Παρασκευή 5 Μάρτη 2021
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Διαβάστε στην ενότητα «Διεθνή και Οικονομία»:
  • ΣΧΕΣΕΙΣ ΕΕ - ΤΟΥΡΚΙΑΣ: Πολυεπίπεδο παζάρι με βάση ισχυρά γεωπολιτικά και μονοπωλιακά συμφέροντα
  • «ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ» ΑΓΟΡΑΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ: Αντιλαϊκό «επίτευγμα» όλων των αστικών κυβερνήσεων
ΣΧΕΣΕΙΣ ΕΕ - ΤΟΥΡΚΙΑΣ
Πολυεπίπεδο παζάρι με βάση ισχυρά γεωπολιτικά και μονοπωλιακά συμφέροντα

Χαρακτηριστικές επισημάνσεις από τον Ιταλό πρέσβη στην Αγκυρα

Οι ΥΠΕΞ Ιταλίας - Τουρκίας συνομίλησαν τηλεφωνικά και στις αρχές της βδομάδας, για Κυπριακό, Μεσόγειο, διμερείς σχέσεις (φωτ. από περσινή τους συνάντηση)

ANSA

Οι ΥΠΕΞ Ιταλίας - Τουρκίας συνομίλησαν τηλεφωνικά και στις αρχές της βδομάδας, για Κυπριακό, Μεσόγειο, διμερείς σχέσεις (φωτ. από περσινή τους συνάντηση)
Στις 25 και 26 Μάρτη θα συνέλθει η Σύνοδος Κορυφής της ΕΕ, με ένα από τα βασικά θέματα να αποτελεί η Ανατολική Μεσόγειος και η επανεξέταση των σχέσεων της με την Τουρκία.

Στο φόντο των οξυμένων ανταγωνισμών στην ευρύτερη περιοχή και των αναδιατάξεων σε ιμπεριαλιστικές συμμαχίες και σχεδιασμούς, τα επενδυτικά και γεωπολιτικά συμφέροντα που διατηρεί κάθε πλευρά βαραίνουν στο πολυεπίπεδο παζάρι ΕΕ - Τουρκίας.

Η εντεινόμενη κινητικότητα των τελευταίων ημερών, με πιο πρόσφατο παράδειγμα την τηλεδιάσκεψη των Προέδρων Γαλλίας και Ιταλίας, την περασμένη Τρίτη, καθώς και μια σειρά τοποθετήσεων εκπροσώπων ισχυρών κρατών της ΕΕ ξεσκεπάζουν τις αυταπάτες που καλλιεργούν αστικά επιτελεία στην Ελλάδα περί «απομονωμένης Τουρκίας», επιχειρώντας να εφησυχάσουν το λαό, ενώ σπρώχνουν τη χώρα ακόμα πιο βαθιά σε επικίνδυνους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς στην περιοχή.

Αποκαλυπτική ως προς τα παραπάνω και τη σκοπιά που προσεγγίζει αυτά τα ζητήματα η Ιταλία - μια από τις ισχυρότερες οικονομίες της ΕΕ αλλά και μέλος του G7 - ήταν η συνέντευξη που έδωσε πρόσφατα στην τουρκική εφημερίδα «Χουριέτ» ο Ιταλός πρέσβης στην Αγκυρα, Μάσιμο Γκαϊάνι. Οπως υπογράμμισε, η Τουρκία ήταν μία από τις λίγες χώρες τις οποίες ξεχώρισε ονομαστικά ο νέος Ιταλός πρωθυπουργός, Μάριο Ντράγκι, παρουσιάζοντας πριν από κάποιες μέρες το πρόγραμμα της κυβέρνησής του στη Βουλή: «Η Τουρκία αποτελεί με βεβαιότητα προτεραιότητα για την εξωτερική πολιτική της Ιταλίας», «ακρογωνιαίο λίθο στη διεθνή μας προβολή αποτελούν η ΕΕ, το ΝΑΤΟ και η λεκάνη της Μεσογείου, όπου εμείς θα εξακολουθήσουμε να προωθούμε έναν ανανεωμένο διάλογο και μία ειρηνική διευθέτηση κάθε διαφωνίας», όπως είπε. Ο Γκαϊάνι χαρακτήρισε την Τουρκία «ουσιαστικό παίκτη στην περιοχή της Μεσογείου», «κρίσιμο σύμμαχο στο ΝΑΤΟ» και «πολύ σημαντικό σύμμαχο για την ΕΕ», τονίζοντας ότι Ρώμη και Αγκυρα «δρουν διαρκώς από κοινού για την ισχυροποίηση της νότιας πτέρυγας του ΝΑΤΟ...».

