Πέμπτη 8 Νοέμβρη 2012
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Ενώ το Φεστιβάλ κινηματογράφου συνεχίζεται...

«Οι μικρές μας διαφορές» της Συλβί Μισέλ
«Οι μικρές μας διαφορές» της Συλβί Μισέλ
Στη Θεσσαλονίκη, εν μέσω απεργιακών κινητοποιήσεων, στα λόμπι των ξενοδοχείων συνειδητοποιείς γι' ακόμα μια φορά την ύπαρξη δύο εντελώς διαφορετικών, εκ διαμέτρου αντίθετων, κόσμων. Και η τέχνη δυστυχώς μέχρι στιγμής θεωρεί ότι καθήκον της είναι να συμφιλιώνει και να γεφυρώνει αυτούς τους κόσμους ... Συμβατικότητα και μικροαστικός καθωσπρεπισμός χαρακτηρίζει το σύνολο των ταινιών που προβάλλονται στο 53ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης σε πλήρη αντίθεση με το πνεύμα των καιρών. Τέχνη που συμπορεύεται με το σύστημα, τέχνη μαλάκιο, τουλάχιστον ό,τι είδαμε μέχρι και την Δευτέρα το βράδυ. Εξαίρεση η ρώσικη ταινία «ΖΩΗ» και κατά δεύτερο λόγο η τουρκική «ΜΟΥΧΛΑ», αμφότερες του διαγωνιστικού τμήματος. 15 συνολικά ταινίες συμμετέχουν σ' αυτό το τμήμα του φεστιβάλ, οι δυο εκ των οποίων ελληνικές. Και φυσικά είναι το τμήμα που δίνει το στίγμα του κάθε φεστιβάλ και καθορίζει το χαρακτήρα και το εύρος του. Οι περισσότερες ταινίες έχουν ήδη διανομή, έτσι σ' αυτές θα αναφερθούμε εκτενέστερα εν καιρώ ...

Παράλληλα στην Αθήνα, το ενδιαφέρον εστιάζεται στο Αντιφασιστικό Φεστιβάλ Κινηματογράφου που διοργανώνεται από σήμερα έως και τις 14 Νοεμβρίου στον κινηματογράφο TITANIA CINEMAX (επί της Θεμιστοκλέους και Πανεπιστημίου, τηλέφωνο 210 - 3811 147). Στο πλούσιο πρόγραμμα της εκδήλωσης περιλαμβάνονται ταινίες μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ, δείγματα δουλειάς αξιόλογων σκηνοθετών και υποδείγματα κινηματογραφικής τέχνης και γραφής. Μεταξύ άλλων «ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΙΒΑΝ» (1962) του Αντρέι Ταρκόφσκι, «ΝΥΧΤΑ ΚΑΙ ΚΑΤΑΧΝΙΑ» (1955) του Αλέν Ρενέ, «ΡΩΜΗ, ΑΝΟΧΥΡΩΤΗ ΠΟΛΗ» (1945) του Ρομπέρτο Ροσελίνι κ.ά. Ημερήσιο, ενιαίο εισιτήριο 5 ευρώ και 3 για ανέργους. Για πληροφορίες πάνω στο πρόγραμμα και το ωράριο προβολών επικοινωνήστε με τον κινηματογράφο...

