Πέμπτη 5 Γενάρη 2017
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
«Αυτόματος σταθεροποιητής» για τις ανάγκες του κεφαλαίου

Η λογική του ΚΕΑ αποτελεί μια σαφή έκφραση του περιβόητου «Ευρωπαϊκού πυλώνα κοινωνικών δικαιωμάτων» (σχέδιο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η διαβούλευση του οποίου ολοκληρώθηκε τυπικά το Δεκέμβρη του 2016 και αναμένεται η τελική πρόταση), ο οποίος μεταξύ άλλων προβλέπει την ενίσχυση ή δημιουργία μηχανισμών «κοινωνικής πολιτικής» που θα διαχειρίζονται την ακραία φτώχεια και την ανεργία. Παράλληλα, προβλέπει την εξεύρεση τρόπων χρηματοδότησής τους, ώστε να μην επιβαρύνονται το κεφάλαιο και οι κυβερνήσεις του, αλλά τα λιγότερο φτωχά λαϊκά στρώματα.

Συγκεκριμένα, επισημαίνεται: «(...) Τα υψηλά ποσοστά ανεργίας και η γήρανση του πληθυσμού (...) έχουν θέσει εμφατικά το ζήτημα των επιδόσεων των εθνικών συστημάτων Κοινωνικής Πρόνοιας σε διάφορα επίπεδα: Πρώτον, όσον αφορά την επάρκεια και τη δημοσιονομική βιωσιμότητά τους υπό το πρίσμα των εξελισσόμενων κοινωνικών αναγκών, συμπεριλαμβανομένης της ανάγκης αντιμετώπισης της φτώχειας. Δεύτερον, όσον αφορά τον αντίκτυπό τους στη δημιουργία θέσεων εργασίας, τόσο για τους εργοδότες όσο και για τα άτομα που αναζητούν εργασία (...) και τρίτον, μια παράμετρος που έχει ιδιαίτερη σημασία για τη ζώνη του ευρώ, όσον αφορά την ικανότητά τους να απορροφούν τους μακροοικονομικούς κραδασμούς και να διαδραματίζουν ένα ρόλο αυτόματου σταθεροποιητή»...

Μηχανισμός ενσωμάτωσης και επιβολής

Το πρόγραμμα περιλαμβάνει τρεις πυλώνες: Εισοδηματική ενίσχυση, διασύνδεση με υπηρεσίες κοινωνικής ένταξης και διασύνδεση με υπηρεσίες ενεργοποίησης που στοχεύουν στην ένταξη ή επανένταξη των δικαιούχων στην αγορά εργασίας και στην κοινωνική επανένταξη. Αναπτύσσεται, επίσης, παράλληλα με άλλα προγράμματα διαχείρισης της φτώχειας στις πιο ακραίες μορφές της, όπως η παροχή δωρεάν ρεύματος μέχρι ενός ορίου, η κάρτα σίτισης και άλλα.

Ολο αυτό το πλέγμα των μέτρων, πέρα από μηχανισμός ενσωμάτωσης φτωχών λαϊκών στρωμάτων, που εξαρτώνται άμεσα από τέτοιες παροχές για να επιβιώσουν, συνιστά επίσης ένα γενικευμένο μηχανισμό επιβολής της αντιλαϊκής πολιτικής σε πλατύτερα στρώματα, καθώς στο μέλλον προβλέπεται να χάνει κανείς και τα ελάχιστα, αν δεν αποδεχτεί για παράδειγμα μια ευέλικτη θέση εργασίας, με οποιουσδήποτε όρους τού προτείνει ο κρατικός μηχανισμός καταγραφής και διαχείρισης της φτώχειας, που ενισχύεται παράλληλα με την ανάπτυξη του «ΚΕΑ» (χαρακτηριστικό τέτοιο παράδειγμα αποτελεί, άλλωστε, το σχετικό «ποινολόγιο» που ψηφίστηκε το Δεκέμβρη στο Διοικητικό Συμβούλιο του ΟΑΕΔ για τους εγγεγραμμένους στα μητρώα του Οργανισμού).

Στο σημερινό 4σέλιδο «Εργαζόμενοι και Λαϊκή Συμμαχία» μπορείτε να διαβάσετε τα εξής:

-- «Κοινωνικό Εισόδημα Αλληλεγγύης»: Εργαλείο διαχείρισης της ακραίας φτώχειας, με πολλές στοχεύσεις

-- Πάλη για την προστασία της λειτουργίας και δράσης των σωματείων: Παρουσίαση εισήγησης από την ημερίδα που διοργάνωσε η ΤΟ Δικαιοσύνης της ΚΟ Αττικής του ΚΚΕ

-- Αγροτικές κινητοποιήσεις: Η κυβερνητική προπαγάνδα και η πραγματικότητα που βιώνουν οι μικρομεσαίοι αγρότες

«ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΕΙΣΟΔΗΜΑ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ»
Εργαλείο διαχείρισης της φτώχειας με πολλές στοχεύσεις

Τι κρύβεται πίσω από τις διακηρύξεις της κυβέρνησης για γενικευμένη εφαρμογή του προγράμματος από φέτος;

Η πολιτική στήριξης των κερδών του κεφαλαίου είναι αυτή που αναπαράγει και οξύνει τη φτώχεια
Η πολιτική στήριξης των κερδών του κεφαλαίου είναι αυτή που αναπαράγει και οξύνει τη φτώχεια
Εντός του Γενάρη αναμένεται η γενικευμένη εφαρμογή του λεγόμενου «Κοινωνικού Εισοδήματος Αλληλεγγύης» (ΚΕΑ) σε όλους τους δήμους της χώρας, το οποίο αποτελεί ένα ακόμα εργαλείο για τη διαχείριση της ακραίας φτώχειας, που διευρύνθηκε στις συνθήκες της καπιταλιστικής κρίσης, αλλά και στο πλαίσιο της αντιλαϊκής πολιτικής για το ξεπέρασμά της υπέρ του κεφαλαίου.

Τις μέρες αυτές, με δηλώσεις, συνεντεύξεις και στοιχεία που διοχετεύουν στον Τύπο, τα κυβερνητικά στελέχη και ιδιαίτερα το υπουργείο Εργασίας επιδίδονται σε μια γενναία διαφήμιση του ΚΕΑ, ως του πιο αντιπροσωπευτικού τάχα δείγματος της «κοινωνικής πολιτικής» της κυβέρνησης και της φροντίδας της για τους πιο αδύναμους.

Σημειώνουμε ότι προγράμματα με το ίδιο ή παρόμοια ονόματα, εφαρμόζονται σε όλα τα κράτη - μέλη της λυκοσυμμαχίας, με διάφορες παραλλαγές. Συνοπτικά, με βάση κριτήρια που βρίσκονται στον αντίποδα των σύγχρονων λαϊκών αναγκών, ορίζεται ένα κατώτατο επίπεδο διαβίωσης, στα στατιστικά όρια της φτώχειας και υλοποιούνται προγράμματα παροχών σε χρήμα ή και σε είδος, με στόχο οι δικαιούχοι τους να επιβιώνουν σ' αυτό ακριβώς το όριο.