Σε ερώτημα για τα οφέλη μιας «Διάσκεψης για τη Μεσόγειο» (που στηρίζουν από κοινού Βρυξέλλες και Αγκυρα), για της οποίας τη σύνθεση γίνεται μεγάλη συζήτηση (π.χ. η Αγκυρα επιμένει στη συμμετοχή όλων «όσοι έχουν συμφέροντα στην περιοχή», περιλαμβάνοντας σε αυτούς το ψευδοκράτος στα Κατεχόμενα της Κύπρου, αλλά και δυνάμεις όπως οι ΗΠΑ, που εκπροσωπούν ενεργειακούς ομίλους με μεγάλες επενδύσεις στην περιοχή), ο Ιταλός πρέσβης υπερθεμάτισε και ξεκαθάρισε την ετοιμότητα της Ρώμης για να «χοντρύνει» το παζάρι: «Είναι κρίσιμο ζήτημα να συμφωνήσουμε προσεκτικά ως προς το εύρος των συμμετεχόντων και τη χρονική περίοδο διεξαγωγής της, προσέχοντας ειδικά να καθοριστούν όλοι οι ενδιαφερόμενοι ώστε να περιληφθούν. Η αυξανόμενη πόλωση στην περιοχή επηρεάζει τη γεωπολιτική ισορροπία στη Μεσόγειο και θεωρώ ότι τα θέματα της Ανατολικής Μεσογείου μπορούν να λυθούν με διάλογο και συνεργασία. Στόχος μας είναι η μείωση των εντάσεων μεταξύ των παράκτιων χωρών προωθώντας μια προσέγγιση χωρίς αποκλεισμούς. Αν κυριαρχήσει αυτό το νέο πνεύμα συνεργασίας, θα είναι εύκολο για όσους εμπλέκονται να αναζητήσουν πραγματιστικές και ρεαλιστικές λύσεις...».

«Συμβιβασμός», «συνεργασία» και «δίκαια ανταλλάγματα»

Ο Ιταλός διπλωμάτης προχώρησε ακόμα πιο συγκεκριμένα «στο ψητό» του φυσικού πλούτου της «γειτονιάς», που είναι μοχλός για τις εξελίξεις σε Ελληνοτουρκικά και Κυπριακό, όπως και για τη διευθέτηση διαφόρων «εκκρεμοτήτων» που αποτελούν τροχοπέδη στην προώθηση των ευρωατλαντικών σχεδιασμών έναντι των επιδιώξεων Ρωσίας, Κίνας κ.ά.

«Η λέξη - κλειδί είναι "συνεργασία" και "συμβιβασμός"», είπε, ενώ παρουσιάζοντας τις εξελίξεις των τελευταίων μηνών, στις οποίες ξεχώρισαν οι τουρκικές προκλήσεις, ως «πρόσφατες εντάσεις σχετικές με τις έρευνες για υδρογονάνθρακες», μίλησε για «καθαρές αποδείξεις ότι η μονομέρεια μπορεί να οδηγήσει μόνο σε σενάρια αμοιβαίων απωλειών, όταν όλοι εμποδίζουν όλους και δεν μπορεί να υπάρξει οικονομική προοπτική». Και υπογράμμισε: «Θεωρώ δυνατό τον καθορισμό ενός σχήματος στο οποίο όλα τα εμπλεκόμενα μέρη μπορούν να έχουν ένα δίκαιο αντάλλαγμα αλλά, την ίδια στιγμή, όλες οι ενδιαφερόμενες κυβερνήσεις πρέπει να δείξουν αληθινή διάθεση για συμβιβασμό στην εθνική τους τοποθέτηση ώστε να επιτευχθεί ένα ισότιμο και βιώσιμο διεθνές πλαίσιο ικανό να αναδείξει τον πλούτο και την ασφάλεια της περιοχής...».

