«Ο ΣΕΒ - και οι επιχειρήσεις που εκπροσωπεί - θεωρεί ότι χωρίς ικανοποιημένους εργαζόμενους, που απασχολούνται με σταθερές συνθήκες, καλούς μισθούς και προοπτικές επαγγελματικής ανέλιξης δεν πρόκειται να πετύχουμε. Οι εργαζόμενοι και οι επιχειρήσεις πρέπει να καρπούνται τους κόπους των προσπαθειών τους στην παραγωγική διαδικασία...». Αυτά έλεγε τις προάλλες ο πρόεδρος του ΣΕΒ στο συνέδριο του Ελληνοαμερικανικού Επιμελητηρίου και σίγουρα δεν προτείνει την ...αυτοχειρία των βιομηχάνων και την απόδοση του πλούτου που παράγουν οι εργαζόμενοι στους ίδιους τους παραγωγούς του. Οι «καλοί μισθοί» που περιγράφει ο Φέσσας, είναι τα 650 μεικτά του κατώτερου μισθού, που το κράτος των εργοδοτών επέβαλε με νόμο, στο όνομα της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας. Είναι η καθήλωση των κλαδικών και του μέσου μισθού, που θα ενταθεί ακόμα περισσότερο με τις πρόσφατες αντεργατικές ρυθμίσεις της κυβέρνησης για τις ΣΣΕ. Οι «σταθερές συνθήκες» είναι η «ευελιξία» στην εργασία, που με νόμους της σημερινής και των προηγούμενων κυβερνήσεων αφορά πλέον έξι στους δέκα νέους εργαζόμενους. Είναι οι 14 μορφές «ευελιξίας» στον Τουρισμό, το 20% των εργαζομένων στο δημόσιο σύστημα της Υγείας, που δουλεύουν με τέτοιους όρους. Οι «προοπτικές επαγγελματικής ανέλιξης» είναι ο καλός και πειθήνιος εργαζόμενος, που αισθάνεται την επιχείρηση σαν δική του και ανταμείβεται γι' αυτό, παίρνοντας ακόμα και «μπόνους αδιάλειπτης παρουσίας», επειδή δεν έλειψε καμιά μέρα, δεν πήρε μέρος σε καμιά απεργία! Μετά απ' όλα αυτά, θα πρέπει ο εργαζόμενος να είναι και ...ικανοποιημένος! Πάλι καλά που δεν του ζητούν να φιλάει και το χέρι του αφεντικού του.
Την ώρα που ο νέος προϋπολογισμός φορτώνει επιπλέον 800 εκατ. ευρώ στο λαό, ο οποίος θα πληρώσει το 93% των φόρων, χώρια οι περικοπές στις κρατικές δαπάνες για Υγεία - Πρόνοια, η κυβέρνηση επιχειρεί να καλλιεργήσει κάλπικες προσδοκίες μιλώντας για «καλό οικονομικό κλίμα» και «βελτίωση της ελληνικής οικονομίας» που καταγράφονται σε έρευνα του ΙΟΒΕ και στην έκθεση του Γιούρογκρουπ για την ολοκλήρωση της τέταρτης «αξιολόγησης». Η αλήθεια είναι όμως ότι το «καλό οικονομικό κλίμα» και η «εμπιστοσύνη των αγορών», για τα οποία κομπάζει η κυβέρνηση, δεν ανατρέπουν, ούτε καν βελτιώνουν την κατάσταση και τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο λαός. Αντίθετα, προϋποθέτουν να συνεχιστεί και να ενταθεί η αντιλαϊκή πολιτική των «μεταμνημονιακών» δεσμεύσεων. Γι' αυτό, την ώρα που έχουμε συνεχώς «δωράκια» στους επιχειρηματικούς ομίλους, με αβέρτα φοροελαφρύνσεις, απαλλαγές και κίνητρα, τα στοιχεία του ΕΦΚΑ καταγράφουν την τεράστια αύξηση της μερικής απασχόλησης και την καθήλωση των μισθών στα εξευτελιστικά επίπεδα που διαμορφώθηκαν τα τελευταία χρόνια. Και, βέβαια, παραμένουν οι εκατοντάδες αντεργατικοί - αντιλαϊκοί νόμοι, η επίθεση στην Κοινωνική Ασφάλιση κλιμακώνεται, όπως και η παραπέρα «απελευθέρωση» και ιδιωτικοποίηση της Ενέργειας, οι απολύσεις οργιάζουν και εντείνεται η καταστολή. Για την πλειοψηφία του λαού, μόνο ο αγώνας για τα σύγχρονα δικαιώματα και τις ανάγκες, κόντρα στην καπιταλιστική ιδιοκτησία και εξουσία, μπορεί να βελτιώσει πραγματικά τη ζωή του.
Τη βρώμικη προπαγάνδα περί «στρατηγικών κακοπληρωτών», «μπαταξήδων με βίλες» και άλλα παρόμοια, με την οποία τόσο η προηγούμενη, όσο και η σημερινή κυβέρνηση «καμούφλαραν» τις ρυθμίσεις για την επιτάχυνση των εκβιασμών και πλειστηριασμών, προκειμένου να απαλλαγούν οι τράπεζες από τα «κόκκινα» δάνεια, ξεσκεπάζουν τα στοιχεία που βλέπουν το φως της δημοσιότητας. Σύμφωνα με αυτά, η αξία των ακινήτων που οι τράπεζες βγάζουν στο σφυρί ολοένα και μειώνεται. Συγκεκριμένα, όταν πρωτοξεκίνησαν οι ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί επί ΣΥΡΙΖΑ, η μέση προσφορά κυμαινόταν στα 240.000 ευρώ και σταδιακά κατρακύλησε σε σπίτια κάτω των 100.000 ευρώ. Την ίδια ώρα, όλα «φωνάζουν» ότι επίκειται «κύμα» πλειστηριασμών το επόμενο διάστημα, ενώ στα χέρια των funds για τα... περαιτέρω θα περάσουν πάνω από 250.000 ακίνητα. Η προσπάθεια της κυβέρνησης να κρύψει το «τσουνάμι» των εκβιασμών και πλειστηριασμών πίσω από την τετράμηνη παράταση της υποτιθέμενης «προστασίας» των δανειοληπτών πρέπει να πάρει απάντηση. Να μην περάσει ο εφησυχασμός, να υψωθεί τείχος για να μην πέσει ούτε ένα σπίτι λαϊκής οικογένειας στα χέρια τραπεζιτών και λοιπών «κορακιών».