Κυριακή 8 Οχτώβρη 2000
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΔΙΗΓΗΜΑ
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
Βιογραφικό Σοφίας Μαλτέζου

Η Σοφία Μαλτέζου γεννήθηκε τον περασμένο αιώνα στην Πλάκα της Αθήνας. Εβγαλε το Β΄ Γυμνάσιο Μαρασλείου μαζί με τρακόσιες ακόμα κοπέλες που πήγαιναν μαζί της στην ίδια τάξη. Πέρασε από τη Σχολή - τότε - της Παντείου και από όλα τα πεζοδρόμια - της Αθήνας, καλύπτοντας διάφορα ρεπορτάζ ως δημοσιογράφος. Δούλεψε σε πολλές εφημερίδες ξεκινώντας με τον ιλιγγιώδη μισθό των 800 δρχ. το μήνα. Για δεκαπέντε χρόνια κάλυπτε το δικαστικό ρεπορτάζ. Επίσης εργάστηκε σε πολλά περιοδικά, στην ελεύθερη ραδιοφωνία και στην ελεύθερη τηλεόραση αλλά η πολλή ελευθερία τη χτύπησε στο στομάχι και είπε ν' αφήσει το πεδίο ελεύθερο στους νεότερους συναδέλφους της και να περιοριστεί στην κατ' οίκον οικιακή συγγραφή. Εχει γράψει από το 1977 μέχρι σήμερα πέντε βιβλία: «Ποιος πιστεύει τον Ανδρέα», «Η εγγονή του Κάιζερ», μια μελέτη για τη μοναξιά στην εποχή μας: «Με τη μοναξιά μου», «Τριχωτό μίξερ» και το «Τοπίο ενός χωρισμού» (εκδόσεις «Φιλιππότη»). Είναι αντιπρόεδρος του Μορφωτικού Ιδρύματος της ΕΣΗΕΑ και μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Γράφει με μια παλιά γραφομηχανή Ολύμπια σε ένα χωράφι έξω από την Κερατέα όπου ζει, με τον άντρα της, τον Αντώνη, που μην κάνετε το λάθος να τον πείτε «κύριο Μαλτέζο», γιατί έχει το δικό του όνομα και τη δική του πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία.

Μαρίας εγκώμιον

Παπαγεωργίου Βασίλης

Κάθε φορά άνοιγε τα γαλάζια μάτια της με απορία και του έδινε την ίδια χαμογελαστή απάντηση:

- Τι σε νοιάζει εσένα για τα ψέματα που λέω; Η δική μου αλήθεια είσαι συ.

- Να σε πιστέψω;

- Πρέπει...

Ο καυγάς άρχιζε πάντα με αυτό που ο Αντρέας στην αρχή πολύ κομψά ονόμαζε παραποίηση της πραγματικότητας και αργότερα βάναυση προσβολή της νοημοσύνης του. Τον πρώτο καιρό της γνωριμίας τους, η Μαρία δεν καταλάβαινε πως ένα αθώο ψέμα ήταν ικανό να τον κάνει έξω φρενών. «Ασε να σου λέω ψέματα και θα δεις τι όμορφα που είναι», ήταν το δικό της βιομοτίβο. Ολα της τα χρόνια μέχρι τότε, είχαν κυλήσει μέσα σ' ένα ωραίο, ζεστό ψέμα. Οσο θυμόταν τον εαυτό της, ένα ροζ ανάλαφρο σύννεφο τη σήκωνε ψηλά, μόλις πήγαινε να σκοντάψει κάπου κι από κει πάνω ο κόσμος της φαινόταν υπέροχος και προστατευτικός, σπαρμένος με μοσχομπίζελα και μυρωδάτη μέντα.