«Το πλοίο για την Παλαιστίνη» του Νίκου Κούνδουρου
«Το πλοίο για την Παλαιστίνη» του Νίκου Κούνδουρου
Η επιφάνεια της θαυμαστής τούρκικης ταινίας «ΜΟΥΧΛΑ» (2012) του Αλί Αϊντίν - διαγωνιστικό τμήμα - θυμίζει το μακρύ και ήρεμο ποτάμι της ζωής... Ο ικανότατος, νεαρός Τούρκος σκηνοθέτης, αφηγείται με χαμηλόφωνη μειλιχιότητα σε ρυθμούς «λεγκάτο», την ιστορία του μεσήλικα Μπασρί , του φύλακα των σιδηροδρομικών ραγών σε κάποια απομονωμένη περιοχή, στα βάθη της τουρκικής γης. Ο Μπασρί έχει μοναδική συντροφιά ένα ρώσικο τρανζίστορ για ν' ακούει τις ειδήσεις ενώ δεν κουράζεται να υποβάλλει αιτήσεις προς τις αρχές, ζητώντας απάντηση για την τύχη του εξαφανισμένου, εδώ και 18 χρόνια, φοιτητή στην Κωνσταντινούπολη γιου του, που οι φήμες τον θέλουν με δράση αντικαθεστωτική. Ο κύριος πρωταγωνιστής στην ταινία είναι το περιβάλλον, φυσικό και κοινωνικό, όπως και οι, συνδεδεμένες με αυτό, πολλαπλές όψεις της ανθρώπινης ψυχής που έρχονται στην επιφάνεια με εξαιρετική, αφηγηματική διακριτικότητα. Οι σιωπές είναι ατελείωτες, βαριές και γεμάτες ενώ οι λιγοστές λέξεις αποδεικνύεται ότι έχουν ειδικό βάρος. Τα μακρά πλάνα σεκάνς, από μαλακές γωνίες λήψεις, κυλούν αργά στους ρυθμούς της ζωής στην περιοχή. Η φωτογραφία καθαρή και τα καδραρίσματα αυστηρά. Η δριμύτητα της μορφής ούτε μια στιγμή δεν καθιστά το κείμενο ψυχρό ή μπανάλ, ενώ οι εκλεκτικές συγγένειες της ταινίας με την αισθητική του σινεμά του Νούρι Μπίλγκε Τσεϊλάν είναι εμφανείς.

«Le Capital» του Κώστα Γαβρά
«Le Capital» του Κώστα Γαβρά
«

ΟΙ ΜΙΚΡΕΣ ΜΑΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ» (2012) - διαγωνιστικό τμήμα - τιτλοφορείται η γερμανική, πρώτη μεγάλου μήκους ταινία, της Γαλλίδας Συλβί Μισέλ. Επιδερμική προσέγγιση σε θέματα σχέσεων ανάμεσα σε γονείς και παιδιά, εργοδότες και υφιστάμενους, Γερμανούς και μετανάστες... Συμβατική αφήγηση μιας αδιάφορης ιστορίας σε μια μπανάλ ταινία...

Σε αφιέρωμα του τμήματος «Ανοιχτοί Ορίζοντες» στο Γερμανό σκηνοθέτη Αντρέας Ντρέζεν, παρακολουθήσαμε δυο ταινίες - από τις συνολικά 6 που περικλείει η εκδήλωση. Ο Ντρέζεν γεννήθηκε το 1963 στην πόλη Γκέρα της Ανατολικής Γερμανίας. Σπούδασε σκηνοθεσία στην Ανώτατη Σχολή Κινηματογράφου και Τηλεόρασης του Πότσνταμ- Μπάμπελσμπεργκ. Στις εξαίρετες για το είδος τους ταινίες του «ΜΙΚΡΑ ΨΕΜΑΤΑ, ΜΕΓΑΛΕΣ ΑΠΙΣΤΙΕΣ» (2002) και στην πολύ αργότερα «ΟΥΙΣΚΙ ΜΕ ΒΟΤΚΑ» (2009), διακρίνει κανείς όχι απλά μια άριστη τεχνική κατάρτιση, βάση, στο να μπορεί κανείς να ελέγχει και να χειρίζεται με πλαστικότητα, ροή και φυσικότητα τα εκφραστικά του μέσα και κατ' επέκταση την προσωπική, κινηματογραφική του γλώσσα ... αλλά το ουσιωδέστερο των ουσιωδών. Κι αυτό συνίσταται στην αντίληψη του δημιουργού για τον κόσμο και τα πράγματα, στο βλέμμα που έχει διδαχθεί τη διαλεκτική, την αντίφαση και την αντίθεση, τους νόμους της κίνησης και της εξέλιξης... Εδώ έγκειται η διαφορά στην οπτική της προσέγγισης των θεματικών επιλογών του Ντρέζεν, επιλογές - ακτινογραφία των ανθρώπινων και διαπροσωπικών σχέσεων των ηρώων του, από τα μικροαστικά κυρίως στρώματα, που βρίσκονται σε σταυροδρόμια της ζωής και καλούνται να πάρουν καθοριστικές αποφάσεις...