Η πείρα βέβαια στην περιοχή και συνολικότερα επιβεβαιώνει ότι οι ενδοϊμπεριαλιστικοί «συμβιβασμοί» είναι προσωρινοί, «κουκουλώνουν» μόνο προσωρινά τις εντεινόμενες ενδοαστικές αντιθέσεις.

Αναφερόμενος ειδικά στην προσεχή Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ, ο Ιταλός πρέσβης είπε ότι η χώρα του «ανήκει στα μέλη της ΕΕ που έχουν υποστηρίξει σθεναρά την ανάγκη για ενίσχυση του διαλόγου πάνω σε μια θετική ατζέντα με την Τουρκία», ξεχωρίζοντας την αξία της ευρω-τουρκικής συνεργασίας στο Μεταναστευτικό, αλλά και της ανανέωσης της Τελωνειακής Ενωσης Τουρκίας - ΕΕ, επειδή θα «είναι προς το συμφέρον και των δύο πλευρών».

«Διαθέτουμε θετική ατζέντα, αλλά πάνω από όλα έχουμε κοινό συμφέρον για συνεργασία. Ισχυρότεροι δεσμοί, περισσότερο εμπόριο και ευρύτερες ανταλλαγές απόψεων σε όλους τους τομείς είναι ο μόνος δρόμος για την επανεκκίνηση μετά την πανδημία», σημείωσε, ενώ σπεύδοντας να προλάβει παρεξηγήσεις ότι η Ρώμη δεν εντοπίζει τις προκλήσεις της Αγκυρας, εξήγησε ότι κι αυτές αποτελούν μέρος του ευρύτερου παζαριού: Ετσι, συνέστησε μεν ότι «πρέπει να αποφύγουμε περιστατικά και αμοιβαίες προκλήσεις όταν περάσει ο Μάρτης», αλλά, συστήνοντας πιο εποικοδομητική συμπεριφορά, πρόσθεσε ότι «αυτό δεν σημαίνει ότι κάποιος πρέπει να εγκαταλείψει την υπεράσπιση όσων αντιλαμβάνεται ως δικά του δικαιώματα και συμφέροντα. Σημαίνει ότι πρέπει να αποφεύγονται πρωτοβουλίες που πρακτικά δεν έχουν θετικό αντίκτυπο...».

Οικονομικές συνεργασίες

Ο Ιταλός πρέσβης δεν παρέλειψε να σημειώσει ότι «μια ανανεωμένη σχέση μεταξύ ΕΕ και Τουρκίας λειτουργεί προς το βέλτιστο αμοιβαίο μας όφελος, καθώς η Αγκυρα είναι σημαντική για την οικονομία μας, για την ασφάλεια, για την περιφερειακή μας σταθερότητα». Εκφράζοντας την ελπίδα πως «όλες οι πλευρές θα εργαστούν εποικοδομητικά τους επόμενους μήνες για να δημιουργηθεί ένα ανανεωμένο πνεύμα συνεργασίας» και τονίζοντας ότι «η Ιταλία πιστεύει στην Τουρκία» εξήγησε: «Πέρυσι, οι εταιρείες μας ήταν ο βασικότερος επενδυτής εδώ (στην Τουρκία) και η Ιταλία αποτελεί τον 2ο σημαντικότερο εμπορικό εταίρο της Τουρκίας από την Ευρώπη. Η οικονομική και βιομηχανική μας συνεργασία θα είναι κρίσιμη για την ανάκαμψη και των δύο χωρών από τις οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας...».

