MotionTeam |
Παράλληλα, η κυβέρνηση ετοιμάζει και νέα σειρά νομοθετικών παρεμβάσεων αναφορικά με τη διαμόρφωση του κατάλληλου «φιλικού» επιχειρηματικού περιβάλλοντος για την προσέλκυση νέων κερδοφόρων επενδύσεων. Σε αυτό το επίπεδο, μεταξύ άλλων, προωθείται η πλήρης αναμόρφωση του νόμου 2190/1920 αναφορικά με την ίδρυση, τη λειτουργία, και τους εποπτικούς ελέγχους στις ανώνυμες εταιρείες, αλλά και γενικότερες παρεμβάσεις για τη μεταρρύθμιση του εταιρικού Δικαίου, σε περιπτώσεις όπως είναι οι συγχωνεύσεις - εξαγορές, οι πτωχεύσεις επιχειρήσεων κ.ά.
Επιπλέον, στα «σκαριά» βρίσκεται και η αναθεώρηση του πλαισίου για τις λεγόμενες στρατηγικές επενδύσεις, για τις οποίες ήδη προβλέπονται πρόσθετα μεγαλύτερα κίνητρα (φοροελαφρύνσεις, κρατικές επιδοτήσεις κ.ά.) μέσω των διατάξεων του λεγόμενου αναπτυξιακού νόμου που έφερε η σημερινή κυβέρνηση.
Την ίδια ώρα, στα «σκαριά» βρίσκεται η νέα δέσμη με τα μέτρα θωράκισης του νομικού οπλοστασίου των εγχώριων τραπεζικών ομίλων αναφορικά με το ζήτημα της διαχείρισης των «κόκκινων» δανείων με άμεσες δυσμενείς επιπτώσεις για το «κεραμίδι» της λαϊκής οικογένειας. Σε αυτό το πλαίσιο, και ενώ η όποια παρεχόμενη νομική προστασία - αποκλειστικά και μόνο μετά από προσφυγή και δικαστική απόφαση - έχει ξεπέσει στο χαμηλότερο επίπεδο, η κυβέρνηση έρχεται να δρομολογήσει και νέες παρεμβάσεις, αναφορικά με τον λεγόμενο «νόμο Κατσέλη». Σε πρώτο πλάνο και ως επόμενο βήμα προβάλλει η «αποσυμφόρηση» των δικαστηρίων από τις εκκρεμείς υποθέσεις, καθώς μέχρι την έκδοση της δικαστικής απόφασης, οι τράπεζες δεν μπορούν να «τρέξουν» τη διαδικασία του συγκεκριμένου πλειστηριασμού.
Οι εγχώριοι βιομήχανοι, σε πρόσφατο «Εβδομαδιαίο Δελτίο», εστιάζουν στην «ανάγκη να υπάρξει ένα πλαίσιο κανόνων και κινήτρων που να ευνοεί τις συγχωνεύσεις και εξαγορές επιχειρήσεων, ως εργαλείο εξυγίανσης και μεγέθυνσής τους».
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις τους, οι συσσωρευμένες ζημιές επιχειρήσεων (πλην τραπεζών) για την περίοδο 2008 - 2015 (σύμφωνα με τους δημοσιευμένους ισολογισμούς) φτάνουν τα 85 δισ. ευρώ. Στο «διά ταύτα» τονίζουν: «Σε ένα περιβάλλον αργής ανάκαμψης της κερδοφορίας και αυξανόμενης πίεσης για τη διαχείριση των συσσωρευμένων ζημιών, απαιτείται, όχι μόνο να αντιμετωπιστούν τα φορολογικά εμπόδια στην ανάκαμψη, αλλά επιπλέον να διευκολυνθούν διαδικαστικά οι μετασχηματισμοί και οι συγχωνεύσεις».
«Διαφωτιστική» είναι και η πρόσφατη ειδική έκθεση του ΣΕΒ, με τίτλο «Πτωχευτικό δίκαιο: Δεύτερη ευκαιρία ή αργός θάνατος για τις επιχειρήσεις και την οικονομία;», όπου με τον ένα ή τον άλλον τρόπο προδιαγράφονται οι κατευθύνσεις των νομοθετικών πρωτοβουλιών που ετοιμάζεται να αναλάβει η κυβέρνηση.
«Η κληρονομιά που αφήνει πίσω της η κρίση παραμένει ως εμπόδιο και η οικονομία στερείται του δυναμισμού που χρειάζεται για να υπάρξει μια ισχυρή ανάκαμψη», επισημαίνει ο ΣΕΒ, διεκδικώντας για λογαριασμό των βιομηχάνων και άλλων τμημάτων του εγχώριου κεφαλαίου την επιτάχυνση των διαδικασιών πτώχευσης «προβληματικών» επιχειρήσεων, την παροχή φορολογικών απαλλαγών και άλλων κινήτρων και βέβαια «άρση των περιορισμών» σε περιπτώσεις «εταιρικών μετασχηματισμών», όπως είναι οι συγχωνεύσεις - εξαγορές, οι επιχειρηματικές αναδιαρθρώσεις, οι αλλαγές στις μετοχικές συνθέσεις των υπερχρεωμένων, αλλά ταυτόχρονα βιώσιμων επιχειρήσεων.
Σε αυτό το φόντο και ενώ το ζήτημα της διαχείρισης των «κόκκινων» δανείων μπορεί να αποτελέσει το αποφασιστικό εργαλείο για το ξεσκαρτάρισμα του επιχειρηματικού πεδίου, με κατεύθυνση τη μεγαλύτερη συγκέντρωση της «πίτας» και των κερδών, ο ΣΕΒ θέτει το ζήτημα για «ένα πλαίσιο που να προσφέρει γρήγορες και αποτελεσματικές διαδικασίες εξυγίανσης, που να διασώζουν επιχειρηματική αξία και θέσεις εργασίας» και επίσης «να επιτρέπει στην περίπτωση έντιμης επιχειρηματικής αποτυχίας μια γρήγορη επανένταξη στην παραγωγική οικονομία περιουσιακών στοιχείων και φυσικών προσώπων».
