Τετάρτη 6 Αυγούστου 2008
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ
Μορφολογικοί και θεματολογικοί πειραματισμοί
«Βάκχες»

«Περιμένοντας τον Γκοντό»
«Περιμένοντας τον Γκοντό»
Η σκηνική αναπαράσταση της φρικιώδους, αμφίσημα, ειρωνικά «σκοτεινής» ευριπίδειας τραγωδίας «Βάκχες» θα παραμένει ένα δυσεπίλυτο ερμηνευτικό πρόβλημα, γι' αυτό και επιδεκτικό ποικίλων πειραματισμών. Ριζοσπάστης ρεαλιστής και σαρκαστής της θρησκοληπτικής ανάγκης των ανθρώπων να αποδίδουν στη «θεία βούληση» τη «μοίρα», τα ανεξέλεγκτα πάθη και ολέθρια έργα τους, με το διφορούμενο μύθο των «Βακχών» έφθασε στον κολοφώνα του σαρκασμού, της ειρωνικής καταγγελίας για τον παραλογισμό και τον εκτροχιασμό που προκαλεί στο άτομο αλλά και την κοινωνία η θρησκοληψία και οι απάνθρωπες, βίαιες μεθόδους επιβολής κάθε νέας θρησκείας. Στα άλλα σωζόμενα έργα του ο Ευριπίδης αναφέρεται σε διάφορους θεούς. Με τούτο στον Διόνυσο, στο θεό του θεάτρου, κι αυτό καθιστά ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα αυτήν την τραγωδία. Τραγωδία που μπορεί να εκληφθεί και ως ειρωνεία περί της «εκ θεού» - και όχι ανθρώπου - γέννησης του θεάτρου και ως υπόδειξη για το χρέος του θεάτρου να καταδείχνει όλη τη σκληρότητα, την αλήθεια, την πολυπλοκότητα των ανθρωπίνων πραγμάτων, ατομικών και συλλογικών. Δαιμονικός, με ανθρώπινη μορφή και ερμαφρόδιτη μεταμφίεση, ο ευριπιδικός Διόνυσος «καθοδηγεί» ένα άγριο θέαμα. Μεταμορφώνει τους προσηλυτισμένους - γυναίκες του λαού, παλαιούς άρχοντες, ακόμα και εκκλησιαστικό ηγέτη Τειρεσία - σε ακολούθους των οργιών του και παγιδεύοντας με μια μεταμφίεση τον Πενθέα, τον μόνο αντίπαλο της νέας θρησκείας, προς παραδειγματισμό των πάντων, τον μετατρέπει σε σφάγιο, και μάλιστα από τα χέρια της αλλοπαρμένης από τη νέα θρησκεία μάνας του Αγαύης. Ο Θωμάς Μοσχόπουλος, χρησιμοποιώντας την έξοχα κυριολεκτική αλλά και υπονοηματική μετάφραση του αλησμόνητου Γιώργου Χειμωνά, επιχείρησε μια πειραματικά ενδιαφέρουσα ερμηνεία, αλληγορία για τη γενικευμένη παράκρουση, τη σύγχρονη κοινωνική «χωματερή» θεσμών, αξιών, ανθρώπων. Με έναν τεράστιο «σκουπιδότοπο», με οργιαστικής φαντασίας κοστούμια που σχεδίασε ο Διονύσης Φωτόπουλος μέσα σε μια χαώδη αποθήκη (Πειραιώς 260), με ζοφερούς φωτισμούς (Λευτέρης Παυλόπουλος), με σκληρόηχη μουσική (Κορνήλιος Σελαμσής), έχοντας στη διάθεσή της ταλαντούχους ηθοποιούς (Αργύρης Ξάφης, Χρήστος Λούλης, Κώστας Μπερικόπουλος, Γρηγόρης Γαλάτης, Ελένη Κοκκίδου), η σκηνοθεσία - εκουσίως ή ακουσίως - και καθοδηγώντας τους σε έντονα εξπρεσιονιστική, έμμεσα σχολιαστική ερμηνεία των ρόλων, υπαινίχθηκε και τον αισθητικό «εκτραχηλισμό» του σύγχρονου θεάτρου. Αντίθετα από την επιτυχώς εύηχη και εύληπτη από το θεατή, ρυθμική (θυμίζοντας το ραπ) εκφορά του λόγου, ο λόγος στα Χορικά χάθηκε σχεδόν εντελώς, από υπαιτιότητα πρώτα της μουσικής, αλλά και της σκηνοθεσίας και των περιορισμένων φωνητικών δυνατοτήτων των ηθοποιών.