Σημειωτέον, πρόσφατα, το τουρκικό πρακτορείο «Αναντολού» δημοσίευσε επίσημα στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία στο διάστημα Γενάρη - Νοέμβρη 2020, η Ιταλία προηγήθηκε σε Αμεσες Ξένες Επενδύσεις (ΑΞΕ) στην Τουρκία, με 970 εκατ. δολάρια. Ακολούθησαν οι ΗΠΑ με 769 εκατ. δολάρια και η Ολλανδία με 491 εκατ. δολάρια. Συνολικά η Ευρώπη είχε το 70,8% των ΑΞΕ στην Τουρκία, δηλαδή τα 3,3 δισ. δολάρια σε σύνολο 4,6 δισ. δολαρίων.

Ο δε επικεφαλής του Ιταλικού Εμποροβιομηχανικού Επιμελητηρίου, Λίβιο Μαντσίνι, δήλωσε στις 26/2 στο «Αναντολού» ότι παρά την πανδημία δεν υπήρξε σημαντική πτώση στο διμερές εμπόριο και η Ιταλία παρέμεινε 2ος σημαντικότερος εμπορικός εταίρος της Τουρκίας στην Ευρώπη. «Χωρίς αμφιβολία, το 2021 μπορούμε να περιμένουμε μια νέα ορμή στις ιταλικές επενδύσεις στην Τουρκία», τόνισε, χαρακτηρίζοντας «αναδυόμενους τομείς» την Ενέργεια, την αυτοκινητοβιομηχανία αλλά και την προστασία του περιβάλλοντος. Αναφερόμενος στο στόχο αύξησης του διμερούς εμπορίου στα 30 δισ. δολάρια, σχολίασε ότι τα τουρκικά προϊόντα ξεχωρίζουν για την ποιότητα, την τιμή και τα πλεονεκτήματά τους στην εφοδιαστική αλυσίδα. Για να καταλήξει ότι η Ιταλία «βλέπει με ικανοποίηση τις ενέργειες επαναπροσέγγισης (με την Τουρκία) που ξεκίνησαν στην ΕΕ», διαδικασία που - συνέχισε - θα φέρει πολλές ευκαιρίες και για τους Τούρκους εξαγωγείς.

Μεταξύ άλλων ο Γκαϊάνι αναφέρθηκε στη γαλλο-ιταλική κοινοπραξία «Eurosam», με την οποία η Αγκυρα παζαρεύει μια αγορά στρατιωτικών συστημάτων SAMP/T. Μάλιστα ο Ιταλός πρέσβης δήλωσε ότι «το κονσόρτσιουμ "Eurosam" είναι ανοιχτό σε μια συνεργασία για να αναπτυχθεί από κοινού με την Τουρκία ένα σύστημα αεράμυνας βασισμένο στο SAMP/T. Στη φάση αυτή ολοκληρώνεται σε τεχνικό επίπεδο μια μελέτη βιωσιμότητας και οι εμπλεκόμενες εταιρείες και αρχές μελετούν τα επόμενα βήματα...».


Α. Μ.

«ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ» ΑΓΟΡΑΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ
Αντιλαϊκό «επίτευγμα» όλων των αστικών κυβερνήσεων

Eurokinissi

Σήμερα που εκατοντάδες χιλιάδες λαϊκά νοικοκυριά στην Ελλάδα βιώνουν στο πετσί τους την ενεργειακή φτώχεια κι ενώ είναι πολύ πρόσφατες οι βλάβες στο δίκτυο ηλεκτροδότησης που βύθισαν στο σκοτάδι για πολλές μέρες αρκετές περιοχές της χώρας, με την κυβέρνηση και τα κόμματα που κυβέρνησαν προηγουμένως να παίζουν το γνωστό «γαϊτανάκι», ο λαός μας αξίζει να ξετυλίξει το «νήμα» προς τα πίσω, για να βγουν συμπεράσματα για το πώς φτάσαμε έως εδώ.