Σύμφωνα με την έκθεση του ΣΕΒ, τα «κόκκινα» δάνεια ύψους 100 δισ. ευρώ και τα «μεγάλα και μικρά λουκέτα συνεχίζουν να απειλούν την αγορά», ενώ, όπως επισημαίνουν, «τα 2/3 των επιχειρήσεων της χώρας βρίσκονται σε ζώνη οριακής επιβίωσης και το 1/4 των επιχειρήσεων σε σοβαρό κίνδυνο».
Μεταξύ άλλων, η δέσμη προτάσεων του ΣΕΒ περιλαμβάνει τους παρακάτω άξονες:
-- «Απομάκρυνση σημαντικών φορολογικών εμποδίων». Αυτά αφορούν το συμψηφισμό της ζημιάς από τις διαγραφές των οφελών με τα μελλοντικά κέρδη της επιχείρησης και μάλιστα για περίοδο τουλάχιστον 10 ετών. Βέβαια, σε αυτήν την περίπτωση, οι κερδοφόρες επιχειρήσεις θα απαλλάσσονται από κάθε φόρο μέχρις ότου αποσβέσουν τη ζημιά από τις διαγραφές χρεών.
-- «Συμμετοχή του κράτους με διαγραφές κεφαλαίου σε όλες τις διαδικασίες πτώχευσης». Πρόκειται, δηλαδή, για το αποφασιστικό «κούρεμα» των οφειλόμενων φόρων και μάλιστα, όπως χαρακτηριστικά τονίζουν, «σε όλες τις συμφωνίες εξυγίανσης». Με άλλα λόγια, οι προβληματικές επιχειρήσεις θα παραδίδονται στις ισχυρότερες επιχειρήσεις «καθαρές» από φόρους και οφειλές.
-- «Κατοχύρωση πραγματικής "δεύτερης ευκαιρίας" στην "άδολη" πτώχευση». Οπως λένε, η «δόλια πτώχευση» πρέπει προηγουμένως να «τεκμηριώνεται» κατά κύριο λόγο για τους μετόχους των χρεοκοπημένων εταιρειών, αλλά και για τις διοικήσεις και τα στελέχη τους.
-- «Με την παύση πληρωμών να επέρχεται πτωχευτική απαλλοτρίωση» και «οι πιστωτές να λαμβάνουν απόφαση για πώληση εν λειτουργία, εκκαθάριση ή ειδική διαχείριση» κ.ά.
Τα παραπάνω δίνουν μια εικόνα των παρεμβάσεων και των παζαριών κυβέρνησης - κουαρτέτου και επιχειρηματικών ομίλων με άξονα την απαλλαγή των τραπεζών από τα βαρίδια των «κόκκινων» δανείων και βέβαια για την αποβολή των επιχειρήσεων «ζόμπι», όπως τις ονομάζουν, από το κάδρο της επιχειρηματικότητας, με στόχο την ανάκαμψη της καπιταλιστικής οικονομίας. Δίνουν ταυτόχρονα και μια εικόνα για τα μεγάλα «ζόρια» που έχει να αντιμετωπίσει η καπιταλιστική οικονομία, με βασικό αυτό του τεράστιου υπερσυσσωρευμένου κεφαλαίου, «ζόρια» βέβαια που θα συνεχίσουν να φορτώνονται στις πλάτες του λαού, με τα αντεργατικά μέτρα, τη φοροληστεία, τους πλειστηριασμούς κ.ο.κ., ούτως ώστε να «αναπνεύσει» η καπιταλιστική κερδοφορία.
Οπως είπε ο υπουργός Γ. Σταθάκης, επιδίωξη είναι το σχέδιο να ολοκληρωθεί σύντομα «με τη μέγιστη δυνατή συναίνεση», ώστε να υποβληθεί μέχρι το τέλος του έτους στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Πρόσθεσε πως οι κατευθύνσεις της ΕΕ θέτουν υψηλά επίπεδα συμμετοχής των ΑΠΕ στο συνολικό ενεργειακό μείγμα, που θα πρέπει μέχρι το 2030 να φτάσει στο 30% και αντίστοιχα να έχει μειωθεί η κατανάλωση Ενέργειας κατά 30%, ενώ στην κατεύθυνση ενίσχυσης των «πράσινων» επιχειρηματικών σχεδίων αφορούν και τα όσα ανέφερε για τη δέσμευση έως σήμερα κονδυλίων ύψους 1 δισ. ευρώ για την υλοποίηση του προγράμματος «Εξοικονόμηση κατ' οίκον ΙΙ» και επιπλέον 2 δισ. ευρώ για την «ενεργειακή αναβάθμιση» δημόσιων κτιρίων, μέσω πόρων της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων.
Ο σχεδιασμός του υπουργείου περιλαμβάνει επίσης την προώθηση χρήσης «εναλλακτικών καυσίμων» και εισαγωγή του ηλεκτρισμού στις μεταφορές, αρχής γενομένης από τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς, αλλά και στη ναυτιλία, μέσω του υγροποιημένου φυσικού αερίου και του εξηλεκτρισμού των πλοίων. Ο στόχος της ΕΕ, που υιοθετείται από το «Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα» για το 2020, είναι το 10% της Ενέργειας που καταναλώνεται στις μεταφορές να παράγεται από ΑΠΕ. Με δεδομένο ότι σύμφωνα με στοιχεία του 2016, στην Ελλάδα το αντίστοιχο ποσοστό ήταν μόλις στο 1,4%, το επόμενο διάστημα είναι βέβαιο ότι, όπως ειπώθηκε, θα καταβληθούν «σημαντικές προσπάθειες» συνοδευόμενες από αντίστοιχα κρατικά κεφάλαια για την υλοποίηση του στόχου. Κάτι τέτοιο προφανώς προϋποθέτει την κινητοποίηση τεράστιων κονδυλίων, εκτός από όσα προαναφέρθηκαν, γεγονός που αποτελεί «χαράς ευαγγέλιο» για τους μεγάλους κατασκευαστικούς και ενεργειακούς ομίλους, για λογαριασμό των οποίων άλλωστε χαράσσεται το, κατά τ' άλλα, «εθνικό σχέδιο» για την Ενέργεια.
