εβαλε, δηλαδή, πλάτη ώστε σιγά - σιγά να καταλαγιάσει η λαϊκή αντίθεση στα μνημόνια, που βεβαίως παρέμενε σε θολό πλαίσιο. Είναι χαρακτηριστικές οι εξής τοποθετήσεις του:

Σε συνέντευξή του στο «Βήμα», ο Γ. Βαρουφάκης σημείωνε: «Εδώ υπάρχει ένα, αν θέλετε, σημειολογικό ζήτημα. Δηλαδή, από τη μια μεριά κατανοώ ότι οι εταίροι μας δεν μπορούν εύκολα να δεχτούν το ότι εμείς "θα σκίσουμε το μνημόνιο". Οτι θα κάνουμε μια συμβολική κίνηση που θα θεωρηθεί εχθρική. Και είναι κάτι το οποίο εγώ δεν είμαι διατεθειμένος να κάνω, έτσι κι αλλιώς. Πολύ εύκολα μπορούμε να βρούμε μια τέτοια φράση που να καλύπτει και τη δική τους πλευρά και τη δική μας». Συμβολικό, λοιπόν, το σκίσιμο του μνημονίου και όχι πραγματικό.

Ταυτόχρονα, εισήγαγε τις έννοιες περί «λιτού βίου» και της «ήπιας λιτότητας», προκειμένου να στρογγυλέψει το γεγονός ότι, για ακόμα μια φορά, αντί να έρθει το τέλος των μνημονίων με έναν νόμο και ένα άρθρο, όπως υποστήριζε ο ΣΥΡΙΖΑ πριν γίνει κυβέρνηση, ο λαός καλούνταν να υπομένει νέες θυσίες σε δικαιώματα, να συνεχίζει να ζει μέσα στο αντιλαϊκό μνημονιακό πλαίσιο των προηγούμενων χρόνων. Βέβαια, για να λέμε την αλήθεια, την έννοια της «ήπιας λιτότητας» τη δανείστηκε από την κυβέρνηση της ΝΔ του 2004.

Γι' αυτόν το λόγο, μάλλον, η αστική τάξη της χώρας πρέπει να του οφείλει αρκετά για τον ρόλο που έπαιξε, μαζί βέβαια με όλη την υπόλοιπη κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, στον ευνουχισμό των όποιων ριζοσπαστικών διαθέσεων του λαού.

Η «ρεαλιστική σύγκρουση»....

Αν και στο παρόν άρθρο δεν πρόκειται να ασχοληθούμε αναλυτικά με το πρόγραμμα του κόμματος του κ. Βαρουφάκη, εντούτοις έχει σημασία να ασχοληθούμε με το βασικό σύνθημά του περί «ρεαλιστικής σύγκρουσης». Δεν είναι τίποτα περισσότερο απ' αυτό που έκαναν ο κ. Βαρουφάκης και η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ από τον Γενάρη μέχρι τον Αύγουστο του 2015.

Επί ημερών του ξεκίνησε μια μακροχρόνια αντιλαϊκή διαπραγμάτευση που προετοίμασε βήμα το βήμα και οδήγησε τελικά στο «μνημόνιο ΣΥΡΙΖΑ» τον Αύγουστο του 2015...

Θυμίζουμε ότι τον Φλεβάρη του 2015 στο Βερολίνο δήλωνε σε σχέση με το ισχύον τότε μνημόνιο: «Δεν είναι ότι θα πετάξουμε το τρέχον πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων. Θα έλεγα ότι το 60% - 70% των μέτρων θα τα θέλαμε και εμείς, το πρόβλημα είναι ότι του λείπει πολύ μεγάλος αριθμός πολύ σημαντικών μεταρρυθμίσεων». Μάλιστα, προστρέχει στον ΟΟΣΑ και στη γνωστή εργαλειοθήκη του, πραγματοποιεί συναντήσεις με τους εκπροσώπους του ιμπεριαλιστικού θεσμού, προκειμένου να ...συμπληρώσει το υπόλοιπο 30% των αναδιαρθρώσεων με νέα αντιλαϊκά μέτρα.

Σημαντικός σταθμός αυτής της διαπραγμάτευσης είναι η συμφωνία στις 20 Φλεβάρη, που στην πραγματικότητα σημαίνει την κατοχύρωση των μέτρων όλων των προηγούμενων μνημονίων και το άνοιγμα του δρόμου για το επόμενο, το 3ο...

Είναι καθαρό σε όλη του την επιχειρηματολογία, σε όλα τα Eurogroup, στα οποία έδινε τα γνωστά γλυκανάλατα σόου, ότι κριτήριο της διαπραγμάτευσής του δεν ήταν βεβαίως η αποκατάσταση δικαιωμάτων και απωλειών του λαού, αλλά η εξασφάλιση της στήριξης της ανάκαμψης της καπιταλιστικής οικονομίας, χαλαρώνοντας ορισμένα μέτρα που δημιουργούσαν δυσκολίες.