Μπορεί τότε να διακρίνει το πώς μέσα σε 20 χρόνια και με την αγαστή συνεργασία όλων των μέχρι σήμερα κυβερνήσεων, ΠΑΣΟΚ, ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ, προχώρησε βήμα βήμα η λεγόμενη «απελευθέρωση» του τομέα της Ενέργειας, με πρόφαση την ενίσχυση του «ανταγωνισμού» που υποτίθεται ότι θα οδηγούσε στη μείωση των τιμών και στην προσφορά «καλύτερων υπηρεσιών» προς τους καταναλωτές.

Πρόκειται για την ίδια επιχειρηματολογία που τις προηγούμενες δεκαετίες συνόδευσε την πολιτική της λεγόμενης «απελευθέρωσης» και σε άλλους κρίσιμους για την καπιταλιστική κερδοφορία τομείς της οικονομίας, όπως οι τηλεπικοινωνίες και οι μεταφορές, για να τους παραδώσει εντέλει στους μετόχους και τους «επενδυτές» είτε των κρατικών Ανώνυμων Εταιρειών είτε των ιδιωτικών επιχειρηματικών ομίλων, επιβεβαιώνοντας σε όλες τις περιπτώσεις το ίδιο πράγμα: Οτι οι λαϊκές ανάγκες και η καπιταλιστική κερδοφορία είναι «ασύμβατες».

Αξίζει λοιπόν να θυμηθούμε τα βασικά νομοθετήματα της τελευταίας 20ετίας που οδήγησαν βήμα βήμα στη σημερινή «απελευθερωμένη» αγορά ηλεκτρισμού.

Βήμα βήμα, σύμφωνα με τα κελεύσματα της ΕΕ και των μονοπωλίων

Οι αλλαγές που ξεκίνησαν στην εγχώρια αγορά ηλεκτρισμού από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 είχαν φυσικά ως «μπούσουλα» τις σχετικές κατευθύνσεις της Ευρωπαϊκής Ενωσης και ειδικότερα την κομβικής σημασίας Οδηγία 96/92/EK.

Εκεί για πρώτη φορά εισάγεται η έννοια του ανταγωνισμού στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, επισημαίνονται η «ανάγκη» διαχωρισμού των δραστηριοτήτων παραγωγής, μεταφοράς και διανομής ηλεκτρισμού και η διασφάλιση «ελεύθερης και ισότιμης πρόσβασης τρίτων», δηλαδή ιδιωτικών επιχειρήσεων, στα δίκτυα μεταφοράς και διανομής ηλεκτρικής ενέργειας.

Ο νόμος 2773/1999 περί «απελευθέρωσης» της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας τέθηκε σε ισχύ στις 22 Δεκέμβρη 1999, στο πλαίσιο εναρμόνισης της ελληνικής νομοθεσίας με την παραπάνω Οδηγία. Ο εν λόγω νόμος αποτέλεσε την αφετηρία για τη μετάβαση από το κρατικό μονοπώλιο της ΔΕΗ σε καθεστώς «ελεύθερου ανταγωνισμού».

Με τον νόμο αυτό ιδρύεται ως «ανεξάρτητη αρχή» η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ), η οποία έχει ως αποστολή την εποπτεία και τον έλεγχο της απελευθερωμένης αγοράς. Αξίζει δε να σημειωθεί, για τα προσχήματα που έως και σήμερα χρησιμοποιούνται, πως μεταξύ των υποχρεώσεων της ΡΑΕ και του αρμόδιου τότε υπουργού Ανάπτυξης ήταν η... αντιμετώπιση της «ενεργειακής πενίας».

