Οι κινήσεις αυτές παρουσιάστηκαν ως απάντηση στις δηλώσεις του Γάλλου Προέδρου Εμανουέλ Μακρόν, περί «πολιτικού και στρατιωτικού συστήματος» που κυβερνά την Αλγερία και το οποίο δεν διστάζει να «ξαναγράψει εντελώς» την Ιστορία σε βάρος της Γαλλίας, με αιχμή τα ειδεχθή εγκλήματα της περιόδου της γαλλικής αποικιοκρατίας.
Λίγο πιο πριν, είχε προηγηθεί επίσης η απόφαση της Γαλλίας να περιορίσει δραστικά τη χορήγηση βίζας στους πολίτες της Αλγερίας, της Τυνησίας και του Μαρόκου, επικαλούμενη ότι ανακόπτουν αποτελεσματικά τις ροές «παράνομης» μετανάστευσης προς τη Γαλλία.
Ολα τα παραπάνω, βέβαια, τόσο από την πλευρά της Αλγερίας όσο και από την πλευρά της Γαλλίας, δεν προέκυψαν από το πουθενά. Αντίθετα, σχετίζονται άμεσα με την ένταση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και στην ευρύτερη περιοχή της Βόρειας Αφρικής, όπως και με την προσπάθεια της αλγερινής κυβέρνησης του Προέδρου Αμπντελματζίντ Τεμπούν να διασφαλίσει τα συμφέροντα της αλγερινής αστικής τάξης, ενισχύοντας συνεργασίες και στενότερες σχέσεις με «στρατηγικούς ανταγωνιστές» της Δύσης, όπως η Κίνα και η Ρωσία, καθώς και περιφερειακές δυνάμεις όπως η Τουρκία.
Αντίστοιχες διεργασίες εξελίσσονται εδώ και χρόνια, ωστόσο φαίνεται να επιταχύνονται στις συνθήκες των οξυμένων προβλημάτων στην αλγερινή καπιταλιστική οικονομία, καθώς και των συνολικότερων ανακατατάξεων που φέρνει η εντεινόμενη αντιπαράθεση ΗΠΑ - Κίνας για την πρωτοκαθεδρία στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα.
Σε αυτό το πλαίσιο, βαθαίνει σε πολλά επίπεδα η συνεργασία Αλγερίας - Τουρκίας, με τις επιδιώξεις του Αλγερίου να «κουμπώνουν» με την προσπάθεια της Αγκυρας να ενισχύσει τη θέση της συνολικότερα στη Μεσόγειο, εκμεταλλευόμενη και την αναπροσαρμογή των προτεραιοτήτων των ΗΠΑ προς την περιοχή του Ινδικού και Ειρηνικού Ωκεανού.
Η συνεργασία αυτή προχωρά σε οικονομικό και στρατιωτικό επίπεδο, όπως και σε κινήσεις στην ευρύτερη περιοχή.
Στη γειτονική Λιβύη, Αλγερία και Τουρκία στοίχισαν τα συμφέροντά τους στην ίδια πλευρά της ενδοαστικής αντιπαράθεσης, ενάντια στον στρατάρχη Χαλίφα Χάφταρ, που είχε μεγαλύτερη επιρροή στην ανατολική Λιβύη.
Τον περασμένο Ιούνη, ο Αλγερινός Πρόεδρος Α. Τεμπούν, μιλώντας στο γαλλικό περιοδικό «Le Point», διεμήνυσε πως είναι έτοιμος για στρατιωτική συνεργασία με την Τουρκία, λόγω των εξαιρετικών διμερών σχέσεων, αλλά και των επενδύσεων «άνω των 5 δισ. δολαρίων» που έχει κάνει η Τουρκία στην Αλγερία δίχως πολιτικούς όρους και προϋποθέσεις...
«Οποιος ενοχλείται από αυτήν τη σχέση, θα πρέπει να επενδύσει στη χώρα μας», είχε πει τότε χαρακτηριστικά ο Αλγερινός Πρόεδρος «ρίχνοντας το γάντι» στα γαλλικά μονοπώλια. Ερωτηθείς δε για το εάν ανησυχεί για το ενδεχόμενο αύξησης της επιρροής του λεγόμενου «πολιτικού Ισλάμ» και των «Αδελφών Μουσουλμάνων» που προωθεί η Τουρκία στην ευρύτερη περιοχή, ο Τεμπούν ισχυρίστηκε αφενός πως πρόκειται για μία «ιδεολογία που δεν υπάρχει πλέον στην Αλγερία» και αφετέρου ότι «το πολιτικό Ισλάμ δεν εμποδίζει την ανάπτυξη στην Αλγερία»...
Το ίδιο διάστημα, η αλγερινή Υπηρεσία Προώθησης Επενδύσεων ανακοίνωνε πως μετά την Κίνα και η Τουρκία ξεπέρασε τη Γαλλία σε ξένες επενδύσεις στη χώρα, μέσω των επενδύσεων και της δραστηριότητας περίπου 800 τουρκικών μεγάλων και μικρότερων εταιρειών.