Γι' αυτό άλλωστε το ΚΕΑ δεν είναι επινόηση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, αλλά συνέχεια του «Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος» που θέσπισε η προηγούμενη συγκυβέρνηση ΝΔ - ΠΑΣΟΚ.

Οχημα για νέες περικοπές σε επιδόματα

Ο σχεδιασμός για την εφαρμογή του ΚΕΑ προβλέπει ότι θα είναι «δημοσιονομικά ουδέτερο», δηλαδή δεν θα δοθούν νέα κονδύλια για τη χρηματοδότησή του. Στην πραγματικότητα, όσο προχωρά η εφαρμογή του, το ΚΕΑ θα λειτουργεί - είτε στο όνομα των «επικαλύψεων» με άλλα επιδόματα, είτε στο όνομα του «εξορθολογισμού» και της «καλύτερης στοχοθέτησης» του συστήματος Κοινωνικής Πρόνοιας - ως όχημα για το παραπέρα πετσόκομμα όσων κοινωνικών και προνοιακών επιδομάτων έχουν απομείνει.

Συγκεκριμένα, η «συμπληρωματική μνημονιακή συμφωνία» προβλέπει τα εξής:

«Μέχρι το Σεπτέμβρη του 2016, η κυβέρνηση δεσμεύεται να ολοκληρώσει με τη βοήθεια της Παγκόσμιας Τράπεζας την Εκθεση για την Αναθεώρηση της Κοινωνικής Πρόνοιας, στοχεύοντας στην αναμόρφωση των παροχών και την ετήσια εξοικονόμηση του 0,5% του ΑΕΠ (σ.σ. με βάση το ΑΕΠ του 2015, το ποσοστό αυτό μεταφράζεται σε πάνω από 900 εκατ. ευρώ), συμπεριλαμβανομένων των παροχών σε χρήμα και σε είδος, φορολογικών ελαφρύνσεων, Κοινωνικής Ασφάλισης και άλλων κοινωνικών παροχών (...)

Η αναθεώρηση θα χρησιμεύσει ως βάση για τον εξορθολογισμό ενός επανασχεδιασμένου και στοχοθετημένου συστήματος Κοινωνικής Πρόνοιας, συμπεριλαμβανομένης της προώθησης του δημοσιονομικά ουδέτερου ΚΕΑ. Το κόστος εφαρμογής του ΚΕΑ, που εκτιμάται στο 0,5% του ΑΕΠ ετησίως, θα καλυφθεί μέσα από μόνιμες εξοικονομήσεις, συμπεριλαμβανομένων αυτών που προσδιορίζονται στην Εκθεση Αναθεώρησης της Κοινωνικής Πρόνοιας σε αντιστοιχία με τα ευρήματα της Παγκόσμιας Τράπεζας».

Η παραπάνω κατεύθυνση αναμένεται να υλοποιηθεί από το 2018, καθώς για το 2017 το ΚΕΑ χρηματοδοτήθηκε από τον κρατικό προϋπολογισμό. Η αναπληρώτρια υπουργός Εργασίας, Θεανώ Φωτίου, σε ενημέρωση που έκανε για το θέμα αυτό στα τέλη Νοέμβρη 2016, ανέφερε ότι οι προτάσεις προς τους «θεσμούς» για τις «μεταρρυθμίσεις» στις προνοιακές παροχές θα γίνουν το διάστημα Σεπτέμβρη - Νοέμβρη 2017...

Ο ρόλος της Παγκόσμιας Τράπεζας

Ακόμα αξίζει να υπενθυμίσουμε ότι η Εκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας για την περικοπή των προνοιακών επιδομάτων αναφέρει πως εκκρεμεί μια νέα έκθεση που «θα αξιολογήσει το σύστημα παροχών αναπηρίας». Δίνοντας μια πρώτη γεύση αυτής της έκθεσης, η Παγκόσμια Τράπεζα σημειώνει πως απαιτείται μια συνολική μεταρρύθμιση του συστήματος πιστοποίησης της αναπηρίας,«που θα διασφαλίζει ότι τα επιδόματα θα στοχεύουν στους πραγματικά ανάπηρους».

Επισημαίνει ακόμα πως το πρόβλημα με το σύστημα πιστοποίησης της αναπηρίας στην Ελλάδα «είναι ότι η προσέγγιση που εφαρμόζεται για την αξιολόγηση της αναπηρίας και τον προσδιορισμό των παροχών βασίζεται στα ιατρικά δεδομένα. Αντί για μια πιστοποίηση αναπηρίας που στοχεύει στον καθορισμό των ικανοτήτων του ατόμου, των εμποδίων που αντιμετωπίζει και του τύπου της υποστήριξης που χρειάζεται, στην Ελλάδα η χορήγηση επιδομάτων, υπηρεσιών και προστασίας βασίζεται ολοκληρωτικά σε ιατρικά κριτήρια και καθορίζεται από ιατρικές επιτροπές»!

Τα «τσεκούρια» που ήδη πέφτουν στα επιδόματα και τις συντάξεις αναπηρίας από τα Κέντρα Πιστοποίησης Αναπηρίας, όπως και το αντίστοιχο πετσόκομμα στα προνοιακά και κοινωνικά επιδόματα (με κατάργησή τους, μείωση των δικαιούχων, μείωση του συνολικού κονδυλίου κ.ο.κ.), προδιαγράφουν τις νέες επώδυνες ανατροπές που ετοιμάζει η κυβέρνηση για τα τέλη του 2017.

Επιχείρηση συμβιβασμού με την εξαθλίωση

Για να μπορεί ένα άτομο ή οικογένεια να ενταχθεί στο ΚΕΑ, θα πρέπει να έχει εξαιρετικά χαμηλό εισόδημα, κάτω από το όριο εισοδήματος που ορίζει ο νόμος. Η διαφορά που προκύπτει αφού αφαιρεθεί από το όριο εισοδήματος το εισόδημα του ατόμου ή της οικογένειας, είναι αυτή που θα δοθεί τελικά ως ΚΕΑ.

Συγκεκριμένα, το όριο εισοδήματος για ένα άτομο είναι 2.400 ευρώ το χρόνο. Εάν π.χ. το ετήσιο εισόδημά του είναι 2.000 ευρώ, τότε θα πάρει άλλα 400 ευρώ το χρόνο μέσω ΚΕΑ. Αντίστοιχα, για ένα ζευγάρι με δύο ανήλικα παιδιά, το ετήσιο όριο εισοδήματος είναι 4.800 ευρώ. Με άλλα λόγια, η... «κοινωνική αλληλεγγύη» της κυβέρνησης (όπως και των προκατόχων της) και της ΕΕ θεωρεί ότι ένα άτομο μπορεί να ζήσει με 6,75 ευρώ τη μέρα και μια τετραμελής οικογένεια με 13,15 ευρώ τη μέρα για όλα της τα έξοδα!

Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι πέρα από το κριτήριο του εισοδήματος, μπαίνουν και περιουσιακά κριτήρια: Για να ενταχθεί ένα άτομο στο ΚΕΑ, θα πρέπει να έχει ακίνητη περιουσία μέχρι 90.000 ευρώ, ενώ η αντικειμενική δαπάνη για οχήματα δεν μπορεί να υπερβαίνει τα 6.000 ευρώ. Αντίστοιχα, για την τετραμελή οικογένεια η ακίνητη περιουσία δεν πρέπει να ξεπερνά τις 135.000 και η αντικειμενική δαπάνη για οχήματα τις 6.000 ευρώ.

Πρακτικά, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ απαιτεί από χιλιάδες οικογένειες (η ίδια μιλά για περίπου 800.000 δικαιούχους του ΚΕΑ) να συμβιβαστούν με την εξαθλίωση. Είναι προφανές ότι στόχος των κυβερνήσεων του κεφαλαίου και της ΕΕ είναι να μοιράσουν ψίχουλα για τη διαχείριση της ακραίας φτώχειας (με «εξοικονόμηση» από τη συνολική κλιμάκωση της επίθεσης ενάντια στους εργαζόμενους και τα λαϊκά στρώματα), προκειμένου να αμβλύνουν αντιδράσεις και να διασφαλίσουν την αναγκαία για το κεφάλαιο «κοινωνική συνοχή».

Τα ψίχουλα που θα δώσει η κυβέρνηση σε όσους ζουν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας, θα τα πάρει απ' όσους θεωρούνται λιγότερο φτωχοί, ανακυκλώνοντας μ' αυτόν τον τρόπο την ανέχεια και ορίζοντας έτσι μία «γραμμή φτώχειας», πάνω από την οποία κανείς δε θα δικαιούται καμιά προνοιακή στήριξη. Χαρακτηριστική είναι η επιμονή των «μνημονιακών» κειμένων ότι οι ψευτοπαροχές που θα απομείνουν να δίνει το κράτος, θα πρέπει να πηγαίνουν σε όσους τις έχουν «περισσότερο ανάγκη».

Η πάλη για την προστασία της λειτουργίας και δράσης των σωματείων

Εισήγηση της Χ. Μαρούλη, δικηγόρου και στελέχους του ΚΚΕ, σε ημερίδα της ΤΟ Δικαιοσύνης της ΚΟ Αττικής του ΚΚΕ

Μεταξύ των στόχων των προωθούμενων αλλαγών είναι και το χτύπημα της οργάνωσης μέσα στο χώρο δουλειάς (φωτ. από συνέλευση εργοταξιακής επιτροπής του Συνδικάτου Οικοδόμων Αθήνας)
Μεταξύ των στόχων των προωθούμενων αλλαγών είναι και το χτύπημα της οργάνωσης μέσα στο χώρο δουλειάς (φωτ. από συνέλευση εργοταξιακής επιτροπής του Συνδικάτου Οικοδόμων Αθήνας)
Σε συνέχεια της παρουσίασης της εκδήλωσης - ημερίδας που πραγματοποίησε η ΤΟ Δικαιοσύνης της ΚΟ Αττικής του ΚΚΕ στις 5/12/2016, με θέμα «Η πάλη για την προστασία της λειτουργίας και δράσης των σωματείων», ο «Ριζοσπάστης» δημοσιεύει σήμερα την εισήγηση της Χαράς Μαρούλη, δικηγόρου και στελέχους του ΚΚΕ, με θέμα «Η πάλη για την προστασία της λειτουργίας και δράσης των σωματείων».

***

Η συζήτηση που διεξάγεται από την αστική τάξη και το πολιτικό της προσωπικό για ζητήματα που αφορούν στη λειτουργία και στη δομή των συνδικάτων δεν είναι καινούργια. Από τα μέσα του 2014 και μετά, γίνονται όλο και πιο συχνές και συγκεκριμένες αναφορές στην ανάγκη τροποποίησης του νόμου 1264/1982, που ρυθμίζει τα σχετικά ζητήματα.

Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ φαίνεται έτοιμη να υλοποιήσει κατά γράμμα τις νέες απαιτήσεις του κεφαλαίου και να δώσει τη χαριστική βολή στα εργασιακά δικαιώματα και στις συνδικαλιστικές ελευθερίες.

Οι ανατροπές που βρίσκονται στο αντιλαϊκό τραπέζι

Οι όποιες αλλαγές δρομολογούνται με τον επερχόμενο συνδικαλιστικό νόμο, έχουν στόχο να ολοκληρωθεί η προσπάθεια περιορισμού της συνδικαλιστικής δράσης, η παραπέρα απαξίωση και υπονόμευση της λειτουργίας και δράσης των συνδικάτων. Σύμφωνα με δημοσιεύματα, οι βασικοί άξονες των αλλαγών θ' αφορούν στο δικαίωμα στην απεργία, στις συνδικαλιστικές άδειες, στη χρηματοδότηση, στη δομή και λειτουργία των σωματείων, καθώς και στις ομαδικές απολύσεις.

Κοινή συνισταμένη των σχεδιασμών κυβέρνησης, κεφαλαίου και ΕΕ είναι η προσπάθεια παρεμπόδισης της δράσης και της λειτουργίας των σωματείων
Κοινή συνισταμένη των σχεδιασμών κυβέρνησης, κεφαλαίου και ΕΕ είναι η προσπάθεια παρεμπόδισης της δράσης και της λειτουργίας των σωματείων
Λόγος γίνεται για δημιουργία ηλεκτρονικού μητρώου συνδικαλιστικών οργανώσεων, όπου θα καταγράφονται αναλυτικά όλες οι συνδικαλιστικές οργανώσεις και θ' αναφέρονται τα «προστατευόμενα» μέλη τους (διοικήσεις, ιδρυτικά μέλη κ.λπ.). Πρόκειται για αδιαμφισβήτητο «φακέλωμα» συνδικαλιστών και εργαζομένων, πρακτική από την οποία ελλοχεύει ο κίνδυνος να επεκταθεί περαιτέρω στην καταγραφή του μητρώου των μελών και όλων των οικονομικών - και όχι μόνο - στοιχείων των σωματείων.