Ενδεικτικά, κατά τις παρεμβάσεις τους στην ημερίδα, οι εκπρόσωποι της ΔΕΗ, των ΕΛΠΕ, της ΔΕΠΑ και της «Motor Oil» αναφέρθηκαν στα επιχειρηματικά τους σχέδια και την προσαρμογή τους στα νέα δεδομένα, που δημιουργούν η στροφή προς τις ΑΠΕ και η ενίσχυση χρήσης «εναλλακτικών καυσίμων».
Ο Γ. Αλεξόπουλος, διευθυντής Στρατηγικού Σχεδιασμού του ομίλου των ΕΛΠΕ, αφού χαιρέτισε την πρωτοβουλία του υπουργείου Περιβάλλοντος, σημείωσε ότι ήδη ο όμιλος προετοιμάζεται για την παραγωγή «καθαρών» ναυτιλιακών καυσίμων, την αξιοποίηση αποβλήτων για την παραγωγή Ενέργειας, ενώ προχωρά και το επενδυτικό σχέδιο για την εγκατάσταση ΑΠΕ δυναμικότητας 200 MW στην αρχική του φάση. Ταυτόχρονα, βέβαια, τόνισε ότι η αξιοποίηση των εγχώριων πηγών υδρογονανθράκων πρέπει να συνεχιστεί, καθώς το πετρέλαιο θα συνεχίσει να παίζει κρίσιμο ρόλο κατά τη μεταβατική περίοδο μέχρι την «απανθρακοποίηση» της οικονομίας. Μην ξεχνάμε, βέβαια, ότι τα ΕΛΠΕ είναι από τους βασικούς «παίκτες» σε συνεργασία με «Total» και «ExxonMobil» στον τομέα έρευνας και εκμετάλλευσης των εγχώριων πηγών υδρογονανθράκων.
Αντίστοιχα, ο Δ. Τζώρτζης, διευθύνων σύμβουλος της ΔΕΠΑ, εξέθεσε το επενδυτικό σχέδιο της επιχείρησης για την επέκτασή της στις μεταφορές, μέσω πανελλαδικού δικτύου πρατηρίων προμήθειας συμπιεσμένου φυσικού αερίου (CNG) σε οχήματα, αλλά και σε εγκαταστάσεις LNG σε βασικά λιμάνια για την προμήθεια LNG σε πλοία. Στάθηκε ακόμη στις εξελίξεις στο χώρο της Ενέργειας στην ευρύτερη περιοχή, σημειώνοντας ότι «στη γειτονιά μας συντελούνται συνταρακτικά πράγματα», αλλά και τη μετατροπή της Ελλάδας σε «χώρα μεταφοράς ενεργειακών προϊόντων» και σε χώρα παραγωγής.
Πλέον χαρακτηριστική ήταν η παρέμβαση του εκπροσώπου των επιχειρήσεων παραγωγής ηλεκτρισμού από αιολικές εγκαταστάσεις (ΕΛΕΤΑΕΝ) Π. Λαδακάκου, ο οποίος έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στις διασυνδέσεις των νησιών με το ηπειρωτικό σύστημα και γενικότερα στις επενδύσεις στα δίκτυα ηλεκτρισμού με στόχο τις εξαγωγές. Σημείωσε ότι για την επίτευξη των στόχων της ΕΕ θα πρέπει να αξιοποιηθεί το αιολικό δυναμικό του Αιγαίου, νησιωτικού και θαλάσσιου, μέσω της μαζικής ανάπτυξης αιολικών πάρκων στο χώρο αυτόν. Πρόσθεσε ακόμη ότι θα πρέπει να επιταχυνθεί η ηλεκτρική διασύνδεση όλων των νησιών του Αιγαίου και ταυτόχρονα να ενισχυθούν οι διεθνείς διασυνδέσεις του δικτύου ηλεκτρισμού της χώρας. Ενδεικτικά του σχεδιασμού των επιχειρηματικών ομίλων είναι και τα όσα είπε για το γεγονός ότι με την προώθηση αυτών των πολιτικών «ενισχύεται ο γεωστρατηγικός ρόλος της Ελλάδας, αφού το Αιγαίο πέλαγος, με το αιολικό του δυναμικό, μπορεί να καταστήσει τη χώρα εξαγωγέα πράσινης Ενέργειας, που σε συνδυασμό με την εγκατάσταση πολύ μεγάλων, ξένων και ελληνικών, επενδύσεων σε αιολικά πάρκα και διασυνδέσεις στα νησιά και τη θάλασσα του Αιγαίου, ενισχύει τη διεθνή σημασία της περιοχής».
Μέσα στη γενική σύμπλευση που υπήρξε υπέρ της ενίσχυσης των Ανανεώσιμων Πηγών και της συμμετοχής τους στο εγχώριο ενεργειακό μείγμα, υπήρξαν έντονες ενστάσεις από τον εκπρόσωπο των ενεργοβόρων βιομηχανιών Αντ. Κοντολέων, ο οποίος χαρακτήρισε «εθνικά επιζήμιο τον εξοστρακισμό του λιγνίτη από το ενεργειακό μείγμα», σημειώνοντας επίσης ότι μια τέτοια προοπτική δεν συνάδει με τον στόχο της ΕΕ για τη μείωση της εξάρτησης από τις εισαγωγές Ενέργειας. Πρέπει να σημειώσουμε ότι οι πιέσεις από πλευράς μεγάλων βιομηχανικών καταναλωτών και ειδικά της ενεργοβόρου βιομηχανίας για τη διατήρηση του λιγνίτη σε μεγάλο ποσοστό στο ενεργειακό μείγμα, είναι σταθερές κατά τα τελευταία χρόνια, αφού η χρήση του «φτηνού» λιγνίτη διευκόλυνε τις σχετικά χαμηλές τιμές στα συμβόλαια που συνομολογούσε η βαριά βιομηχανία με τη ΔΕΗ. Οι πιέσεις αυτές, βέβαια, χρησιμεύουν για την εξασφάλιση ανάλογων «υποστηρικτικών» πολιτικών από τις κυβερνήσεις και στη «μεταλιγνιτική εποχή», προνόμια, διευκολύνσεις και απαλλαγές που η κυβέρνηση σπεύδει να κατοχυρώσει και σε αυτό το κομμάτι του κεφαλαίου.
