Σάββατο 8 Οχτώβρη 2016
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ

Στο σημερινό 4σέλιδο «Διεθνή & Οικονομία» μπορείτε να διαβάσετε τα εξής θέματα:

-- Ετήσια Σύνοδος ΔΝΤ - Παγκόσμιας Τράπεζας: «Αβεβαιότητες» για την παγκόσμια ανάπτυξη. Και η διαχείριση του ελληνικού κρατικού χρέους.

-- «Ενεργειακό κόστος» βιομηχάνων: Η πρόσφατη συμφωνία μεταξύ της ΔΕΗ και της «Αλουμίνιον»... Διεκδικήσεις βιομηχάνων και ο λογαριασμός στο λαό...

-- Βρετανία: Κόντρες στην ενδοϊμπεριαλιστική αρένα για διαπραγμάτευση του Brexit.

-- Γαλλική «Αλστομ»: Ενα ακόμα παράδειγμα για το πώς η καπιταλιστική ανάπτυξη δεν ωφελεί ποτέ τους εργάτες.

ΒΡΕΤΑΝΙΑ - ΕΕ - BREXIT
Οξύνονται οι κόντρες ενόψει διαπραγμάτευσης

Η πρωθυπουργός Μέι μπορεί να κάνει σχέδια «σκληρής» διαπραγμάτευσης, οι Βρετανοί εργαζόμενοι όμως δεν αντέχουν άλλο «λογαριασμό» λιτότητας για χάρη των μονοπωλίων. Πράγμα που εξέφρασαν με διαδήλωσή τους στις 2/10 έξω από το συνέδριο του Συντηρητικού Κόμματος στο Μπέρμιγχαμ
Η πρωθυπουργός Μέι μπορεί να κάνει σχέδια «σκληρής» διαπραγμάτευσης, οι Βρετανοί εργαζόμενοι όμως δεν αντέχουν άλλο «λογαριασμό» λιτότητας για χάρη των μονοπωλίων. Πράγμα που εξέφρασαν με διαδήλωσή τους στις 2/10 έξω από το συνέδριο του Συντηρητικού Κόμματος στο Μπέρμιγχαμ
Οσο περνά ο καιρός, τόσο φαίνεται να κλιμακώνεται η κόντρα ανάμεσα στην αστική τάξη της Βρετανίας και τις άλλες στην ΕΕ ενόψει της έναρξης διαπραγμάτευσης για την αποχώρηση της χώρας από την ΕΕ (Brexit). Ηδη από την Κυριακή, στο συνέδριο του Συντηρητικού Κόμματος στο Μπέρμιγχαμ η πρωθυπουργός της Βρετανίας, Τερέζα Μέι, ανακοίνωσε ότι η ενεργοποίηση του άρθρου 50 της Συνθήκης της Λισαβόνας για το Brexit θα γίνει πριν το τέλος του ερχόμενου Μάρτη και πως θα ξεκινήσει τη διαπραγμάτευση, επιδιώκοντας την επίτευξη ενός δυσεπίτευκτου διπλού στόχου: α) της διατήρησης των προνομίων των βρετανικών μονοπωλίων στην ενιαία αγορά της ΕΕ και β) έλεγχο της μετανάστευσης και της κίνησης εργαζομένων από τις άλλες χώρες της ΕΕ στη Βρετανία.

Ανακοίνωσε, επίσης, πως θα επιδιωχθεί η προώθηση ενός νόμου «Μεγάλης Κατάργησης» για την «ακύρωση» της ευρω-ενωσιακής νομοθεσίας, αφήνοντας πιθανή την επιλεκτική ενσωμάτωση μέρους αυτής στη βρετανική νομοθεσία, εν ευθέτω χρόνω. Αυτό, βεβαίως, εάν υπάρξει συμφωνία μέσα στα δύο χρόνια διαπραγμάτευσης που προβλέπονται (και που μπορεί να παραταθούν με απόφαση της ΕΕ). Εάν δεν επιτευχθεί καμία συμφωνία έως τότε, η βρετανική Βουλή των Κοινοτήτων αναμένεται μονομερώς να καταργήσει τους μη επιθυμητούς νόμους της ΕΕ, ως ένα μέσο για τα παζάρια στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης.

Από πολιτικής άποψης, η κυβέρνηση Μέι θεωρεί πως δεν έχει κανένα περιθώριο να υποχωρήσει στο θέμα της μετανάστευσης καθώς προσπαθεί παράλληλα να «ξαναβαφτίσει» το Συντηρητικό Κόμμα και να του δώσει τάχα «φιλολαϊκά χαρακτηριστικά» που δήθεν έχει η αξιωματική αντιπολίτευση των Εργατικών του Τζέρεμι Κόρμπιν.

Απ' την άλλη πλευρά, οι αστικές τάξεις των πιο ισχυρών οικονομιών της Γερμανίας και της Γαλλίας συγκλίνουν ότι δεν πρέπει να επιτραπούν «χάρες» στα βρετανικά μονοπώλια και ίσως είναι ώρα να χτυπηθεί (εάν και όσο μπορέσει) το Σίτι του Λονδίνου, ώστε να «επαναπατριστούν» επενδύσεις και ένα μεγάλο μέρος από τα χρηματοπιστωτικά μονοπώλια στην ηπειρωτική ΕΕ, ανατρέποντας το συσχετισμό δυνάμεων σε ευρύτερο επίπεδο στην ΕΕ, και όχι μόνον στο στενά οικονομικό πλαίσιο. Αυτό, βεβαίως, προϋποθέτει ότι δεν θα έχουν ενισχυθεί περαιτέρω άλλες «φυγόκεντρες» δυνάμεις εντός ΕΕ (π.χ. Ουγγαρία, Ιταλία), πως το ιταλικό δημοψήφισμα θα έχει θετική έκβαση, πως οι κόντρες ανάμεσα στις άλλες 27 χώρες - μέλη της ΕΕ θα είναι (μέχρι ενός σημείου) «ελεγχόμενες». Τίποτε, ωστόσο, από όλα αυτά δεν είναι σίγουρο καθώς το γενικότερο γεωπολιτικό και οικονομικό περιβάλλον είναι ιδιαίτερα ρευστό, αν όχι εκρηκτικό, με βασικό χαρακτηριστικό την πολύπλευρη όξυνση των αντιπαραθέσεων σε αρκετά επίπεδα. Πολύ δε περισσότερο όταν εντός του 2017 στην ΕΕ υπάρχουν εκλογές στη Γαλλία (προεδρικές εκλογές Απρίλη - Μάη 2017) και στη Γερμανία (βουλευτικές εκλογές, το Σεπτέμβρη του 2017).

«Ηπιο» ή «σκληρό Brexit»;

Σε κάθε περίπτωση, η τοποθέτηση της Μέι πάνω στις βασικές επιδιώξεις διαπραγμάτευσης για το Brexit όξυνε στο Λονδίνο τη μεγάλη συζήτηση που έχει ανοίξει τους τελευταίους μήνες εάν η ηγεσία της χώρας θα πρέπει να επιδιώξει ένα λεγόμενο «ήπιο Brexit»(soft Brexit) ή ένα «σκληρό Βrexit» (hard Brexit).

Στην περίπτωση του «ήπιου Brexit» θα επιδιωχθεί, σχεδόν πάση θυσία, η διατήρηση της ανεμπόδιστης πρόσβασης των βρετανικών μονοπωλίων και ιδιαιτέρως του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου στην ΕΕ, με δεδομένο το γεγονός πως η Βρετανία εξάγει το 50% των προϊόντων, κεφαλαίων και υπηρεσιών στην ΕΕ και εισάγει αντίστοιχα μόλις το 7% προϊόντων, κεφαλαίων, υπηρεσιών από την ΕΕ.

Στην περίπτωση του «σκληρού Brexit» θα επιδιωχθεί η γρήγορη και απότομη ρήξη των δεσμών με την ΕΕ και αναμένεται να δοθεί βαρύνουσα σημασία όχι μόνον στη διατήρηση της πρόσβασης στην ΕΕ, αλλά ειδικότερα στον έλεγχο και τη μείωση των μεταναστευτικών και προσφυγικών ροών προς τη Βρετανία.

