Κυριακή 8 Ιούνη 2008
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΔΙΗΓΗΜΑ
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
Βιογραφικό Του Μπέρτολντ ΜΠΡΕΧΤ

1898 -1956

Το όνομά του ταυτίστηκε με τη στρατευμένη τέχνη. Γιατί ο ίδιος στρατεύτηκε συνειδητά με την εργατική τάξη. Ο Μπρεχτ, ο κομμουνιστής, ο ποιητής, ο πεζογράφος, ο δραματουργός, ο θεωρητικός, ο σκηνοθέτης, ο δάσκαλος, με το πολύμορφο έργο του, αποτέλεσε για τέσσερις σχεδόν δεκαετίες μια επαναστατική πρωτοπορία στα πολιτιστικά δρώμενα της Δυτικής Ευρώπης του 20ού αιώνα, με διεθνή απήχηση και πολύπλευρη επίδραση. Το όραμά του, όραμα «των κολασμένων της Γης» για τη νέα χωρίς εκμετάλλευση κοινωνία, αποτυπώνεται στο έργο του, ως ανάταση ζωής για το μέλλον.

Οι δύο γιοι

Από το βιβλίο «Θέση εργασίας»

Γρηγοριάδης Κώστας

To Γενάρη του 1945 προς το τέλος του πολέμου, μια αγρότισσα της Θουριγκίας ονειρεύτηκε το γιο της να τη φωνάζει απ' τα χωράφια. Και όταν μισοκοιμισμένη βγήκε στην αυλή, της φάνηκε πως στο πηγάδι στεκόταν ο γιος της και έπινε νερό. Τον φώναξε κι αμέσως κατάλαβε το λάθος της: ήταν ένας απ' τους νεαρούς Ρώσους αιχμαλώτους που φέραν στο χωριό για καταναγκαστική εργασία.

Μερικές μέρες αργότερα της έτυχε κάτι το περίεργο. Εφερε φαγητό στους αιχμαλώτους στο πλησιέστερο δασάκι, όπου εκείνοι βγάζαν κούτσουρα. Την ώρα που έφευγε, είδε πάλι το νεαρό και φιλάσθενο αιχμάλωτο. Ο νέος έστρεψε το πρόσωπο την ώρα που του άπλωνε κάποιος άλλος το καζάνι με τη σούπα, μάλιστα με το ύφος του έδειξε σαν να απογοητεύτηκε, και ξαφνικά στο πρόσωπο αυτό η γυναίκα σαν να 'βλεπε το γιο της. Και τις επόμενες μέρες, πολλές φορές της φάνηκε να γίνεται αυτή η μεταμόρφωση και να βλέπει στο πρόσωπο του αιχμαλώτου το γιο της. Υστερα αρρώστησε ο αιχμάλωτος και έμενε μόνος, χωρίς καμιά φροντίδα στην αποθήκη. Αυτή ένιωθε τώρα όλο και περισσότερο την ανάγκη να του πάει κάτι για να φάει, να τον πιάσει, κι όμως εμποδιζόταν από την παρουσία του αδερφού της, ενός ανάπηρου πολέμου, ο οποίος διεύθυνε το νοικοκυριό και μεταχειριζόταν άσχημα τους αιχμαλώτους, ιδιαίτερα τώρα που τα πράγματα άρχισαν να σκουραίνουν και το χωριό όλο και περισσότερο φοβόταν τους αιχμαλώτους. Οχι πως σκεφτόταν διαφορετικά από τον αδερφό της, μια και η ίδια δε θεωρούσε σωστό να βοηθάς αυτούς τους υπανθρώπους, για τους οποίους άκουγε φοβερά πράγματα. Ζούσε διαρκώς με το φόβο, μήπως έπεφτε ο γιος της στα χέρια των εχθρών, εκεί στο ανατολικό μέτωπο που πολεμούσε, και τότε τι του έμελλε να πάθει. Κι έτσι, ταλαντεύονταν τώρα η γυναίκα, αν έπρεπε να βοηθήσει αυτόν τον αιχμάλωτο στην ερημιά του, ώσπου κάποιο βράδυ στο χιονισμένο περιβόλι έμεινε έκπληκτη, όταν συνάντησε μια ομάδα αιχμαλώτων τη στιγμή που είχαν μια πολύ θερμή συζήτηση. Φαίνεται στέκονταν στο κρύο για να μην ακούει κανείς τα μυστικά τους. Ο νεαρός βρισκόταν ανάμεσά τους, τρέμοντας από το ρίγος, και από τη μεγάλη του εξασθένιση τρόμαξε πολύ μόλις την είδε. Πάνω στο φόβο του έγινε πάλι η μεταμόρφωση του προσώπου του, έτσι που όταν η γυναίκα κοίταξε το τρομαγμένο αυτό πρόσωπο να νομίσει πως βλέπει το γιο της.