Και ενώ η κυβερνητική πολιτική στοχεύει στην ικανοποίηση των επενδυτικών αναγκών και στην εξασφάλιση κερδοφορίας των μεγάλων ενεργειακών ομίλων, δίχως να παραβλέπει τις «ανάγκες» των βιομηχανικών καταναλωτών Ενέργειας να διατηρηθεί χαμηλά το ενεργειακό κόστος, που αποτελεί βασικό συντελεστή της ανταγωνιστικότητάς τους, είναι προφανές ότι οι λαϊκές ανάγκες σε επαρκή, φτηνή και φιλική προς το περιβάλλον Ενέργεια περνούν σε δεύτερη μοίρα.
Εντός αυτού του πλαισίου, είναι δεδομένο ότι η ενεργειακή φτώχεια διαρκώς θα μεγαλώνει για τα εργαζόμενα λαϊκά στρώματα, ενώ την ίδια ώρα το αποτέλεσμα αυτής της αντιλαϊκής πολιτικής θα αξιοποιείται ως πρόσχημα για την προώθηση θεσμικών μέτρων που επίσης θα ενισχύουν την κερδοφορία, όπως οι λεγόμενοι «ενεργειακοί συνεταιρισμοί» και άλλου τέτοιου τύπου επενδυτικά σχήματα. Η ενεργειακή φτώχεια του λαού μετατρέπεται δηλαδή σε «ευκαιρία» για το κεφάλαιο.
Ως προς αυτό το ζήτημα, η παρέμβαση του εκπροσώπου της «Green Peace», Τ. Γρηγορίου, ήταν άκρως αποκαλυπτική, σημειώνοντας την «ανάγκη» η ενεργειακή φτώχεια να «καταπολεμηθεί» όχι με τη σημερινή επιδοματική πολιτική, αλλά μέσω πολιτικών για την «εξοικονόμηση Ενέργειας» και την «ιδιοπαραγωγή».
Στην πραγματικότητα, η «Green Peace» σε ρόλο «λαγού» προωθεί την κεντρική κατεύθυνση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία επιθυμεί μέσα στα επόμενα χρόνια να καταργηθούν οι παρεμβάσεις επιδότησης ενεργειακού κόστους των νοικοκυριών και να αντικατασταθούν με πολιτικές «εξοικονόμησης Ενέργειας». Με απλά λόγια, να αφαιρεθούν ακόμη κι αυτοί οι ελάχιστοι πόροι που δίνονται σήμερα με το σταγονόμετρο για την αντιμετώπιση περιστατικών ακραίας ενεργειακής φτώχειας και να κατευθυνθούν εξολοκλήρου σε ενεργειακούς και κατασκευαστικούς ομίλους που δραστηριοποιούνται στην «ενεργειακή αναβάθμιση» κτιρίων.
Αλλωστε, όπως είπε και ο αναπληρωτής υπουργός Περιβάλλοντος Σ. Φάμελλος, η συζήτηση για την Ενέργεια πρέπει, βεβαίως, να λαμβάνει υπόψη την καταπολέμηση της ενεργειακής φτώχειας, «αλλά και την ανταγωνιστικότητα της ενεργειακής αγοράς», σημειώνοντας ότι μπορεί να υπάρξει οικονομική ανάπτυξη μέσα από τις πολιτικές μείωσης των εκπομπών ρύπων.
Το πώς μπορεί να συνυπάρξει η «καταπολέμηση της ενεργειακής φτώχειας» με την «οικονομική ανάπτυξη» μπορεί κανείς να το διαπιστώσει συγκρίνοντας τα τεράστια κέρδη των ομίλων που δραστηριοποιούνται στην «πράσινη Ενέργεια» λαμβάνοντας άμεσες επιδοτήσεις ύψους πολλών δισ. ευρώ όλα αυτά τα χρόνια, με τις δεκάδες χιλιάδες των λαϊκών νοικοκυριών που αδυνατούν να πληρώσουν τις οφειλές τους προς τη ΔΕΗ και κινδυνεύουν με αποκοπές ηλεκτροδότησης αλλά και με μέτρα αναγκαστικής είσπραξης.
Ο αναβαθμισμένος ρόλος που διεκδικούν τα γερμανικά μονοπώλια στη Μέση Ανατολή εκφράστηκε και με το πρόσφατο ταξίδι του Χάικο Μάας
Copyright 2018 The Associated |
Στο επίκεντρο της επίσκεψης Μάας τέθηκαν - σύμφωνα και με τις αντίστοιχες δηλώσεις - τα εξής ζητήματα: Η συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν (2015), την ακύρωση της οποίας ζητούν οι ΗΠΑ και το Ισραήλ, και η λύση στη χρόνια ισραηλινοπαλαιστινιακή διαμάχη, που έχει οξυνθεί το τελευταίο διάστημα, μετά και την αναγνώριση από πλευράς ΗΠΑ της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του Ισραήλ.
Πάντως ο νέος Γερμανός ΥΠΕΞ, αν και προσεκτικός στις διατυπώσεις του, εμφανίστηκε να χρησιμοποιεί πιο κατευναστικούς τόνους απέναντι στο Ισραήλ, χαρακτηρίζοντας μάλιστα «τη φιλία με το Ισραήλ ένα ανεκτίμητο δώρο».
