Σάββατο 4 Ιούλη 2015 - Κυριακή 5 Ιούλη 2015
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΙΣΤΟΡΙΑ
ΤΙΜΗ ΣΤΟΥΣ ΑΛΥΓΙΣΤΟΥΣ ΤΗΣ ΤΑΞΙΚΗΣ ΠΑΛΗΣ
Ακροναυπλία: Στήθηκε για την εξόντωση των κομμουνιστών, έγινε φάρος αντίστασης

Κρατούμενοι από την πρώτη «φουρνιά» στην Ακροναυπλιά
Κρατούμενοι από την πρώτη «φουρνιά» στην Ακροναυπλιά
Ακροναυπλία, Ακροναυπλία

μες του τύραννου τη βία

μας κρατάς τους πρωτοπόρους

και τους καθοδηγητές

Ακροναυπλία Ακροναυπλία

πίστη ελπίδα απειθαρχία

στους συντρόφους που παλεύουν

για να σπάσουν τα δεσμά

Ακροναυπλία Ακροναυπλία

δάκρυ από την τυραννία

δε σε λύγισε η φουρτούνα

δε σε λύγισε η σκλαβιά

Η «Μπαλάντα για την Ακροναυπλία», που έγραψε ο Νίκος Παπαπερικλής, την τραγούδησε σύγχρονα ο Πέτρος Πανδής.

***

Ακροναυπλιά! Το «Ιτς Καλέ», όπως το 'ξεραν οι πιο παλιοί, το παλιό ενετικό φρούριο στην άκρη του Ναυπλίου. Γαντζωμένο στο βράχο, τριακόσια σκαλιά πάνω απ' τη θάλασσα. Μετατράπηκε σε στρατόπεδο πολιτικών κρατουμένων το Φλεβάρη του 1937, έξι μήνες μετά από την επιβολή της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου από τον Μεταξά και διαλύθηκε το Φλεβάρη του 1943.

Εξακόσιοι είκοσι πέντε κρατούμενοι πέρασαν από το κάτεργο αυτό και στην πλειοψηφία τους ήταν ηγετικά στελέχη του ΚΚΕ και του εργατικού κινήματος.

Στόχος της δικτατορίας: Να εξοντώσουν, να συντρίψουν σωματικά και ψυχικά, να κουρελιάσουν ηθικά, να ρεζιλέψουν και να αχρηστεύσουν τον ηγετικό πυρήνα του ΚΚΕ απέναντι στην εργατική τάξη, το λαό. Και δε δίστασαν μπροστά σε κανένα μέσο, προκειμένου να πετύχουν το σκοπό τους. Δεν υπήρχε έλεος για όποιον δεν έκανε «δήλωση μετανοίας», για όποιον δεν αποκήρυσσε το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας, για όποιον δεν έσκυβε το κεφάλι.

Υπολόγιζαν ότι με αυτόν τον τρόπο θα τσάκιζαν την αντίσταση του λαού και θα τον υποχρέωναν να αποδεχτεί τα αγαθά της «νέας τάξης πραγμάτων», του «τρίτου ελληνικού πολιτισμού». Δηλαδή, την ιδέα ότι οι καπιταλιστές δεν είναι εκμεταλλευτές, αλλά προστάτες τους, που τους δίνουν ψωμί και δουλειά για να συντηρούν τις οικογένειές τους, πως το ξένο κεφάλαιο είναι ωφέλιμο και ενδιαφέρεται για την ανάπτυξη του τόπου.