Την απασχολούσε πολύ αυτό και αν από καθήκον αναγκάστηκε να πει στον αδερφό της τα σχετικά με τη συζήτηση στο περιβόλι, το είχε αποφασίσει ήδη να δίνει κρυφά στο παλικάρι κομμάτια χοιρομέρι. Αποδείχτηκε κι αυτό, όπως και κάθε άλλη καλή πράξη στο τρίτο Ράιχ, σαν κάτι το εξαιρετικά δύσκολο και επικίνδυνο. Σ' αυτές της τις ενέργειες, το μόνο εχθρό που είχε να αντιμετωπίσει, ήταν ο αδερφός της. Και παράλληλα δεν μπορούσε να εμπιστεύεται και πολύ τους αιχμαλώτους. Κι όμως, τα κατάφερε. Σύντομα αντιλήφθηκε πως ετοιμάζονται οι αιχμάλωτοι να δραπετεύσουν, γιατί ο κίνδυνος μέρα με τη μέρα τούς ζύγωνε. Ο κόκκινος στρατός πλησίαζε, και ή θα τους έσυραν στα δυτικά ή απλά θα τους αποτελείωναν.

Η γυναίκα δεν μπορούσε να αρνηθεί στο νεαρό αιχμάλωτο και να μη εκτελέσει τις επιθυμίες του, που τις έκφραζε με παντομίμα και με μερικές λέξεις στα γερμανικά: τώρα τη συνέδεε μαζί του αυτή η παράξενη ιστορία. Κι έτσι, θέλοντας και μη, παρασύρθηκε στα σχέδια των αιχμαλώτων να δραπετεύσουν. Τους εφοδίασε μ' ένα σακάκι κι ένα μεγάλο ψαλίδι πού 'κοβε σύρματα. Και κατά παράξενο τρόπο, η μεταμόρφωση που λέγαμε δεν ξανάγινε. Βοηθούσε τώρα πια τον ξένο νεαρό.

Ηταν ένα σοκ γι' αυτήν, όταν ένα πρωινό του Φλεβάρη, άκουσε ένα χτύπημα στο παράθυρο και είδε μέσα από το τζάμι στο σκοτάδι το πρόσωπο του γιου της. Αυτή τη φορά όμως, ήταν πράγματι ο γιος της. Φορούσε μια σχισμένη στολή των ΕΣ-ΕΣ, το τμήμα του διαλύθηκε και τους πληροφόρησε ταραγμένος πως οι Ρώσοι βρίσκονται μόνο μερικά χιλιόμετρα μακριά απ' το χωριό. Ο ερχομός του βέβαια, έπρεπε να μείνει μυστικός.