Θυμίζουμε πως από τις αρχές του προηγούμενου έτους οι σχέσεις των δύο κρατών είναι «ψυχρές». Η Γερμανίδα καγκελάριος, Αγκελα Μέρκελ, εκφράζοντας την αντίθεσή της στην εποικιστική πολιτική του Ισραήλ στην παλαιστινιακή Δυτική Οχθη, δηλαδή τις ανησυχίες της για το ρόλο της Γερμανίας, την αύξηση της ισραηλινής επιθετικότητας και της αμερικανικής επιρροής στην περιοχή, είχε μεταθέσει τις κυβερνητικές διαβουλεύσεις με το Ισραήλ σε απροσδιόριστη ημερομηνία. Επίσης ο Ισραηλινός πρωθυπουργός, Μπέντζαμιν Νετανιάχου, είχε αρνηθεί να δεχτεί τον πρώην Γερμανό ΥΠΕΞ, Ζίγκμαρ Γκάμπριελ, όταν ο τελευταίος είχε συναντηθεί στο Ισραήλ με ντόπιες αντικυβερνητικές οργανώσεις.
Παρότι δεν εκφράστηκε ουσιαστική μετατόπιση της Γερμανίας από τις πάγιες θέσεις της, όπως η «προσήλωση στην πυρηνική συμφωνία με το Ιράν», ο Μάας φρόντισε να τονίσει, κατά την επίσκεψή του στο Μνημείο του Ολοκαυτώματος «Γιαντ Βασέμ» στην Ιερουσαλήμ, πως οι σχέσεις με το Ισραήλ «βρίσκονται στο επίκεντρο της εξωτερικής μας πολιτικής».
Ο Ισραηλινός πρωθυπουργός, Μπ. Νετανιάχου, μίλησε για «"τσουνάμι" της ιρανικής απειλής, που ανησυχεί όχι μόνο τη χώρα του, αλλά πολλές χώρες της περιοχής».
Για τον Μάας, η Γερμανία και το Ισραήλ «συμφωνούν σχεδόν πάντα» στους στόχους των πολιτικών ζητημάτων και μόνο «στο δρόμο προς τα κει» υπάρχουν διαφορές. Ανέφερε ως παραδείγματα των διαφορών με το Ισραήλ «την πυρηνική συμφωνία με το Ιράν» ή «τη λύση των δύο κρατών» στη σύγκρουση στη Μέση Ανατολή, χωρίς ωστόσο να γίνει πιο συγκεκριμένος. «Αλλά η θέση της Γερμανίας σε όλα αυτά τα θέματα θα είναι πάντοτε στην πλευρά του Ισραήλ», είπε χαρακτηριστικά. Είναι σημαντικό «να κατανοήσουμε τις επιθυμίες και τους φόβους του άλλου», σημείωσε και πρόσθεσε: «Σε μια τέτοια φιλία είναι επίσης δυνατό να μιλάμε για όσα διαφωνούμε», ενώ ταυτόχρονα διαβεβαίωσε τον Νετανιάχου - στο πλαίσιο του συνολικού παζαριού - για την «αλληλεγγύη» της Γερμανίας προς το Ισραήλ.
Τις ίδιες μέρες βρέθηκε στο Ισραήλ και ο Γάλλος ΥΠΕΞ, Ζαν Ιβ Λε Ντριάν, προσπαθώντας να διαπραγματευτεί με την ισραηλινή κυβέρνηση το να σταματήσει η τελευταία να πολεμά την πυρηνική συμφωνία με το Ιράν. Τόσο οι Γάλλοι, όσο και οι Γερμανοί και άλλοι Ευρωπαίοι θέλουν να διατηρηθούν η συμφωνία και η άρση των κυρώσεων, που επιτρέπουν τη διείσδυση των μονοπωλίων στο Ιράν, ακόμη κι αν αποσυρθεί η αμερικανική κυβέρνηση. «Δίνουμε τους ίδιους αγώνες κατά της τρομοκρατίας, του αντισημιτισμού, και βεβαίως για την ασφάλεια ολόκληρης της περιοχής», είπε ο Λε Ντριάν.
Μέρος αυτού του παζαριού με τις ΗΠΑ και το Ισραήλ για τη διατήρηση της συμφωνίας για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν είναι και οι νέες κυρώσεις κατά του Ιράν που εξετάζει η ΕΕ, μετά από πρωτοβουλία που πήρε η γερμανική κυβέρνηση, υποστηριζόμενη από Γαλλία και Μ. Βρετανία.
Οι νέες κυρώσεις που εξετάζει η ΕΕ θα είναι επικεντρωμένες στο πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν και στον «αποσταθεροποιητικό» ρόλο του στη Μέση Ανατολή και δεν θα αφορούν περιορισμό των οικονομικών και επενδυτικών δραστηριοτήτων στη χώρα. Στο στόχαστρο εμφανίζεται να είναι η εμπλοκή του Ιράν στον πόλεμο της Υεμένης, στον ανταγωνισμό κυρίως με τη Σαουδική Αραβία, στη στήριξη της κυβέρνησης Ασαντ στη Συρία και της «Χεζμπολάχ» στον Λίβανο. Οι νέες κυρώσεις ενδέχεται να αποφασιστούν μέσα στον Απρίλη, ως ένα επιχείρημα απέναντι στον Αμερικανό Πρόεδρο, Ντόναλντ Τραμπ, που έχει δώσει στους Ευρωπαίους διορία μέχρι το Μάη για την εξάλειψη των «τρομερών ελλείψεων», διαφορετικά θα επαναφέρει τις οικονομικές κυρώσεις.