Με το νόμο για πρώτη φορά δίνεται η δυνατότητα σε μεγάλους καταναλωτές με ετήσια κατανάλωση άνω των 100 GWh να συνάπτουν «ελεύθερα συμβάσεις με προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας». Από τη ρύθμιση αυτή εξαιρούνται η χαμηλή κατανάλωση και τα μη διασυνδεδεμένα νησιά. Στην πραγματικότητα βέβαια σχεδόν το σύνολο των μεγάλων καταναλωτών μέχρι και πολύ πρόσφατα συνέχιζαν να προμηθεύονται άμεσα ρεύμα από τη ΔΕΗ με ιδιωτικά συμβόλαια σε εξαιρετικά χαμηλές τιμές, γεγονός που συντέλεσε στα κατοπινά «ελλείμματα» της επιχείρησης, τα οποία αξιοποιήθηκαν και για την εκτίναξη των τιμολογίων που φορτώθηκαν στα λαϊκά στρώματα, όπως και για τη βήμα βήμα ιδιωτικοποίηση της εταιρείας.

Καθόλου τυχαία οι αλλαγές που προωθήθηκαν αφορούσαν όλους τους τομείς του ενεργειακού τομέα, και πρώτα πρώτα τις εργασιακές σχέσεις, με το παραπέρα χτύπημα στις εργασιακές σχέσεις, στα μισθολογικά και ασφαλιστικά δικαιώματα των εργαζομένων.

Επιπλέον, στο πλαίσιο εφαρμογής του νόμου ιδρύεται ως ΑΕ ο Διαχειριστής του Ελληνικού Συστήματος Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΔΕΣΜΗΕ) με ξεχωριστό Προεδρικό Διάταγμα (ΠΔ 328/12-12-2000), με αρμοδιότητα τη λειτουργία και συντήρηση του δικτύου ηλεκτρισμού, το οποίο ωστόσο ακόμη παραμένει υπό την πλήρη κυριότητα της ΔΕΗ. Η απόσπασή του θα έρθει σε επόμενη φάση, δείχνοντας έτσι και πώς το αστικό κράτος «λύνει» - με μπούσουλα πάντα τα συμφέροντα του κεφαλαίου - «κάθε πράγμα στον καιρό του», είτε διατηρώντας στην κυριότητά του κρίσιμες υποδομές που η συντήρησή τους αποτελεί «κόστος» για το κεφάλαιο είτε ιδιωτικοποιώντας αυτά και άλλα τμήματα όταν «οι συνθήκες ωριμάσουν».

Στη συνέχεια έρχεται ο νόμος 3175/2003, ο οποίος έδωσε πρόσθετα «κίνητρα» για τη δραστηριοποίηση προμηθευτών - εισαγωγέων ηλεκτρικής ενέργειας. Επιτρέπεται η συμμετοχή στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας από προμηθευτές που δεν έχουν στην κυριότητά τους μονάδες παραγωγής. Επέτρεψε επίσης σε όσους εξασφαλίζουν την απαιτούμενη ισχύ από πηγές της ΕΕ να δραστηριοποιούνται στην εγχώρια αγορά προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας. Επιπλέον έδωσε στους ιδιώτες ηλεκτροπαραγωγούς το δικαίωμα να κατασκευάσουν μονάδες παραγωγής, συνολικής ισχύος 1.200 μεγαβάτ (MW), έχοντας εξασφαλίσει εκ των προτέρων τη χρηματοδότηση, αλλά και τη διάθεση της παραγωγής τους, που θα αγοράζεται από το Δημόσιο.

Δύο χρόνια αργότερα, το 2005, με τον νόμο 3426, ενσωματώνεται στην ελληνική νομοθεσία η κοινοτική Οδηγία 2003/54/ΕΚ, προκαλώντας σημαντικές τροποποιήσεις στον ν. 2773/1999. Ειδικότερα, με το άρθρο 1 εισάγονται νέοι ορισμοί και γίνεται διάκριση μεταξύ του συστήματος μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας και του δικτύου διανομής. Επέβαλε το νομικό και λειτουργικό διαχωρισμό της διαχείρισης του δικτύου διανομής από τη ΔΕΗ ΑΕ βάζοντας έτσι τη νομική βάση για τη μετέπειτα κατάτμηση του ΔΕΣΜΗΕ σε δύο νέες εταιρείες, τον ΑΔΜΗΕ και τον ΔΕΔΔΗΕ. Ακόμη ο νόμος προβλέπει το πλήρες «άνοιγμα» της αγοράς για όλους τους καταναλωτές και για τους οικιακούς (εκτός των καταναλωτών των μη διασυνδεδεμένων νησιών) που μέχρι τότε εξαιρούνταν, από τον Ιούλη του 2007. Παράλληλα, αναβάθμισε το ρόλο της ΡΑΕ, στην οποία ανέθεσε την εποπτεία σχετικά με την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού της χώρας και την προώθηση του λογιστικού διαχωρισμού των επιχειρήσεων που ασκούν ταυτόχρονα παράλληλες δραστηριότητες παραγωγής, μεταφοράς, διανομής και προμήθειας ηλεκτρικού ρεύματος. Πρόκειται δηλαδή για τη «σαλαμοποίηση» και με νόμο της ΔΕΗ, ώστε τα επόμενα χρόνια πιο εύκολα να προωθείται κομμάτι κομμάτι η ιδιωτικοποίησή της.