Αν και δεν αποκλείεται στη συνέχεια να επιλεχθεί μία ενδιάμεση φόρμουλα διαπραγμάτευσης, είναι φανερό πως στην πρώτη περίπτωση το δημοψήφισμα του Iούνη στην ουσία υποβαθμίζεται, αφού δεν αλλάζουν ριζικά οι σχέσεις με την ΕΕ, ούτε οι υποχρεώσεις που πηγάζουν από αυτήν και ως εκ τούτου, η ελεύθερη μετακίνηση εργαζομένων ανάμεσα στη Βρετανία και τις άλλες χώρες της ΕΕ θα συνεχίζεται.

Στη δεύτερη περίπτωση, που είναι και η δυσκολότερη, το Λονδίνο δεν επιχειρεί απλώς κατοχύρωση των προνομίων του στη χρηματοπιστωτική αγορά διεθνώς με τη συμβολή και των ΗΠΑ (που διατηρεί εδώ και πάρα πολλές δεκαετίες) αλλά ενδέχεται να προκαλέσει σοβαρό ρήγμα στην ΕΕ.

Οι προειδοποιήσεις Μέρκελ και Ολάντ

Συνεπώς δεν προκαλούν εντύπωση, ούτε «αιφνιδιασμό» οι προειδοποιήσεις που απηύθυναν το τελευταίο τριήμερο οι ηγέτες Γερμανίας και Γαλλίας.

Την περασμένη Τετάρτη και Πέμπτη, η Γερμανίδα καγκελάριος Αγκελα Μέρκελ προειδοποίησε δύο φορές το Λονδίνο πως δεν μπορεί να έχει και την «πίτα ολόκληρη» (δηλαδή την πρόσβαση στην ενιαία αγορά της ΕΕ) και το «σκύλο χορτάτο» (δηλαδή έλεγχο της μετανάστευσης και της μετακίνησης προσώπων προς τη Βρετανία). Σημείωσε, μιλώντας στην Ενωση Γερμανικών Βιομηχανιών πως ενιαία αγορά και ελεύθερη μετακίνηση ανθρώπων είναι «άρρηκτα συνδεδεμένες» και πως δεν μπορείς να έχεις το ένα δίχως το άλλο, γιατί σε αυτήν την περίπτωση, θα δοθεί κακό παράδειγμα με αρνητικές συνέπειες στη συνοχή της ΕΕ. Γι 'αυτό το λόγο, άλλωστε, η καγκελάριος, χαρακτήρισε τα επικείμενα παζάρια με το Λονδίνο «γεγονός ορόσημο για την ΕΕ».

Στο ίδιο μήκος κύματος στάθηκε χτες (Παρασκευή) και ο Γάλλος Πρόεδρος, Φρανσουά Ολάντ. Μιλώντας στο Ινστιτούτο Ζακ Ντελόρ στο Παρίσι κατηγόρησε την Τερέζα Μέι πως έχει αποφασίσει να διαπραγματευτεί ένα «σκληρό Brexit», επιδιώκοντας να βγάλει τη Βρετανία από την ΕΕ «δίχως να πληρώσει». Και ο Ολάντ σημείωσε: «Θα πρέπει να συνεχίσουμε, σύμφωνα με τις επιθυμίες του βρετανικού λαού να αποχωρήσει από την ΕΕ και θα πρέπει να είμαστε σταθεροί. Αν δεν είμαστε, θα θέσουμε υπό αμφισβήτηση τις αρχές της ΕΕ».

Ταυτόχρονα, στοιχείο που εντείνει την ενδοϊμπεριαλιστική αντιπαράθεση είναι η αντίθεση της Βρετανίας στην επιδίωξη των Γερμανίας και Γαλλίας για τη δημιουργία ισχυρότερων δομών ευρωενωσιακής άμυνας και ασφάλειας και ευρωστρατού. Η βρετανική αστική τάξη εμμένει στην ευρωατλαντική δομή του ΝΑΤΟ, που θεωρεί ότι μπορεί να υπονομευτεί με τέτοιες κινήσεις. Αλλωστε, η Βρετανία διαθέτει μακράν τον ισχυρότερο στρατό στην Ευρώπη, έχει τη διαχρονική στήριξη των ΗΠΑ και δεν θέλει να αμφισβητηθεί αυτή της η θέση.

Η πτώση της στερλίνας

Πάντως, οι εξωτερικές πιέσεις σε συνάρτηση με την απροθυμία μεγάλου μέρους των μονοπωλίων στη Βρετανία να χάσουν την προνομιακή θέση από την αγορά της ΕΕ, ενισχύουν την καθοδική κούρσα της στερλίνας.

Μέσα στις τελευταίες λίγες μέρες, το βρετανικό νόμισμα έχει σημειώσει χαμηλότερο ρεκόρ 31ετίας σε σχέση με το δολάριο και χαμηλότερο ρεκόρ 5ετίας σε σχέση με το ευρώ.

Ενδιαφέρον δε ήταν το «στιγμιαίο κραχ» που υπέστη για περίπου δύο λεπτά το πρωί της Παρασκευής το βρετανικό νόμισμα στις ασιατικές χρηματαγορές, με την ισοτιμία της να πέφτει κατά 6% και να διαμορφώνεται στα 1,18 δολάρια! Κάποιοι έσπευσαν να μιλήσουν για ανθρώπινο ή τεχνικό λάθος. Η βρετανική κυβέρνηση έσπευσε να διατάξει έρευνα και διεθνή χρηματοπιστωτικά κέντρα αναρωτήθηκαν μήπως τελικά το «στιγμιαίο κραχ» (flash crash) της στερλίνας ήταν μία «πρόγευση» από το μέλλον.

Επί του παρόντος, από τη μείωση της συναλλαγματικής ισοτιμίας της Βρετανίας επωφελούνται τα βρετανικά μονοπώλια που εξάγουν εμπορεύματα και υπηρεσίες και πλήττονται τα λαϊκά νοικοκυριά καθώς αναγκάζονται να περιορίσουν (τις ήδη κουτσουρεμένες) δαπάνες τους.


Δέσποινα ΟΡΦΑΝΑΚΗ

«Προβλέψεις» από τα λόμπι του Σίτι του Λονδίνου

Την περίοδο που οξύνονται οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις μεταξύ Λονδίνου και ηπειρωτικής ΕΕ, το πανίσχυρο Σίτι του Λονδίνου, όπως και ένα μεγάλο μέρος των βρετανικών μονοπωλίων, αντιτίθεται στην πιθανότητα απώλειας της πρόσβασης στην ενιαία αγορά της ΕΕ, καθώς θεωρεί ότι χάνει ένα από τα μεγαλύτερα πλεονεκτήματα και τη διαπραγματευτική του ισχύ και επιρροή όχι μόνον σε ευρωπαϊκό, αλλά και σε διεθνές επίπεδο.

Στα μέσα της βδομάδας, η πανίσχυρη ομάδα πίεσης (λόμπι) «ΤheCityUK» δημοσιοποίησε μία έκθεση σχετικά με τις επιπτώσεις από ένα «ήπιο» και ένα «σκληρό Brexit», θυμίζοντας πως είναι ένα από τα ισχυρότερα χρηματο-οικονομικά και χρηματοπιστωτικά κέντρα παγκοσμίως με πάνω από 1.100.000 εργαζόμενους, ετήσια έσοδα πάνω από 205 δισεκατομμύρια στερλίνες το χρόνο και περίπου 65 δισεκατομμύρια στερλίνες ως ετήσιες εισφορές στα ταμεία του βρετανικού Δημοσίου.

Οι αναλυτές και συντάκτες της έκθεσης εκτίμησαν λοιπόν πως σε περίπτωση «σκληρού Brexit» η έξοδος της Βρετανίας από την τελωνειακή ένωση και την ενιαία αγορά θα προκαλέσει τον πρώτο χρόνο 70.000 χαμένες θέσεις εργασίας και απώλειες κερδών περίπου 40 δισ. στερλίνες ετησίως!