Να σημειωθεί πως με τη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν και την άρση των κυρώσεων, οι γερμανικές εξαγωγές στο Ιράν αυξήθηκαν ακόμη και κατά 40% το πρώτο τρίμηνο του 2017 και οι Γερμανοί βιομήχανοι ανησυχούν πως «εταιρείες οι οποίες από τότε (2015) έχουν αποκαταστήσει τις επιχειρηματικές τους σχέσεις με το Ιράν και είναι εξίσου δραστήριες στις ΗΠΑ, θα αναστατωθούν σε μεγάλο βαθμό από την επανεισαγωγή κυρώσεων». Ετσι, Γερμανοί και άλλοι Ευρωπαίοι θέλουν να διατηρηθεί η συμφωνία με «κάθε τίμημα».
Αλλά και μέσα στο Ισραήλ υπάρχουν διαφορετικές απόψεις. Σύμφωνα με τον ανταποκριτή της γερμανικής εφημερίδας «Frankfurter Allgemeine Zeitung» σε Ισραήλ και Παλαιστίνη, «κατά τη χρονική στιγμή της επίσκεψης Μάας, πολλοί πρώην αρχηγοί του στρατού και της άμυνας, όπως οι πρώην υπουργοί Αμυνας, Σαούλ Μοφάζ και Μοσέ Γιαλόν, υποστήριξαν τη διατήρηση της πυρηνικής συμφωνίας». Ο Σ. Μοφάζ ανέφερε επίσης ότι «ο πρόσφατα διορισμένος σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ, Τζον Μπόλτον, τον είχε προτρέψει να επιτεθεί στο Ιράν πριν από 12 χρόνια, ως πρεσβευτής των ΗΠΑ στον ΟΗΕ».
Στην επίσκεψη του Γερμανού ΥΠΕΞ στα παλαιστινιακά εδάφη και τη συνάντησή του με τον Παλαιστίνιο Πρόεδρο, Μαχμούτ Αμπάς, ο Χ. Μάας απέφυγε να αναφερθεί στο θέμα της κατασκευής ισραηλινών οικισμών σε Ραμάλα και Ιερουσαλήμ, που είχε πυροδοτήσει την κόντρα με το Ισραήλ.
Αν και στην κοινή συνέντευξη Τύπου με τον Παλαιστίνιο υπουργό Εξωτερικών, Ριάντ Μάλκι, επέμεινε πως «η γερμανική ομοσπονδιακή κυβέρνηση ανέκαθεν είχε δεσμευτεί για μια λύση δύο κρατών, και αυτό δεν θα αλλάξει», συμπλήρωσε: «Αλλά συνειδητοποιώ ότι δεν έχει γίνει ευκολότερο». Η γερμανική κυβέρνηση υποστηρίζει «τη λύση δύο κρατών μετά από διαπραγματεύσεις των δύο πλευρών, που θα ικανοποιεί τις νόμιμες απαιτήσεις και των δύο», ενώ «τα σύνορα του 1967 δεν πρέπει να αλλάξουν», αναφέρει το γερμανικό ΥΠΕΞ.
Ετσι, ο Μάας ζήτησε από τους Παλαιστίνιους «ετοιμότητα για διάλογο» και «σε αυτήν τη δύσκολη κατάσταση, να μην ρίξουν οποιαδήποτε γέφυρα». Επιπλέον, οι Παλαιστίνιοι πρέπει να είναι πρόθυμοι για συνομιλίες με τις ΗΠΑ. Οι Παλαιστίνιοι απορρίπτουν τις ΗΠΑ ως «βασικό παίκτη» και μεσολαβητή στη σύγκρουση στη Μέση Ανατολή, αφού αναγνωρίζουν την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του Ισραήλ.
Ενδεικτική της κατάστασης είναι η απάντηση του Μάας στην ερώτηση αν εξακολουθεί να θεωρεί τη λύση δύο κρατών ένα ρεαλιστικό στόχο και αν δεν έχει σκεφτεί ποτέ εναλλακτικές λύσεις: «Τουλάχιστον στις συζητήσεις που διεξάγω εδώ, παρουσιάζονται πολύ διαφορετικές εναλλακτικές λύσεις». Ανέφερε ότι η γερμανική κυβέρνηση «βλέπει το δικαίωμα των λαών για αυτοδιάθεση μόνο μέσω της λύσης δύο κρατών, αλλά αυτό απαιτεί επίσης κοινωνικές πλειοψηφίες στα παλαιστινιακά εδάφη και στο Ισραήλ». «Δεν μπορώ να προβλέψω πώς θα αναπτυχθεί εκεί η συζήτηση», συμπλήρωσε.
Ο Ρ. Μάλκι σημείωσε ότι «η Παλαιστίνη υποστηρίζει τη λύση των δύο κρατών και δεσμευόμαστε για απευθείας διαπραγματεύσεις με το Ισραήλ και για τον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας».
Copyright 2017 The Associated |
Οι διαπραγματεύσεις ανάμεσα στις αντιπροσωπείες ΗΒ και ΕΕ, που ξεκίνησαν στις 19 Ιούνη 2017, κατέληξαν στις 19 Μάρτη 2018 σε μία «βασική» μεταβατική συμφωνία έπειτα από αμοιβαίες υποχωρήσεις, κυρίως από τη μεριά της κυβέρνησης της Βρετανίδας πρωθυπουργού, Τερέζα Μέι. Ωστόσο, οι ζυμώσεις και οι συνομιλίες μεταξύ των διαπραγματευτών αναμένεται να ενταθούν έως το ερχόμενο φθινόπωρο με στόχο τη διαπραγμάτευση μίας τελικής συμφωνίας που θα τεθεί στη συνέχεια για ψήφιση στη Βουλή των Κοινοτήτων και στη Βουλή των Λόρδων, στο Ευρωκοινοβούλιο και στα Κοινοβούλια των άλλων 27 χωρών - μελών της ΕΕ. Εάν η συμφωνία αυτή δεν κριθεί ικανοποιητική από τα μονοπώλια και την αστική τάξη, μπορεί να απορριφθεί. Σε αυτήν την ακραία (αλλά όχι εντελώς απίθανη) περίπτωση κανείς δεν γνωρίζει με σιγουριά πώς θα μπορούσε να εξελιχθεί η διαδικασία στη συνέχεια, μολονότι το πιθανότερο σε αυτήν τη φάση θα ήταν μία παράταση της «μεταβατικής περιόδου» με αμοιβαία συμφωνία μεταξύ Λονδίνου και Βρυξελλών.
Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να επισημανθεί ότι παρά την τροπή που έχουν πάρει τα πράγματα, συνεχίζονται έως τώρα οι πιέσεις μονοπωλίων, στελεχών αστικών κομμάτων που υποστηρίζουν την παραμονή του ΗΒ στην ΕΕ καθώς ανά τακτά χρονικά διαστήματα επαναφέρουν το αίτημα για νέο δημοψήφισμα, ή ακόμη και για σταμάτημα της πορείας αποχώρησης από την ΕΕ με βασικό επιχείρημα ότι αποδεικνύεται πολύ δαπανηρή, πολυσύνθετη και πιο περίπλοκη από το αναμενόμενο.
Μεγαλοκαπιταλιστές, όπως ο 87χρονος Ουγγροαμερικανός Τζορτζ Σόρος, δεν κρύβουν πλέον πως χρηματοδοτούν οργανώσεις κατά του Brexit, π.χ. την οργάνωση «Καλύτερα για τη Βρετανία», που φαίνονται διατεθειμένες να κλιμακώσουν τις κινητοποιήσεις τους μέσα στο τρέχον εξάμηνο, γνωρίζοντας ότι μετά τον Οκτώβρη του 2018 η διαδικασία του Brexit θα είναι μία υπόθεση δίχως επιστροφή...
Είναι σαφές πως η μεταβατική συμφωνία που ανακοινώθηκε στις 19 Μάρτη (με φόντο την υπόθεση του πρώην διπλού κατασκόπου Σεργκέι Σκριπάλ, που αποτέλεσε πρόσχημα για περαιτέρω όξυνση των σχέσεων της Βρετανίας και χωρών της ΕΕ με τη Ρωσία) δεν θα ήταν εφικτή δίχως τις σημαντικές υποχωρήσεις της βρετανικής κυβέρνησης. Οπως π.χ. στο θέμα της αρχικής της άρνησης να εισέρχονται ελεύθερα στη Βρετανία οι πολίτες από τις άλλες χώρες της ΕΕ, στο ζήτημα εφαρμογής της ευρωπαϊκής νομοθεσίας και των ρυθμιστικών κανόνων της ΕΕ και, εν μέρει, στο θέμα των αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Τον περασμένο Δεκέμβρη, η Τερέζα Μέι είχε υποχωρήσει και στο θέμα του κόστους του «διαζυγίου» αναγνωρίζοντας πως η χώρα της θα πρέπει αφενός να πληρώνει κανονικά τις συνδρομές στον προϋπολογισμό και τις υπηρεσίες της ΕΕ έως το 2020 και αφετέρου να καταβάλλει σε δόσεις έως το 2064 το κόστος του «διαζυγίου», που εκτιμάται μεταξύ 40 και 45 δισ. ευρώ...
Το μεγαλύτερο «αγκάθι» για τις «μεταβατικές σχέσεις» των δύο πλευρών παραμένει κυρίως το θέμα της φύλαξης των συνόρων μεταξύ Ιρλανδίας (χώρα της ΕΕ) και Βόρειας Ιρλανδίας (τμήμα του ΗΒ) καθώς συναρτάται έμμεσα με το εάν η Βρετανία θα διατηρήσει την πρόσβαση στην ενιαία αγορά και την τελωνειακή ένωση της ΕΕ. Στη μεταβατική συμφωνία της 19ης Μάρτη, οι δύο πλευρές φρόντισαν να κάνουν αναφορά σε μία «εφεδρική» επιλογή «κάποιου είδους» συνόρων μεταξύ Βρετανίας και Ιρλανδίας, «μέχρι να βρεθεί άλλη λύση».
Η ΕΕ, από την πλευρά της, υποχώρησε στην αρχική άρνησή της να μην μπορεί η Βρετανία να συνάπτει εμπορικές συμφωνίες με άλλες χώρες μέχρι την πλήρη αποχώρησή της από την ΕΕ. Πλέον, η Βρετανία θα μπορεί να διαπραγματευτεί τις εμπορικές της σχέσεις με τρίτες χώρες μεταξύ 29/3/2019 και 31/12/2020. Οποιαδήποτε συμφωνία αυτού του είδους όμως θα μπορεί να τεθεί σε ισχύ από το Γενάρη του 2021. Γενικά, προβλέπεται ότι:
Ο επικεφαλής διαπραγματευτών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Μισέλ Μπαρνιέ, παρουσιάζοντας στις Βρυξέλλες τα βασικά σημεία της παραπάνω συμφωνίας, τη χαρακτήρισε «αποφασιστικό βήμα», που «δεν συνιστά το τέλος του δρόμου, γιατί έχει ακόμη να γίνει πολλή δουλειά». Αντίθετα, ο Βρετανός υπουργός αρμόδιος για το Brexit, Ντέιβιντ Ντέιβις, θεώρησε πως η εξέλιξη φέρνει «πιο κοντά από ποτέ» μία συνολική συμφωνία και ότι οι διαπραγματεύσεις για τη μελλοντική σχέση των δύο πλευρών θα ξεκινήσουν «το συντομότερο δυνατόν».
Την Τετάρτη 4 Μάρτη η αρμόδια 16μελής διακομματική Επιτροπή της βρετανικής Βουλής των Κοινοτήτων για το Brexit προειδοποίησε την πρωθυπουργό Τ. Μέι ότι η συμφωνία με την ΕΕ θα κριθεί αποτυχημένη εφόσον δεν εξασφαλίσει 15 κριτήρια, μεταξύ των οποίων:
α) «Μη επιπρόσθετα κόστη» για τις επιχειρήσεις που κάνουν μπίζνες στην ενιαία αγορά της ΕΕ.