Ο νόμος 4001/2011 ολοκληρώνει την εν λόγω προσπάθεια, αφού συστήνει τις δύο θυγατρικές της ΔΕΗ ΑΕ, ΑΔΜΗΕ και ΔΕΔΔΗΕ, αποσπώντας από τη μητρική τους τομείς της μεταφοράς και της διανομής, «σπάζοντας και τυπικά» σε κομμάτια το κρατικό μονοπώλιο και διευκολύνοντας τη διαδικασία ιδιωτικοποίησης. Ο νόμος καθορίζει επίσης την οργάνωση και λειτουργία της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας σε καθημερινό επίπεδο από μια νέα εταιρεία με την επωνυμία «Λειτουργός Αγοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΛΑΓΗΕ ΑΕ), με βασική αρμοδιότητα τη διενέργεια του λεγόμενου «Ημερήσιου Ενεργειακού Προγραμματισμού» (ΗΕΠ), δηλαδή την ημερήσια τροφοδοσία του δικτύου με ηλεκτρική ενέργεια και κατανάλωση (εγχύσεις και απορροφήσεις), την εποπτεία και τον έλεγχο των καθημερινών συναλλαγών μεταξύ παραγωγών και προμηθευτών ηλεκτρικής ενέργειας. Ο νόμος αναβαθμίζει τον ρόλο της ΡΑΕ ως προς την εποπτεία της αγοράς και της δίνει το δικαίωμα να αποφασίζει όταν διαπιστώνονται τάχα «στρεβλώσεις» στον ανταγωνισμό. Παράλληλα δίνει στη ΡΑΕ αποφασιστικό ρόλο στις αδειοδοτήσεις των «παιχτών» στην αγορά για εμπορία, προμήθεια, παραγωγή.

Μεγάλη η «συμβολή» του ΣΥΡΙΖΑ στην «απελευθέρωση» που οδηγεί στα αδιέξοδα

Βασικό και καθοριστικό κρίκο στην αλυσίδα της «απελευθέρωσης» αποτελεί ο πιο πρόσφατος νόμος, 4425/2016, της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, ο οποίος εισάγει την εγχώρια αγορά ηλεκτρισμού στις απαιτήσεις του λεγόμενου «μοντέλου στόχου της ΕΕ» (target model). Επί της ουσίας πρόκειται για την περαιτέρω εμπορευματοποίηση του αγαθού της ηλεκτρικής ενέργειας, σύμφωνα και με τα κελεύσματα της ΕΕ, όπως αυτά περιγράφονται στην Οδηγία 2009/72/ΕΚ.