Επίσης, συζητείται η κατάργηση της προστασίας των συνδικαλιστών από απόλυση για ένα χρόνο μετά τη λήξη της θητείας τους, καθώς και η αξιοποίηση της αξιολόγησης του συνδικαλιστή από τον εργοδότη για τον περιορισμό της συνδικαλιστικής του δράσης. Με το μέτρο αυτό ο εργοδότης μπορεί να επικαλεστεί ότι ο συνδικαλιστής βρίσκεται σε θέση ευθύνης και ότι η συνδικαλιστική του δράση δυσχεραίνει ή δυσκολεύει τη λειτουργία της επιχείρησης και του δίνεται το δικαίωμα να τον μεταθέσει σε όποια θέση εκείνος κρίνει.

Αν και δεν φαίνεται να υπάρξει άμεση συνολικότερη αλλαγή στις ρυθμίσεις που αφορούν στις συνδικαλιστικές άδειες, η προοπτική όμως της αλλαγής τους παραμένει. Το καθεστώς των συνδικαλιστικών αδειών λοιδορείται με πρωτοφανή ψέματα ή με επιλεκτικές καταγγελίες στον αστικό Τύπο, που «πατούν» πολλές φορές σε υπαρκτά φαινόμενα εκφυλισμού από τους εκπροσώπους του εργοδοτικού - κυβερνητικού συνδικαλισμού.

Βέβαια, πίσω από τον καβγά για τις συνδικαλιστικές άδειες, κρύβεται η επιθυμία των εργοδοτών να αρθεί κάθε διευκόλυνση στους συνδικαλιστές, όχι βέβαια για να βελτιωθούν και να αντιμετωπιστούν τα εκφυλιστικά φαινόμενα λόγω του εργοδοτικού - κυβερνητικού συνδικαλισμού, αλλά για να τεθούν περισσότερα εμπόδια στις ταξικές δυνάμεις που αξιοποιούν τις συνδικαλιστικές άδειες και τη συνδικαλιστική προστασία για να οργανώσουν την πάλη των εργαζομένων ενάντια στο κεφάλαιο και το κράτος του, ενάντια στον εκφυλισμένο και απαξιωμένο εργοδοτικό - κυβερνητικό συνδικαλισμό.

Οι επερχόμενες αλλαγές επίσης φαίνεται ότι θα επιχειρήσουν ν' αυξήσουν την οικονομική πίεση στα σωματεία, με στόχο τον περιορισμό της δράσης τους και την άσκηση πολιτικής πίεσης σε αυτά. Σήμερα, οι συνδικαλιστικές οργανώσεις, κάτω από συγκεκριμένες προϋποθέσεις που καθορίζονται από υπουργικές αποφάσεις, λαμβάνουν από τον Οργανισμό Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (παλαιότερα από την Εργατική Εστία) χρήματα που έχουν παρακρατηθεί από τις εισφορές των εργαζομένων με σκοπό να καλύψουν τις στοιχειώδεις ανάγκες λειτουργίας τους. Οι κυβερνητικοί σχεδιασμοί φαίνεται ότι προσανατολίζονται στον περιορισμό ή ακόμα και στη διακοπή της χορήγησης αυτού του ποσού στις συνδικαλιστικές οργανώσεις. Η οικονομική αφαίμαξη των σωματείων από μόνη της είναι μεγάλο πλήγμα, με δεδομένη μάλιστα τη δύσκολη οικονομική τους κατάσταση.

Τέλος, αναφορές έχουν γίνει και στο ενδεχόμενο περιορισμού ή ακόμα και κατάργησης του δικαιώματος διανομής ανακοινώσεων κι ενημέρωσης εντός του χώρου εργασίας, με πρόφαση την παρεμπόδιση της εύρυθμης λειτουργίας της επιχείρησης.

Κοινή συνισταμένη όλων των παραπάνω σχεδιασμών είναι η παρεμπόδιση της δράσης και της λειτουργίας των σωματείων, η υποβάθμιση του ρόλου τους, η δημιουργία προϋποθέσεων ώστε η εργοδοτική τρομοκρατία ν' αποτρέπει τους εργαζόμενους από τη συμμετοχή τους σε αυτά.

Περισσότερα εμπόδια στην απεργία και την οργάνωση των εργαζομένων

Παράλληλα, δεν πρέπει να υποτιμήσουμε και την προσπάθεια που γίνεται ν' αλλάξει η δομή οργάνωσης του συνδικαλιστικού κινήματος.

Αντικειμενικά, η δομή του είναι σήμερα ξεπερασμένη. Ως Κόμμα έχουμε συγκεκριμένη θέση για τη δομή του συνδικαλιστικού κινήματος, που θα υπηρετεί τις ανάγκες οργάνωσης των εργαζομένων στις σημερινές συνθήκες. Εχουμε διατυπώσει τη θέση για την ύπαρξη ενός κλαδικού σωματείου ανά νομό και για επιχειρησιακά σωματεία σε μεγάλες επιχειρήσεις.

Αντιθέτως, σήμερα υπάρχουν αναφορές που προκρίνουν τη δημιουργία ενός νέου αντιδραστικού μοντέλου - στα πρότυπα αντίστοιχων δομών σε κράτη της Κεντρικής Ευρώπης - με πολλές κεντρικές κλαδικές συνομοσπονδίες πανεθνικού επιπέδου, οι οποίες θα έχουν επιμέρους συνδικαλιστικά τμήματα (εργασιακά συμβούλια) στους εργασιακούς χώρους. Αυτό σημαίνει χτύπημα των πρωτοβάθμιων σωματείων στους χώρους δουλειάς, των κλαδικών κι επιχειρησιακών σωματείων. Πρόκειται για κατεύθυνση που απομακρύνει και τυπικά τους εργαζόμενους από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις, δημιουργώντας δομές «από τα πάνω», που θα παίρνουν αποφάσεις πέρα και μακριά από τους εργαζόμενους.

Κομβικό θέμα στη συζήτηση για την αλλαγή του συνδικαλιστικού νόμου αφορά και στις προϋποθέσεις για την κήρυξη μιας απεργίας, ζήτημα που βέβαια δεν τίθεται για πρώτη φορά. Ηδη τα τελευταία χρόνια έχουν πυκνώσει τα δημοσιεύματα στον αστικό Τύπο για «απεργίες μειοψηφιών», «ανεξέλεγκτα δικαιώματα συνδικαλιστών» και άλλα παρόμοια.

Οσον αφορά στις σχεδιαζόμενες ρυθμίσεις, φαίνεται ότι συζητείται για την κήρυξη απεργίας να απαιτείται αυξημένη πλειοψηφία 50%+1, χωρίς να διευκρινίζεται αν αυτό θ' αφορά σε όλα ή μόνο στα οικονομικά τακτοποιημένα μέλη. Ταυτόχρονα, δεν είναι γνωστό ποιες θα είναι οι προϋποθέσεις για την κήρυξη απεργίας από τα πρωτοβάθμια σωματεία ευρύτερης περιφέρειας ή πανελλαδικής έκτασης. Παράλληλα, ο χρόνος προειδοποίησης φημολογείται ότι θ' αυξηθεί στις 48 ώρες για τον ιδιωτικό τομέα και στις 8 μέρες στο Δημόσιο. Αλλαγές, επίσης στην κατεύθυνση αυστηροποίησης, δρομολογούνται και σχετικά με το προσωπικό ασφαλείας για τους κλάδους Υγείας, Υδρευσης, Ενέργειας, Μεταφορών, Τηλεπικοινωνιών, Ταχυδρομείων, Ραδιοφώνου, Τηλεόρασης, Καθαριότητας κ.ά. Είναι προφανές ότι με τα παραπάνω μέτρα γίνεται προσπάθεια να μπουν περισσότερα εμπόδια στην κήρυξη και στην πραγματοποίηση απεργίας.