Στην περίπτωση του «ήπιου Brexit», η έκθεση αναλυτών του λόμπι «TheCityUK» προβλέπουν από τη διατήρηση της πρόσβασης στην ενιαία αγορά, απώλειες 4.000 θέσεων εργασίας, ετήσια απώλεια εσόδων περίπου 2 δισ. στερλίνες και μείωση εσόδων για το βρετανικό Δημόσιο περίπου 500.000.000 στερλίνες.

Στην έκθεση αυτή προτείνεται μία ενδιάμεση συμφωνία με την ΕΕ που θα επιτρέπει την πρόσβαση του Σίτι του Λονδίνου στις χρηματοπιστωτικές αγορές της ΕΕ και μετά το 2019, εφόσον έως τότε έχει επιτευχθεί συμφωνία για το «συναινετικό διαζύγιο» Λονδίνου - Βρυξελλών.

ΕΕ - ΗΠΑ - ΔΝΤ
Ενδοκαπιταλιστικές κόντρες με φόντο τις «αβεβαιότητες» στην παγκόσμια οικονομία

Στην υποτονικότητα των νέων επενδύσεων έρχεται να προστεθεί η απότομη επιβράδυνση στο παγκόσμιο εμπόριο

Από συνέντευξη Τύπου της Κρ. Λαγκάρντ πριν την έναρξη της ετήσιας συνόδου του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας
Από συνέντευξη Τύπου της Κρ. Λαγκάρντ πριν την έναρξη της ετήσιας συνόδου του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας
Οι οξυμένες «αβεβαιότητες» γύρω από τους ρυθμούς ανάκαμψης στην παγκόσμια οικονομία και οι ενδοκαπιταλιστικές κόντρες βρίσκονται στο πρώτο πλάνο των προβληματισμών και των συζητήσεων στο πλαίσιο της ετήσιας συνόδου του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας, που ξεκίνησε χτες και ολοκληρώνεται αύριο στην Ουάσιγκτον.

Πέρα από το κεντρικό πρόβλημα των νέων επενδύσεων που παραμένουν υποτονικές - παρά τα εκτεταμένα προγράμματα «νομισματικής χαλάρωσης» που εφαρμόζονται στην Ευρωζώνη και σε άλλα κέντρα - ως νέο στοιχείο της αβεβαιότητας προστίθεται και αυτό της απότομης επιβράδυνσης που εμφανίζουν οι ροές του παγκόσμιου εμπορίου, ζήτημα το οποίο εντοπίζεται και αναδεικνύεται σε όλες τις πρόσφατες εκθέσεις των ιμπεριαλιστικών οργανισμών.

Την περασμένη βδομάδα, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου (ΠΟΕ) αναθεώρησε πτωτικά την πρόβλεψή του για το ρυθμό αύξησης του όγκου του παγκόσμιου εμπορίου στο χαμηλότερο επίπεδο από το 2007, δηλώνοντας ότι θα ανέλθει μόλις στο 1,7% φέτος, από 2,8% που προέβλεπε τον Απρίλη.

Την ίδια ώρα, υπουργοί Οικονομικών από κράτη της Λατινικής Αμερικής, στο πλαίσιο της συνόδου του ΔΝΤ, διατυπώνουν ανησυχίες σχετικά με το «κλίμα προστατευτισμού» σε αναπτυγμένες οικονομίες, δηλαδή για τα μέτρα που παίρνουν διάφορες κυβερνήσεις προκειμένου να στηρίξουν την ανταγωνιστικότητα των βιομηχανιών στο εσωτερικό των χωρών τους. «Υπάρχουν τάσεις απομονωτισμού στην Ευρώπη και δυστυχώς και στις ΗΠΑ», δήλωσε ο υπουργός Οικονομικών της Αργεντινής, Α. Πρατ - Γκάι, στο πλαίσιο συζήτησης στη σύνοδο του ΔΝΤ.

Από την πλευρά της, η επικεφαλής του ΔΝΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, απέφυγε να δώσει μία ευθεία απάντηση όταν ρωτήθηκε για τους κινδύνους στην παγκόσμια οικονομία, σε περίπτωση που ο Ντ. Τραμπ κερδίσει στις εκλογές στις ΗΠΑ το Νοέμβρη και τηρήσει τις δεσμεύσεις του για την επαναδιαπραγμάτευση εμπορικών συμφωνιών και την καθιέρωση προστατευτικών εμπορικών δασμών. «Σημειώνω απλά ότι το εμπόριο ήταν κατά βάση μία μεγάλη μηχανή ανάπτυξης. Χρειαζόμαστε αυτή τη μηχανή για να στηρίξουμε και να επιταχύνουμε την ανάπτυξη», είπε η Κρ. Λαγκάρντ.

Η κόντρα πίσω από τα γερμανικά πλεονάσματα

Να σημειωθεί ότι η Γερμανία θα αναλάβει την προεδρία της G-20 τον επόμενο χρόνο, γεγονός που φαίνεται να «φωτίζει» το αντιλαϊκό κάδρο των ευρύτερων ανταγωνισμών που εκδηλώνονται ανάμεσα στη γερμανική κυβέρνηση, τις ΗΠΑ και το ΔΝΤ. «Είναι η στιγμή που επελέγη από τις Ηνωμένες Πολιτείες για να ασκήσουν πίεση στη Γερμανία, ώστε να θέσει ορισμένα σημεία στην ατζέντα της προεδρίας της το επόμενο έτος», τόνισε, μιλώντας στο γαλλικό ειδησεογραφικό πρακτορείο (AFP), πηγή προσκείμενη στις διαπραγματεύσεις.

Την ίδια ώρα, η Κρ. Λαγκάρντ, ανοίγοντας τις εργασίες της φθινοπωρινής συνόδου του ΔΝΤ, τόνισε: «Ορισμένες χώρες διαθέτουν δημοσιονομικά περιθώρια. Ανάμεσά τους βρίσκονται αναμφίβολα ο Καναδάς, η Γερμανία, η Νότια Κορέα». Επιπλέον, σχολιάζοντας τη μείωση φόρων που έχει εξαγγείλει η γερμανική κυβέρνηση, άφησε να εννοηθεί ότι δεν είναι επαρκής, λέγοντας: «Ελπίζουμε ότι αυτή η μείωση (φόρων) περιλαμβάνεται σε ένα ευρύτερο πακέτο μέτρων που εκμεταλλεύεται το περιθώριο δημοσιονομικών ελιγμών που διαθέτει η Γερμανία». Σύμφωνα με την ίδια, τα πολύ χαμηλά επιτόκια στις αγορές δίνουν μία ευκαιρία «σε χώρες όπως η Γερμανία» για χρηματοδότηση με χαμηλό κόστος στις αγορές «για την ανάπτυξη των υποδομών».

Βέβαια, στο επίκεντρο βρίσκονται τα αστρονομικά εμπορικά πλεονάσματα της Γερμανίας, τα οποία στο πρόσφατο παρελθόν αποτέλεσαν πεδίο ενδοκαπιταλιστικής διαπάλης και στο εσωτερικό της ΕΕ, με στόχο βέβαια την απόσπαση μεριδίων και κερδών από το παγκόσμιο εμπόριο, το οποίο, έτσι κι αλλιώς, συνεχίζει σε ρότα υποχώρησης, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία.

Από την πλευρά του, ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, Β. Σόιμπλε, στο πλαίσιο συζήτησης στη σύνοδο του ΔΝΤ υποστήριξε πως «η γερμανική οικονομία βρίσκεται σε καλή κατάσταση, διότι τηρούμε τους κανόνες που ισχύουν στην Ευρώπη», απαιτώντας από τους ευρωενωσιακούς «εταίρους» να σεβαστούν τους ίδιους κανόνες.

Υποβάθμιση προβλέψεων και «αβεβαιότητες»

Παράλληλα, το ΔΝΤ προχώρησε σε περαιτέρω υποβάθμιση των προβλέψεων, ιδιαίτερα σε σχέση με την έκθεση του Απρίλη του 2016, αλλά και σε σχέση με τις εκτιμήσεις του Ιούλη.

