Τετάρτη 5 Αυγούστου 2009
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ
Ρίτσος και αρχαίο δράμα
«Το τερατώδες αριστούργημα» - «προσκύνημα» στον Γ. Ρίτσο

 «Το τερατώδες αριστούργημα»
«Το τερατώδες αριστούργημα»
Η καλύτερη παράσταση του αφιερώματος του Ελληνικού Φεστιβάλ στον Γιάννη Ρίτσο, με τίτλο «Το τερατώδες αριστούργημα», δόθηκε στο θέατρο της Αρχαίας Επιδαύρου. (Παρεμπιπτόντως να σημειωθεί ότι χωρίς το αφιέρωμα του Ελληνικού Φεστιβάλ το πολιτιειακό «Ετος Ρίτσου» θα έμενε εντελώς νεκρό γράμμα...). Κρίμα, όμως, που λίγοι είδαν αυτή την καθόλα αξιέπαινη σκηνική δημιουργία - απόλυτα σεβαστικό «προσκύνημα» του Δημήτρη Μαυρίκιου σε ό,τι υπήρξε ο Γ. Ρίτσος, με ευθύνη και του ίδιου. Γιατί είτε παραπλανημένος από «ειδήμονες» ...που πασχίζουν να αμαυρώσουν ό,τι και όσα μπορούν από τη ζωή και το έργο του ποιητή, είτε νομίζοντας ότι «διαφημίζει» έτσι την παράστασή του, είπε σε διάφορα ΜΜΕ ότι «δεν είναι για τους πουριτανούς και ηθικολόγους» που έχουν «την εικόνα του στρατευμένου ποιητή, που βόλευε την Αριστερά». Κι όμως, απολύτως αντίθετη με τις δηλώσεις του ήταν η παράστασή του. Με βάση εκτενή αποσπάσματα από το χειμαρώδες, αυτόματης γραφής, χωρίς στίξη, αφιερωμένο στον Αραγκόν, αυτοβιογραφικό «Τερατώδες αριστούργημα» - ένα λυρικά «μεταφυσικό ποίημα ενός βαθύτερου ρεαλισμού», διανθισμένο αρμονικά, στη σωστή βιογραφικά στιγμή, με σπαράγματα των έργων «Γκραγκάντα», «Ρωμιοσύνη», «Κιγκλίδωμα», «Ισως να 'ναι κι έτσι», «Σφραγισμένα με ένα χαμόγελο», «Ελένη», «Αρίοστος», «Τειρεσίας», «Επιτάφιος», «Σονάτα του σεληνόφωτος». Χωρίς ούτε μία έκτος Ρίτσου λέξη, ο Δ. Μαυρίκιος συνέθεσε μια απολύτως σεβαστική, ατμοσφαιρική, ανεπιτήδευτα συγκινητική, λιτά καλαίσθητη, «μουσική» (και με τη μουσικότητα του λόγου και με τις επιλογές κλασικής μουσικής που αγαπούσε ο ποιητής) παράσταση. Παράσταση, μάλιστα πρωτότυπης σύλληψης και δομής, που με αγάπη και θαυμασμό βιογράφησε τον ποιητή, υμνώντας όσα έζησε, πίστεψε, έπραξε και έγραψε. Μέγας, καθολικός ποιητής, δηλωμένος και μέσω όλων των έργων του, αμετάκλητα «στρατευμένος» κομμουνιστής, ερωτευμένος με την Επανάσταση για μια άλλη κοινωνία του ανθρώπου και του δίκιου ήταν ο Ρίτσος. Ερωτευμένος, με τον άνθρωπο, με το λαό και τους αγώνες του, με τη ρωμιοσύνη, με τη ζωή. Επόμενα ερωτευμένος και με τον έρωτα, τη φύση, την ομορφιά, την ποίηση, όλες τις τέχνες, ακόμα και με τα άψυχα αντικείμενα - έργα του