β) Οχι αύξηση των ελέγχων στα σύνορα Ιρλανδίας - Βόρειας Ιρλανδίας.
γ) Οχι εξασθένηση της μάχης κατά του οργανωμένου εγκλήματος και της τρομοκρατίας.
Ο προεδρεύων της Επιτροπής (βουλευτής των αντιπολιτευόμενων Εργατικών), Χίλαρι Μπεν, προειδοποίησε την Μέι ότι η Βουλή των Κοινοτήτων θα χρησιμοποιήσει την ψήφο της για να απορρίψει τη συμφωνία για το Brexit εάν αποδειχθεί κατώτερη των κυβερνητικών υποσχέσεων! Συνέστησε επίσης το ΗΒ να ακολουθήσει το μοντέλο της Νορβηγίας, που έχει πρόσβαση στην ενιαία αγορά έχοντας ενταχθεί στην «Ευρωπαϊκή Οικονομική Περιοχή» (ΕΕΑ), εάν αποτύχουν οι διαπραγματεύσεις για τη μελλοντική σχέση Λονδίνου - Βρυξελλών. Σε μία τέτοια περίπτωση, θα έμπαινε πολύ νερό στο «κρασί» των υποστηρικτών του Brexit. Μεταξύ άλλων επειδή η Βρετανία θα μπορούσε να μην ακολουθεί τις πολιτικές της ΕΕ, π.χ. για τη γεωργία και την αλιεία, ωστόσο θα ήταν υποχρεωμένη να συνεισφέρει στον προϋπολογισμό της ΕΕ και θα διατηρούσε την πρόσβαση στην ενιαία αγορά και τους ευρωενωσιακούς κανονισμούς χάνοντας το δικαίωμα ψήφου.
Παράλληλα, πιέσεις ασκούν σε κάθε κατεύθυνση διάφορα μονοπώλια, που πασχίζουν να εξασφαλίσουν τα συμφέροντά τους.
Πρόσφατα, ο Σύνδεσμος Ευρωπαίων Αυτοκινητοβιομηχάνων (ACEA) πίεσε τους διαπραγματευτές της ΕΕ για το Brexit να αποτρέψουν τις «πιθανώς καταστροφικές επιπτώσεις» του στον συγκεκριμένο κλάδο, ανησυχώντας π.χ. αν τα αυτοκίνητα που εγκρίνονται από τις αρχές του ΗΒ θα εξακολουθούν να πωλούνται, μετά το Brexit, στις χώρες της ΕΕ και αντιστρόφως.
Μονοπώλια της αεροναυπηγικής βιομηχανίας προειδοποιούν για τις αρνητικές επιπτώσεις των τελωνειακών ελέγχων, των περιορισμών στη μετακίνηση εργατικού δυναμικού και στη μεταφορά ανταλλακτικών για αεροπλάνα. Η «Airbus», που κατασκευάζει φτερά για αεροσκάφη σε εργοστάσιο που διατηρεί στα διοικητικά όρια Αγγλίας - Ουαλίας, ανακοίνωσε ότι θα αρχίσει να αποθηκεύει ανταλλακτικά εάν δεν ξεκαθαρίσει το τοπίο για τον συγκεκριμένο κλάδο.
Η αβεβαιότητα που προκαλεί το Brexit κινητοποιεί και τα μεγάλα χρηματοπιστωτικά μονοπώλια, που έχουν έδρα το Λονδίνο για τις δραστηριότητές τους στην ΕΕ. Από την αρχή του 2018, προωθούν διάφορα σχέδια μετεγκατάστασης των «στρατηγείων» και ενός μέρους του προσωπικού τους σε άλλες ευρωπαϊκές μεγαλουπόλεις (π.χ. Παρίσι, Φρανκφούρτη, Αμστερνταμ κ.ά.) ώστε να διατηρήσουν την πρόσβαση στην ενιαία αγορά μετά το 2021.
Το γαλλικό μονοπώλιο ηλεκτρικής ενέργειας «Electricite de France SA», που έχει αναλάβει την κατασκευή νέου συγκροτήματος πυρηνικού σταθμού για παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας στο Χίνκλεϊ Πόιντ της Αγγλίας, προειδοποίησε τη βρετανική κυβέρνηση ότι θα μπορούσε να προκληθούν σοβαρά προβλήματα όσον αφορά τη συνέχιση του έργου, μην αποκλείοντας π.χ. την έλλειψη εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού λόγω της σκλήρυνσης της βρετανικής μεταναστευτικής πολιτικής τα επόμενα χρόνια, τη σημαντική αύξηση του κόστους του έργου ή την καθυστέρησή του.
Αλλες εταιρείες, όπως η «Αmazon», η παλιά βρετανική αλυσίδα πολυκαταστημάτων για είδη σπιτιού «John Lewis», η φαρμακοβιομηχανία «AstraZeneka», η αλυσίδα ταχυφαγείων «Mc Donald's», η θυγατρική της βρετανικής εταιρείας φυσικού αερίου Βritish Gas, «Centrica Plc», έχουν επίσης απειλήσει με μεταφορά της έδρας τους ή περιορισμό των δραστηριοτήτων τους στο ΗΒ. Τέλος, πριν από λίγες μέρες η αμερικανική εταιρεία υψηλής τεχνολογίας και εφαρμογών τεχνητής νοημοσύνης «International Business Machines Corporation» προειδοποίησε ότι λόγω της αβεβαιότητας που προκαλεί το Βrexit, η Βρετανία «ρισκάρει να χάσει την υψηλή θέση» που διατηρεί σήμερα στην παραγωγή εφαρμογών τεχνητής νοημοσύνης και «την ηγετική θέση» που έχει έως τώρα κατακτήσει σε ζητήματα κυβερνο-ασφάλειας.