Τέλος, στο πλαίσιο της περαιτέρω αντιδραστικοποίησης εντάσσονται και οι ομαδικές απολύσεις, που ήδη από το 2010, τα όρια πέρα από τα οποία οι απολύσεις θεωρούνται ομαδικές άλλαξαν προς το χειρότερο (άρθρο 74 του Ν. 3863/2010). Σήμερα δρομολογείται η ακόμα μεγαλύτερη αύξηση του ορίου και συγκεκριμένα από το 5% στο 10%.

Στις ισχύουσες διατάξεις, το όριο πάνω από το οποίο οι απολύσεις θεωρούνται ομαδικές είναι:

α) Μέχρι 6 εργαζομένους για επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις που απασχολούν από 20 έως 150 εργαζομένους.

β) Ποσοστό 5% του προσωπικού και μέχρι 30 εργαζομένους για τις επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις που απασχολούν περισσότερους από 150 εργαζομένους.

Πέραν της αλλαγής των ορίων, οι περαιτέρω διαφαινόμενες αλλαγές στο πεδίο των ομαδικών απολύσεων αναμένεται να είναι η κατάργηση κάθε περιορισμού, υπονοώντας προφανώς και αλλαγές προς το χειρότερο στο ζήτημα της διοικητικής έγκρισης για απολύσεις πέραν των νομοθετημένων ορίων.

Δεδομένη η υπονόμευση των εργατικών δικαιωμάτων από τους νόμους της αστικής τάξης

Είναι σημαντικό να ξεκαθαρίσουμε ότι στόχος μας δεν είναι η υπεράσπιση των διατάξεων του ν. 1264/1982, αλλά η ανάδειξη της επιδείνωσης του πλαισίου των διατάξεων που αφορούν στο συνδικαλιστικό κίνημα. Εξάλλου, στο ερώτημα αν προστατεύεται η λειτουργία και δράση των σωματείων από το υπάρχον νομοθετικό πλαίσιο, μπορούμε να απαντήσουμε αρνητικά, αφού αυτό καταρτίσθηκε και εξειδικεύθηκε σταδιακά από κυβερνήσεις που υπηρετούν τα συμφέροντα του κεφαλαίου.

Οι όποιοι παράγοντες (π.χ. βαθμός ανάπτυξης ή υποχώρησης του εργατικού κινήματος, άνοδος ή ύφεση της ταξικής πάλης, φάση ανάπτυξης ή κρίσης της καπιταλιστικής οικονομίας, συνθήκες αστικής διαχείρισης κ.λπ.) που κάθε φορά επιδρούν σε δεδομένες ιστορικές στιγμές στη διαμόρφωση του νομοθετικού πλαισίου για την προστασία της δράσης και λειτουργίας των σωματείων, είναι μόνο επιμέρους και δεν μπορούν να απαλείψουν την ουσία του θέματος, που δεν είναι άλλη από το γεγονός ότι δεν μπορεί να εξασφαλιστεί τέτοια προστασία από νόμους της εξουσίας των κεφαλαιοκρατών. Σε τελευταία ανάλυση, το δίκαιο που κυριαρχεί στις καπιταλιστικές χώρες είναι το δίκαιο της αστικής τάξης και επομένως είναι εκ των προτέρων δεδομένη η υπονόμευση των δικαιωμάτων της εργατικής τάξης, του ταξικού προσανατολισμού της δράσης των συνδικάτων, των ορίων διεκδίκησής τους, γιατί αυτά τα όρια καθορίζονται μέχρι το σημείο εκείνο που δεν αμφισβητούν τα όρια της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής.

Η αστική απολογητική και η οπορτουνιστική-ρεφορμιστική γραμμή στο εργατικό κίνημα - συσκοτίζοντας την πραγματικότητα των καπιταλιστικών σχέσεων και την ουσία της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης - επιχειρούν να πείσουν τους εργαζόμενους, με διάφορες αφορμές, ότι το νομοθετικό πλαίσιο που αφορά στα όρια λειτουργίας και δράσης των σωματείων από προοδευτικό που δήθεν ήταν παλαιότερα, τώρα λόγω των μνημονίων αντιδραστικοποιείται - γεγονός που ούτως ή άλλως συμβαίνει - εννοώντας όμως από την πλευρά τους ότι το κοινωνικό-νομικό εποικοδόμημα μπορεί να μεταρρυθμιστεί σταδιακά, ώστε να αποτυπώνει τα συμφέροντα της εργατικής τάξης ή να εκφράζει εξίσου τα συμφέροντα των καπιταλιστών και των εργατών. Πρόκειται για μεγάλη απάτη, αφού το δίκαιο θεμελιώνεται πάνω στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, στο ιδεολογικό, νομικό και πολιτικό εποικοδόμημα, αποτελεί την υψωμένη σε νόμο θέληση της αστικής τάξης και άρα στις καπιταλιστικές χώρες είναι αντικειμενικά αντιδραστικό και, ανάλογα με την εκάστοτε ιστορική στιγμή και τα διαφορετικά δεδομένα της κάθε περιόδου, χαλαρώνει - σπάνια βέβαια - ή σφίγγει το μαστίγιο, πάντα με την επίκληση του «εκσυγχρονισμού» του δικαίου.

«Μαστίγιο» και «καρότο» με βάση τις ανάγκες του κεφαλαίου σε κάθε φάση

Χαρακτηριστικό παράδειγμα «μαστιγίου» ήταν ο ν. 330/1976, που έθετε σοβαρούς περιορισμούς στην άσκηση του δικαιώματος της απεργίας και επέβαλλε εξοντωτικές ποινικές και αστικές κυρώσεις που ουσιαστικά κατέλυαν το απεργιακό δικαίωμα, επισημοποιούσε το δικαίωμα για την κήρυξη λοκ - άουτ και με το χαρακτηρισμό σε ορισμένες περιπτώσεις ως καταχρηστικής της απεργίας άνοιξε διάπλατα τις πόρτες στη δικαστική επέμβαση προς απαγόρευση ή αναστολή των απεργιών, με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων.