ανθρώπου. Η ζωή του, οι ιδέες, οι αγώνες, τα πάθη - συντρόφων και δικά του, οι λέξεις του όλες έγιναν «σημαίες» όλων αυτών των ερώτων του. Αυτό ανέδειξε, αυτό είπε η παράσταση. Κινηματογραφιστής στην αφετηρία του (έχει γυρίσει εξαιρετικά ντοκιμαντέρ), καλλιτέχνης σοβαρός, ευαίσθητος, ευρηματικός, υψηλού εικαστικού γούστου, ο Δ. Μαυρίκιος έστησε την παράσταση ως γύρισμα ενός βιογραφικού ντοκιμαντέρ για τον Ρίτσο. Το σωζόμενο αγροτόσπιτο στον αρχαιολογικό χώρο, αξιοποιήθηκε παραπέμποντας στο πατρικό του ποιητή στη Μονεμβάσια. Από το πατρικό σπίτι, όπου πέρασε ευτυχισμένα παιδικά χρόνια, με παιχνίδια, γέλια και το αγαπημένο του τραγούδι «Λεμονάκι μυρωδάτο» από φωνούλες παιδιών, αρχίζει η βιογράφηση του ποιητή, με εικονοποίηση χαρακτηριστικών «σταθμών» της ζωής του. Μέσα από αποσπάσματα των έργων του Ρίτσου και αφαιρετική εικονοποίησή τους περνούν οι δυστυχίες και τα πένθη της οικογένειας, η οικονομική της ανέχεια, μνήμες των γυμνασιακών χρόνων, η προσβολή του ποιητή από φυματίωση, ο ερχομός στην Αθήνα (ακούστηκε απόσπασμα μαρτυρίας της αδελφής του Λούλας, με τη φωνή της Αλέκας Παΐζη) , ο βιοποριστικός αγώνας, τα σανατόρια, η ένταξη στο ΚΚΕ, ο απεργιακός Μάης του 1936 και ο «Επιτάφιος», η πρώτη σύλληψη, η κατοχή, το ΕΑΜ, οι μετεμφυλιακές εξορίες, η γέννηση της κόρης του. Κυρίαρχο στοιχείο το χυμένο αίμα αμέτρητων συντρόφων του (εικονίζεται ο Ρίτσος να πενθεί, με στίχους του, σκυμμένος πάνω στο νεκρό κορμί εκτελεσμένου συντρόφου του). Αίμα που, όπως ο ίδιος έλεγε και έγραφε, έβαψε ανεξίτηλα κόκκινες τις «σημαίες» - ιδέες και λέξεις του. Αναβιώνοντας τέσσερις ηλικιακές περιόδους του ποιητή, η παράσταση κλείνει συμβολοποιώντας τις «σημαίες» ιδέες - λέξεις του Ρίτσου, με τα κόκκινα κοστούμια που φορούσαν και τα κόκκινα ντοσιέ που κρατούσαν όλοι οι ηθοποιοί και το διαχρονικό «μήνυμα» του τελευταίου στίχου του Ρίτσου στο «Τερατώδες αριστούργημα»: «καλημέρα σας λοιπόν και καλημέρα Σύντροφοι του Κόσμου και του Θρύλου». Η σκηνοθεσία καθοδήγησε γόνιμα την υποκριτική συμβολή όλων των νεαρών ηθοποιών. Ευτύχημα και στήριγμά της ήταν και οι ερμηνείες του Λάζαρου Γεωργακόπουλου (ταιριαστός φυσιογνωμικά, σεμνά και αισθαντικά υποδύθηκε τον Ρίτσο), της Ράνιας Οικονομίδου (εκπληκτική στο απόσπασμα της «Ελένης»), της Λυδίας Φωτοπούλου (υπεραισθαντική στη «Σονάτα») και της Βαγγελιώς Ανδρεαδάκη (συγκινητική σαν μάνα στον «Επιτάφιο» και μάνα του ποιητή).