«Περιμένοντας τον Γκοντό»

«Βάκχες»
«Βάκχες»
Με προηγούμενο την ευφάνταστη κι όμως άκρας ερμηνευτικής λιτότητας παράσταση του Λιθουανού σκηνοθέτη Τζέζαρις Γκραουζίνις, με το έργο «Δάφνης και Χλόη», που παρουσίασε ο θίασος «Δόλιχος» (στο «Πορεία»), με μεγάλες προσδοκίες περιμέναμε τη φετινή σκηνοθεσία του, στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών, με το μπεκετικό αριστούργημα «Περιμένοντας τον Γκοντό». Οσο πιο λιτό σκηνογραφικά, ενδυματολογικά, υποκριτικά «διαβαστεί» αυτό το υπαινικτικά φιλοσοφικού χαρακτήρα, εκπληκτικής γλωσσικής απλότητας κείμενο, αλληγορία για τη μοναξιά αλλά και την ανάγκη συνύπαρξης του ανθρώπου, τους στόχους της νιότης και τα ματαιωμένα όνειρα, το φθοροποιό χρόνο και το αναπόδραστο τέλος του, τόσο πιο «ανοιχτό» γίνεται ερμηνευτικά. Τόσο πιο οικουμενικό, πιο διαχρονικό, πιο άπειρο προβάλλει το «κρυφό» νόημά του. Ο Γκραουζίνις, αντίθετα, περιόρισε τα ερμηνευτικά όρια του έργου, σκηνογραφικά, ενδυματολογικά, σκηνοθετικά. Αντί ενός γυμνού, ερημώδους τοπίου, με ένα ξερό δέντρο (όπως το προσδιόρισε ο Μπέκετ) επέλεξε ένα εντυπωσιακό σκηνικό (ένα μεγαλόκορμο νεκρό δέντρο, με βίντεο που εικόνιζε κινούμενη την υδρόγειο σφαίρα, τον ήλιο και τη σελήνη). Περιόρισε το συμβολισμό του συνταρακτικού ρόλου του πλήρως υποταγμένου, απάνθρωπα εκμεταλλευόμενου, κουρελή, αλυσοδεμένου, φορτωμένο με την πραμάτεια και τρεφόμενου με τα αποφάγια του «αφέντη» του Πότζο, εξουθενωμένου σωματικά και αχρηστευμένου ψυχοδιανοητικά, αχθοφόρου Λάκυ, μετατρέποντάς τον σε ελκυστικά ντυμένη και κινούμενη γυναίκα, για να συμβολίσει την - όχι υποτιμητέα βέβαια αλλά μικρότερης σημασίας - υποταγή της γυναίκας σε «σκλάβα» του «αφέντη» άνδρα (ο ρόλος ανατέθηκε στην εξαιρετικά εκφραστική χορεύτρια και χορογράφο, αλλά μη ηθοποιό, Αγγελική Στελλάτου). Δεν αντιλήφθηκε ότι ο Λάκυ όταν μονολογεί δε μιλά έλλογα, αλλά αραδιάζει, ασυνείδητα, χωρίς νόημα και ειρμό, αποστηθισμένες λέξεις. Η σκηνοθεσία αλλοίωσε και το συμβολισμό του μικρού Αγοριού, που αναγγέλλει στους δυο μοναχικούς, «άμοιρους», ηλικιωμένους παλιάτσους - Εστραγκόν και Βλαδίμηρο - τις αλλεπάλληλες αναβολές της συνάντησης και γνωριμίας τους με τον Γκοντό και τελικώς τη μάταια προσπάθειά τους να αποκτήσουν ένα σκοπό πριν το τέλος τους, μετατρέποντας σε υπερβατικό πλάσμα, σε θηλυκό Αγγελο. Η «πληθωριστική» σκηνοθεσία ευθύνεται και για τις σχηματικά γραφικές ερμηνείες των Ταξιάρχη Χάνου, Χρήστου Σαπουντζή και Μάρως Παπαδοπούλου. Ο μόνος ηθοποιός που κατάφερε να υπερβεί τη σκηνοθετική αντίληψη, με τη βαθύτατη ανθρώπινη ευαισθησία του αλλά και το σπουδαίο υποκριτικό ένστικτό του να εκφράσει τον πολύσημο μπεκετικό λόγο, να πλάσει ως τραγικωμικά κλοουνίστικη «μάσκα» τον Εστραγκόν, είναι ο Μανώλης Μαυροματάκης.