Το άνοιγμα του στρατοπέδου δεν ήρθε σαν κεραυνός εν αιθρία. Είχε προηγηθεί μία περίοδος όξυνσης της ταξικής πάλης, στη διάρκεια της οποίας αναπτύχθηκαν σημαντικοί αγώνες, όπου οι κομμουνιστές έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο. Είναι η περίοδος που η στυγνή αντιλαϊκή πολιτική των κυβερνήσεων της 10ετίας του 1920, μπλέκει με τις συνέπειες της Μικρασιατικής Καταστροφής και την οικονομική κρίση του 1929-'33. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου: Επί κυβέρνησης Ελ. Βενιζέλου δολοφονούνται 27 εργάτες και αγρότες στις διάφορες κινητοποιήσεις. 13.000 συλλαμβάνονται. 2.400 καταδικάζονται σε πολύχρονες φυλακίσεις και εξορίες. 120 φαντάροι στέλνονται στο Καλπάκι. Στην περίοδο 1933 - 1935, επί Τσαλδάρη, νέο λουτρό αίματος και τρομοκρατίας: Δολοφονούνται 10 εργάτες και αγρότες και 350 τραυματίζονται. Χιλιάδες συλλαμβάνονται και 785 καταδικάζονται σε πολύχρονες φυλακίσεις και εξορίες. Απαγορεύτηκαν 160 συγκεντρώσεις και 128 διαλύθηκαν με τη βία. Εγιναν πάνω από 138 επιδρομές σε γραφεία σωματείων και σε τυπογραφεία. Αποκορύφωμα αυτού του πογκρόμ είναι τα αιματηρά γεγονότα στις 9 του Μάη του '36 στη Θεσσαλονίκη, με τη δολοφονία 12 εργατών και τον τραυματισμό 300.

Ο λαϊκός ξεσηκωμός στη Θεσσαλονίκη, με πάνω από 150.000 λαού στο δρόμο, δίνει μια πρώτη απάντηση. Και λίγο μετά, στις 13 Μάη του '36, 500.000 λαού, σε πανελλαδική απεργία, απαντούν στην τρομοκρατία του Μεταξά. Στις 2 Ιούνη του '36 νέος ξεσηκωμός στο Βόλο με έναν νεκρό και πολλούς τραυματίες. Στις 5 Αυγούστου '36 προετοιμάζεται νέα πανελλαδική απεργία κατά της υποχρεωτικής διαιτησίας, της διάλυσης των εργατικών σωματείων και τη διεκδίκηση κοινωνικών ασφαλίσεων. Αυτό ακριβώς το ογκούμενο λαϊκό κίνημα ήθελαν να αποκεφαλίσουν, να τρομοκρατήσουν και να γονατίσουν, τσακίζοντας την πρωτοπορία του. Η ελληνική πλουτοκρατία και οι ξένοι προστάτες της, με όργανο κρούσης τη μεταξική δικτατορία, έπεσαν με λυσσασμένο τρόπο πάνω στους κομμουνιστές για να τους εξοντώσουν με κάθε μέσο και μαζί τους κάθε τίμιο, πατριωτικό στοιχείο που αντιστεκόταν. Περίπου 100.000 συλλαμβάνονται, όπου η μεγάλη πλειοψηφία απ' αυτούς ήταν κομμουνιστές.

Σχεδιάγραμμα της φυλακής που βρέθηκε στην τσέπη εκτελεσμένου Ακροναυπλιώτη από τους 200 της Καισαριανής
Σχεδιάγραμμα της φυλακής που βρέθηκε στην τσέπη εκτελεσμένου Ακροναυπλιώτη από τους 200 της Καισαριανής
Οι πρώτοι Ακροναυπλιώτες μεταφέρθηκαν από τα κρατητήρια Αθήνας - Πειραιά - Πατρών κ.λπ. Το Μάη - Ιούνη και Ιούλη 1937 άρχισαν να μεταφέρονται με καραβιές από τα ξερονήσια της Ανάφης, της Φολέγανδρου, του Αη Στράτη οι «πιο επικίνδυνοι» εξόριστοι αγωνιστές στην Ακροναυπλία: Εργάτες, αγρότες, υπάλληλοι, διανοούμενοι. Ανάμεσά τους και μέλη της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, γραμματείς και μέλη περιφερειακών, αχτιδικών κ.λπ. Οργανώσεών του, βουλευτές του Παλλαϊκού Μετώπου, εργατικά και συνδικαλιστικά στελέχη, στελέχη του Αγροτικού Κόμματος Ελλάδας και άλλων δημοκρατικών οργανώσεων, στελέχη της Κομμουνιστικής Νεολαίας (ΟΚΝΕ) κ.λπ., κ.λπ.

Το Κόμμα στην πρώτη γραμμή

Με απόφαση της ΚΕ του ΚΚΕ οργανώθηκαν στην Ακροναυπλία κομματικές ομάδες με τους υπευθύνους τους και στους τέσσερις θαλάμους. Στον κάθε θάλαμο υπήρχε ο κομματικός υπεύθυνος, που διοχέτευε τη γραμμή της Κομματικής Επιτροπής στα μέλη του Κόμματος και έλυνε τα κομματικά ζητήματα του θαλάμου. Επικεφαλής όλης της κομματικής δουλειάς ήταν η Κομματική Επιτροπή Ακροναυπλίας.