Σε αυτό το πλαίσιο της προετοιμαζόμενης «σκληρής τελικής διαπραγμάτευσης» με ΕΕ και ΔΝΤ, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ προχωρά σε μια σειρά από μέτρα, όπως τη δέσμευση των αποθεματικών των Ασφαλιστικών Ταμείων και της Τοπικής Διοίκησης, που έχουν βεβαίως ραγδαίες επιπτώσεις στη λειτουργία αυτών των οργανισμών που βέβαια πληρώνει ο λαός... Με δικό του πρωταγωνιστικό ρόλο προετοιμάζονται μέτρα για το ενδεχόμενο χρεοκοπίας, δηλαδή για το ενδεχόμενο ο λαός να πληρώσει με άλλον τρόπο, με άλλη μορφή, ξανά τα σπασμένα για λογαριασμό του κεφαλαίου και της διαπραγμάτευσής τους με την ΕΕ.

«Αλέκιαστη αριστερά»;

Ο Γ. Βαρουφάκης εμφανίστηκε να διαφωνεί με την απόφαση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ για την υπογραφή συμφωνίας τον Ιούλη του 2015, θεωρώντας ότι η κυβέρνηση πρόδωσε την εντολή του δημοψηφίσματος. Ετσι προβάλλει το προφίλ του συνεπούς, που δεν τα δίπλωσε, δεν έκανε πίσω...

Η αλήθεια είναι βέβαια ότι η πρόταση της κυβέρνησης που κατέθεσε ο Βαρουφάκης και η πρόταση των ΕΕ - ΔΝΤ - ΕΚΤ που έβαλε η κυβέρνηση στο δημοψήφισμα διέφεραν ελάχιστα. Ουσιαστικά, το δίλημμα ήταν ο λαός να διαλέξει μνημόνιο...

Για να δούμε όμως τι έλεγε όταν, εκπροσωπώντας την κυβέρνηση, είχε παραστεί στο Eurogroup στις 22 Ιούνη 2015, όπου επιχειρηματολογούσε για την ανάγκη να γίνει δημοψήφισμα και διεκδικούσε παράταση του προγράμματος χρηματοδότησης για μερικές βδομάδες μέχρι να γίνει το δημοψήφισμα.

Ουσιαστικά, ο Γ. Βαρουφάκης περιέγραφε ότι η κυβέρνηση στήνει στις πλάτες του λαού μια απάτη, με σκοπό να περάσει τελικά η συμφωνία της με την τρόικα. Επικαλούνταν τη δυσκολία να περάσει η πρόταση της τρόικας από το Κοινοβούλιο, ενώ παραδεχόταν τον αντιλαϊκό χαρακτήρα και των δικών τους προτάσεων. Ελεγε χαρακτηριστικά: «Αυτό που κάνει αδύνατο να περάσει το πακέτο των θεσμών από το Κοινοβούλιο είναι η έλλειψη απάντησης στο ερώτημα: Αυτά τα επώδυνα μέτρα τουλάχιστον θα μας δώσουν μια περίοδο ηρεμίας κατά την οποία θα μπορέσουμε να προχωρήσουμε στις συμφωνημένες μεταρρυθμίσεις και μέτρα;». Ουσιαστικά, ζήτησε πίστωση χρόνου για να περάσει η κυβέρνηση στα πιο μαλακά, στα πιο ύπουλα, τα αντιλαϊκά μέτρα. Εδινε μάλιστα εγγυήσεις για την προσήλωση της κυβέρνησης στην υλοποίηση της αντιλαϊκής συμφωνίας: «Κάποιοι ανησυχούν ότι μια ψήφος στο "ναι" θα είναι μια ψήφος μη εμπιστοσύνης στην κυβέρνησή μας (μιας και θα προτείνουμε ψήφο στο "όχι"), και σε αυτήν την περίπτωση δεν θα μπορούμε να υποσχεθούμε στο Eurogroup ότι θα είμαστε σε θέση να υπογράψουμε και να εφαρμόσουμε μια συμφωνία με τους θεσμούς. Δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Είμαστε αφοσιωμένοι δημοκράτες. Εάν ο λαός μας δώσει καθαρή εντολή για να υπογράψουμε τις προτάσεις των θεσμών, θα κάνουμε ό,τι χρειάζεται για να το πράξουμε, ακόμη κι αν αυτό σημαίνει μια ανασχηματισμένη κυβέρνηση». Η αλήθεια είναι ότι η κυβέρνηση ήλπιζε σε ένα τέτοιο αποτέλεσμα, αλλά δεν της βγήκε... Αυτό φαίνεται και από το παρακάτω απόσπασμα: «Συνάδελφοι, η άρνησή σας για επέκταση του προγράμματος για μερικές βδομάδες ώστε να δώσουμε στον ελληνικό λαό τη δυνατότητα να μελετήσει ήσυχα και με ηρεμία την πρόταση των δανειστών, ιδιαίτερα από τη στιγμή που υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να τις δεχθεί (σε αντίθεση με τη δική μας πρόταση) θα πλήξει μόνιμα την αξιοπιστία του Eurogroup ως ενός οργάνου δημοκρατικών αποφάσεων το οποίο αποτελείται από κράτη - μέλη που μοιράζονται όχι μόνο ένα κοινό νόμισμα, αλλά και κοινές αξίες».