«Καφενείο»

«Καφενείο»
«Καφενείο»
Κάθε τόπος συνεύρεσης των ανθρώπων, ανέκαθεν, γίνεται πεδίο συνομιλίας, αλληλοενημέρωσης, ερμηνείας, κριτικής αποτίμησης, συμφωνίας ή διαφωνίας, σύγκρουσης, ακόμα και «κουτσομπολίστικου» σχολιασμού μεταξύ των συνευρισκόμενων γύρω από ιστορικά τεκταινόμενα, πρόσωπα και γεγονότα, τη ζωή, την κοινωνική πραγματικότητα. Λ.χ., οι θαμώνες ενός καφενείου, ο καθένας με τις ιδιομορφίες, την ιδιοσυγκρασία, τις γνώσεις, αντιλήψεις και προτιμήσεις του, συνομιλούν για ποικίλες πτυχές της πραγματικότητας της εποχής τους - ιστορικής και κοινωνικής. «Διηγούνται» όσα βίωσαν, άκουσαν, πληροφορήθηκαν από τα μέσα ενημέρωσης της δικής τους εποχής. Παρατηρώντας ότι οι θαμώνες των παραδοσιακών λαϊκών καφενείων θυμίζουν «αγορά του δήμου», ο Γιάννης Κουρτάκης συνέλαβε την ιδέα να σκηνοθετήσει μια σύνθεση κειμένων ιστορικών συγγραφέων και ποιητών της αρχαιοελληνικής, ρωμαϊκής, ελληνιστικής εποχής και νεότερων χρόνων, κείμενα που ιστορούν την πολιτικο - στρατιωτική, κοινωνική και πολιτισμική πραγματικότητα της εποχής τους, «μιλημένα» με τον απλό, άμεσο, βιωματικό τρόπο, που οι ανώνυμοι σημερινοί άνθρωποι αντιλαμβάνονται, συνδιαλέγονται, διηγούνται πολιτικο-κοινωνικά γεγονότα και φαινόμενα του καιρού μας. Η πολύ ενδιαφέρουσα ιδέα και κειμενική σύνθεση του Γ. Κουρτάκη, αλλά και η εύστοχη, με μέτρο, ρεαλιστική απλότητα και αλήθεια σκηνοθεσία του, υπηρετήθηκε με το θαυμάσιο, λεπτομερειακής νατουραλιστικής ακρίβειας σκηνικό και τα λιτά, σύγχρονα κοστούμια της Εύας Νάθενα, τη διακριτικά σχολιαστική μουσική του Δημήτρη Καμαρωτού, αλλά και «ευτύχησε» με τις λεπτοδουλεμένες, κι όμως απόλυτα λιτές, μεγάλης αμεσότητας και λαϊκής φυσικότητας ερμηνείες όλων ανεξαιρέτως των ηθοποιών. Δύσκολο καθώς είναι να προτάξουμε του ενός ή του άλλου τους αναφέρουμε με τη σειρά των ονομάτων τους στο πρόγραμμα της παράστασης: Αρτό Απαρτιάν, Γιώργος Βαλαής, Ιερώνυμος Καλετσιάνος, Βασίλης Καραμπούλας, Σάσα Κρίτση, Ρένος Μάντης, Γιώργος Συμεωνίδης.

«Πληγή, όπερα σε επτά γεύματα»

Η στήλη επαίνεσε τα μέγιστα την απέριττη παρουσίαση, στο τέλος του χειμώνα, του βερντικού «Τροβατόρε» από τις «Οπερες των ζητιάνων», σε νέα ενορχήστρωση του νέου συνθέτη Χαράλαμπου Γωγιού, που ορισμένα κατευθυνόμενα δημοσιεύματα τον πρόβαλλαν ως «παιδί θαύμα», εμφανίζοντάς τον όχι μόνον ως συνθέτη, δραματουργό, αλλά και «εισηγητή» μιας «νεοτερικής» όπερας, ενώ ο ίδιος δήλωσε όχι «συνθέτης», αλλά «σοουμπίζνεσμαν». Ουσιαστικά επηρμένη φιλόδοξη σοουμπίζνα, παρά συνθετικό μόχθο και ανήσυχη καλλιτεχνική αναζήτηση, «μύριζε» η μουσική του και οι - δίκην δραματουργίας - διάλογοι που έγραψε ο Χ. Γωγιός (συνυπογράφων ο Γιάννης Φίλιας), βασιζόμενος στο γνωστό από την κινηματογραφική μεταφορά του ως «Μοιραίο πάθος», μυθιστόρημα της Ζοζεφίν Χαρτ. Ο Χ. Γωγιός εντυπωσιοθηρικά σκεπτόμενος επέλεξε να κάνει τάχα όπερα, αυτό το ερεθιστικού... ερωτισμού μυθιστόρημα. Το εγχείρημά του κατέληξε σε μια μουσική και κειμενική φούσκα. Ενα θεματολογικά σκανδαλιστικό, επιτηδευμένο αλλά και άτεχνο μιμητή διαφόρων και ετερόκλητων «μεταμοντέρνων» στοιχείων, ανούσιο, δύσμορφο, άμουσο (και με μουσικές φράσεις που πρόδιδαν «αντιγραφή» άλλων μουσικών έργων) συνθετικό, σκηνογραφικό - ενδυματολογικό (Κωνσταντίνος Ζαμάνης), σκηνοθετικό (Μαριάννα Κάλμπαρη) τίποτα, που μάταια οι μουσικοί και οι τραγουδιστές, προσπάθησαν να το στηρίξουν.


ΘΥΜΕΛΗ



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