Στην άλλη όψη της ζωής, τη μυστική, τη δική της, την είχε μυήσει η γιαγιά Νικολέτα, μπουκώνοντάς τη με τόσες παραλλαγές της αλήθειας, όσες χρειαζόταν η Μαρία για να δεχτεί τη διπλή ορφάνια σαν ένα δώρο περίπου του καλού Θεού. Κάποτε μάλιστα, η γιαγιά Νικολέτα έπαψε να λέει παλιά παραμύθια κι έκανε την ίδια τη ζωή τους παραμύθι. Τη Μαρία τη βάφτισε αρχοντοπούλα, το φτωχικό τους στο χωριό αργυρόκαστρο και το πιάτο με τη φασολάδα γινόταν ως διά μαγείας μοσχάρι κοκκινιστό. Οχι πως δεν ήξερε η Μαρία να ξεχωρίζει χώρους, γεύσεις και ποιότητα. Ομως βολευόταν μια χαρά μέσα στο ψέμα και κάποτε ξεπετάχτηκε μέσα από αυτό αληθινή αρχόντισσα. Ομορφη, πανέξυπνη και με μια έμφυτη ικανότητα να κερδίζει τους άλλους. Με το ψέμα; Με το ψέμα. Ηξερε πως έλεγε ψέματα και οι άλλοι αφηνόντουσαν στη μαγεία της. Αν τα ψέματα της γιαγιάς της έδωσαν της ίδιας μπόι, γιατί να μη κάνει και τους άλλους με τα ίδια ψέματα να ψηλώσουν λίγο; Ενας καθηγητής στο γυμνάσιο προσπάθησε να της βάλει μυαλό.

- Μαρία, καλή μου. Το ξέρω πως το κάνεις από αγαθή πρόθεση, όμως δεν είναι σωστό να λες σ' ένα νάνο πως είναι γίγαντας. Τον κοροϊδεύεις. Κι αυτό δεν είναι το χειρότερο. Αν σε πιστέψει, θα κοροϊδεύει πια και ο ίδιος τον εαυτό του. Αλίμονο, μάλιστα, αν κάποια μέρα αντιληφθεί πως το μπόι του δεν του επιτρέπει να κάνει αυτά που πίστευε πως μπορούσε να κάνει ως γίγαντας. Το αποτέλεσμα θα είναι τραγικό. Το έχεις σκεφτεί αυτό;

- Μα, το ίδιο δεν κάνετε και σεις, κύριε καθηγητά, στην τάξη; Δε διαβεβαιώνετε όλα τα παιδιά πως η ύλη είναι στα μέτρα τους και πως όλα μπορούν να προκόψουν; Εχετε πει ποτέ σε μαθητή σας πως είναι βλάκας και καλά θα κάνει ν' αφήσει το σχολείο γιατί δεν παίρνει τα γράμματα; Ακόμα και όταν πέσει κάτω από τη βάση, τον δικαιολογείτε πως δε διάβασε αρκετά, ενώ ξέρετε πολύ καλά πως το μυαλουδάκι του δε δουλεύει στη βάση των εκπαιδευτικών προδιαγραφών. Ισως όμως και να μην του λέτε ψέματα. Να καταλαβαίνετε κατά βάθος πως το ωρολόγιο πρόγραμμα δεν έχει γίνει δα για ν' ανεβάζει τους δείκτες ευφυίας. Και πως πολύ συχνά οι σκράπες των σχολείων έβαλαν τα γυαλιά στην ανθρωπότητα. Αλλωστε, κάθε παιδί μακριά από την εκπαιδευτική κλίνη του Προκρούστη, μπορεί να πετάξει μπόι και ν' αναδειχτεί σε κάθε δημιουργικό χώρο της ζωής. Τι θα γινόμουν εγώ, κύριε καθηγητά, αν η γιαγιά μου με άφηνε να γλιστρήσω μέσα στην πικρή αλήθεια; Αν μου έλεγε πως οι γονείς μου σκοτώθηκαν σε μια έκρηξη νάρκης και πως αβοήθητες έπρεπε πια να τα βγάλουμε πέρα; Με μεγάλωσε με την πίστη πως οι γονείς μου είχαν πάρει μέρος σε μια επιστημονική αποστολή στο Διάστημα και πως από κει πάνω μού έστελναν κάθε τόσο τα πολύτιμα δώρα τους. Κάποιος θείος στο Μπρούκλιν και βέβαια θα με έκανε μοναδική κληρονόμο του, άσχετα αν δεν τον είχα γνωρίσει ποτέ και δε μου είχε στείλει ούτε ένα γράμμα. Από την άλλη, έπρεπε να είμαι ευγενική και περήφανη σαν απευθείας απόγονη των Παλαιολόγων. Και δεν είχα παρά να κάνω μια ευχή για να πραγματοποιηθεί κάποτε. Μ' αυτά και μ' αυτά ξεπέρασα την ορφάνια και τη φτώχεια μας, ένιωθα πλούσια κι από μεγάλη γενιά, δυνατή και τυχερή, όπως δε νιώθουν όσες σίγουρα έχουν μια καλύτερη τύχη από τη δική μου.