Η Κομματική Επιτροπή καθοδηγούσε όλη την κομματική δουλειά και πολιτικά τη δράση του Γραφείου της Ομάδας, χωρίς να ανακατεύεται στην άλλη δουλειά του. Η Κομματική Επιτροπή επεξεργαζόταν όλα τα ζητήματα της τακτικής απέναντι στη διοίκηση του στρατοπέδου. Οργάνωσε διά μέσου της Μορφωτικής Επιτροπής τα μαρξιστικά μαθήματα, διαλέξεις κ.λπ., καθώς και τα εγκυκλοπαιδικά μαθήματα. Η Κομματική Επιτροπή Ακροναυπλίας ασχολούνταν, ιδιαίτερα, με την κομματική διαπαιδαγώγηση των συντρόφων, τη σφυρηλάτηση της κομματικότητάς τους κ.λπ. Κάθε φορά που δημιουργούνταν σοβαρά ζητήματα, συνεδρίαζε (εκτός από τις τακτικές της συνεδριάσεις) η Κομματική Επιτροπή και αμέσως οι αποφάσεις της έμπαιναν στις κομματικές ομάδες και διά μέσου του Γραφείου της Ομάδας Συμβίωσης σε όλη την Ακροναυπλία.

Η Ομάδα Συμβίωσης


Αμέσως μετά τη μεταφορά των εξορίστων στην Ακροναυπλιά συγκροτήθηκε η Ομάδα Συμβίωσης Κρατουμένων της Ακροναυπλίας (ΟΣΚΑ) επικεφαλής της οποίας ήταν άλλοτε 7μελές και άλλοτε 9μελές Γραφείο, που ήταν όργανο καθοδηγητικό και επωμιζόταν όλο το βάρος της οικονομικής, μορφωτικής και πολιτιστικής ζωής των κρατουμένων. Η διοίκηση του στρατοπέδου αναγνώριζε αρχικά και δεχόταν ως εκπροσώπους των κρατουμένων μόνο τους επικεφαλής των θαλάμων. Οι θάλαμοι ήταν τέσσερις και οι θαλαμάρχες εκλέγονταν κάθε χρόνο.

Αρχικά, όλη η διαχείριση του επιδόματος των 10 δραχμών τη μέρα, που έπαιρναν μόνο οι «άποροι» έγκλειστοι, και του συσσιτίου γινόταν από τη διοίκηση. Αργότερα, μετά από δυναμικούς αγώνες, διαμαρτυρίες και καταγγελίες για υποσιτισμό, κατασπατάληση και αισχροκέρδεια, οι κρατούμενοι πέτυχαν τον άμεσο έλεγχο της παρεχόμενης διατροφής, οργάνωσαν δικά τους μαγειρεία και διαχειρίζονταν όλα τα κονδύλια που τους αφορούσαν. Αγραφος νόμος της ΟΣΚΑ ήταν η προσφορά του 50% των εμβασμάτων και τροφίμων από τα δέματα που στέλνονταν από συγγενείς των κρατουμένων στο κοινό ταμείο. Κάθε μήνα γινόταν οικονομικός απολογισμός από τους υπεύθυνους λογιστές και ταμίες ενώπιον όλων. Εκτός από τα μαγειρεία οργανώθηκαν και άλλα συνεργεία, όπως των τσαγκαράδων, κουρέων, ραφτάδων, ξυλουργών, υδραυλικών κ.ά.