Ειδικότερα, σύμφωνα με την έκθεση του ΔΝΤ, οι εκτιμώμενοι ρυθμοί του ΑΕΠ, για το 2016 και το 2017 αντίστοιχα, διαμορφώνονται ως εξής:

  • Παγκόσμια οικονομία: 3,1% (από 3,2% στην εκτίμηση του Απρίλη) και 3,4% (από 3,5%)
  • ΗΠΑ: 1,6% (από 2,4%) και 2,2% (από 2,5%)
  • Ευρωζώνη: 1,7% (από 1,5%) και 1,5 (από 1,6%)
  • Βρετανία: 1,8% (από 1,9%) και 1,1% (από 2,2%)
  • Ιαπωνία: 0,5% (αμετάβλητο) και 0,6% (από -0,1%)
  • Κίνα: 6,6% (από 6,5%) και 6,2% (αμετάβλητο)
  • Ρωσία: Πτώση 0,8% (από πτώση 1,8%) και ανάκαμψη 1,1% (από 0,8%)
  • Βραζιλία: Πτώση 3,3% (από πτώση 3,8%) και ανάκαμψη 0,5% για το 2017.

Ταυτόχρονα, σε έκθεση του ΔΝΤ για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα αναφέρεται ότι μία στις τέσσερις τράπεζες των αναπτυγμένων χωρών θα παραμείνουν, ακόμη και σε περίπτωση ανάκαμψης της παγκόσμιας οικονομίας, πολύ αδύναμες για να στηρίξουν την ανάπτυξη και ευάλωτες σε μελλοντικά σοκ.

Σύμφωνα με το ΔΝΤ, τα χαμηλά επιτόκια, η υποτονική δραστηριότητα στις κεφαλαιαγορές, οι υψηλότερες κεφαλαιακές απαιτήσεις και η «κληρονομιά» των μη εξυπηρετούμενων δανείων έχουν συμπιέσει τα κέρδη των τραπεζών στον αναπτυγμένο κόσμο.

Σε αυτό το πλαίσιο, κομβικό ζήτημα αποτελεί η μείωση των «κόκκινων» δανείων, σε συνδυασμό με διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις όπως οι συγχωνεύσεις - εξαγορές. Το ΔΝΤ εκτιμά πως τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια στις ευρωπαϊκές τράπεζες ανέρχονται σε περίπου 900 δισ. ευρώ. Επιπλέον, προτείνεται στις κυβερνήσεις να προχωρήσουν σε αλλαγές του νομοθετικού πλαισίου, προκειμένου να διευκολυνθεί η «απαλλαγή» των τραπεζών από τα προβληματικά δάνεια.

Σύμφωνα με το ΔΝΤ, το παγκόσμιο χρέος του μη χρηματοπιστωτικού τομέα (περιλαμβάνει τα χρέη των κρατών, των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών) ανέρχεται στα 152 τρισ. δολάρια, ποσό που αντιστοιχεί στο 225% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Το ΔΝΤ προειδοποιεί ότι το παγκόσμιο χρέος βρίσκεται στα υψηλότερα επίπεδα όλων των εποχών, ενώ θα μπορούσε να «ανατρέψει την εύθραυστη οικονομική ανάπτυξη».

Ενδοκαπιταλιστική διαπάλη για το ελληνικό κρατικό χρέος

Σε αυτό το φόντο εξελίσσεται και η ενδοκαπιταλιστική διαπάλη σχετικά με τη διαχείριση του ελληνικού κρατικού χρέος και με κοινή συνισταμένη την επιβολή νέων αντιλαϊκών μέτρων.

«Καθώς η Ελλάδα συνεχίζει να εργάζεται με όλους τους θεσμούς, το ζήτημα της αναδιάρθρωσης του χρέους παραμένει στο τραπέζι», τόνισε ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, Τζακ Λιου.

Ο ίδιος, βάζοντας ακόμα πιο ανοιχτά στο κάδρο των αντιλαϊκών διεργασιών και την κυβέρνηση των ΗΠΑ, επισήμανε: «Εχουμε εμπλακεί σε βάθος με την Ελλάδα και στα θέματα που αφορούν την οικονομική κατάσταση στην Ελλάδα και το χρέος, εδώ και πολύ καιρό. Ευτυχώς, δεν είμαστε σε φάση άμεσης κρίσης. Το θέμα είναι τι μπορούμε να κάνουμε για να αποφύγουμε να βρεθούμε και πάλι σε φάση κρίσης».

Από την πλευρά του, ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, Β. Σόιμπλε, τόνισε πως το «πρόβλημα» δεν βρίσκεται στο κρατικό χρέος, αλλά στο ζήτημα της «ανταγωνιστικότητας» που πρέπει να κερδίσει η ελληνική οικονομία, δηλαδή οι εγχώριοι επιχειρηματικοί όμιλοι. Σύμφωνα με τον ίδιο, η εστίαση της συζήτησης μόνο στο θέμα του χρέους λειτουργεί αποπροσανατολιστικά...


Α. Σ.

Βαρύ τίμημα για τα λαϊκά νοικοκυριά

Την ίδια στιγμή που η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ προχωρά σε τεράστιες εκπτώσεις στο «ενεργειακό κόστος» των μεγάλων βιομηχανιών και επιχειρήσεων, η απειλή αποκοπής της ηλεκτροδότησης σε χιλιάδες λαϊκά νοικοκυριά, εξαιτίας των ανεξόφλητων οφειλών τους προς τη ΔΕΗ παραμένει και σε αρκετές περιπτώσεις γίνεται καθημερινά πράξη.

Στις 30/10 λήγει το πρόγραμμα ρύθμισης οφειλών που «τρέχει» η ΔΕΗ και μέχρι τότε καλούνται τα χρεωμένα εργατικά - λαϊκά νοικοκυριά να περάσουν από τα ταμεία της επιχείρησης, αλλά και να παραμείνουν «συνεπείς» στην καταβολή των δόσεων, ειδάλλως θα δουν τα σπίτια τους να μένουν δίχως ηλεκτρικό ρεύμα...

Τα χρέη των λαϊκών νοικοκυριών προς τη ΔΕΗ, βέβαια, οφείλονται στη ραγδαία πτώση του εισοδήματός τους τα τελευταία χρόνια - και ενώ το 2017 θα φορτωθούν με μέτρα διπλάσιου ύψους σε σχέση με το 2016! - καθώς και στην ταυτόχρονη αύξηση του κόστους ηλεκτρικού ρεύματος, όπως και των υπόλοιπων χρεώσεων που είναι συνδεδεμένες με τους λογαριασμούς.

Ο λογαριασμός του ηλεκτρικού ρεύματος αποτελεί σήμερα ένα από τα βασικότερα εργαλεία για την απομύζηση του λαϊκού εισοδήματος, όχι μόνο μέσω αυτής καθαυτής της τιμής του, αλλά και μέσω μιας σειράς άλλων χρεώσεων που είναι συνδεδεμένες με τους λογαριασμούς του ρεύματος. Ολες οι κυβερνήσεις, και φυσικά και η σημερινή, γνωρίζοντας ότι το ηλεκτρικό ρεύμα είναι βασικό αγαθό, συνδέουν εκβιαστικά με τους λογαριασμούς ηλεκτρικού ρεύματος μια σειρά χρεώσεις, γνωρίζοντας ότι η συντριπτική πλειοψηφία των καταναλωτών αναγκαστικά θα «κόψει το λαιμό» της να τις πληρώσει για να έχουν τα σπίτια τους ρεύμα.

Συνολικά, από το 2008 μέχρι σήμερα υπολογίζεται ότι οι αυξήσεις στα οικιακά τιμολόγια ηλεκτρικού ρεύματος, μαζί με τις αυξήσεις σε ΦΠΑ, τέλη ΑΠΕ, αυξήσεις Υπηρεσιών Κοινής Ωφέλειας και μια σειρά άλλες χρεώσεις, φτάνουν το 70%. Είναι προφανές λοιπόν ότι η μείωση κατά 15% στην τιμή του ρεύματος - δηλαδή όχι στο σύνολο του λογαριασμού - που υπόσχεται η διοίκηση της ΔΕΗ στους «συνεπείς πελάτες» (αποκλείοντας όσους αδυνατούν να πληρώνουν έγκαιρα τους λογαριασμούς τους) δεν μπορεί να αλλάξει τη συνολική εικόνα.