Τη θέση του νόμου - «μαστιγίου» διαδέχθηκε ο Ν. 1264/1982 της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, που μπορεί να ιδωθεί σαν το «καρότο» για τους εργαζόμενους και το κίνημα, δίνοντας τώρα τη σκυτάλη στο «μαστίγιο» του επερχόμενου πακέτου μέτρων.

Ο Ν. 1264/1982 διαμορφώθηκε σε μια περίοδο που η σοσιαλδημοκρατία έπαιρνε τη σκυτάλη στη διακυβέρνηση και ταυτόχρονα την ευθύνη να πάρει μέτρα προσαρμογής του κινήματος στις νέες συνθήκες της αστικής διαχείρισης.

Ετσι, ο συγκεκριμένος νόμος, από τη μια, ρύθμισε το συνδικαλιστικό δικαίωμα, κατοχυρώνοντας μια σειρά από συνδικαλιστικές ελευθερίες - και αυτό κάτω από την πίεση και τους αγώνες των εργαζομένων - και, από την άλλη, αναπαρήγαγε τους μηχανισμούς ενσωμάτωσης του συνδικαλιστικού κινήματος στις νέες συνθήκες, έθετε τους όρους στήριξης ενός στρώματος εργατικής αριστοκρατίας, που έπαιξε όλα τα επόμενα χρόνια το ρόλο του «Δούρειο Ιππου» σε βάρος των συμφερόντων της εργατικής τάξης.

Ενδεικτικά μόνο ας αναφέρουμε ότι στις διατάξεις του ισχύοντος συνδικαλιστικού νόμου:

-- Δεν παρέχεται συνδικαλιστική προστασία στις εργοστασιακές, απεργιακές και σωματειακές επιτροπές, και όχι τυχαία, αφού οι σωματειακές επιτροπές, για παράδειγμα, είναι όργανο πάλης του σωματείου σε κάθε τόπο δουλειάς.

-- Προβλέπονται περιορισμοί στην προστασία των συνδικαλιστών.

-- Δεν προστατεύεται ουσιαστικά η καταγγελία της σύμβασης εργασίας συνδικαλιστή, αφού υπό όρους επιτρέπεται.

-- Πρόβλημα γεννάται επίσης με τη σύνθεση της Επιτροπής του άρθρου 15, που εξετάζει την απόλυση συνδικαλιστή.

-- Προβλέπονται περιορισμοί στο απεργιακό πλαίσιο.

-- Προβλέπονται περιορισμοί στο απεργιακό δικαίωμα των εργαζομένων με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο Δημόσιο, στα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, ΟΤΑ, στις επιχειρήσεις δημοσίου χαρακτήρα ή κοινής ωφέλειας κ.λπ. (άρθρο 19 και 20),

-- Προβλέπεται περιορισμός στο απεργιακό δικαίωμα με την 24ωρη υποχρεωτική προειδοποίηση του εργοδότη στον ιδιωτικό τομέα για την πραγματοποίηση απεργίας.

Επίσης, δεν είναι τυχαίο ότι, παρά την κατάργηση του Ν. 330/1976, αυτός διατηρήθηκε σε ισχύ μόνο για τους ναυτεργάτες, γιατί ακριβώς αυτό το τμήμα της εργατικής τάξης αντιμετωπίζει το πιο ισχυρό τμήμα της ελληνικής πλουτοκρατίας, που είναι το εφοπλιστικό κεφάλαιο.

Ακόμη, είναι προφανής ο εμπαιγμός ότι δήθεν με βάση σχετική διάταξη του Ν. 1264/1982 δεν επιτρέπεται η δικαστική απαγόρευση της απεργίας με ασφαλιστικά μέτρα, ενώ ταυτόχρονα η αγωγή για την κήρυξη της απεργίας ως παράνομης ή καταχρηστικής, συζητείται σε χρόνο συντομότερο και από αυτόν της προσωρινής διαταγής, που υποτίθεται ότι είναι η συντομότερη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Αρα, τι κι αν δεν επιτρέπεται η δικαστική απαγόρευση της απεργίας με ασφαλιστικά μέτρα, αφού εντέλει τα συμφέροντα της εργοδοσίας αγκαλιάζονται με θέρμη από τους μηχανισμούς της Δικαιοσύνης και μάλιστα με τους γρηγορότερους δυνατούς ρυθμούς...

Η πάλη για την οργάνωση και πολιτικοποίηση της συνδικαλιστικής δράσης

Η οργάνωση και πολιτικοποίηση της συνδικαλιστικής δράσης, ο ταξικός προσανατολισμός στο εργατικό κίνημα είναι ανάγκες που σφυρηλατούνται στην καθημερινή δράση στους χώρους δουλειάς. Αυτή η καθημερινή ορατή ή αθέατη - και γι' αυτό ακόμη πιο δύσκολη - ταξική αναμέτρηση δεν χωρά και δεν πρέπει να χωρά στο πλαίσιο της όποιας νομοθετικής προστασίας που εξασφαλίζεται από το αστικό κράτος και τη Δικαιοσύνη του. Το εργατικό κίνημα βρίσκει τις νέες, δικές του μορφές οργάνωσης, με χαρακτηριστικότερο τέτοιο παράδειγμα τη συγκρότηση του ΠΑΜΕ, που όταν κάποιοι αναρωτιόνταν ποια θα ήταν η νομική του προσωπικότητα και ποια η νόμιμη εκπροσώπησή του, το κίνημα πορευόταν μπροστά, συγκροτούσε τον ταξικό του πόλο για την ανασύνταξη και την αντεπίθεσή του.

Σε τελευταία ανάλυση, ποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι η αστική τάξη με τους νόμους της θα προστατεύσει τη δράση των διαφόρων μορφών οργάνωσης του προλεταριάτου, που η ιστορική του αποστολή είναι η ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος και η οικοδόμηση της σοσιαλιστικής - κομμουνιστικής κοινωνίας;

ΑΓΡΟΤΙΚΕΣ ΚΙΝΗΤΟΠΟΙΗΣΕΙΣ
Η κυβερνητική προπαγάνδα και η πραγματικότητα που βιώνουν οι μικρομεσαίοι αγρότες

Eurokinissi

Την ώρα που οι αγρότες δηλώνουν αποφασισμένοι κι ετοιμάζονται για κλιμάκωση των κινητοποιήσεών τους, με στήσιμο ισχυρών μπλόκων σε βασικούς οδικούς κόμβους και άλλα επιλεγμένα σημεία από τον Εβρο μέχρι την Κρήτη, στις 23 Γενάρη, η κυβέρνηση, με πρωτεργάτη τον υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης, Ευ. Αποστόλου, συνεχίζει και εντείνει την προπαγανδιστική επιχείρηση σε βάρος του αγώνα επιβίωσης της μικρομεσαίας αγροτιάς. Αυτό που επιθυμεί η κυβέρνηση είναι, πρώτον, αν γίνεται να μη στηθούν καθόλου μπλόκα, ή, εν πάση περιπτώσει, τα μπλόκα που θα στηθούν να είναι αποδυναμωμένα και κατά, δεύτερον, να μην αναπτυχθεί τούτη τη φορά, στο εύρος και στο βάθος που αναπτύχθηκε στη διάρκεια των μπλόκων του περασμένου χειμώνα, η εργατική - λαϊκή αλληλεγγύη και συμπαράσταση στην πάλη των μικρομεσαίων αγροτών.