Σε μια γωνιά στη σοφίτα, έγινε ένα είδος πολεμικού συμβουλίου, με τη γυναίκα, τον αδερφό της και το γιο της. Αποφάσισαν από κοινού να ξεφορτωθούν τους αιχμαλώτους, γιατί πιθανόν αυτοί είχαν δει τον ΕΣ-ΕΣ και το ακόμα πιθανότερο, θα κατέθεταν αρμοδίως τα σχετικά με τη μεταχείρισή τους σ' αυτό το σπίτι. Εκεί κοντά υπήρχε ένα λατομείο. Το σχέδιο του νεαρού ΕΣ-ΕΣ ήταν να παρασύρει τη νύχτα έναν έναν χωριστά τους αιχμάλωτους μακριά απ' τον αχυρώνα και να τους σκοτώνει. Δε θα 'ταν δύσκολο μετά να μεταφερθούν τα πτώματα στο λατομείο. Το απόγευμα θα τους έδιναν να πιουν αρκετή ποσότητα ρακί. Αυτό δε θα 'πρεπε να τους προκαλέσει ιδιαίτερη εντύπωση, γιατί, όπως είπε ο αδερφός της, τον τελευταίο καιρό, και ο ίδιος και οι συνεργάτες του, άρχισαν να φέρονται στους Ρώσους φιλικά για να τους εξευμενίσουν, έστω και την τελευταία στιγμή. Αφού ανέπτυξε το σχέδιό του ο ΕΣ-ΕΣ, πρόσεξε ξαφνικά πως άρχισε η μάνα του να τρέμει. Οι δύο άνδρες αποφάσισαν να μην την αφήσουν, σε καμιά περίπτωση, να πλησιάσει τον αχυρώνα τις επόμενες ώρες. Ετσι, με φρίκη περίμενε η γυναίκα το σούρουπο. Οι Ρώσοι, ευχαριστώντας, πήραν το ρακί και η γυναίκα τούς άκουσε, αφού μέθυσαν, να τραγουδάνε τα μελαγχολικά τους τραγούδια. Οταν όμως πήγε ο γιος της στον αχυρώνα γύρω στα μεσάνυχτα, δε βρήκε τους αιχμαλώτους. Οπως φαίνεται, κάναν τους μεθυσμένους. Και ακριβώς, αυτή η νέα ασυνήθιστη καλοσύνη των χωρικών τούς έπεισε πως θα 'πρεπε να είναι ο κόκκινος στρατός πολύ κοντά.

Οι Ρώσοι φτάσαν γύρω στα ξημερώματα. Ο γιος βρισκόταν στη σοφίτα μεθυσμένος, ενώ η γυναίκα πανικόβλητη, προσπαθούσε να κάψει τη στολή των ΕΣ-ΕΣ. Και ο αδερφός της ήταν μεθυσμένος. Η ίδια υποδέχτηκε τους Ρώσους στρατιώτες και τους τάισε. Το πρόσωπό της όλες τούτες τις ώρες ήταν σαν απολιθωμένο. Οι Ρώσοι φύγαν το πρωί, ο Κόκκινος Στρατός συνέχιζε την προέλαση. Ο γιος ξύπνησε, ζητούσε πάλι ρακί και εξέφρασε την επιθυμία να περάσει με τις γερμανικές στρατιές που υποχωρούσαν για να συνεχίσει τον αγώνα. Η μάνα του ούτε προσπάθησε καν να τον πείσει πως η συνέχιση του αγώνα σήμαινε βέβαιο θάνατο. Απελπισμένη, ρίχτηκε να τον εμποδίσει και προσπάθησε να τον συγκρατήσει. Εκείνος την έσπρωξε και την έριξε πάνω στ' άχυρα. Καθώς σηκωνόταν εκείνη, ψαχουλεύοντας έπιασε το ζυγό στα χέρια της, το σήκωσε και αφού χτύπησε τον μανιασμένο άντρα, τον έριξε καταγής. Λένε πως το ίδιο πρωινό, μια γυναίκα παρουσιάστηκε στην πλησιέστερη Ρωσική διοίκηση και δεμένο με χάμουρα πάνω σ' ένα κάρο, παράδωσε το γιο της σαν αιχμάλωτο πολέμου, για να του σώσει τη ζωή, όπως εξήγησε η ίδια στο διερμηνέα.



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