«Red city» του Μάνου Τσίζεκ
«Red city» του Μάνου Τσίζεκ
Προβλήθηκε στα πλαίσια του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, σε μία και μοναδική προβολή η τελευταία ταινία του Κώστα Γαβρά «LE CAPITAL» (2012) με την παρουσία του δημιουργού της. Η Θεσσαλονίκη ήταν ο τρίτος φεστιβαλικός σταθμός - μετά το Τορόντο και τον Σαν Σεμπαστιάν - στην διαδρομή της, προτού η ταινία βγει αρχικά στις γαλλικές αίθουσες στα μέσα του Νοέμβρη. Μια και μοναδική η προβολή της σε «primetime» κάτι που δεν συνεπάγεται άλλο, από αύξηση της υπεραξίας του φιλμικού εμπορεύματος. Και πρόκειται κυριολεκτικά για εμπόρευμα. Πολυτελείας μεν, μια που η ιστορία του κινείται σε περιβάλλοντα όπου «η πολυτέλεια συνιστά δικαίωμα», κοινότοπης ωστόσο θεματικής και αισθητικής, δεδομένου ότι τελευταία μπουχτίσαμε από την πληθώρα συγγενούς περιεχομένου ταινιών που, εν μέσω της γενικευμένης καπιταλιστικής κρίσης, πραγματεύονται ιστορίες που σχετίζονται με τις αμαρτωλές χρηματοπιστωτικές αγορές και τους κάθε είδους υπηρέτες τους. Χωρίς ουδεμία εξαίρεση, οι ταινίες αυτές αγωνιούν να υποβάλλουν στο φιλοθεάμον κοινό τη θέση ότι ο επιθετικός, κακός καπιταλισμός που έχει, δημοκρατικά φευ, κυριαρχήσει, κάποτε θα εξαντληθεί και θα επανέλθει στο προσκήνιο εκείνος ο καλός καπιταλισμός και όλοι θα ζουν καλά κι εμείς καλύτερα...

Η ταινία είναι εμπνευσμένη από το βιβλίο του Ζαν Περλεβάντ «Total Capitalism» και το σενάριό της βασίζεται στο βιβλίο του Στεφάν Οσμόντ. Ο Κώστας Γαβράς, με το χλιαρό του θρίλερ για τη ραγδαία άνοδο (και την οικειοθελή τελικά έξοδο) του Μαρκ Τουρνέιγ στα ύψιστα κλιμάκια της χρηματιστηριακής εξουσίας, δεν αφηγείται ούτε κάποια καινούρια ιστορία, ούτε με κάποιον - έστω στοιχειωδώς - καινούριο τρόπο, αντίθετα! Η αφήγηση συμβατική. Γραμμική και σε πρώτο πρόσωπο από τον ανηλεή Μαρκ, που τσακίζει οτιδήποτε στέκεται εμπόδιο στην προσωπική του αναρρίχηση και κέρδος. Γιατί όσο περισσότερο χρήμα έχεις τόσο περισσότερο σε σέβονται, ισχυρίζεται ... Μπορεί να απολύει χιλιάδες εργαζόμενους και να ζητά από τους εναπομείναντες να ρουφιανεύουν τους διπλανούς τους αλλά ... προσοχή, είναι φιλάνθρωπος... στέλνει σε απολυμένο 10.000 ευρώ! Τοιουτοτρόπως μπαίνει στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ, εγγράφεται στο στρατόπεδο των καλών και μόνο που δεν παρασημοφορείται όταν εκδίδει βιβλίο - οποίος ηρωισμός - που αποκαλύπτει τους «κακούς» που αλλοιώνουν το καλό σύστημα. Sens moral(ηθικόν δίδαγμα): ο καλός καπιταλισμός «a la francaise» βρίσκεται στον αντίποδα του ύπουλου καπιταλισμού «a la cowboy»... Ολοι του κόσμου οι κολασμένοι κοιμηθείτε ήσυχα λοιπόν!!!