Προκειμένου να πετύχει αυτούς τους στόχους, η κυβέρνηση χρησιμοποιεί τις παλιές προπαγανδιστικές μεθόδους που διδάχτηκε από τις προηγούμενες κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, αλλά και «νέα κόλπα», τα οποία προσιδιάζουν στο «αριστερό προσωπείο» που επιμένει να φορά, παρά το γεγονός ότι έχουν γίνει πάμπολλα «αποκαλυπτήρια»...

Ψέμα 1ο: «Τα μνημόνια δεν έπληξαν τους αγρότες, περνάνε καλά στα χωριά»

Το πρώτο που κάνει, απευθυνόμενη κυρίως στο λαϊκό κόσμο που κατοικεί στα αστικά κέντρα και, αντικειμενικά, δεν γνωρίζει από κοντά τη ζοφερή πραγματικότητα που βιώνουν οι μικρομεσαίοι αγρότες στα χωριά, είναι να επιχειρεί, με πονηρά ψέματα και επιλεκτικά «μαγειρέματα» αριθμών και ποσοστών, να διαστρεβλώσει, να αναποδογυρίσει αυτήν την πραγματικότητα. Προς τούτο χρησιμοποιεί την κρατική ΕΡΤ, το κρατικό πρακτορείο ειδήσεων, την «Αυγή» και φιλικά προσκείμενα αστικά ΜΜΕ, αλλά και άλλα, τα οποία, ειρήσθω εν παρόδω, παρότι «αντιπολιτευτικά», εμφανίζονται, ω του θαύματος, πολύ φιλόξενα, ιδιαίτερα προς τον υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης.

Βγαίνουν, λοιπόν, στα ΜΜΕ οι κυβερνητικοί παράγοντες και λένε ότι τάχα οι αγρότες δεν έχουν θιχτεί από τα μνημόνια, όπως τα άλλα λαϊκά στρώματα που έχουν πληγεί άγρια, άρα αδίκως διαμαρτύρονται βγαίνοντας στους δρόμους. Μ' αυτόν τον τρόπο, εκτός των άλλων, θέλουν να υποκινήσουν και τον λεγόμενο «κοινωνικό αυτοματισμό» σε βάρος των αγωνιζόμενων αγροτών.

Η αλήθεια είναι ότι οι μικρομεσαίοι αγρότες, όπως συνολικά οι εργαζόμενοι και τα άλλα λαϊκά στρώματα της πόλης και του χωριού, όχι απλώς θίγονται, αλλά έχουν σφαγιαστεί από την αντιλαϊκή πολιτική της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ και της ΕΕ, πολιτική που είναι συνέχεια των προηγούμενων αστικών κυβερνήσεων για λογαριασμό του κεφαλαίου.

Ακριβώς αυτή η αντιλαϊκή πολιτική και τα μνημόνια, πέρα από τις συνολικότερες ανατροπές που έφεραν στα εργατικά - λαϊκά στρώματα (μεταξύ άλλων με πετσόκομμα των κρατικών κονδυλίων για κοινωνικές ανάγκες, σε Υγεία, Παιδεία, Πρόνοια κ.ο.κ., απογείωση των χαρατσιών και των έμμεσων φόρων στα προϊόντα λαϊκής κατανάλωσης και πολλά άλλα), τσακίζουν τους μικρομεσαίους αγρότες με:

-- Τη φορολόγηση από το πρώτο ευρώ με συντελεστή 13% και προκαταβολή του 27,5% του φόρου για την επόμενη χρονιά, καθώς και την επιβολή τέλους επιτηδεύματος, πρώτα επί κυβέρνησης ΝΔ - ΠΑΣΟΚ και, στη συνέχεια, επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, με τον σχεδόν διπλασιασμό του φορολογικού συντελεστή, με προκαταβολή 100% του φόρου και εφαρμογή των τεκμηρίων διαβίωσης από τα οποία δε γλιτώνει κανένας αγρότης.

-- Την κατάργηση του ΟΓΑ, τον τριπλασιασμό των ασφαλιστικών εισφορών, όταν, μάλιστα, η πλειοψηφία των μικρομεσαίων αγροτών αδυνατεί να πληρώσει τα προηγούμενα, πολύ χαμηλότερα, ασφάλιστρα κι έχει ασφράγιστα τα βιβλιάρια υγείας, καθώς και τη σχεδιαζόμενη περικοπή κατά 60% των συντάξεων στους συνταξιούχους του ΟΓΑ που συνεχίζουν να καλλιεργούν.

-- Την αύξηση από το 13% στο 24% του ΦΠΑ για τα αγροτικά μέσα και εφόδια, την κατάργηση της επιστροφής του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης Αγροτικού Πετρελαίου, την αύξηση της τιμής στο αγροτικό ρεύμα, την επιβολή πρόσθετου «περιβαλλοντικού» τέλους στο νερό άρδευσης, την ειδική φορολογία στο κρασί και στο τσίπουρο κ.ά., που διόγκωσαν κι άλλο το, ήδη, υπερδιογκωμένο κόστος παραγωγής.

Ψέμα 2ο: «Η κυβέρνηση φροντίζει να λύνει σιγά σιγά τα προβλήματα»

Το δεύτερο που λένε οι κυβερνητικοί παράγοντες είναι ότι οι αγρότες έχουν, μεν, κάποια προβλήματα, αλλά δεν αφορούν την επιβίωσή τους και πάντως η κυβέρνηση φροντίζει, σιγά σιγά και με πρόγραμμα, να τα λύνει. Κάνουν, δε, αναφορά στο ότι φέτος οι επιδοτήσεις - ενισχύσεις καταβλήθηκαν γρηγορότερα από άλλες χρονιές, υπόσχονται πακτωλό χρημάτων στους αγρότες από το Πρόγραμμα Αγροτικής Ανάπτυξης και από επιμέρους προγράμματα (βιολογικής γεωργίας και κτηνοτροφίας, ένταξης νέων αγροτών, κατάρτισης, βελτίωσης, αντιμετώπισης νιτρορύπανσης κ.ά.), προπαγανδίζουν την περιβόητη «Κάρτα του Αγρότη» και προβάλλουν ως νέο όραμα την «παραγωγική ανασυγκρότηση και ανάπτυξη του αγροτικού τομέα, με εξωστρεφή και ανταγωνιστική γεωργία και κτηνοτροφία».