Αυτά, ενώ η Ρωσία παραμένει «παραδοσιακά» στις πρώτες θέσεις των εξαγωγών όπλων και πολεμοφοδίων στην Αλγερία. Η τελευταία ξοδεύει κατά μέσο όρο τουλάχιστον 10 δισ. δολάρια το χρόνο για στρατιωτικές δαπάνες, κάνοντας το 67% των αγορών από τη Ρωσία.
Στην ίδια κατεύθυνση, η κυβέρνηση Τεμπούν διευρύνει τα κάθε είδους «κίνητρα» για ξένες επενδύσεις στη χώρα. Μεταξύ άλλων, το 2020 ψηφίστηκε νόμος που άρει τους φραγμούς σε ξένες επενδύσεις σε τομείς όπως οι τηλεπικοινωνίες, ο χρηματοπιστωτικός τομέας, ασφαλιστικές υπηρεσίες, μεταποίηση και κατασκευαστικά έργα.
Ειδικά στις Κατασκευές «διακρίνονται» κυρίως τα κινεζικά μονοπώλια που έχουν φτιάξει νέα κτίρια για υπουργεία, το κτίριο της νέας όπερας στο Αλγέρι, προεκτάσεις του αεροδρομίου στην πρωτεύουσα και νέο οδικό άξονα που συνδέει το ανατολικό με το δυτικό τμήμα της χώρας κ.ά.
Υπό κρατικό έλεγχο παραμένουν οι τομείς των κοιτασμάτων φυσικού αερίου και πετρελαίου (οι εξαγωγές των οποίων εξασφαλίζουν το 45% των εσόδων του κρατικού προϋπολογισμού).
Οι σχεδιασμοί της αλγερινής αστικής τάξης, βέβαια, δεν θα είναι ένας «απλός περίπατος», καθώς ξεδιπλώνονται μέσα σε ένα ρευστό περιφερειακό σκηνικό, σε συνθήκες εντεινόμενων ανταγωνισμών.
Χαρακτηριστικές είναι οι αντιδράσεις της Γαλλίας, πρώην αποικιοκρατικής δύναμης στην Αλγερία, που πατώντας πάνω στους στενούς οικονομικούς δεσμούς που καλλιεργήθηκαν επί δεκαετίες, θεωρεί και σήμερα την περιοχή του Μαγκρέμπ στην Αφρική ως «πίσω αυλή» της.
Εντονη αλληλεπίδραση υπάρχει εξάλλου με ρευστή κατάσταση και τους αντίστοιχους σχεδιασμούς των αστικών τάξεων στις γειτονικές βορειοαφρικανικές χώρες.
Μεταξύ άλλων, υπενθυμίζουμε τη συνεχιζόμενη πολιτική αστάθεια στην Τυνησία, όπου από τον περασμένο Ιούλη ο Πρόεδρος Κ. Σαΐντ καθαίρεσε την κυβέρνηση των ισλαμιστών και έχει αναλάβει ουσιαστικά την εξουσία. Επιχειρώντας να φορέσει «φιλολαϊκό» φερετζέ στους σχεδιασμούς του τμήματος της αστικής τάξης που τον στηρίζει, προσπαθεί να καρπωθεί τη μεγάλη λαϊκή δυσαρέσκεια για την εκτεταμένη διαφθορά που άνθισε τόσο επί των κυβερνήσεων του ισλαμικού κόμματος Ενάχντα, όσο και με το προηγούμενο καθεστώς του πρώην Προέδρου Ζιν Αμπιντίν Μπεν Αλι.
Την ίδια ώρα, αυξάνεται η ένταση της Αλγερίας με το γειτονικό Μαρόκο, το οποίο επιχειρεί να «κεφαλαιοποιήσει» τη στήριξη των ΗΠΑ μετά τη «συμφωνία του Αβραάμ», που έκλεισε με το Ισραήλ το 2020 υπό την «αιγίδα» της τότε κυβέρνησης Τραμπ. Ανάμεσα σε άλλα, το Μαρόκο επιχειρεί να νομιμοποιήσει την κατοχή της Δυτικής Σαχάρας, πρώην ισπανικής αποικίας, την ανεξαρτησία της οποίας διεκδικεί το Μέτωπο Πολισάριο, στηριζόμενο από την Αλγερία, σε μια διαμάχη που αποτελεί σταθερό παράγοντα αντιπαράθεσης μεταξύ Ραμπάτ και Αλγερίου.
Σε κάθε περίπτωση, την ίδια ώρα που μπλέκονται όλο και πιο βαθιά σε αυτούς τους επικίνδυνους ανταγωνισμούς, οι εργαζόμενοι και ο λαός της Αλγερίας (όπως και όλοι οι λαοί της περιοχής αντίστοιχα) δεν βλέπουν κανένα «φως» από τα «ανοίγματα» και τις μπίζνες της αλγερινής αστικής τάξης με το ξένο μεγάλο κεφάλαιο, ούτε και από το πλασάρισμα της κυβέρνησης του Προέδρου Τεμπούν ως δήθεν «ανανέωση της εξουσίας» σε σχέση με τα χρόνια της προεδρίας του Αμπντ. Μπουτεφλίκα.