Πόσο μάλλον που «ψήνονται» και νέες αυξήσεις στους λογαριασμούς ρεύματος, μετά και την κυβερνητική τροπολογία που ψηφίστηκε προχτές Πέμπτη στη Βουλή, για την αύξηση του τέλους των προμηθευτών Ενέργειας για την κάλυψη του Ειδικού Λογαριασμού ΑΠΕ του ΛΑΓΗΕ, γεγονός που αφήνει ορθάνοιχτο το ενδεχόμενο - παρά τις σχετικές διαψεύσεις μέσω... διαρροών - να μετακυλιστεί και αυτή η επιβάρυνση στα λαϊκά νοικοκυριά. Η τροπολογία φέρνει για το 2017 ένα πρόσθετο κόστος 45 εκατομμύρια ευρώ, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους και αφήνει ανοιχτό το ζήτημα της αύξησης του ΕΤΜΕΑΡ. Είναι τέλος του οποίου την αύξηση θα αποφασίσει η ΡΑΕ. Και επειδή η εξάλειψη αυτού του κόστους θα γίνει μέσα στο 2017, με δεδομένη τη μείωση στους βιομήχανους, μάλλον θα το πληρώσει ο λαός.

ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΟ «ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΟ ΚΟΣΤΟΣ»
Ζητούν επιπλέον μειώσεις οι βιομήχανοι...

...ενώ η κυβέρνηση «δίνει τα ρέστα της» στο κεφάλαιο

Ακόμα και στο 48% φτάνουν με τη νέα σύμβαση οι εκπτώσεις για την «Αλουμίνιον της Ελλάδος» για την προμήθεια ρεύματος!
Ακόμα και στο 48% φτάνουν με τη νέα σύμβαση οι εκπτώσεις για την «Αλουμίνιον της Ελλάδος» για την προμήθεια ρεύματος!
Η συμφωνία στην οποία κατέληξε την προηγούμενη βδομάδα η διοίκηση της ΔΕΗ ΑΕ με την «Αλουμίνιον της Ελλάδος» (ΑτΕ) σχετικά με τη μείωση στην τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος «άνοιξε» την όρεξη στο σύνολο των πελατών υψηλής τάσης, οι οποίοι ζητούν ανάλογη ευνοϊκή μεταχείριση. Ολο το προηγούμενο διάστημα οι διεργασίες που συντελούνταν μεταξύ κυβερνητικών και επιχειρηματικών παραγόντων υπήρξαν ιδιαίτερα έντονες και συνεχίζονται με αμείωτους ρυθμούς, εν μέσω όξυνσης του ανταγωνισμού μεταξύ των μονοπωλιακών ομίλων στον τομέα της Ενέργειας και των λεγόμενων «ενεργοβόρων» βιομηχανιών, που επιδιώκουν μείωση του περιβόητου «ενεργειακού κόστους».

Η σύμβαση ανάμεσα στην «ΑτΕ» του «Ομίλου Μυτιληναίος» και τη ΔΕΗ ΑΕ είναι χαρακτηριστική για την αποφασιστικότητα της συγκυβέρνησης να εξυπηρετήσει και σε αυτό το πεδίο τις αξιώσεις των βιομηχάνων.

Συγκεκριμένα, η σύμβαση που εγκρίθηκε από τη Γενική Συνέλευση των μετόχων της ΔΕΗ (όπου η κυβέρνηση εκπροσωπεί το πλειοψηφικό κρατικό μετοχικό πακέτο) και η οποία θα υπογραφεί σύντομα, είναι τετραετούς διάρκειας, από 1/7/2016 έως 31/12/2020. Οι εκπτώσεις που προβλέπει μπορεί υπό κάποιους όρους να φτάσουν ακόμη και στο 48% επί της χρέωσης ηλεκτρισμού στην Υψηλή Τάση, που σήμερα τιμολογείται με 57,57 ευρώ/MWh. Ετσι, η νέα σύμβαση προμήθειας προβλέπει ότι για την περίοδο από 1/1/2014 έως 30/6/2016, κατά την οποία υπήρχε διένεξη με την ΑτΕ, η τιμή διαμορφώνεται στα 36,6 ευρώ/MWh, ενώ για την ερχόμενη τετραετία προβλέπεται περαιτέρω μείωση, στα 31,6 ευρώ/MWh, δίχως το κόστος ρύπων και δικτύων.

Ως όρος για την παροχή του συνόλου της παραπάνω έκπτωσης καθορίστηκε η προπληρωμή 100 εκατ. ευρώ για την κατανάλωση του α' εξαμήνου του έτους, εντός 15 ημερών από την υπογραφή της σύμβασης, ενώ για τη διαμόρφωση της τελικής τιμής υπολογίστηκε έκπτωση όγκου ηλεκτρικού ρεύματος 25% και έκπτωση λόγω «ειδικών καταναλωτικών χαρακτηριστικών» της επιχείρησης, ύψους 8%. Εχουν επίσης ληφθεί υπόψη και οι χρηματιστηριακές τιμές του αλουμινίου στο Χρηματιστήριο Μετάλλων του Λονδίνου, καθώς η χρέωση θα αυξάνεται ανάλογα με την αύξηση που ενδεχομένως υπάρξει στην τιμή του αλουμινίου.

Ζητούν κι άλλοι βιομήχανοι το «μερτικό» τους...

Στη Γενική Συνέλευση της ΔΕΗ συμμετείχε και εκπρόσωπος του ΤΑΙΠΕΔ, μιας και το ταμείο ιδιωτικοποιήσεων έχει στο χαρτοφυλάκιό του το 17% των μετοχών της ΔΕΗ, εκφράζοντας επιφυλάξεις για το σύννομο της συμφωνίας με τη νομοθεσία της ΕΕ περί κρατικών ενισχύσεων. Οπως έγινε γνωστό από τη διοίκηση της ΔΕΗ, η συμφωνία ολοκληρώθηκε κατόπιν σχετικών ενεργειών του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, έχοντας πάντα ως «μπούσουλα» σχετική απαίτηση των δανειστών να ολοκληρωθούν όλες οι συμβάσεις με την «ενεργοβόρο» βιομηχανία, ως «προαπαιτούμενο» για την εκταμίευση της υποδόσης των 2,8 δισ. ευρώ...

Ακριβώς γι' αυτόν το λόγο επανέρχεται το ζήτημα των χρεώσεων στο σύνολο της «ενεργοβόρου» βιομηχανίας που τροφοδοτείται από την υψηλή τάση, με τον πρόεδρο της ΔΕΗ να μεταθέτει την επίλυσή του στο τέλος του 2017, οπότε λήγουν οι τρέχουσες συμβάσεις.

Κατά τ' άλλα, καθώς εντείνονται οι ενδοκαπιταλιστικοί ανταγωνισμοί στο πλαίσιο της παραπέρα «απελευθέρωσης» της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, κατά τη διάρκεια της Γενικής Συνέλευσης ο πρόεδρος της ΔΕΗ, Μ. Παναγιωτάκης, έθεσε εκ νέου το αίτημα της ΔΕΗ να μην περιλαμβάνεται το ποσοστό της υψηλής τάσης στο συνολικό μερίδιο αγοράς που κατέχει η επιχείρηση. Υπενθυμίζεται ότι βάσει της συμφωνίας με τους δανειστές, η ΔΕΗ θα πρέπει μέχρι το 2020 να έχει μειώσει το μερίδιό της στην εγχώρια αγορά κάτω του 50%.