Οι επιθέσεις

Στην Ακροναυπλιά από την πρώτη μέρα και σ' όλη τη διάρκεια του 1937 η δικτατορία έκανε τρεις επιθέσεις ενάντια στους κρατούμενους. Η πρώτη επίθεση έγινε όταν ήρθαν από τα νησιά οι εξόριστοι. Ο στρατοπεδάρχης και τα όργανά του θέλησαν να χωρίσουν τους διανοούμενους από τους υπόλοιπους κρατούμενους. Οι λόγοι είναι ευνόητοι (...) Η δεύτερη επίθεση έγινε στις 30 Αυγούστου του 1937. Επεσαν πάνω από 400 πυροβολισμοί. Ενας κρατούμενος κομμουνιστής, ο Παύλος Σταυρίδης, πέφτει νεκρός με πολτοποιημένο το κρανίο από τη δολοφονική σφαίρα. Μόνο χάρη στον ηρωισμό και την ψυχραιμία των αγωνιστών δε θρηνήθηκαν δεκάδες θύματα εκείνη τη βραδιά. Η τρίτη οργανωμένη επίθεση έγινε όταν η διοίκηση θέλησε να πάρει τα καμινέτα με πρόσχημα ότι σκόπευαν να βάλουν φωτιά στο στρατόπεδο. Τα καμινέτα και οι καφέδες είναι ζωτικό ζήτημα για τους κρατούμενους (...) Με εντολή του Γραφείου της Ομάδας και της Κομματικής Επιτροπής μίλησε ο Δ. Γληνός και είπε πως το μέτρο αυτό της δικτατορίας θυμίζει ό,τι ήθελε να κάνει ο Γκέρινγκ με τον εμπρησμό του Ράιχσταγκ (...) Η δικτατορία ετοίμαζε μια μεγάλη προβοκάτσια, τον εμπρησμό του κτιρίου για να κάψει ζωντανούς τους αγωνιστές. Θα παρουσίαζε τα πράγματα έτσι απλά: «Τυχαία» έπιασε φωτιά το κτίριο από τα καμινέτα και τα σπίρτα που έχουν οι αγωνιστές (...) Και η διοίκηση παρά τις «απεγνωσμένες προσπάθειές» της δεν μπόρεσε να σώσει τους δεσμώτες. Οι αγωνιστές κατάγγειλαν έγκαιρα την προβοκάτσια και με την κινητοποίηση της ελληνικής και της διεθνούς κοινής γνώμης σταμάτησαν το προετοιμαζόμενο έγκλημα.

Το 1940 βρίσκει τους κρατούμενους να ζητούν να πάνε στο μέτωπο. Οχι μόνο τους το αρνούνται, τους παραδίδουν κι από πάνω στους ναζί. Το 1943, το στρατόπεδο καταργείται με τη μεταφορά των κρατουμένων σε άλλες φυλακές, 200 παλικάρια της Ακροναυπλιάς, που στο μεταξύ έχουν μεταφερθεί στο Χαϊδάρι, εκτελούνται στην Καισαριανή.

Παρέδωσαν τους κρατούμενους στους ναζί κατακτητές

«Στις 6 του Απρίλη 1941 εισβάλλουν στην Ελλάδα οι χιτλερικές ορδές... Οι κρατούμενοι της Ακροναυπλίας περιμέναμε αυτήν την επίθεση και δε μας ξάφνιασε. Γίνονταν στην Ακροναυπλία συζητήσεις, αν ο λαός και ο στρατός μας θα μπορούσαν να αντέξουν στη φοβερή επίθεση των χιτλερικών με τα άρματα μάχης, τα μηχανοκίνητα στρατεύματα και τις εκατοντάδες αεροπλάνα. Σ' αυτές τις τραγικές στιγμές, οι ξενόδουλοι στρατηγοί του δικτάτορα Μεταξά και του βασιλιά Γλίξμπουργκ, ενώ ο στρατός με συγκρατημένη την ανάσα και ματωμένος πολεμούσε, προδίνουν στρατό και λαό και διευκολύνουν την υποδούλωση της χώρας στους Χίτλερ και Μουσολίνι. Οι προδότες στρατηγοί Τσολάκογλου, Μπάκος, Δεμέστιχας, Πολύζος και άλλοι, που διηύθυναν τις ελληνικές μεραρχίες στην Ηπειρο, συνθηκολόγησαν. Ανοιξαν τα σύνορα στις στρατιές του Χίτλερ και του Μουσολίνι. Τα χιτλερικά τανκς προχωρούν χωρίς αντίσταση για να καταλάβουν την Αθήνα, την πρωτεύουσα της Ελλάδας. Οι αγγλικές μεραρχίες του στρατηγού Ουίνστον υποχωρούν χωρίς να δώσουν καμιά μάχη. Το μόνο που ενδιαφέρονται είναι πώς να σώσουν τον εαυτό τους, αδιαφορώντας για την Ελλάδα και το λαό της...