«Αλκηστη» από το Εθνικό Θέατρο

«Αλκηστη»
«Αλκηστη»
Δεινός ρεαλιστής και σαρκαστής των μύθων περί της «θεώθεν» οριζόμενης «μοίρας» των ανθρώπων, κατηγορούμενος, αδίκως, ως «μισογύνης» δραματουργός, ο Ευριπίδης έγραψε το εκπληκτικής ειρωνείας, αμφιλεγόμενα «τραγικό» δράμα, «Αλκηστη». Ενα τραγικωμικό έργο, με αίσιο τέλος, αντλημένο από το μύθο του Αδμητου και της Αλκηστης, βασιλικού ζεύγους των Φερών Θεσσαλίας, με το οποίο ο Ευριπίδης σαρκάζει τον τομαρίστικο φιλοζωϊσμό των ανδρών, αλλά και κριτικά επαινεί την υποταγή στον άνδρα - αφέντη και αυτοθυσία των γυναικών. Σύμφωνα με ένα μύθο, η Αρτεμις θυμωμένη με μια πράξη του Αδμητου του όρισε να πεθάνει νέος. Σύμφωνα με άλλο μύθο, ο Δίας θυμωμένος με τον Απόλλωνα τον ανάγκασε να γίνει υπηρέτης του Αδμητου. Σύμφωνα με τρίτο μύθο, ο Απόλλωνας πήγε εθελοντικά στο παλάτι του πανέμορφου Αδμητου, γιατί ήταν ερωτευμένος μ' αυτόν και γι' αυτό ζήτησε από τις «Μοίρες» να μην πεθάνει, συμφωνώντας με τον όρο τους: στη θέση του Αδμητου να πεθάνει άλλος. Αξιοποιώντας διάφορες εκδοχές του μύθου του Αδμητου ο Ευριπίδης σάρκασε τον εγωισμό του Αδμητου, των γέρων γονιών του που αρνούμενοι να πεθάνουν για να ζήσει αυτός, εξωθούν τη νέα ακόμη και μάνα των μικρών παιδιών του, Αλκηστη, να πεθάνει αντ' αυτού. Κορυφώνοντας το σαρκασμό του ο Ευριπίδης χρησιμοποιεί και το μύθο που έλεγε ότι ο Απόλλωνας από λύπη για τον πενθούντα Αδμητο ζήτησε από τον ημίθεο Ηρακλή να επαναφέρει από τον Αδη την Αλκηστη, όπερ και εγένετο. Συμφωνώντας με τις απόψεις που θεωρούν ότι η «Αλκηστη» είναι ένα εξαιρετικά διφορούμενο έργο, ένα σαρκαστικής ειρωνείας κοινωνικό και ανθρωπολογικό σχόλιο για τις πράξεις και τα αισθήματα των ανθρώπων, για τον εγωισμό και την αγάπη, για την «ανωτερότητα» των ανδρών και την «κατωτερότητα» των γυναικών, για τη ζωή και το θάνατο, ο Θωμάς Μοσχόπουλος, πρωτοδοκιμαζόμενος στα Επιδαύρια, σε δική του απόδοση, σκηνοθέτησε μια πραγματικά πολύ ενδιαφέρουσα, τολμηρή αλλά και μετρημένη, απολύτως συγκροτημένης άποψης και εξαιρετικής καλαισθησίας παράσταση, που παραπέμποντας στο οπερατικό ήθος υποδεικνύει το σαρκασμό του Ευριπίδη για το υπερεαλιστικό μελό του αρχαίου μύθου. Ο Μοσχόπουλος, έστησε σε δυο επίπεδα την παράσταση. Τοποθέτησε στο βάθος της ορχήστρας, σε μια πολύ υπερυψωμένη σκηνή τα βασικά πρόσωπα και τα κίνησε ως μακρυνά «πλάνα» αρχαίων αγαλμάτων που αποκτούν ζωή, κίνηση και φωνή για να διηγηθούν αποστασιοποιημένα, με ειρωνική αμφισημία, μια μελοδραματική παραμυθία. Μόνον ο μπουφόνικα ζωϊκός Ηρακλής εμφανίζεται πατώντας στη γη. Αντίθετα, γήινος ήταν ο Χορός (σύγχρονα μαυροφορεμένων ανδρών και γυναικών), που τοποθετημένος στην ορχήστρα, είναι αντιμέτωπος με τον «τροχό», τον αέναο κύκλο της ζωής και του θανάτου. Η σκηνοθεσία για να υπογραμμίσει τη δισημία του ευριπιδικού έργου, στο τέλος «προσγείωσε» στη γη, εκσυγχρόνισε και ενανθρώπησε τον Αδμητο, κατεβάζοντάς τον στην ορχήστρα για να συναντήσει την «αναστημένη» Αλκηστη, μια γυναίκα - ομοίωμα της πεθαμένης, για να παρηγορηθεί, να αυτοαποενοχοποιθεί και να συνεχίσει να ζει ευτυχισμένος. Η σκηνοθετική «ανάγνωση» ευτύχησε και με τη δουλειά των καλλιτεχνικών συντελεστών. Με τα πανέμορφα κοστούμια και το σκηνικό της Ελλης Παπαγεωργακοπούλου, που ανέδειξαν οι φωτισμοί του Λευτέρη Παυλόπουλου, με τη χιουμοριστική κίνηση της Μάρθας Κλούκινα, με τα «παίγνια» του βίντεο των Νάνσυ Μπινιαδάκη - Σεμπάστιαν Πούργφουρτ, με την ειρωνικά οπερατική μουσική του Κορνήλιου Σελαμσή. Αρμόζουσες με το στόχο της σκηνοθεσίας ήταν οι ερμηνείες όλων των ηθοποιών, με εξέχουσα σε όλα της (λόγος, κίνηση, έκφραση προσώπου) την ερμηνεία του Χρήστου Λούλη σε τρεις ρόλους (μετρημένα θηλυπρεπής και νάρκισσος Αδμητος, Απόλλων και Θάνατος). Καλές ήταν και οι ερμηνείες των Μαρίας Σκουλά (εύθραυστη Αλκηστη), Κώστα Μπερικόπουλου (διακωμώδησε τον γέρο Φέρη), του Αργύρη Ξάφη (πληθωρικά μπουφόνικος Ηρακλής), Μαρίας Πρωτόπαππα (Θεράπαινα) και Σωκράτη Μπατσίκα (υπηρέτης).


ΘΥΜΕΛΗ



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