Η παραπάνω πρόταση ήδη έχει ξεσηκώσει αντιδράσεις στους κόλπους των βιομηχάνων, οι οποίοι εκτιμούν πως σε αυτήν κρύβεται η πρόθεση της ΔΕΗ να αποκλειστούν οι ίδιοι από την αγορά ηλεκτρικού ρεύματος. Αντίστοιχη κίνηση είχε επιχειρηθεί το περασμένο καλοκαίρι, μέσα από τον προτεινόμενο Κώδικα Δημοπρασιών Προθεσμιακών Προϊόντων Ηλεκτρικής Ενέργειας - το Σύστημα Δημοπρασιών ΝΟΜΕ - η οποία ωστόσο έμεινε στα χαρτιά μετά τις έντονες αντιδράσεις ορισμένων τμημάτων της βιομηχανίας. Μάλιστα, είχε χαρακτηρισθεί από τους ίδιους, με ευθείες καταγγελίες προς την πολιτική ηγεσία του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, ως προσπάθεια να ευνοηθούν συγκεκριμένοι ιδιώτες παραγωγοί ηλεκτρικής ενέργειας... Το μόνο βέβαιο είναι πως οι επόμενοι μήνες θα έχουν πολύ ενδιαφέρον μιας και όλες οι πλευρές ήδη «ακονίζουν τα μαχαίρια».

Ανοιχτά συγχαρητήρια από τον ΣΕΒ προς την κυβέρνηση

Η αλήθεια είναι βέβαια πως η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ καταβάλλει φιλότιμες προσπάθειες για να μειώσει το λεγόμενο «ενεργειακό κόστος» των βιομηχάνων, αλλά και να συμβιβάσει αντιτιθέμενα συμφέροντα στο εσωτερικό της εγχώριας αστικής τάξης.

Χαρακτηριστικά, ο ΣΕΒ αναγνωρίζει ανοιχτά τις εν λόγω κυβερνητικές προσπάθειες, γεγονός που κατέγραψε και σε «οικονομικό δελτίο» του, τον περασμένο Σεπτέμβρη.

Σε αυτό εξέφραζε την ικανοποίησή του για τις παρεμβάσεις της κυβέρνησης που έχουν οδηγήσει σε μείωση του ενεργειακού κόστους της βιομηχανίας και ειδικότερα σε ό,τι αφορά τη μείωση του κόστους φυσικού αερίου για τη βιομηχανική παραγωγή. Πιο συγκεκριμένα, χρέωνε στα θετικά της κυβέρνησης την κατάργηση του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης (ΕΦΚ) στο φυσικό αέριο που χρησιμοποιείται για την ηλεκτροπαραγωγή, τη μείωση του ΕΦΚ στο φυσικό αέριο που χρησιμοποιείται από τη βιομηχανία για κατανάλωση, την εφαρμογή των συμβάσεων διακοψιμότητας στις μεγάλες βιομηχανίες, την αλλαγή των όρων τιμολόγησης της πρόσβασης στο δίκτυο μεταφοράς φυσικού αερίου κ.ά.

Οπως χαρακτηριστικά υπογράμμισε, όλα τα παραπάνω «αποτελούν σωρευτικά κρίσιμες παρεμβάσεις στήριξης της Ελλάδας που παράγει και εξάγει»...

Οξύνεται η ενδοκαπιταλιστική αντιπαράθεση

Στο πλαίσιο των ανταγωνισμών μεταξύ διαφορετικών τμημάτων του κεφαλαίου, βέβαια, τα παραπάνω συγχαρητήρια του ΣΕΒ προς την κυβέρνηση δεν υιοθετούνται από το σύνολο των βιομηχανικών καταναλωτών, όπως φαίνεται από μια σειρά δημόσιων παρεμβάσεων το τελευταίο διάστημα. Το μόνο βέβαιο είναι πως οι «πιέσεις» που ασκούνται από κάθε επιχειρηματικό όμιλο προς την κυβέρνηση ξεχωριστά θα ενταθούν, όπως και οι αναμεταξύ τους κόντρες, εν μέσω συνολικών αναδιαρθρώσεων που συντελούνται στην εγχώρια καπιταλιστική οικονομία.

Ηδη, οι αλληλοεπιθέσεις μεταξύ μονοπωλιακών ομίλων του χώρου της Ενέργειας (παραγωγών, προμηθευτών, παραγωγών μέσων ΑΠΕ κ.ά.) και βιομηχανιών, για το ποιος θα ωφεληθεί περισσότερο από τις εξελίξεις στον τομέα Ενέργειας και μάλιστα σε περίοδο μεγάλων δυσκολιών λόγω της παρατεταμένης ύφεσης, εκτοξεύονται ακόμη και σε δημόσιες συζητήσεις. Από την πρώτη στιγμή που ξεκίνησε η συζήτηση για την παραπέρα ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ ΑΕ, δεν ήταν λίγοι εκείνοι οι επιχειρηματίες που εξέφρασαν ανοιχτά τη διαφωνία τους, όπως επίσης εξέφρασαν τη διαφωνία τους στην ιδιωτικοποίηση του ΑΔΜΗΕ στη συνέχεια από τη σημερινή κυβέρνηση. Είναι σαφές ότι στις σημερινές συνθήκες, η διατήρηση ορισμένων τέτοιων επιχειρήσεων στην ιδιοκτησία του κράτους και η παραχώρηση της χρήσης κερδοφόρων τμημάτων τους στο μεγάλο κεφάλαιο, καθώς και η διασφάλιση τέτοιων προνομιακών συμβάσεων (όπως στην περίπτωση της «ΑτΕ»), είναι αποτελεσματικότερη μέθοδος, που οδηγεί σε ακόμα μεγαλύτερα ποσοστά κερδοφορίας τις βιομηχανίες. Διαφορετικά, οι ιδιώτες παραγωγοί θα παζαρεύουν τις τιμές με τους βιομήχανους με βάση το δικό τους κέρδος, άρα οι συμβάσεις δε θα είναι προνομιακές.

Ολα όσα προαναφέρθηκαν αναδεικνύουν την όξυνση των ενδοκαπιταλιστικών ανταγωνισμών με επίκεντρο την Ενέργεια. Το βέβαιο είναι πως ο λαός αντικειμενικά θα «πληρώσει τα σπασμένα», και ήδη τα πληρώνει αφού οι κάθε είδους «εκπτώσεις» προς το κεφάλαιο «εξοικονομούνται» από την κλιμάκωση της αντιλαϊκής επίθεσης, ενώ και η ίδια η ΔΕΗ, παράλληλα με το πρόγραμμα διακανονισμών και ρύθμισης οφειλών που προωθεί ως «τελευταία ευκαιρία», εντείνει και τις απειλές και τις διακοπές ρεύματος στους «κακοπληρωτές»...

Επίσης, ενώ μειώνει τον ειδικό φόρο κατανάλωσης φυσικού αερίου στη βιομηχανία, αυξάνει τον αντίστοιχο φόρο στο πετρέλαιο θέρμανσης, επιβαρύνοντας τα λαϊκά νοικοκυριά.

Κόντρα σε όλα αυτά έρχεται η πρόταση του ΚΚΕ ως η μόνη πραγματικά φιλολαϊκή διέξοδος, που η υλοποίησή της μπορεί να εξασφαλίσει τη λαϊκή ευημερία, μέσω της κοινωνικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, της ύπαρξης κεντρικού σχεδιασμού στην οικονομία και της ίδρυσης ενιαίου φορέα Ενέργειας, που θα είναι λαϊκή ιδιοκτησία, θα λαμβάνει υπόψη τις λαϊκές ανάγκες και θα αξιοποιεί όλες τις παραγωγικές δυνατότητες του λαού και της χώρας. Αυτός ο φορέας θα διασφαλίζει την κάλυψη των αναγκών της κεντρικά σχεδιασμένης βιομηχανίας, τη σχεδιασμένη ανάπτυξη περιοχών και κλάδων, την ασφάλεια των εργαζομένων και γενικότερα την ισόρροπη παρέμβαση του ανθρώπου στο περιβάλλον και φτηνό ρεύμα στο λαό.


Φ. Κ.

Ποια είναι η εταιρεία

H ALSTOM θεωρείται σήμερα μια από τις μεγαλύτερες και σημαντικότερες εταιρείας παγκοσμίως στον τομέα της κατασκευής και προώθησης συστημάτων, εξοπλισμού και υπηρεσιών των σιδηροδρόμων. Ασχολείται με μια τεράστια γκάμα συστημάτων τροχαίας μεταφοράς, από τρένα υψηλής ταχύτητας μέχρι συρμούς μετρό και τραμ, αλλά και υπηρεσίες συντήρησης, εκσυγχρονισμού τους, όπως επίσης με το κεφάλαιο της σηματοδότησης των σχετικών δικτύων, τις αντίστοιχες υποδομές κ.τ.λ.