Η χιτλερική αεροπορία βομβαρδίζει το κάτεργο της Ακροναυπλίας. Απ' τις 21 έως τις 25 του Απρίλη 1941 οι δεσμώτες της Ακροναυπλίας περνούν εφιαλτικές μέρες. Επί πέντε μέρες από τις 6 η ώρα το πρωί, μέχρι τις 6 η ώρα το βράδυ χιτλερικά αεροπλάνα τύπου Στούκας βομβαρδίζουν κατά κύματα την Ακροναυπλία και τα αγγλικά καράβια στον Αργολικό Κόλπο.

...Σφυρίζουν τα Στούκας και πέφτουν σαν το χαλάζι οι χιτλερικές βόμβες. Και το βράδυ σαν βασίλευε ο ήλιος, κουρασμένοι και ανάστατοι, πέφταμε να κοιμηθούμε. Πόσο βαρύς ήταν αυτός ο ύπνος! Στα όνειρά μας βλέπαμε, πως μας βομβαρδίζουν τα Στούκας...

Οι χιτλερικοί αεροπόροι βομβάρδιζαν τα αγγλικά καράβια, αλλά είχαν, επίσης, για στόχο τους και την Ακροναυπλία, όπως μας είπαν οι ίδιοι οι Γερμανοί, όταν κατέλαβαν το Ναύπλιο:

-- Ακόμη ζείτε! Ηταν οι πρώτες λέξεις των χιτλερικών αξιωματικών, όταν μπήκαν στην Ακροναυπλία. Εμείς σας ρίξαμε εκατοντάδες βόμβες...

Σωθήκαμε μόνο στην τύχη. Μα και γιατί, όπως ήταν κωνικός ο βράχος της Ακροναυπλίας, οι βόμβες έπεφταν ξυστά και παρασύρονταν στη θάλασσα. Μια δέσμη από βόμβες, που έπεσαν δίπλα στο κτίριο της Ακροναυπλίας, δεν έσκασαν. Ισως κάποιο σαμποτάζ πατριώτη της Γερμανίας να έσωσε τη ζωή εκατοντάδων κρατουμένων.

Τις μέρες αυτές η Ακροναυπλία έμοιαζε με κόλαση. Τη νύχτα φεύγουν από το Ναύπλιο οι Αγγλοι και Ελληνες επίσημοι για την Κρήτη και την Αίγυπτο. Ενα αγγλικό καταδρομικό έχει μισοβυθισθεί στο λιμάνι του Ναυπλίου. Κάποια χιτλερική βόμβα το 'χει χτυπήσει στην μπουρού του και σφυρίζει δαιμονισμένα, μέρα - νύχτα, σαν να 'χει στοιχειώσει (...) Ενα άλλο εμπορικό καράβι, γεμάτο νιτρογλυκερίνη, έχει πάρει φωτιά. Από στιγμή σε στιγμή είναι έτοιμο να εκραγεί. Βρίσκεται ακριβώς κάτω από το βράχο της Ακροναυπλίας. Αν ανατιναχτεί δε θα μείνει τίποτε από το κάτεργό μας και από μας. Η ζωή εκατοντάδων ανθρώπων βρίσκεται σε άμεσο κίνδυνο. Η επιτροπή μας πήγε, όταν το 'μαθε την τελευταία στιγμή, στο διοικητή και ζήτησε να μας αφήσει ελεύθερους, για να σωθούμε! Σ' απάντηση αυτός δυναμώνει τη φρουρά και καλεί σε ενίσχυση κι άλλους χωροφύλακες απ' το Ναύπλιο οπλισμένους με βαριά πολυβόλα. Μας επιτρέπει να βγούμε στο προαύλιο, που ήταν πριν μπεις στο κύριο κτίριο της Ακροναυπλίας για να 'μαστε κάπως αραιωμένοι. Ομως, το προαύλιο αυτό μόλις χωράει καμιά 200ριά ανθρώπους. Ετσι, οι άλλοι έμειναν στο αντιαεροπορικό καταφύγιο και στα παράθυρα με τους χοντρούς τοίχους.