Ο καθηγητής την κοίταξε με κατανόηση.

- Μπορεί να 'χεις δίκιο, Μαρία. Ομως, μην το παρακάνεις με τα ψέματα. Ιδίως αν γίνεις δασκάλα, όπως σκέφτεσαι και μητέρα. Τα παιδιά δε θέλουν τα ψέματα.

- Τα παιδιά θέλουν τα ωραία ψέματα...

Η Μαρία σπούδασε πραγματικά δασκάλα, πήρε μια υποτροφία, έφυγε για δυο χρόνια στο εξωτερικό, όταν γύρισε διορίστηκε σ' ένα μονοθέσιο σχολείο κάπου στην Ηπειρο. Από το εξωτερικό κουβάλησε κάποιες νέες μεθόδους διδασκαλίας, στο μονοθέσιο ήταν ελεύθερη να τις δοκιμάσει. Μόνη της το ζήτησε να πάει σε μονοθέσιο για να μπορεί να παίρνει τα παιδιά να τους κάνει μάθημα έξω στο ύπαιθρο, αριθμητική, μετρώντας πουλιά στον αέρα, την αλφαβήτα, γράφοντας πάνω στην ποταμίσια άμμο. Το φόρτε της, φυσικά, ήταν η Ελληνική Μυθολογία, με δικά της τεράστια ανοίγματα, όπου στοίβαζε όλη τη ζωή των παιδιών, τα ερωτήματα, τα όνειρά τους.

Καθισμένα κοντά στα τόξα του Καλουτά τα παιδιά, άκουγαν τη Μαρία να τους ζωντανεύει τους άθλους του Ηρακλή. Η φωνή της ακουμπούσε απαλά πάνω στις ανάσες των μικρών, που ξεφώνιζαν με ενθουσιασμό κάθε φορά που ο μυθικός ήρωας κατάφερνε να νικήσει έναν εχθρό του.

- Ωραία τα λες, κυρά - δασκάλα, άκουσαν κάποια στιγμή μια φωνή πίσω τους. Αλλά πέστε μου, βρε παιδιά, πιστεύετε τώρα αυτά τα παραμύθια;

- Ναι... ναι... ξεφώνισαν εν χορώ τα μικρά, ενώ η Μαρία γύρισε και τον κοίταξε με αυστηρό βλέμμα.

Εκείνος ασυναίσθητα χαμήλωσε τα μάτια.

- Το ξέρετε, βέβαια, πως η Ελληνική Μυθολογία στηρίζεται σε κάποιες ανθρώπινες αλήθειες. Και αυτές τις αλήθειες τις διαισθάνονται καλύτερα από μας τα παιδιά.

- Συγνώμην. Δεν ήθελα να σας θίξω... Είναι το κάτι άλλο αυτό το γεφύρι. Θα πρέπει να το δω σε διαφορετικές ώρες. Ισως έρθω πάλι αργότερα. Απέχει πολύ από δω το δικό σας χωριό; Θα ήθελα να το γνωρίσω κι αυτό. Θα βρω εκεί να τσιμπίσω κάτι;

- Α, δεν το ξέρετε; Στο χωριό μας ένας Ελληνοαμερικανός έχει ανοίξει το «Μεγάλο Μπαλκόνι», το ωραιότερο εστιατόριο της Ηπείρου. Και όχι μόνο. Με μετρ, κλασική μουσική και φημισμένη ελληνογαλλική κουζίνα. Οι τιμές είναι λίγο τσουχτερές, αλλά αξίζει τον κόπο. Ολη η πνευματική αριστοκρατία της Δυτικής Ευρώπης θεωρεί υποχρέωσή της μια φορά το χρόνο τουλάχιστον να φάει μπεκάτσα α λα Γκρέκο στο χωριό μας.