Στην πραγματικότητα, η κυβέρνηση δεν λύνει κανένα πρόβλημα των αγροτών. Τις επιδοτήσεις - ενισχύσεις τις δικαιούνται, δεν τους τις χαρίζει. Οι υποσχέσεις για μεγάλα οφέλη από τα διάφορα προγράμματα και τις βιολογικές καλλιέργειες θυμίζουν ανάλογες προηγούμενων κυβερνήσεων, που τους καλούσαν να καλλιεργήσουν ακακίες, βατόμουρα και γαϊδουράγκαθα για να... τα κονομήσουν. Η «Κάρτα του Αγρότη» δεν ωφελεί τους μικρομεσαίους αγρότες, αλλά τους τραπεζίτες που θα δανείζουν στα σίγουρα και με υψηλά επιτόκια, τους εμποροβιομήχανους που θα πληρώνονται για τα μέσα και εφόδια αμέσως και τοις μετρητοίς, το κράτος που θα εισπράττει απευθείας τα ασφάλιστρα στον ΟΓΑ και στον ΕΛΓΑ και τα άλλα αγροτικά χαράτσια. Οσον αφορά στο κυβερνητικό «όραμα» της «αγροτικής ανάπτυξης», αυτό δεν αφορά τους μικρομεσαίους αγρότες που η τύχη του ξεκληρίσματός τους είναι προδιαγεγραμμένη από την ΚΑΠ, την ΕΕ, την καπιταλιστική ανάπτυξη, αλλά τους αγροτοκαπιταλιστές, στους οποίους θα συγκεντρωθούν η γη, η παραγωγή και η εμπορία.

Η κυβέρνηση αρνείται να ικανοποιήσει τα άμεσα, δίκαια και ζωτικής σημασίας αιτήματα των αγροτών, όπως:

-- Να φορολογούνται με βάση τα πραγματικά τους εισοδήματα, με αφορολόγητο 12.000 ευρώ, προσαυξημένο κατά 3.000 για κάθε παιδί και να καταργηθούν τα τεκμήρια.

-- Να μην ισχύσουν οι αυξήσεις στις ασφαλιστικές εισφορές στον ΟΓΑ, ικανοποιητική σύνταξη στα 60 χρόνια για τους άνδρες και στα 55 για τις γυναίκες.

-- Αφορολόγητο πετρέλαιο, όπως στους εφοπλιστές, μείωση της τιμής του αγροτικού ρεύματος κατά 50%, μηδενισμός του ΦΠΑ στα αγροεφόδια, τρόφιμα, είδη λαϊκής κατανάλωσης και υπηρεσίες.

-- Να καταργηθούν οι περικοπές στις επιδοτήσεις - ενισχύσεις που επιβλήθηκαν με τη νέα ΚΑΠ της ΕΕ.

-- Ικανοποιητικές κατώτερες εγγυημένες τιμές για όλα τα αγροτοκτηνοτροφικά προϊόντα.

-- Κάλυψη του χαμένου αγροτικού εισοδήματος από τις ζημιές στην παραγωγή και το αγροτοκτηνοτροφικό κεφάλαιο, που προξένησαν η κακοκαιρία και οι αρρώστιες. ΕΛΓΑ κρατικός με χρηματοδότηση από το κράτος για να καλύπτει και να αποζημιώνει στο 100% τις καταστροφές απ' όλες τις αιτίες.

-- Ακατάσχετο όριο 15.000 ευρώ στους τραπεζικούς λογαριασμούς των αγροτών, καμιά κατάσχεση πρώτης, δεύτερης κατοικίας και των χωραφιών από δάνεια που βρίσκονται στο «κόκκινο», μέχρι συνολικής αντικειμενικής αξίας 300.000 ευρώ.

«Ελάτε στο διάλογο, μη βγαίνετε στους δρόμους...»

Το τρίτο προπαγανδιστικό επιχείρημα που προβάλλει η κυβέρνηση είναι πως, ενώ αυτή είναι διατεθειμένη για διάλογο και καλεί τους αγρότες, αυτοί δεν ανταποκρίνονται, αφήνοντας να εννοηθεί ότι οι κινητοποιήσεις υποκινούνται - κυρίως από το ΚΚΕ - για την εξυπηρέτηση πολιτικών στόχων και κομματικών επιδιώξεων.

Το οργανωμένο αγροτικό κίνημα, που είναι κίνημα διεκδίκησης, έχει ξεκαθαρίσει ότι δεν πρόκειται να πάει σ' ένα «διάλογο» με την κυβέρνηση, ο οποίος δεν θα γίνει για την ικανοποίηση των συγκεκριμένων διεκδικήσεων που περιλαμβάνονται στο πλαίσιο αιτημάτων που έχει καθορίσει και για τα οποία οι αγρότες βγαίνουν στους δρόμους. Δεν πρόκειται να δεχτεί να συζητήσει όχι για το τι θα κερδίσουν, αλλά για το πόσα και ποια θα χάσουν ακόμα οι αγρότες, όπως θέλει η κυβέρνηση.

Προχωράει, λοιπόν, στην κλιμάκωση των κινητοποιήσεων με στήσιμο μπλόκων, δηλώνοντας πως όχι μόνο δεν θα αρνηθεί συνάντηση με την κυβέρνηση, αλλά θα την επιδιώξει, προκειμένου, κάτω και από την πίεση του αγώνα, να ικανοποιηθούν τα συγκεκριμένα και ζωτικής σημασίας για τους μικρομεσαίους αγρότες αιτήματα.

Βεβαίως, η κυβέρνηση έχει βρει «πρόθυμους» για το είδος του «διαλόγου» που προτείνει. Είναι τα διάφορα σχήματα - τοπικά και πανελλαδικά - που κινούνται στον «ντορό» του ευρωμονόδρομου και εκπροσωπούν τα συμφέροντα μιας χούφτας μεγαλοαγροτών - αγροτοκαπιταλιστών, οι οποίοι θέλουν να επιταχυνθεί η συγκέντρωση της γης και της παραγωγής σε λίγα χέρια και να φύγουν από τη μέση οι μικρομεσαίοι αγρότες. Τα σχήματα αυτά, όλο το προηγούμενο διάστημα, είναι άφαντα και κάθε φορά που ξεκινούν οι αγροτικές κινητοποιήσεις εμφανίζονται με στόχο να προβάλουν τα δικά τους αιτήματα, που είναι διαφορετικά από αυτά των μικρομεσαίων αγροτών - όπως, για παράδειγμα, το αίτημα για διαχωρισμό των αγροτών σε «κατά κύριο επάγγελμα, ή μη» που έθεσαν και ευχαρίστως η κυβέρνηση ικανοποίησε στη διάρκεια των περσινών μπλόκων, καθώς αποτελεί βασικό εργαλείο για τη συγκέντρωση της γης και της παραγωγής - και να υπονομεύουν τον αγώνα της μικρομεσαίας αγροτιάς.


Π. Ρ.



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