Ευτυχώς που φυσάει απ' τη στεριά αεράκι και το καράβι μέσα στις φλόγες απομακρύνεται 600 - 800 μέτρα μακριά απ' το βράχο της Ακροναυπλίας. Ξαφνικά ακούστηκε μια τρομαχτική έκρηξη, θα 'ταν η ώρα 14.00. Η Ακροναυπλία σείστηκε σαν να 'τανε αχυροκαλύβα. Δημιουργήθηκαν μεγάλες ρωγμές στους τοίχους, τα παράθυρα ξηλώθηκαν και ένα μέρος της στέγης χάλασε... Σ' ολόκληρο το Ναύπλιο δεν έμεινε τζάμι γερό! Μεγάλα κομμάτια από πυρακτωμένες λαμαρίνες του καραβιού έφτασαν μέχρι το προαύλιο του στρατοπέδου και έπεσαν μερικά μέτρα μακριά μας. Είμαστε φαίνεται ...τυχεροί. Σαν κατάπεσε η λάβα της φωτιάς και γαλήνεψε η θάλασσα, μετρηθήκαμε. Δεν λείπει κανένας!

Στο αναμεταξύ, οι χιτλερικοί κατακτητές έφταναν στην Αθήνα. Οι ελληνικές στρατιωτικές μονάδες είχαν διαλυθεί και οι φαντάροι γυρνούσαν σαν τα κοπάδια, από χωριό σε χωριό, για να εξασφαλίσουν λίγο ψωμί και μεταφορικό μέσο, για να πάνε στα μέρη τους. Οι τελευταίες μας πληροφορίες ήταν πως οι Γερμανοί πλησίαζαν στον Ισθμό της Κορίνθου.

Η Ομάδα μας με επιτροπή της απαιτεί απ' τη διοίκηση του στρατοπέδου να μας αφήσει αμέσως ελεύθερους. Συγκεντρωθήκαμε μπροστά στις κιγκλίδες και φωνάζαμε να ανοίξουν οι πόρτες της φυλακής μας. Οταν άκουσε τις φωνές και είδε τόσο πολύ κόσμο στις κιγκλίδες ο διοικητής - ήταν τότε ο μοίραρχος Γιαννίκος, που τον αποκαλούσαμε "Κυριακή" απ' το όνομα του εκφωνητή της ελληνικής εκπομπής του ραδιοσταθμού του Βερολίνου - γίνηκε κατάχλομος και άρχισε να φωνάζει από την πόρτα του γραφείου του: "Εχετε το λόγο της στρατιωτικής μου τιμής, ότι αν οι Γερμανοί περάσουν τον Ισθμό, που είναι η τελευταία γραμμή αμύνης, διαθέτω εβδομήντα χωροφύλακες, κάμποσα οπλοπολυβόλα και βαριά πολυβόλα, θα πάρω κι εσάς και θα πολεμήσουμε μαζί".

Οπως έδειξαν τα πράγματα, ο κύριος διοικητής μάς έλεγε ψέματα για να μας καθησυχάσει... Κανένα λόγο στρατιωτικής τιμής δεν έχουν οι χαφιέδες. Ζητούσε απλώς να κερδίσει χρόνο. Για να εκπληρώσει την αποστολή που πήρε απ' τον Μανιαδάκη, να μας παραδώσει αιχμάλωτους στους καταχτητές για να μας εξοντώσουν!

Την άλλη μέρα, επιτροπή μας (...) ζήτησε να παρουσιαστεί στον Εγγλέζο στρατηγό (αυτός ήταν τώρα ανώτατος διοικητής Πελοποννήσου) για να βάλει το ζήτημα της απόλυσής μας. Ο Εγγλέζος στρατηγός δεν τους δέχτηκε. Επιτροπή μας έκανε διάβημα και στον αντισυνταγματάρχη Πατέρη (...) Υποσχέθηκε να μας αφήσει (...) Μας παρέδωσε. Οπως είναι γνωστό, ο Πατέρης έγινε αργότερα αντιστράτηγος και αρχηγός της Χωροφυλακής (...) Οι Γερμανοί κατέλαβαν την Ακροναυπλιά τις τελευταίες μέρες του Απρίλη του 1941. Η διχτατορία, ο Μανιαδάκης, η πλουτοκρατική ολιγαρχία που στήριζε τη διχτατορία μάς παρέδωσαν "διά πρωτοκόλλου" στους χιτλερικούς φασίστες σαν αιχμαλώτους πολέμου...