Μπορεί οι προθέσεις του Νίκου Κούνδουρου να ήταν οι καλύτερες όμως είναι οδυνηρό να παρακολουθείς «ΤΟ ΠΛΟΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΗ» (2012) και αυτό σου προξενεί μέγιστη αμηχανία δεδομένου ότι πρόκειται για Κούνδουρο. Η ταινία μυθοπλασίας της οποίας όλα τα στοιχεία κατάγονται από πραγματικά γεγονότα, οπτικοποιεί ένα σενάριο - γραμμένο από τον ίδιο τον σκηνοθέτη - που συνίσταται σε πλίνθους και κεράμους ατάκτως ερριμμένους... Και τι δε χώρεσε αλήθεια ο Κούνδουρος εκεί μέσα!... Αραβες, Νεοναζί, τον μέγα διδάσκαλο στην στοά των μασόνων Ιορδάνη Κύρογλου, με τη λευκή του αλογοουρά, πόρνες από τα Βαλκάνια, την Εβραία γυναίκα του Κύρογλου, Μαρία, την κόρη του Σάρα και το πλοίο «Ναόμι» που αράζει σε ένα μικρό λιμάνι της Πελοποννήσου φορτωμένο, αντί για σιτάρι από τον Παναμά, όπλα για το Ισραήλ. Ο χωρόχρονος της ιστορίας δεν ορίζεται με ακρίβεια αλλά είναι εμφανείς οι αναφορές στο σήμερα. Ταινία επιεικώς απαράδεκτη...

Αδικαιολόγητα μακράς διάρκειας η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Μάνου Τσίζεκ «RED CITY» (2012) που, ερμηνεύει οπτικοακουστικά ποιητικούς στίχους του Ντίνου Χριστιανόπουλου και της Μαρίας Ταταράκη. Μικροαστικό και αβαθές βλέμμα στην πόλη ή μάλλον, στο κέντρο της πόλης και στους κατοίκους του μέσα από ένα παιχνίδι στο χωρόχρονο. Ενα οπτικοηχητικό ποτ πουρί υφασμένο με ετερόκλητες, αποσπασματικές εικόνες, ψυχεδελικό μοντάζ και στατικές εμβόλιμες σκηνές χρώματος σέπια και έντονα στραμπουλιγμένο λόγο. Εφηβοι εύμορφοι, ανδροειδή, μετανάστες, φεμινιστικές νότες, νυχτερινή κίνηση, άστεγοι, φωτεινές πινακίδες, περιθωριακές φιγούρες, κινέζικες γειτονιές, φωτιές, δακρυγόνα, αλλά και πανέμορφες νεαρές με αρχαιοπρεπείς ενδυμασίες σε ειδυλλιακό τοπίο να σχολιάζουν βουβά και δηκτικά τη δράση των ΜΑΤ. Παρωχημένη αισθητική χωρίς ίχνος αυθεντικότητας, την οποία βέβαια σπάνια βρίσκει κανείς εκεί που ψάχνει ο σκηνοθέτης...

Μια παρέα, αποφασίζει να κάνει μια καρικατούρα φιλμ νουάρ, βασισμένο στην ιστορία της ταινίας του Φριτς Λανγκ «THE BIG HEAT»(1953). Ως εδώ περίφημα! Η σούπα χαλάει όμως, από την στιγμή που η κακόγουστη κι ατάλαντη αυτή ταινία - για κάποιο λόγο - επιλέγεται να προβληθεί στα πλαίσια του σημαντικότερου φεστιβάλ της χώρας, σίγουρα σε βάρος κάποιας άλλης ταινίας που μάλλον δε διέθετε «τα προσόντα» ώστε να τύχει επιλογής! «ΜΠΙΓΚ ΧΙΤ» (2012) ο τίτλος της ασπρόμαυρης ελληνικής «διασκευής» (;) που κάνει πλάκα με τον εαυτό της όταν ακριβώς συνειδητοποιεί ότι δεν είναι σε θέση να τα βγάλει πέρα. Ο καλός φωτισμός, το βάθος πεδίου και η βαθιά «νουάρ» φωνή του υπαστυνόμου Αριστείδη Κορμά, στοιχεία, που καταγράφονται στα θετικά, δεν είναι σε θέση να ισοφαρίσουν το ουσιώδες έλλειμμα της ανυπαρξίας mise/en/ scene(σκηνοθεσίας εντός κάδρου), της κάκιστης δραματουργίας που άπτεται άμεσα των κακών ερμηνειών και της αδυναμίας δημιουργίας ατμόσφαιρας... Η ταινία δεν είχε σχέση ούτε με κακό Γιάννη Μαρή, πόσο μάλλον με Φριτς Λανγκ...