Είναι καθαρό, λοιπόν, ότι ο κ. Βαρουφάκης υπηρέτησε πιστά το σχέδιο της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ για εξαπάτηση του λαού το καλοκαίρι του 2015 και του εξαναγκασμού του να δεχτεί μια από τις εκδοχές της αντιλαϊκής συμφωνίας. Το γιατί στη συνέχεια αποφάσισε να διαφοροποιηθεί από την κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ είναι δικό του θέμα, πάντως όχι αποτέλεσμα πολιτικής συνέπειας.

Ολη η ιστορία φανερώνει ότι κάθε άλλο παρά φρέσκια και αντισυστημική δύναμη μπορούν να χαρακτηριστούν ο κ. Βαρουφάκης και το κόμμα του...


Χ.

Κοροϊδία και εκβιασμός στους συμβασιούχους του Δημοσίου

Με περίσσιο θράσος βγήκε την περασμένη Πέμπτη ο πρωθυπουργός και ισχυρίστηκε ότι είναι τάχα κάποιοι «ακραίοι, συντηρητικοί κύκλοι στις Βρυξέλλες» αυτοί που «έφτασαν να θέσουν ακόμα και ζήτημα απολύσεων συμβασιούχων στον δημόσιο τομέα», ενθαρρυμένοι, όπως είπε, από το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών και την επικράτηση της ΝΔ. Απογειώνοντας την πρόκληση ισχυρίστηκε ότι τέτοιο θέμα είχε να τεθεί από το 2014, «πριν, δηλαδή, αναλάβει η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και ξεκαθαρίσει, καταστήσει σαφές ότι δεν πρόκειται να αποδεχτεί καμία απόλυση στον δημόσιο τομέα».

Μιλάμε βέβαια για απροκάλυπτη κοροϊδία:

-- Οι απολύσεις συμβασιούχων στο Δημόσιο ήταν και παραμένουν στην ημερήσια διάταξη, είναι η διαρκής άθλια πραγματικότητα σε όλα τα χρόνια της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, ακριβώς όπως ήταν και στα χρόνια των κυβερνήσεων ΝΔ και ΠΑΣΟΚ. Χαρακτηριστικά παραδείγματα οι χιλιάδες συμβασιούχοι στους δήμους που πετάχτηκαν στο δρόμο, οι χιλιάδες «ευέλικτοι» εργαζόμενοι στα νοσοκομεία που μένουν άνεργοι κ.ο.κ.

-- Ο ΣΥΡΙΖΑ, αγκαζέ με τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ, μόλις πριν από λίγους μήνες απέρριψαν «πανηγυρικά» την πρόταση που κατέθεσαν στη Βουλή εκατοντάδες συνδικάτα του δημόσιου τομέα, ζητώντας την κατάργηση του σχετικού άρθρου του Συντάγματος που απαγορεύει τη μονιμοποίηση των συμβασιούχων.

-- Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ είναι αυτή που πατώντας στο αντιλαϊκό έργο των προκατόχων της γενίκευσε την «ευέλικτη» εργασία σε όλο το Δημόσιο, με χιλιάδες συμβασιούχους, επικουρικούς, αναπληρωτές, εργολαβικούς εργαζόμενους. Ενα μεγάλο μέρος τους απασχολείται με αυτό το καθεστώς για πάρα πολλά χρόνια στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, και προφανώς κανένα θέμα απολύσεων δεν θα υπήρχε αν είχαν προσληφθεί με όρους μόνιμης και σταθερής εργασίας...

Ομως οι κυβερνήσεις ΣΥΡΙΖΑ, ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, όλων των αστικών κομμάτων διαχρονικά, ανάλογα με τις ανάγκες του αστικού κράτους και των καπιταλιστών θρέφουν τις στρατιές συμβασιούχων γιατί αποτελούν φθηνή εργατική δύναμη, χωρίς δικαιώματα, γιατί γίνονται ευκολότερα αντικείμενο εκμετάλλευσης και εκβιασμών για να τους αρπάξουν την ψήφο. Αυτό κάνουν και τώρα, γι' αυτό και όλοι οι εργαζόμενοι πρέπει να τους «μαυρίσουν» όπως τους αξίζει!



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