Τώρα, το κύριο πρόβλημα δεν είναι η πάλη με τις "δηλώσεις μετανοίας". Το καθήκον αυτό ξεπεράστηκε, ανήκε πια στην ιστορία των ηρωικών αγώνων της Ακροναυπλιάς. Αρχίζει το μαρτύριο της πείνας... Δεν προφτάσαμε να ξεπεράσουμε τη μεγάλη δοκιμασία, το μαρτύριο της πείνας, προβάλλει ένας άλλος, πιο μεγάλος κίνδυνος, οι εκτελέσεις για αντίποινα. Η Ακροναυπλιά φτάνει στο ζενίθ των θυσιών της».

(Από το βιβλίο «Κι άστραψε φως η Ακροναυπλιά», του Βασίλη Γ. Μπαρτζιώτα, έκδοση «ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ»)

«Το ψέμα δεν μπορεί ν' ανέβει τα τρακόσια σκαλοπάτια της Ακροναυπλίας»

Ο Γληνός ανάμεσα σε δασκάλους και μαθητές, κρατούμενοι όλοι.
Ο Γληνός ανάμεσα σε δασκάλους και μαθητές, κρατούμενοι όλοι.
Σαν ιδιαίτερο γεγονός για τη ζωή του στρατοπέδου της Ακροναυπλίας καταγράφεται η μεταφορά σε αυτό, από την Ανάφη, του Δημήτρη Γληνού. Η άφιξη ενός μαχόμενου διανοητή και παιδαγωγού, σε συνδυασμό με την ήδη αποκτηθείσα πείρα και το υψηλότερο ποσοτικά και ποιοτικά υπόβαθρο των κρατουμένων, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στο να διευρυνθούν και να εμπλουτιστούν τα μαθήματα και ως προς το περιεχόμενο και ως προς τη μεθοδολογία. Η Ακροναυπλία θα αποτελέσει σημείο αναφοράς και πρότυπο από δω και στο εξής και για την οργάνωση της φυσικής και πνευματικής ζωής των κρατουμένων και για την καθαρότητα, επικαιρότητα και εγκυρότητα των επιστημονικών, κοινωνικών, πολιτικών και ιδεολογικών αναλύσεων.

Στην ειδική έκδοση του περιοδικού «Επιθεώρηση Τέχνης», «Αφιέρωμα στον Δ. Γληνό», διαβάζουμε:

«Από τις πρώτες μέρες, ο δάσκαλος βγήκε μέλος του γραφείου της Ομάδας Συμβίωσης και ανέλαβε το μορφωτικό - εκπολιτιστικό τομέα. Αρχισε ενέργειες και παραστάσεις στο διοικητή του στρατοπέδου, ταγματάρχη Βρεττέα, ζητώντας να μας αποδοθούν τα βιβλία μας, που είχαν κρατήσει, τετράδια, σκάκια κ.λπ., να παραχωρηθεί ένα μικρό προαύλιο, δίπλα στο μεγάλο, για να χρησιμοποιείται για μελέτη και να δοθεί άδεια για μορφωτικά μαθήματα και διαλέξεις. Πραγματικά, μας απόδωσαν τα βιβλία, μας παραχώρησαν το προαύλιο - που από τότε ονομάστηκε "προαύλιο Γληνού" - και δόθηκε άδεια για μαθήματα και διαλέξεις - αδιάφορο αν αργότερα ο Μανιαδάκης ξαναπήρε τα βιβλία, απαγόρεψε τις διαλέξεις και έκλεισε το προαύλιο μελέτης. Μόλις δόθηκε η άδεια, ο Γληνός οργάνωσε κανονικές τάξεις από το Δημοτικό ως το Γυμνάσιο, όπου δίδασκαν κρατούμενοι εκπαιδευτικοί της δημοτικής και μέσης παιδείας και φοιτητές. Τις πρώτες διαλέξεις τις έκανε ο ίδιος ο Γληνός: "Πώς πρέπει να μιλάμε, πώς πρέπει να γράφουμε, πώς πρέπει να διαβάζουμε". Αυτές τις διαλέξεις τις παρακολούθησε και ο ίδιος ο Βρεττέας με τη γυναίκα του και έδωσαν τα συγχαρητήριά τους στον Γληνό. Στο τέλος κάθε διάλεξης, υποβάλανε διάφορες ερωτήσεις».