Δραστηριοποιείται συνολικά σε 60 χώρες σε όλο τον πλανήτη και απασχολεί 31.000 εργατοϋπαλλήλους. Περίπου το 20% των μετοχών της ανήκει στο γαλλικό Δημόσιο.

Το φθινόπωρο του 2015, ο όμιλος ανακοίνωσε ότι θα επικεντρωθεί στον κλάδο των σιδηροδρομικών και τροχαίων μεταφορών. Το μέρος του Ομίλου που αφορούσε τον κλάδο της Ενέργειας εξαγόρασε η αμερικανική «General Electric» («Τζένεραλ Ελεκτρικ») που μερικούς μήνες μετά ανακοίνωσε ότι προγραμματίζει την κατάργηση 6.500 θέσεων.

Σήμερα, θεωρείται ότι διακρίνεται για καινοτόμες πρακτικές και ότι έχει κατακτήσει μεγάλο βαθμό ειδίκευσης σε διάφορους τομείς. Πριν από μερικούς μήνες, κυκλοφόρησαν, για παράδειγμα, ρεπορτάζ που αναφέρονταν στο «Health Club» («Χελθ Κλαμπ», δηλαδή «Κέντρο Υγείας») που διατηρεί στο Μάντσεστερ της Μεγάλης Βρετανίας, για τη «διάγνωση» της «υγείας» των τρένων και γενικά των εξαρτημάτων του σιδηροδρομικού τροχαίου υλικού. Σύμφωνα με στελέχη της εταιρείας, στο συγκεκριμένο κέντρο επιτρέπεται η προγνωστική συντήρηση του σιδηροδρομικού τροχαίου υλικού και ελέγχονται τα τρένα, έτσι ώστε να υπολογίζεται ο κύκλος ζωής τους, όπως και το ποια από αυτά πρέπει να αντικατασταθούν.

Δηλαδή, μιλάμε για μια εταιρεία που διαθέτει σημαντική τεχνογνωσία, έμπειρο και ειδικευμένο προσωπικό, στοιχεία απαραίτητα για την ολοκληρωμένη ανάπτυξη ενός κλάδος στρατηγικής σημασίας, απαραίτητου για την ασφαλή μεταφορά ανθρώπων και προϊόντων, σε μια μεγάλη μάλιστα χώρα όπως η Γαλλία, όπου οι σιδηρόδρομοι θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν σε μεγάλο βαθμό. Μιλάμε για υποδομές, μηχανήματα και εργατικό δυναμικό, που σε συνθήκες κοινωνικοποιημένης παραγωγής και κεντρικά σχεδιασμένης οικονομίας, σε συνθήκες λαϊκής εξουσίας και οικονομίας, θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν περαιτέρω και όχι να υπάρχει μια διαρκής αγωνία, για το αν τα εργοστάσια θα μένουν ανοιχτά, για το αν οι εργάτες θα έχουν δουλειά.

Η ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΕΡΓΑΤΕΣ ΓΕΝΝΑ ΜΟΝΟ ΑΝΑΣΦΑΛΕΙΑ
Το παράδειγμα του γαλλικού κολοσσού «Alstom»

Με αφορμή την ανάκληση του «λουκέτου» στο ιστορικό εργοστάσιο του Μπελφόρ

Από πρόσφατη κινητοποίηση εργατών του ομίλου
Από πρόσφατη κινητοποίηση εργατών του ομίλου
Την περασμένη Τρίτη, 4 Οκτώβρη, η γαλλική κυβέρνηση πανηγύριζε ότι έσωσε 400 - 450 θέσεις δουλειάς στο εργοστάσιο του γαλλικού κολοσσού «Alstom» στο Μπελφόρ, αφού έκανε μια σειρά παραγγελίες στην εταιρεία που προκάλεσαν ασφαλώς την ικανοποίηση της διοίκησης.

Το τι αληθινά, όμως, ξημερώνει τόσο για τους εργάτες στο εργοστάσιο του Μπελφόρ, όσο και για τους εργάτες συνολικά της επιχείρησης, αποτυπώνεται στην «αναπροσαρμογή» της στρατηγικής της εταιρείας, που καθορίζεται με γνώμονα το μέγιστο δυνατό κέρδος, την ανέλιξή της διεθνώς, τον εκτοπισμό των ανταγωνιστών της.

Το «λουκέτο» στο Μπελφόρ

Το Σεπτέμβρη, η διοίκηση της «Alstom» είχε ανακοινώσει ότι κλείνει το τμήμα παραγωγής της μονάδας που διατηρούσε στο βιομηχανικό κέντρο Μπελφόρ, στη βορειοδυτική Γαλλία. Η συγκεκριμένη μονάδα θεωρείται ιστορική, επειδή εκεί κατασκευάστηκε το πρώτο από τα γρήγορα τρένα TGV (Train a Grand Vitesse - Τρένο Υψηλής Ταχύτητας).

Η εργοδοσία γκρίνιαξε για τη «μείωση δουλειάς» κατά 30% συνολικά στα γαλλικά εργοστάσια, απέδωσε την απόφαση γενικά στον περιορισμό της «δραστηριότητας» σε Γαλλία και Ευρώπη, είπε ότι σχεδιάζει να μεταφέρει έναν «όγκο εργασιών» στο εργοστάσιο του Ράιχσχoφεν, μιας μικρότερης γαλλικής κοινότητας, και ότι θα πρότεινε στους 400 - 450 εργάτες που επρόκειτο να απολυθούν, να δουλέψουν εκεί, δηλαδή ...220 χιλιόμετρα μακριά.

«Αντιδρώντας», ο Γάλλος Πρόεδρος, Φρανσουά Ολάντ, εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του επειδή ...η κυβέρνησή του πρόσεξε την «Alstom», αλλά εκείνη δεν προσέχει τη Γαλλία. «Η "Alstom", κάθε φορά που μεταβαίνω στο εξωτερικό - στις πιο μεγάλες αναδυόμενες χώρες ή στις πιο αναπτυγμένες χώρες όπως οι ΗΠΑ - υπογράφει συμβόλαια και διασφαλίσει ότι η γαλλική τεχνολογία θεωρείται η καλύτερη του κόσμου, ειδικά στους Σιδηροδρόμους. Πρέπει λοιπόν (η εταιρεία) να συνεχίσει να δραστηριοποιείται και στη Γαλλία, για να μπορούμε να έχουμε μονάδες παραγωγής και όχι απλά μηχανικούς που θα μπορούν να αξιοποιούν την τεχνολογία μας στο εξωτερικό» είπε ο Ολάντ. Αφού παινεύτηκε, δηλαδή, κιόλας που σε κάθε του ταξίδι δεν ξεχνά να παίρνει μαζί του την «Alstom», για να κλείνει μπίζνες και να διεισδύει σε νέες αγορές, μετά ζήτησε τα ρέστα, επειδή εκείνη ως ...σωστό μονοπώλιο αναπροσαρμόζει την επιχειρηματική της δραστηριότητα με βάση το μέγιστο δυνατό όφελος.

Γιατί, βεβαίως, η «Alstom» δεν καθορίζει τη δράση της ανάλογα με το ότι οι εργάτες του Μπελφόρ και των άλλων εργοστασίων της χρειάζονται μεροκάματο. Ούτε ανάλογα με τις ανάγκες της χώρας, δηλαδή τα ιδιαίτερα γεωγραφικά, κοινωνικά, οικονομικά και άλλα χαρακτηριστικά που πρέπει να συνυπολογιστούν για τη μικρότερη ή μεγαλύτερη ανάπτυξη του σιδηροδρομικού δικτύου της, τις ανάγκες συντήρησης, εκσυγχρονισμού του (π.χ. η Γαλλία είναι μεγάλη ηπειρωτική χώρα, μεγάλη βιομηχανική δύναμη, με μεγάλο όγκο εξαγωγών, μεγάλες αγροτικές καλλιέργειες).

Κριτήριο η «ανταγωνιστικότητα»

Ζητούμενο για τη σημερινή «Alstom», που αποτελεί ιδιοκτησία καπιταλιστών, είναι αν και πόσο ανταγωνιστική και κερδοφόρα μπορεί να μείνει.