- Στο Ασπρολίθαρο;

- Στο Απρολίθαρο.

- Περίεργο. Πώς δε μου το είπαν από τη Σχολή;

- Τη Σχολή;

- Το Πολυτεχνείο. Ξεκινάμε μια μελέτη για τα γεφύρια της Ηπείρου.

- Τα γεφύρια της Ηπείρου στηρίζονται πάνω στους γοητευτικότερους ελληνικούς μύθους, το ξέρετε.

- Βλέποντάς σας, αρχίζω να πιστεύω πως ποτέ δεν έπαψαν να κυκλοφορούν στην περιοχή νεράιδες, γέλασε ο Αντρέας.

Γιατί αυτός ήταν ο άγνωστος ταξιδιώτης, με τον οποίο η Μαρία λίγο αργότερα, όταν έφτασαν στο χωριό, είχε τον πρώτο της καυγά. Αιτία, φυσικά, το ανύπαρκτο «Μεγάλο Μπαλκόνι».

- Σας αρέσει γενικά να λέτε παραμύθια.

- Με αγαθή προαίρεση πάντα. Ομολογώ, όμως, πως καμιά φορά το παρακάνω.

- Δηλαδή σας αρέσουν τα ψέματα.

- Και σε ποιον δεν αρέσουν; Για σκεφτείτε το. Ολα είναι όμορφα και καλά, όσο διατηρούνται οι λεπτές αυτές ισορροπίες που εξασφαλίζει το ψέμα. Οι πιστοί πιστεύουν, χωρίς να ερευνούν. Οι ψηφοφόροι ψηφίζουν, χωρίς να θυμούνται. Οι φιλότεχνοι χειροκροτούν τη φενάκη, η κοινωνία κολυμπάει με απόλαυση σε πελάγη ψευδαισθήσεων, οι ανθρώπινες σχέσεις θεμελιώνονται πάνω σε κοινά αποδεκτούς μύθους. Η παραμικρή ριπή αλήθειας αν ρυτιδώσει αυτόν τον επίγειο παράδεισό μας αρχίζει η καταστροφή. Από διαζύγια μέχρι επαναστάσεις. Είμαστε για τέτοια τώρα; Και στο κάτω κάτω τι είναι η αλήθεια; Αυτό που οι άλλοι μας επιβάλλουν.

- Μόνο οι αθώοι ψάχνουν για την αλήθεια.

- Επιζητώντας την καταδίκη τους. Συγνώμην. Δεν αισθάνομαι καθόλου ένοχη.

- Εχω την εντύπωση πως φοβόσαστε την αλήθεια.

- Σας ορκίζομαι, κύριε. Εχω βάλει όλα μου τα δυνατά για να βρω την αλήθεια.

Μα, διαρκώς μου ξεφεύγει. Εσείς τη βρήκατε μήπως;

- Την ψάχνω.

- Εν τω μεταξύ, δε δοκιμάζετε και λίγο ψέμα; Θα το φχαριστηθείτε. Πιστέψτε με.

- Ενας αληθινός άντρας δε λέει ποτέ ψέματα.

- Τώρα έχουμε να κάνουμε με δυο αλήθειες προς διερεύνηση.

- Δυστυχώς, δε με παίρνει η ώρα για δύο τόσο μεγάλες διερευνήσεις. Πρέπει να γυρίσω πίσω στο γεφύρι. Θα τα ξαναπούμε.

- «Θα τα ξαναπούμε». Να, λοιπόν, που αρχίσατε να λέτε και σεις ψέματα.

- Θα τα ξαναπούμε. Θα δείτε...