Στα αφιερώματα του τμήματος του φεστιβάλ «Ανοιχτοί Ορίζοντες» είχαμε την τύχη και την ευτυχία - μεταξύ άλλων - να ξαναδούμε δυο από τις παλαιότερες ταινίες του 55χρονου Φινλανδού, Ακι Καουρισμάκι, που δηλώνει περήφανος που αποτελεί συνέχεια της παράδοσης του πραγματικού σινεμά, δεδομένου ότι στις, κοντά τριάντα, ταινίες του - από το 1981 - ουδέποτε πρόδωσε το φιλμ των 35 χιλιοστών. «Το πραγματικό φιλμ είναι φως, το ψηφιακό ηλεκτρισμός» λέει. «Δεν με ενδιαφέρει η ανώτερη τάξη. Δεν ξέρω πώς να γράψω διαλόγους γι' αυτήν. Δεν ξέρω πώς μιλάνε. Ολη μου τη ζωή δούλευα, δούλευα, δούλευα, αυτοί είναι οι χαρακτήρες που ξέρω» λέει με κυνικό πάθος ο βαθιά καλλιεργημένος σκηνοθέτης της στιλιζαρισμένης «φινλανδικής ψυχής» με σήμα κατατεθέν του, το μινιμαλιστικό ύφος. 11 ταινίες του περιλαμβάνει το αφιέρωμα και σας προτείνουμε θερμά να ξαναδείτε την «ΜΠΟΕΜΙΚΗ ΖΩΗ» (1991), την «Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΧΩΡΙΣ ΠΑΡΕΛΘΟΝ» (2002) και φυσικά «ΤΟ ΛΙΜΑΝΙ ΤΗΣ ΧΑΒΡΗΣ» (2011)...


ΚΡΙΤΙΚΗ:
Τζία ΓΙΟΒΑΝΗ

ΒΑΣΙΛΙ ΣΙΓΚΑΡΕΦ
Ζωή

«Αν ο κόσμος θέλει να βλέπει την βία ωραιοποιημένη, τότε κάτι δεν πάει καλά με το μυαλό τους. Οπότε την αναπαριστώ όπως είναι στην πραγματικότητα, γρήγορη και άσχημη» υποστηρίζει ο έντιμος Καουρισμάκι. Γροθιά στο στομάχι του κάθε κουτσοβολεμένου, νοικοκυραίου, μικροαστού που οραματίζεται να αναρριχηθεί κάποτε στον αστικό παράδεισο και περιχαρακωμένος στα προστατευτικά τείχη της αστραφτερής κοινωνίας να μην ενοχλείται πλέον από τη θέα πεινασμένων και παρείσακτων αγροίκων που όλο και αυξάνουν... Για τη ρώσικη ταινία του Βασίλη Σιγκάρεφ «ΖΩΗ» (2012) - διαγωνιστικό τμήμα - δεν υπάρχει μεσοβέζικος δρόμος. `Η τη λατρεύεις, ή τη μισείς. Εδώ δεν χωράνε μικροαστικές θεωρήσεις και διδασκαλίες για τη βία, δε χωράνε οι ευαισθησίες που εξαντλούνται στη θέα του αίματος.

Σ' αυτήν την πολιτική, ουσιαστικά, ταινία φτιαγμένη σε εποχές γενικευμένης, βάρβαρης και κανιβαλικής βίας προς τους πάντες και τα πάντα, το απογυμνωμένο, υπαρξιακό πορτρέτο των τραγικών ηρώων των τριών ιστοριών της σπονδυλωτής ταινίας, που τέμνονται από «μοιραία» γεγονότα, δεν γνωρίζει δικολαβίστικους καθωσπρεπισμούς του τύπου ναι μεν αλλά... Ο χώρος και ο χρόνος στις τρεις ιστορίες μπορεί και να μη συμπίπτει...