Αξίζει να σημειώσουμε ότι η εν λόγω Οδηγία είναι απολύτως ξεκάθαρη ως προς τους στόχους της «απελευθέρωσης» της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, αφού περιγράφοντας τους στόχους της Ενιαίας Αγοράς Ηλεκτρισμού της ΕΕ επισημαίνει: «Στόχοι της εσωτερικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, η οποία υλοποιείται σταδιακά σε ολόκληρη την Κοινότητα από το 1999, είναι η παροχή πραγματικών επιλογών σε όλους τους καταναλωτές της Ευρωπαϊκής Ενωσης, είτε είναι πολίτες είτε επιχειρήσεις, η παροχή νέων επιχειρηματικών ευκαιριών και η αύξηση του διασυνοριακού εμπορίου, ώστε να επιτευχθούν κέρδη σε απόδοση, ανταγωνιστικές τιμές, υψηλότερα πρότυπα παρεχόμενων υπηρεσιών, και να ενισχυθεί ταυτόχρονα η ασφάλεια του εφοδιασμού και η αειφορία»...

Στη βάση αυτής της Οδηγίας, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή συγκεκριμενοποίησε τους μηχανισμούς που θα οδηγήσουν στο λεγόμενο «Μοντέλο - Στόχο» (Target Model) της ΕΕ δημιουργώντας δύο κύριους μηχανισμούς: Τον Ευρωπαϊκό Σύνδεσμο των Ρυθμιστικών Αρχών (ACER) και την Ενωση των Ευρωπαϊκών Διαχειριστών Συστημάτων Ενέργειας (ENTSOe). Οι νέοι αυτοί μηχανισμοί συνέταξαν τις κατευθυντήριες γραμμές λειτουργίας της Ενιαίας Αγοράς Ενέργειας, σύμφωνα με τις οποίες η κοινή αγορά ηλεκτρικής ενέργειας θα πρέπει να διαρθρώνεται σε τέσσερις επιμέρους διαφορετικές αγορές: Την προθεσμιακή αγορά (Forward Market), την προ-ημερήσια αγορά, την ενδο-ημερήσια αγορά (Intra-Day market) και την αγορά εξισορρόπησης (Balancing Market).

Πρόκειται, δηλαδή, για τη δημιουργία ενός πανευρωπαϊκού χρηματιστηρίου Ενέργειας, όπου τα κέρδη θα προέρχονται από το έλλειμμα ή περίσσευμα ηλεκτρικής ισχύος σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Οι αγοραπωλησίες ποσοτήτων ηλεκτρικής ενέργειας αφορούν το διασυνοριακό εμπόριο, ενώ το μέγεθός τους εξαρτάται και από τις ικανότητες μεταφοράς των διασυνοριακών γραμμών.

Τέλος, αξίζει να αναφέρουμε ότι στο πλαίσιο του «Μοντέλου - Στόχου» η ΕΕ έχει χωριστεί σε 7 περιφερειακές ζώνες, με την Ελλάδα να κατατάσσεται στην περιφερειακή ζώνη «Central South» μαζί με τη Γαλλία, την Ιταλία, την Ελβετία, την Αυστρία και τη Σλοβενία. Με λίγα λόγια, ο νόμος 4425/2016 ίδρυσε το Χρηματιστήριο Ενέργειας, όπου καθημερινά διενεργούνται οι συναλλαγές σύμφωνα με το παραπάνω πρότυπο, με βασικό στόχο την πλήρη σύζευξη της εγχώριας αγοράς με τις αγορές της ΕΕ, επιδιώκοντας παράλληλα να δώσει επιπλέον ώθηση στις επενδύσεις σε ΑΠΕ με τη διαμόρφωση του απαιτούμενου θεσμικού πλαισίου.

Η διαδικασία αυτή δείχνει βέβαια και το γιατί την ίδια ώρα που οι επενδύσεις στα κομμάτια του δικτύου που αφορούν την ένταξη στην ενιαία αγορά της ΕΕ και τις διασυνδέσεις με γειτονικές χώρες «τρέχουν» με γρήγορους ρυθμούς, τα κομμάτια του δικτύου που αφορούν την κάλυψη των λαϊκών αναγκών αφήνονται στην τύχη τους, λειτουργούν στα όριά τους και με εξοπλισμό περασμένων δεκαετιών, με τη συντήρησή τους να γίνεται από εργολαβικούς και υποστελεχωμένα συνεργεία με τσακισμένα δικαιώματα.


Φ. Κ.



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