Είναι ενδεικτικό ότι πολλοί θεώρησαν ως καταλυτική για το «κλείσιμο» του Μπελφόρ την «πανωλεθρία» που υπέστη η εταιρεία όταν - πριν μερικούς μήνες - έχασε μια παραγγελία αξίας 140 εκατομμυρίων ευρώ, για την κατασκευή 44 σιδηροδρομικών ατμομηχανών για λογαριασμό της γαλλο-γερμανικής «Akiem» (Ακιεμ). Αντί της «Alstom», η «Akiem» προτίμησε τη γερμανική «Vossloh» («Βοσλοχ»), που εκτιμήθηκε ότι έκανε πιο ανταγωνιστική προσφορά.

Μέτοχος της «Akiem» είναι η γαλλική SNCF, δηλαδή ο «ΟΣΕ της Γαλλίας» (όπως επίσης και η γερμανική τράπεζα Deutche Bank). Αυτό βέβαια δεν εμπόδισε την «Akiem» να προτιμήσει τη γερμανική «Vossloh». Μάλιστα, όταν ορισμένοι χαρακτήρισαν απαράδεκτη την απόφαση των μετόχων της SNCF να προκρίνουν μια ...γερμανική επιλογή, στελέχη της κυβέρνησης από το υπουργείο Μεταφορών δεν μπόρεσαν να μην εντοπίσουν τις «αντιφάσεις της κυβερνητικής πολιτικής»: «Πρέπει να καταλήξει η κυβέρνηση, αν θα εργαστεί για να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα της SNCF...». Με απλά λόγια, σημείωναν ότι λογική ήταν η προτίμηση της «Vessloh» έναντι της «Alstom», αφού αυτό επέτασσε κι η ανταγωνιστικότητα της «Akiem», δηλαδή και του μετόχου της SNCF...

Αποδοτικότερες δραστηριότητες και άλλες αγορές

Στον απόηχο εκείνης της «ήττας» της «Alstom» από τη «Vossloh», τα στελέχη της εταιρείας ανέλαβαν να εξηγήσουν ότι ο όμιλος μελετά ευρύτερα πώς θα αναπροσαρμόσει την επιχειρηματική του τακτική, με βάση τα δεδομένα που διαμορφώνονται σε πανευρωπαϊκό αλλά και διεθνές επίπεδο. «Αντιμέτωπος με τον κινεζικό ανταγωνισμό που ρίχνει τις τιμές στην αγορά εξαιτίας του τροχαίου υλικού (σ.σ. που προφανώς κινεζικές εταιρείες διαθέτουν σε πιο χαμηλότερες τιμές), ο διευθύνων σύμβουλος Ενρί Πουπάρ-Λαφάρζ αποφάσισε να διαφοροποιηθεί σε πιο αποδοτικές δραστηριότητες όπως η παροχή υπηρεσιών, η συντήρηση, η σηματοδότηση (σ.σ. και όχι η παραγωγή)», σημείωναν εκείνη την εποχή οικονομικές εφημερίδες.

Ενώ ο υπεύθυνος για τη χάραξη της εταιρικής στρατηγικής, Μπρουνό Μαργκέ, εξηγούσε: «Σε όλο τον κόσμο, υπάρχουν τριάντα εταιρείες ικανές να κατασκευάσουν ένα τραμ, αλλά μόνο τρεις ή τέσσερις μπορούν να πουλήσουν συμβόλαια σε κρίσιμα σχέδια, αναλαμβάνοντας ταυτόχρονα την παροχή του τροχαίου υλικού, τις υποδομές και τη σηματοδότηση». Αναδείκνυε, δηλαδή, ότι η συγκέντρωση του κλάδου σε όλο και λιγότερα χέρια μεγαλώνει τη δύναμη των μεγαλύτερων, άρα και τον ανταγωνισμό, όχι μόνο απέναντι στους «μικρότερους» αλλά και ανάμεσα στους ίδιους τους ισχυρούς ενός κλάδου, με αποτέλεσμα όλα να είναι ρευστά.

Την ίδια στιγμή, ενισχύεται ο προσανατολισμός της εταιρείας στο εξωτερικό. Για παράδειγμα:

  • Στα τέλη του Αυγούστου ανακοινώθηκε συμφωνία με την αμερικανική «Amtrak» («Αμτρακ») για να κατασκευάσει η «Alstom» 28 τρένα νέας γενιάς για τη γραμμή Βοστόνη - Ουάσιγκτον (αξίας 1,8 δισ. ευρώ). Η συμφωνία χαρακτηρίστηκε «ιστορική», με το σκεπτικό ότι «για πρώτη φορά, οι Γάλλοι θα πούλαγαν TGV στις ΗΠΑ». Ρητά ορίστηκε ότι ο μεγαλύτερος όγκος της παραγωγής θα έβγαινε στο Χόρνελ των ΗΠΑ.
  • Είχαν προηγηθεί το 2013 συμφωνία με τους Σιδηροδρόμους της Νότιας Αφρικής συνολικής αξίας 4 δισ. ευρώ το 2013. Το 2015 μεγάλη συμφωνία για 800 λοκομοτίβες στην Ινδία.
  • Οφέλη προέκυψαν και μετά την αναθέρμανση των σχέσεων Ιράν - Δύσης. Τον περασμένο Γενάρη, στη διάρκεια της επίσκεψης Ροχανί στο Παρίσι, η «Alstom» υπέγραψε συμφωνία με τον Ιρανικό Οργανισμό Βιομηχανικής Ανάπτυξης και Καινοτομίας (Idro), για την ανάπτυξη και συντήρηση του σιδηροδρομικού δικτύου της χώρας.

Σε συνέντευξή του στην οικονομική εφημερίδα «Λεζ Εκο», ο διευθύνων σύμβουλος της «Alstom», Ενρί Πουπάρ-Λαφάρζ, ξεκαθάριζε ότι ο όμιλος θέλει να συνεχίσει να αναπτύσσεται στο εξωτερικό και όσον αφορά τις «ικανότητές» του στην Ευρώπη, αυτές θα «προσαρμοστούν ανάλογα με το φόρτο (εργασίας)...».

Χρειάζεται άλλη οικονομία

Το «ανάλογα με το φόρτο (εργασίας)» σημαίνει ανάλογα με το πόσο ελκυστική θα μπορέσει να γίνει η εταιρεία στους επενδυτές, ανάλογα με το πόσο θα μπορέσει να αντέξει στην όξυνση του ανταγωνισμού, ανάλογα με την αύξηση των κερδών της.

Η ικανοποίηση των αναγκών του γαλλικού λαού σε ασφαλείς, γρήγορες, φτηνές μεταφορές δεν ενδιαφέρει κανέναν επιχειρηματικό όμιλο, ούτε και την «Alstom». Αντίθετα. Οι επιλογές της διοίκησης, που ιεραρχεί τους τομείς δράσης με βάση την «απόδοσή» τους, πλήττουν και τις ίδιες τις λαϊκές ανάγκες σε ένα σύγχρονο σιδηροδρομικό δίκτυο, όπως πλήττουν και την ανάγκη των εργατοτεχνιτών της «Alstom» σε μόνιμη και σταθερή εργασία.

Συμπέρασμα: τόσο στο Μπελφόρ όσο και σε όλη τη Γαλλία και όλο τον καπιταλιστικό κόσμο, η πείρα των εργατών μπορεί να εμπλουτιστεί και για τις προτεραιότητες των μονοπωλίων και για το πόσο ασυμβίβαστες είναι οι δικές τους ανάγκες και εκείνες των αφεντικών τους και για τη σημασία να οργανωθούν και να παλέψουν σε ταξική κατεύθυνση. Το παράδειγμα της γαλλικής εταιρείας δείχνει δηλαδή τις τεράστιες δυνατότητες της εποχής σε έναν κρίσιμο κλάδο, που στα χέρια της λαϊκής εξουσίας και οικονομίας θα μπορούσε να συμβάλει στην ικανοποίηση σύγχρονων λαϊκών αναγκών.


Α. Μ



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