Η ταινία μιλάει για θάνατο και για το επόμενο βήμα, τη ζωή! Ανταλλαγή της ύλης, καταστροφή και αναδημιουργία οργανικών δομών, ανομοίωση και αφομοίωση. Η Γκρίσκα και ο Αντον είναι ένα νεαρό ζευγάρι που παντρεύεται, μια αλκοολική μητέρα που περιμένει με αγωνία να της επιστραφούν οι δίδυμες κορούλες της που βρίσκονται στην κηδεμονία της Πρόνοιας κι ένα αγόρι που επιθυμεί διακαώς να ξανασυναντήσει τον απόντα πατέρα του... Η μητέρα του, όμως, έγκυος από καινούργια σχέση, του το απαγορεύει και του πήρε κομπιούτερ για αντιπερισπασμό. Χωρίς συναισθηματισμούς και κοιτώντας στα μάτια την πραγματικότητα, ο σκηνοθέτης - στην δεύτερή του ταινία μεγάλου μήκους - προχωρεί σε μια σχολαστική απεικόνιση της καθημερινής πραγματικότητας μέσα στο ρώσικο χειμωνιάτικο τοπίο, ψάχνοντας να βρει τι κρύβεται πίσω της.

Η μητέρα του αγοριού έδιωξε τον πατέρα από το σπίτι, γιατί του σάλεψε... είχε αποκτήσει τεράστια χρέη από το πάθος για τα φρουτάκια, χρέη που αδυνατούσε να ξεπληρώσει. Ο πατέρας αυτοκτόνησε, πνίγηκε στη λίμνη. Η Γκρίσκα και ο Αντον παντρεύονται στην εκκλησία και μετά μπαίνουν στο τρένο να επιστρέψουν σπίτι τους. Η Πρόνοια επιβίβασε σε λεωφορείο τα δίδυμα κοριτσάκια που θα παρελάμβανε η μητέρα τους και υπάλληλος της Πρόνοιας στο σταθμό άφιξής τους.

Ο εκσυγχρονισμός στη Ρωσία μετά την ανατροπή έρχεται ραγδαία όχι μόνο στο οικονομικό, αλλά και στο πολιτισμικό πεδίο. Αποκτά ουσιαστικές δυτικές ελευθερίες, «φρουτάκια», αποκτά νέες, χαρούμενες και πολύχρωμες αισθητικές συνήθειες. Η Γκρίσα έχει Ρiercing και κατάξανθες extensions ράστα. Σύμβολα αθώα, με τόνους εξωτικούς, σύμβολα των νέων ηθών. Τα νέα ήθη συνοδεύονται από φτώχεια, από εγκληματικότητα από συμμορίες... σαν κι αυτή που για λίγα χαρτονομίσματα κακοποιεί μέχρι θανάτου τον ασθενικό Αντον, δίνοντας έναυσμα στην εμετική βία. Η κοπέλα προσπαθεί να επέμβει, είναι αδύνατο, τραβά το φρένο στο βαγόνι και όλος ο συρμός φρενάρει τόσο απότομα που προκαλείται τραγικό δυστύχημα. Ισως το τρένο συγκρούστηκε με το λεωφορείο που βρίσκονταν τα δίδυμα... Δεν έχει σημασία το πώς, αλλά τα δίδυμα πέθαναν... Αιτία και αποτέλεσμα, στοιχεία αλληλεπίδρασης... Το αποτέλεσμα καθορίζεται από την αιτία και, με τη σειρά του, παίζει ενεργό ρόλο, επιδρώντας αντίστροφα στην αιτία...

Σε αυτό το σημείο αρχίζει η σύνθετη επεξεργασία και η αποδόμηση ως το κόκαλο των ζοφερών καταστάσεων, απίστευτων συναισθημάτων οδύνης, απελπισίας, με απόλυτη αλήθεια, με απόλυτα ειλικρινή σπαραγμό με κουρελιασμένες, παραλυμένες υπάρξεις... η Γκρίσκα φθάνει στα πρόθυρα της αυτοκτονίας. Αλλ' η ζωή είναι πιο δυνατή... Μαζεύει τα κομμάτια της, ξαναδένει τους ξυραφισμένους καρπούς της, βγάζει τα επουσιώδη, το piercing από τη γλώσσα, μαζεύει σε κότσο τα ράστα μαλλιά της και πηγαίνει στο κιόσκι με την κόκκινη σκεπή, στο μόνο φωτεινό σημείο. Αντιδρά, σηκώνεται, ορθώνει ανάστημα κι ετοιμάζεται να πάρει το μέλλον της στα χέρια της. Το ρεαλιστικό αυτό πολιτικό φιλμ με θέση γίνεται μια οικουμενική παραβολή σε εποχές που η τέχνη γίνεται όλο και πιο δειλή και γλυκερή, ενώ η επίθεση του συστήματος γίνεται όλο και πιο βάρβαρη...



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