Παντρεύτηκαν μετά από έξι μήνες. Είκοσι χρόνια μαζί και δε βαρέθηκαν κάθε τόσο να οργανώνουν με παιδιάστικο πείσμα τον ίδιο αγώνα του καλού ενάντια στο κακό. Την αφορμή έδινε πάντα η Μαρία, αμετανόητη ψεύτρα, προς μεγάλη απελπισία του Αντρέα, που έμενε αμετακίνητος στη δική του αξία της απόλυτης αλήθειας. Η Μαρία τού την γκρέμιζε με τη μεγαλύτερη ευκολία, εκείνος δυσκολευόταν αρκετά για να απογυμνώσει το ψέμα της από τη γοητεία του.

Εκεί, στο εικοστό πρώτο έτος του έγγαμου βίου τους, η Μαρία εθριάμβευσε. Με τον πιο πανηγυρικό τρόπο ανακάλυψε πως ο άντρας της συγκαταλεγόταν στους πλέον πιστούς οπαδούς της. Ο άπιστος. Στην αρχή, όταν κατάλαβε πως της έλεγε ψέματα και μάλιστα τα πιο φτηνά και χιλιοειπωμένα από εποχή Δία, ψέματα των παντρεμένων, την έπιασαν τα γέλια. Ωστε τα είχε καταφέρει να τραβήξει τον άντρα της στο δικό της στρατόπεδο. Αυτό θα έπρεπε να την κάνει υπερήφανη. Να πανηγυρίζει. Ο Αντρέας ψεύτης. Απίστευτο, προσπάθησε να ντύσει για μια ακόμα φορά την αλήθεια με ένα ψέμα. Με ένα οποιοδήποτε ψέμα. Να βάλει τον εαυτό της στη θέση της άλλης. Την άλλη απατούσε ο Αντρέας μ' εκείνη. Αλλά πάλι άξιζε η άλλη να είναι η «νόμιμη» γυναίκα του; Και αν δεν του έκανε αυτή για ερωμένη, θα γύριζε στη «γυναίκα» του; Στο τέλος, μπερδεμένη, έβαλε τα κλάματα.

Το ίδιο βράδυ τον υποδέχτηκε αποφασισμένη.

- Την αλήθεια, Αντρέα.

Με τη σειρά του εκείνος έσκασε στα γέλια.

- Εννοείς την αλήθεια για τη σχέση μου με τη Βιβή;

- Ακριβώς.

- Πάει τέλειωσε. Αυτό ήταν. Πάπαλα.

- Την αλήθεια, Ανδρέα.

- Από πότε, Μαράκι μου, άρχισες εσύ να υπερασπίζεσαι την αλήθεια; Η αλήθεια ήταν πάντα δική μου υπόθεση. Και το ψέμα δικό σου κατασκεύασμα. Εγώ αγάπησα εσένα, όχι όμως και αυτόν τον φτιαχτό, εξωγήινο κόσμο σου. Κι ακόμα σ' αγαπώ.

- Δε μ' αγαπάς και το ξέρω. ΑΥΤΟ το ψέμα δεν το αντέχω.

- Ασε με να σου λέω ψέματα... «Θυμάσαι, τι μού 'λεγες; Είχες δίκιο. Επρεπε να δοκιμάσω κι εγώ μια φορά το ψέμα για να δω τη γλύκα του.

- Τολμάς;

- Εσύ μια ζωή τολμούσες. Εγώ τίποτα; Ετσι να πάω μέχρι τα μπούνια πνιγμένος στη θλιβερή αλήθεια μου;..

Τα επόμενα δέκα χρόνια δε σταμάτησαν να καυγαδίζουν. Αιτία πάντοτε το ψέμα απέναντι στην αλήθεια. Μόνο που τώρα εκείνη ήταν που υπερασπιζόταν πεισματικά την αλήθεια κι εκείνος το ψέμα με διαρκώς νέα επιχειρήματα. Την υπόλοιπη ζωή τους την πέρασαν με την ανάμνηση των καυγάδων τους. Ετσι κι αλλιώς, τώρα όλα έμοιαζαν σαν ψέμα.



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