Απέναντι στην κατάσταση που συνεχίζει να βιώνει ο λαός, πολύμορφες κινητοποιήσεις αναπτύσσονται από τον Φλεβάρη του 2019 μέχρι σήμερα από διάφορες οργανώσεις, σωματεία και φορείς.
Το σύστημα της εκμετάλλευσης παραμένει το ίδιο: Μεταξύ άλλων η επίσημη ανεργία από το 12% το 2019 ανέβηκε στο 16% το 2020, ενώ η ανεπίσημη ανεργία κυμαίνεται σε διπλάσια ποσοστά. Θεριεύει παράλληλα η μαύρη εργασία, χωρίς να διασφαλίζονται σταθερό εισόδημα και δουλειά με δικαιώματα.
Την ίδια ώρα που πολλαπλασιάζονται οι επενδύσεις στα τεράστια κοιτάσματα φυσικού αερίου και πετρελαίου, οι κρατικές δαπάνες στη δημόσια Υγεία παραμένουν λιγότερες και από το 1% του εγχώριου ΑΕΠ...
Eurokinissi |
Είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτική η στρατηγική ταύτιση όλων των αστικών κομμάτων, παρά τις επιμέρους διαφοροποιήσεις τους. «Ευαγγέλιο» όλων αποτελεί η πολιτική της «Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας», η προώθηση του «Πράσινου New Deal», που στόχο έχει την αντιμετώπιση της υπερσυσσώρευσης κεφαλαίων μέσω της διάνοιξης νέων πεδίων κερδοφόρας επένδυσής τους. Ετσι, απαξιώνεται και κλείνει η βαριά βιομηχανία της λιγνιτικής παραγωγής ώστε να ανοίξει δρόμος για κερδοφόρες για το κεφάλαιο «πράσινες» μπίζνες στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας και στο φυσικό αέριο. Η όλη προσπάθεια ντύνεται με το υποκριτικό επιχείρημα της «προστασίας του περιβάλλοντος», την ώρα που ιδιαίτερα στην περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας προωθούνται η καρκινογόνος καύση απορριμμάτων, η δημιουργία ΧΥΤΑ αμιάντου σε περιοχή που επικοινωνεί με τη λίμνη Πολυφύτου, η δημιουργία αιολικών πάρκων ακόμα και σε περιοχές Natura κ.λπ.
Ορισμένα παραδείγματα:
Στην ουσία, τις «ενεργειακές κοινότητες» τις νομοθέτησε ο ΣΥΡΙΖΑ και τις προωθεί και η ΝΔ. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η περίφημη «ενεργειακή δημοκρατία» που διαφημίζει ο ΣΥΡΙΖΑ μεταφράζεται κυρίως στη συμμετοχή ορισμένων μεσαίων επιχειρήσεων στα σχετικά επενδυτικά προγράμματα, μέσα από τις «ενεργειακές κοινότητες» για την υλοποίηση ορισμένων μικρότερων έργων. Αφορά ορισμένες κινήσεις και σχήματα που γίνονται για να μπλέξουν στην όλη διαδικασία της απολιγνιτοποίησης και ορισμένα λαϊκά στρώματα, χτίζοντας για λογαριασμό της αστικής τάξης τις δικές της κοινωνικές συμμαχίες. Εχουν σαν στόχο τη μετατροπή του λαού σε συνένοχο, σε ενεργητικό συμμέτοχο σε μια πολιτική που είναι σε βάρος του. Παράλληλα, είναι και μια διαδικασία συγκέντρωσης μικρότερων κεφαλαίων γύρω από μεγαλύτερες επενδύσεις, γύρω από μεγαλύτερους επιχειρηματικούς ομίλους που παίρνουν τη μερίδα του λέοντος. Πρόκειται για μορφές της λεγόμενης «κοινωνικής οικονομίας», που λειτουργούν με τους νόμους του καπιταλισμού και σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να αποτελέσουν φιλολαϊκές νησίδες μέσα στα πλαίσιά του.
Στον αντίποδα της στρατηγικής ομοφωνίας των αστικών κομμάτων βρίσκονται οι θέσεις και η στάση του ΚΚΕ. Από την αρχή αποκάλυψε τη μεγάλη εικόνα των αστικών σχεδιασμών και των αρνητικών συνεπειών τους σε βάρος της ζωής του λαού. Οργάνωσε και συντόνισε την πάλη με σημαία την ικανοποίηση της σύγχρονης ανάγκης για ρεύμα και θέρμανση φθηνά για τον λαό, με αξιοποίηση όλων των εγχώριων πηγών Ενέργειας, όλων των σύγχρονων τεχνολογικών λύσεων. Πρόβαλε την ανάγκη μιας ανώτερης οργάνωσης της οικονομίας και της κοινωνίας, του σοσιαλισμού, όπου η Ενέργεια δεν θα είναι εμπόρευμα, αλλά κοινωνικό αγαθό.