Ο ίδιος ο Γληνός θα γράψει:

«Θέλω να ζήσω μόνο μέσα στην αλήθεια ή να ζήσω και να πεθάνω δεσμώτης. Γιατί η εδώ ζωή μου είναι αληθινή. Δεν έχει κανένα ψέμα. Το ψέμα δεν μπορεί ν' ανέβει τα τρακόσια σκαλοπάτια της Ακροναυπλίας. Ζω μέσα στη σκληρή αλήθεια, που είναι πιο αγαπητή από το γλυκύτερο ψέμα. Η ζωή μέσα στην αλήθεια είναι η μόνη ευδαιμονία. Ευλογημένα αυτά τα 300 σκαλοπάτια, που δεν αφήνουνε να φτάσει ως εδώ παρά μόνο την αλήθεια και αν κάποτε συρθεί ως εδώ το ψέμα, δε θα βαστάξει. Θα τσακίσει τη ραχοκοκκαλιά του. Στις επάλξεις της φυλακής στέκεται σκληρή και στυγνή θεά η αλήθεια. Εδώ μέσα δεν μπορεί να ζήσει το ψέμα, φεύγει. Απ' έξω δεν μπορεί να πλησιάσει. Τσακίζεται. Προτιμώ λοιπόν να ζήσω και να πεθάνω μέσα στη φυλακή, παρά να βγω έξω και να ζήσω μέσα στο ψέμα».

(...)

«Το ιδανικό μου δεν είναι η ψυχραιμία και η απάθεια, μα η κυριαρχία πάνω στο πάθος. Η ζωή μου είναι σαν ένα καράβι που θαλασσοδέρνεται στον ωκεανό, που κρατάει τον ατμό του στη μεγαλύτερη ένταση και πάει ενάντια στον καιρό και στο κύμα - και το χέρι του κυβερνήτη αγωνίζεται να κρατήσει το τιμόνι ατρόμητα. Μέσα στην εξωτερική ακίνητη ζωή μου στους τέσσερους τοίχους της φυλακής, παίζεται ένα δράμα σκληρό και κάνοντας τα εικοσιτέσσερα βήματα στο προαύλιο της φυλακής, πάντα στην ίδια κατεύθυνση μπρος και πίσω, πλάι στον τοίχο, όπου βουίζει από τον αγέρα και ακούεται από πίσω το αγκομαχητό της αόρατης θάλασσας, ζω μιαν απέραντη ζωή στοχασμού, πόνου κι ελπίδας. Εχεις δίκιο ν' αγαπήσεις ετούτο το βράχο της Ακροναυπλίας. Οταν διαβάζεις τον Προμηθέα, θα τοποθετείς νοερά το δράμα του εδώ πάνω» (αποσπάσματα από το «Γράμμα από την Ακροναυπλία» από την έκδοση «Στη μνήμη Δημήτρη Α. Γληνού» (συλλογικό), «Νέα Βιβλία», 1946).

«Κι άστραψε φως η Ακροναυπλία»

Συχνά, στα αφιερώματα για την Ακροναυπλία χρησιμοποιείται η φράση: «Κι άστραψε φως η Ακροναυπλία». Εχει κι αυτή την ιστορία της. Είναι ο τελευταίος στίχος ενός ποιήματος που γράφτηκε από τον Νίκο Παπαπερικλή, με αφορμή τη δολοφονία εν ψυχρώ του 22χρονου κρατούμενου Παύλου Σταυρίδη από τη Λάγενη της Φλώρινας. Ο Σταυρίδης ήταν ένας από τους αναλφάβητους κρατούμενους που έπαιρνε μέρος στα μαθήματα. Στις 30 Αυγούστου του 1937, σε μια από τις επιθέσεις που έκαναν οι χωροφυλάκοι, τον σκότωσαν. Για αποχαιρετισμό, ο Ν. Παπαπερικλής έγραψε:

«Τέλειωσε η μάχη. Στη γωνιά σου

απόμειναν λίγα βιβλία.

Δυο στίχοι, μια γραμματική

- πέρα μια αιμάτινη γραμμή

κι άστραψε φως η Ακροναυπλία».



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